01 Ιουλίου 2014

Το χτύπημα των τραπεζών - Οι οικονομικές επιπτώσεις τής αντιτρομοκρατίας


Το περασμένο καλοκαίρι, ο βρετανικός τραπεζικός κολοσσός Barclays απέστειλε ανακοινώσεις κλεισίματος λογαριασμών σε περίπου 250 πελάτες του στο Ηνωμένο Βασίλειο, δίνοντάς τους 60 ημέρες για να βρουν ένα νέο σπίτι για τα μετρητά τους. Οι περισσότεροι από τους πελάτες ήταν μικρές επιχειρήσεις εμβασμάτων - οι λεγόμενες επιχειρήσεις χρηματικών υπηρεσιών - που εξυπηρετούσαν τις μεγάλες κοινότητες της διασποράς στην χώρα. Καθώς οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες δεν έχουν συνήθως υποκαταστήματα π.χ. στην Σομαλία και το Μπαγκλαντές, αυτές οι επιχειρήσεις μεταφοράς χρημάτων αποτελούν τον κεντρικό αγωγό μέσω του οποίου οι μετανάστες στέλνουν χρήματα σε μέλη τής οικογένειάς τους στις πατρίδες τους. Όμως, οι τράπεζες, ούσες όλο και περισσότερο ανήσυχες για την συμμόρφωσή τους με τους κυβερνητικούς κανονισμούς για την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, αποφάσισαν να καθαρίσουν τα βιβλία τους από οποιοδήποτε αυξημένο ρίσκο.
Η καταδίκη ήρθε γρήγορα, και ένας συνασπισμός μη κερδοσκοπικών οργανισμών, πολιτικών, και αστεριών τού αθλητισμού κινητοποιήθηκαν για να καταπολεμήσουν την απόφαση τής Barclays. Το κλείσιμο των λογαριασμών, είπαν, αποτελούσε το κόψιμο μιας «οικονομικής σανίδας σωτηρίας» για τα εύθραυστα, μαστιζόμενα από την φτώχεια κράτη. Η Σομαλία, για παράδειγμα, λαμβάνει περισσότερα χρήματα [2] από εμβάσματα από ό, τι από αναπτυξιακή βοήθεια, και, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, οι αναπτυσσόμενες χώρες λαμβάνουν πάνω από 400 δισεκατομμύρια δολάρια σε εμβάσματα ετησίως. Σε απάντηση στην κατακραυγή, το βρετανικό κοινοβούλιο προέβη σε συζητήσεις, συνέστησε μια ομάδα δράσης και ανέθεσε την σύνταξη μιας έκθεσης (στην οποία συνέβαλα κι εγώ). Η Barclays κατάφερε να κλείσει το μεγαλύτερο μέρος των λογαριασμών ούτως ή άλλως.
Προς υπεράσπισή της, η Barclays υποστήριξε ότι το υψηλό κόστος συμμόρφωσης στους αντιτρομοκρατικούς κανονισμούς σήμαινε ότι δεν ήταν πλέον «εμπορικά βιώσιμο [για την τράπεζα] να συνεχίσει να παρέχει υπηρεσίες σε κάθε πελάτη που αντιπροσωπεύει λιγότερο από 100.000 βρετανικές λίρες σε ετήσια έσοδα». Αυτό το επιχείρημα - ιδιαίτερα όπως εφαρμόζεται στις τράπεζες που παρέχουν υψηλού κινδύνου, χαμηλής απόδοσης υπηρεσίες σε πελάτες όπως οι εταιρείες χρηματικών υπηρεσιών - έχει γίνει πλέον κοινή επωδός. Μια σειρά από άλλες τράπεζες, που κυμαίνονται από την HSBC ως την Merchants Bank της Καλιφόρνια, χρησιμοποίησαν την ίδια λογική για να δικαιολογήσουν το κλείσιμο παρόμοιων λογαριασμών στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η προσοχή τους, άλλωστε, αποτελεί σύμπτωμα μιας ευρύτερης τάσης που αντανακλάται από το επεισόδιο της Barclays: τον περιορισμό τού παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος για την υποστήριξη του πολέμου τής διεθνούς κοινότητας εναντίον τής τρομοκρατίας.
Στον απόηχο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι ξεχώρισαν ως έναν βασικό παράγοντα που επέτρεψε στην αλ Κάιντα να αναπτυχθεί και να ευδοκιμήσει, την αποτυχία τής κυβέρνησης να καταπολεμήσει την χρηματοδότηση των τρομοκρατικών δικτύων. Όπως έγραψε το 2004 στα απομνημονεύματά του ο πρώην επικεφαλής τής αντιτρομοκρατίας στον Λευκό Οίκο, Richard Clarke , «οι υπηρεσίες έκαναν κακή δουλειά στον εντοπισμό και την διατάραξη των διεθνών εγκληματικών οικονομικών δικτύων και είχαν κάνει ελάχιστα ή τίποτα εναντίον τής χρηματοδότησης της τρομοκρατίας». Μια από τις πρώτες βολές τού προέδρου των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους [του νεότερου] στον νέο παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας ήταν το Εκτελεστικό Διάταγμα 13224, το οποίο απηύθυνε έκκληση για «ένα χτύπημα στην οικονομική βάση τού παγκόσμιου δικτύου της τρομοκρατίας», που σήμαινε να «στραγγιστεί η χρηματοδότηση των τρομοκρατών».
Η εστίαση της Ουάσινγκτον στην εξασφάλιση των οικονομικών συνόρων έκτοτε υπήρξε έντονη, με αποτέλεσμα μια χιονοστιβάδα νέων κανόνων, πρακτικών, καθώς και κυρώσεων για τον τραπεζικό τομέα. Υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία ότι τέτοιες τακτικές έχουν πραγματικά αποστερήσει τους τρομοκράτες από χρηματοδότηση. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι, έχοντας αναλάβει την πρωταρχική ευθύνη για την διασφάλιση των εθνικών και διεθνών οικονομικών συνόρων, οι τράπεζες εγκατέλειψαν τις ενέργειες και τους πελάτες που θα μπορούσαν να τους εκθέσουν σε οποιαδήποτε μορφή παράνομης οικονομικής δραστηριότητας, περιορίζοντας την χρηματοδοτική πρόσβαση.
