28 Ιουνίου 2014

Η ΕΛΛΑΔΑ Η΄ Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΙΚΟΥ του Thibaud Leplat


(μετάφραση από τα γαλλικά: Θάνος Σίδερης)

Σε κάθε μεγάλη διοργάνωση η ίδια ιστορία. Δεν είναι ποτέ φαβορί. Ωστόσο ανήκει στους ελάχιστους Ευρωπαίους που προκρίθηκαν στους 16 του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Αλλά γιατί, λοιπόν; Γιατί κανείς δεν αγαπάει την Ελλάδα;

Είναι η στιγμή να ζητηθεί από τον αναγνώστη ν’ αφεθεί στην ονειροπόληση. Φανταστείτε ότι καταλαβαίνετε αυτό το αλφάβητο κι αυτή τη γλώσσα με τους οικείους τόνους – οι συριγμοί της πορτογαλικής, η αιχμηρότητα της γαλλικής, η αυστηρότητα της γερμανικής. Κοιτάξτε τώρα τον κόσμο σα να είχατε γεννηθεί σε ένα νησί της Μεσογείου. Θα ζούσατε απέναντι από την Λιβύη και την Τουρκία, αλλά θα ήσασταν η καρδιά της Ευρώπης, το συναισθηματικό της κέντρο. Θα ήσασταν οι εφευρέτες όλων αυτών των πραγμάτων που δεν λένε τίποτα στους παγκοσμιοποιημένους εμπόρους, αλλά που αποτελούν την κοινότητα των ανθρώπων: το θέατρο, η δημοκρατία, η φιλοσοφία, οι αγώνες. Θα κορόιδευαν αυτές τις απολαύσεις όπως θα κορόιδευαν κι εσάς, και την ομάδα σας τόσο μικρή, τόσο άθλια. Θα επαναλάμβαναν πως ο μεγαλύτερος άθλος του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου τα τελευταία είκοσι χρόνια – ο δικός σας, εκείνος της νίκης στο Euro 2004 – δεν ήταν παρά ένα λυπηρό ατύχημα της ιστορίας, ένας τρόπος να μηδενίσει το κοντέρ. Σίγουρα. Αλλά θα προτιμούσε κανείς να ταχτοποιήσει αυτό το γεγονός κάτω από τη στοίβα των αναμνήσεων προκειμένου να το ξεχάσει όσο το δυνατόν πιο συνειδητά. Εντούτοις, χθες το βράδυ, δώσατε ένα μάθημα από κείνα που δεν ξεχνιούνται τόσο εύκολα. Είχαμε ξεχάσει σ’ αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο, όπου οι άμυνες των 5 φυλάκισαν κάθε απόπειρα οίστρου, ότι ο ενθουσιασμός και η αυταπάρνηση είναι επίσης θαυμαστά προτερήματα. Τα ευρωπαϊκά έθνη έπεσαν το ένα μετά το άλλο. Εκτός από την Ελλάδα. Και η Ελλάδα είμαστε εμείς.

Ο Έλληνας Ζλάταν
«Κιντύνεμα βαρύ τον αψυχιάρη δε βρίσκει»* τραγουδούσε ο Πίνδαρος στους ήρωες. Μήτε εκείνους με συνηθισμένα πατρωνυμικά. Η ομορφιά αυτής της Ελλάδας αρχίζει από την ποιητική του φύλλου
αγώνα: οι Σωκράτης Παπασταθόπουλος, Παναγιώτης Ταχτσίδης, Κώστας Κατσουράνης, Θεοφάνης Γκέκας μας θυμίζουν τους μυθικούς Άγγελο Χαριστέα, Αντώνιο Νικοπολίδη, Θεόδωρο Ζαγοράκη, Ζίση Βρύζα. Φορούν την ίδια άσπρη φανέλα με το σταυρό και ο Γιώργος Καραγκούνης είναι ακόμα εκεί για να μεταδώσει τη συναισθηματική κληρονομιά των ηρώων του 2004. Δέκα χρόνια μετά, όπως τότε τον καταραμένο Χαριστέα και το προδοτικό του πρόσωπο, κανείς δεν αγαπά τον Γιώργο Σαμαρά, αυτή την ερειπωμένη φυσιογνωμία κι αυτόν τον τρόπο του να πιάνει την μπάλα όπως να’ναι, όμως πάντα να ξεγλιστρά χάρις σε μια τρίπλα συχνά άσχημη, αλλά τη μόνη ικανή να ξαφνιάσει τον άμεσο αντίπαλό του. Με τον Σαμαρά ποτέ δεν ξέρεις αν πρέπει να χαιρετήσεις έναν μεγάλο τεχνικό ικανό να κατεβάσει οποιαδήποτε μπαλιά από τον ουρανό ή έναν επιδέξιο απατεώνα, του οποίου το μόνο ταλέντο είναι η τύχη και η ευκαιρία. Μαζί με τους Pipo Inzaghi, Davor Šuker και Miroslav Klose, αποτελεί μέλος αυτής της μυστικής αδελφότητας των παικτών – θυμάτων της φυσιογνωμίας τους. Αν είχε λίγο περισσότερη φινέτσα θα έβλεπε κανείς σ’ αυτόν έναν έλληνα Zlatan ή ένα είδος Edin Džeko σε μουσάτο μελαχρινό. Ωστόσο, έχει πολύ μεγάλα πόδια, πολύ φαρδιές πλάτες κι ένα λαιμό υπερβολικά ευθύ όταν τρέχει για να του αναγνωρίσει κανείς την παραμικρή κομψότητα. Ο Σαμαράς είναι ένα είδωλο της Celtic και το νούμερο 7 της Ελλάδας. Τελεία.

