21 Ιουλίου 2014
17 Ιουλίου 2014
"Αυτό είναι το παιχνίδι του τουρκικού παρακράτους στη Θράκη! Ο στρατηγός Ζιαζιάς μιλά....
Ποιος ευθύνεται για όσα απαράδεκτα κάνει η Τουρκία στη Θράκη; Πρωτίστως εμείς που της επιτρέψαμε να κάνει “εισβολή” στην περιοχή και να “αλωνίζει”. Η απομόνωση της Θράκης σ΄ όλα τα επίπεδα ,όχι σήμερα αλλά πολλές δεκαετίες πίσω ,αποτέλεσμα του Ψυχρού Πολέμου και της ελληνικής πολιτική ανοησίας, αποτέλεσε τη χρυσή ευκαιρία που η Τουρκία πάντα αναζητούσε για να επιτύχει αυτά που ήθελε και περιγράφει ο στρατηγός Ζιαζιάς:
•Διαιώνιση της εσωστρέφειας της μειονότητας
•Αναγωγή της μουσουλμανικής θρησκείας και της γλώσσας σε στοιχεία εθνοφυλετικής καθαρότητας
•Αναγόρευση της Τουρκίας σε “μητέρα πατρίδα”, ως μοναδικού και αδιαφιλονίκητου εγγυητή των δικαιωμάτων της μειονότητας.
Ο πρώην Α/ΓΕΣ δεν μασά τα λόγια του περιγράφοντας όσα συμβαίνουν χρόνια τώρα, αλλά και σήμερα στη Θράκη. Τα αποσπάσματα από την ομιλία που έχει κάνει σχετικά πρόσφατα πρέπει να προβληματίσουν όσους παριστάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν . Πολιτικούς και στρατιωτικούς .
Λέει ο κ.Ζιαζιάς:
• “Είναι γνωστό πως οι “δεξαμενές σκέψεις” της Τουρκίας και οι γενικότερες στρατηγικές που ακολουθούνται από την τουρκική εξωτερική πολιτική ,έχουν στοχεύσει, την Ελληνική Θράκη πριν από δεκαετίες. Ίσως και από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκο-κεμαλικού κράτους. Ο Κεμάλ Αταττούρκ είχε πει το 1920 ότι “ο στόχος μας είναι σ΄ευθέτο χρόνο και σε οποιαδήποτε ευκαιρία να εντάξουμε τη Δυτική Θράκη στην μητέρα πατρίδα και συνέχισε: πρέπει να προσέξουμε να μείνει η Θράκη στα τουρκικά χέρια.
Η Άγκυρα έχει προβλέψει την αναβάθμιση της γεωστρατηγικής αξίας της Θράκης και έχει πλήρη γνώση του ορυκτού πλούτου της…
• “Μια σειρά από γεγονότα που παρέμειναν στην σκιά ,στο όνομα της δήθεν ελληνοτουρκικής φιλίας έρχονται να καταδείξουν την επικίνδυνη απουσία από την Θράκη των θεσμικά και συνταγματικά υπεύθυνων κρατούντων των Αθηνών.
• Η Άγκυρα αναβάθμισε την παρουσία της στην Ελληνική Θράκη ,κάνοντας μια τεράστια αύξηση των κονδυλίων προς το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής…
• Η επίθεση των τουρκικών μηχανισμών και ιδιαίτερα του παρακράτους των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών που λειτουργεί ανεμπόδιστα στη Θράκη, έχει ξεκινήσει την ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση προ καιρού.
• Με την δημιουργία ,κατά συρροήν , “πολιτιστικών συλλόγων” οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται “τουρκικοί” και έχουν τοποθετημένους στην κορυφή της ηγεσίας τους έμπιστους του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής. Ήταν και είναι μια απόπειρα αλλαγής του πολιτιστικού χάρτη της Θράκης ,μέσω της οποίας εμφανίζεται στα διεθνή φόρα μια Θράκη γεμάτη από Τούρκους.
• Τα τελευταία δύο χρόνια ,οι δήθεν “διπλωμάτες” του τουρκικού προξενείου ξεχύθηκαν κυριολεκτικά στα χωριά της Θράκης συνοδευόμενοι από έμμισθους παρακρατικούς,προκειμένου να συμμετάσχουν σε εορτές μαζί με ομόδοξους μουσουλμάνους.Το έδαφος το προετοιμάζουν μέσα στα τζαμιά,οι ψευτομουφτήδες και οι ελεγχόμενοι απ΄ αυτούς ιμάμηδες”
Ο πρώην Α/ΓΕΣ επισημαίνει ποια ήταν κατά τη γνώμη του τα ελληνικά λάθη που βοήθησαν στην “τουρκική διείσδυση”:
•Η δημιουργία του Καλλικράτη που μέσα από παράξενες μεθοδεύσεις επέτρεψε να εκλεγούν μουσουλμάνοι δήμαρχοι σε γειτονικούς γεωγραφικούς δήμους στην ορεινή Θράκη,δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό μια ενιαία-εκτεταμένη γεωγραφικά περιοχή ,που κατοικείται από μουσουλμάνους κυρίως πομάκους και ελέγχεται αποκλειστικά από το τουρκικό προξενείο και τους ανθρώπους του. Ομάδες Τούρκων ιατρών έχουν κάνει έρευνες στα ορεινά των νομών Ξάνθης και Ροδόπης σχετικά με τα προβλήματα υγείας των ορεσίβιων πομάκων ,μέσα στα πλαίσια δημιουργίας μιας ή δύο τουρκικών “ιδιωτικών” πολυκλινικών με σκοπό την ανάληψη της ιατρικής μέριμνας των μουσουλμάνων στις περιοχές αυτές.