Οι επιχειρήσεις χρηματικών υπηρεσιών δεν ήταν οι μόνες που αισθάνθηκαν την πίεση. Πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις, ιδίως εκείνες που λειτουργούν σε επικίνδυνες περιοχές, έχουν δει την πρόσβασή τους σε βασικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες να μειώνονται σημαντικά. Το ίδιο, επίσης, υπέστη μια διαφοροποιημένη ποικιλία ατόμων, που κυμαίνονται από τα λεγόμενα πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα, εκείνους που κατέχουν επίσημη θέση που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κατάχρησης για εγκληματικούς σκοπούς, μέχρι τα αστέρια των φιλμ για ενηλίκους, οι λογαριασμοί των οποίων συχνά πιστεύεται ότι είναι χρηματοδοτούμενοι από κεφάλαια από ανήθικες πηγές. Οι τράπεζες επίσης περιέκοψαν τις υπηρεσίες με τις οποίες συναλλάσσονται για λογαριασμό πελατών άλλων τραπεζών που επιδιώκουν να μεταφέρουν κεφάλαια σε διεθνές επίπεδο.
Το κίνητρο αυτών των αποφάσεων είναι η επιθυμία για ελαχιστοποίηση του κινδύνου – ένας εγγυημένος στόχος. Κατά τα τελευταία δύο χρόνια, οι αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές έχουν πλήξει τράπεζες όπως η HSBC, η ING και η Standard Chartered με τεράστιες ποινές. Το 2012, για παράδειγμα, η HSBC κατέβαλε στην κυβέρνηση των ΗΠΑ πρόστιμο ύψους 1,9 δισ. δολαρίων για την διευκόλυνση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και παραβιάσεις κυρώσεων από πελάτες της. Όμως, τα πρόστιμα αυτά θα επισκιαστούν από την παραλυτική ποινή 8 έως 9 δισ. δολαρίων που φημολογείται ότι θα επιβληθεί στην γαλλική τράπεζα BNP Paribas για εικαζόμενες παραβάσεις της στις κυρώσεις κατά του Σουδάν - ένα ποσό που ισοδυναμεί με το διπλάσιο των συνολικών προστίμων σχετικών με τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν σε όλες τις τράπεζες από τότε που ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα ανέλαβε τα καθήκοντά του.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, τα τραπεζικά πρότυπα σίγουρα χρειάζονταν βελτίωση. Αλλά όσο ο φόβος διέπει τις σχέσεις μεταξύ των ρυθμιστικών Αρχών και του τραπεζικού τομέα, και μέχρι οι τράπεζες να αισθανθούν ότι είναι εταίροι στην προσπάθεια για τον εντοπισμό εγκληματιών και τρομοκρατών μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος, θα συνεχίσουν να λειτουργούν συντηρητικά, απορρίπτοντας πελάτες και περιορίζοντας τις υπηρεσίες τους όπου είναι δυνατόν. Αυτό δεν θα εξασφαλίσει τα οικονομικά σύνορα. Τα χρήματα πάντα βρίσκουν έναν τρόπο να φθάνουν στον αποδέκτη τους. Οι περιοριστικές ρυθμίσεις απλά έσπρωξαν μεγάλα σύνολα κεφαλαίων εκτός των επίσημων καναλιών - ενθαρρύνοντας εγκληματίες και τρομοκράτες να χρηματοδοτούν τις δραστηριότητές τους εν κρυπτώ.
Σε μια πρόσφατη διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο, ο David Cohen, ο υφυπουργός του Υπουργείου Οικονομικών των Η.Π.Α. για θέματα Τρομοκρατίας και Οικονομικών Πληροφοριών, αναγνώρισε την σημασία τής συνεργασίας μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των υπηρεσιών επιβολής τού νόμου. Με το να διατηρούν τους κατόχους λογαριασμών εντός τού επίσημου πλαισίου τού χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι τράπεζες θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε μια μεγάλη και πιθανώς διαφωτιστική συλλογή οικονομικών δεδομένων που θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμη στο κυνήγι τρομοκρατών. Αλλά ανεξάρτητα από την αξία των εν λόγω πληροφοριών, οι τράπεζες έχουν σήμερα πολύ ισχυρότερο κίνητρο για να «νίπτουν τας χείρας τους» σχετικά με πελάτες που ενέχουν ρίσκο γενικώς. Και εφ’ όσον τα πρόστιμα πέφτουν βροχή, η αποφυγή τού όποιου ρίσκου θα συνεχιστεί, η οικονομική πρόσβαση θα μειωθεί, και περισσότερα μετρητά θα διακινούνται έξω από το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Τα οικονομικά σύνορα, με άλλα λόγια, θα γίνουν λιγότερο ασφαλή.



Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141602/tom-keatinge/breaking-the-...

Σύνδεσμοι:
[1] https://twitter.com/keatingetom
[2] http://www.csmonitor.com/World/Africa/Africa-Monitor/2013/0813/British-b...