Η κανονική ομάδα
Υπάρχουν όμως ομάδες και παίκτες των οποίων η δυναμική της ταύτισης ξεπερνά κατά πολύ το θέμα του παιχνιδιού και του ταλέντου. Είναι ακριβώς σε αυτή την απουσία μπρίου, σ’ αυτήν την τέχνη να υποφέρεις επιδέξια με μεγάλα τραβήγματα κόκκινων καρτών, σ’ αυτή τη σφιχτή άμυνα και στις κόντρες αμυντικών με πρόσωπα δολοφόνων, που ξαναβρίσκουμε το ποδόσφαιρο του χωριού μας, τη μπάλα που παίζαμε στην άσφαλτο, που δε σταματά αν δεν πέσει ο ήλιος, αυτή τη μπάλα όπου πρέπει να μάθουμε να στεκόμαστε όρθιοι με κίνδυνο να ποδοπατηθούμε από έναν μεγαλύτερό μας ή κάποιον πιο περήφανο από μας. Αλλά τότε γιατί, αν μας μοιάζει τόσο πολύ, κανείς δεν αγαπάει την Ελλάδα στο ποδόσφαιρο; Ίσως γιατί με την άσπρη της φανέλα, με τον τρόπο που τα καταφέρνει μόνο χάρις στη θέληση να μην πεθάνει, με τη μανία της να μην υποστεί ποτέ τη μόδα και να ζει πάντα σε καθυστέρηση, μας μοιάζει πάρα πολύ, εμάς των κανονικών. Δεν προσφέρει ποτέ τίποτα το εξαιρετικό να θαυμάσεις ή να αποθεώσεις. Και μόνο η παρουσία της εξασκεί πάνω μας κάτι σαν απειλή υπεράνω των ωραίων μας αγώνων. Αν από καιρού εις καιρόν, με τη χάρη μιας χειρονομίας, ενός τέρματος ή ενός εξαιρετικού συναισθήματος, οι άλλες ομάδες μας προσφέρουν ψυχία του απόλυτου ή ίχνη ιδιοφυΐας, η Ελλάδα, αυτή, μας δίνει πάντα ότι υπόσχεται: αδιαλλαξία και θυσία. Δεν έχει ποτέ άλλη φιλοδοξία από το να παλέψει χωρίς έλεος. Ούτε για τον εαυτό της ούτε για τους άλλους.

Η μήνις του Σαμαρά
Δυο τραυματισμοί σε είκοσι λεπτά, μια αναβολή, ένα κάθετο και δυο οριζόντια δοκάρια, η Ακτή Ελεφαντοστού που ισοφάρισε δέκα λεπτά πριν τη λήξη, ένας μέσος όρος ηλικίας άνω των 30, η Ελλάδα επιτέλους θα αποκλειόταν. Ανασάναμε. Εντούτοις, βαθιά μέσα μας το ξέραμε. Το χθεσινοβραδυνό ματς ήταν φτιαγμένο για εκείνους. Η Ελλάδα θα κέρδιζε, χρειαζόταν μόνο να περιμένει κανείς το τέλος του χρόνου, τη στιγμή που ο κύβος είχε πια ριφθεί. Ενστικτωδώς μαντεύαμε πως οι περιστάσεις αυτής της συνάντησης ήταν για εποποίια και κάθαρση. Όπως στο ποίημα του Ομήρου, που όσο κι αν οι θεοί συγκαλούνται σε έκτακτο συμβούλιο κι ο Δίας απαιτεί να μείνουν ουδέτεροι, δεν γίνεται να μην πάρουν μέρος σ’ αυτή την υπέροχη σύρραξη και να υποστηρίξουν τους αγαπημένους τους. Οι Έλληνες θα κέρδιζαν στο τέλος, το γνωρίζαμε. Ένας θεός θα κατέληγε, στην άκρη των δεινών τους, να τους λυπηθεί και να επέμβει στη μάχη. Ήταν ο Δίας.

Χθές βράδυ πήρε τη μορφή ενός σφυρίγματος στη μικρή περιοχή. Στο 93, λοιπόν, ο Γιώργος Σαμαράς πήρε τη μπάλα, την τοποθέτησε στο σημείο του πέναλτυ κι έβαλε τα χέρια του στη μέση πριν εκτελέσει τη θανατική ποινή δίχως την παραμικρή ένδειξη δισταγμού. Ύστερα με τα δάχτυλα σχεδίασε μια καρδιά, σάμπως για να θυμίσει στον κόσμο πως είναι πράγματι άνθρωποι αυτοί που μόλις νίκησαν, όχι θεοί. Στη διάρκεια ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου έχουμε πάντοτε δυο ομάδες στην καρδιά μας. Τη μια γιατί είναι η δική μας. Την άλλη γιατί είναι η Ελλάδα.
* Ολ. Ι 127-129, μετάφραση Παναγή Λεκατσά