•Η μουσουλμανική μειονότητα έχει αναπτύξει μια αυτοδύναμη σχεδόν οικονομία με την βοήθεια πάντοτε του τουρκικού παράγοντα και με την μεταφορά της τουρκικής τράπεζας Ziraat στην Ξάνθη και την Κομοτηνή.
•Ο πλήρης εκτουρκισμός της μειονοτικής εκπαίδευσης συντελέστηκε το 2010… Το υπουργείο Παιδείας αποφάσισε ότι η εκπαίδευση της μειονότητας θα γίνεται σε δύο γλώσσες (ελληνικά και τουρκικά) εξαφανίζοντας κυριολεκτικά από το γλωσσολογικό χάρτη την πομακική γλώσσα και παραδίδοντας ουσιαστικά τους Πομάκους στην αγκαλιά της Άγκυρας.
~~~~~~~~~~~~~~~~
B' μέρος
"Σταματήστε να φοβάστε τους Τούρκους"! "Φροντιστήριο" στρατηγού Ζιαζιά στους πολιτικούς
Είναι κοινή διαπίστωση όσων παρακολουθούμε συστηματικά το αμυντικό ρεπορτάζ, ότι οι απόψεις στρατιωτικών για μεγάλα θέματα εθνικά και διεθνή είναι τις περισσότερες φορές πολύ πιο “προχωρημένες” ακόμη και απ΄ αυτές των διπλωματών. Ακόμη και μετά από την αποστράτεια τους “εθισμένοι” στη σιωπή στρατηγοί,ναύαρχοι και πτέραρχοι επιμένουν να μην τοποθετούνται δημόσια για τέτοια θέματα. Είναι ένα λάθος που ευτυχώς αρχίζει να γίνεται κατανοητό.
Ο πρώην Α/ΓΕΣ Κωνσταντίνος Ζιαζιάς είναι ένας από τους στρατηγούς που έχει άποψη. Παρουσιάσαμε τις απόψεις που εξέφρασε σε ομιλία του σε μεγάλο πλήθος νέων ανθρώπων, για το θέμα της Θράκης. Για τους θανάσιμους κινδύνους που αντιμετωπίζει η περιοχή από την συστηματική προσπάθεια “άλωσής” της από την Τουρκία. Μακριά από ανόητους “εθνικισμούς” και επιδείξεις πατριδοκαπηλίας ο στρατηγός έθεσε το ζήτημα στην πραγματική του βάση.
Στο δεύτερο μέρος της παρουσίασης (Διαβάστε ΕΔΩ το πρώτο μέρος) όσων είπε ο κ.Ζιαζιάς ξεδιπλώνεται η λύση. Το “αντίδοτο” στο “τουρκικό δηλητήριο”.
Ο Αρχηγός απαντά στο καίριο ερώτημα “πως η Θράκη μπορεί να ξεφύγει από την παγίδα που επί δεκαετίες έστησαν οι γείτονες,ώστε να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη Θράκη”:
Υποστηρίζει ο πρώην Α/ΓΕΣ:
“Η απάντηση είναι πολύ απλή. Αρκεί να υπάρξει πραγματική πολιτική μέριμνα,με κύριο και μοναδικό άξονα την διατήρηση του ελληνισμού σ΄ αυτήν. Τέτοια μέριμνα υπήρξε τη δεκαετία τη περίοδο του 1990 χωρίς όμως αποτέλεσμα λόγω μη εφαρμογής του εκπονηθέντως τότε προγράμματος εγκατάστασης των παλινοστούντων Ελλήνων από από την πρώην Σοβιετική Ένωση στην περιοχή της Κομοτηνής.
Η Ελλάδα πρέπει να πράξει ότι είναι δυνατόν ώστε να μην εκπληρωθεί ο στόχος του Κεμάλ Αταττούρκ για την Δυτική Θράκη.Ορισμένες ενέργειες στις οποίες άμεσα πρέπει να προβεί η πατρίδα είναι με ειδική νομοθεσία η Θράκη:
•Να μεταβληθεί σε μια περιοχή με ειδική χαμηλή φορολογηση για όσους διαμένουν μόνιμα και εργάζονται σ΄ αυτήν
•Να ορισθεί ως περιοχή ειδικής χαμηλής φορολόγησης για όσες επιχειρήσεις μεταφερθούν στην περιοχή,με οικονομικές δικλείδες μακροχρόνιας παραμονής . Όχι βέβαια να δημιουργηθεί Ειδική Οικονομική Ζώνη όπως θέλουν οι δανειστές μας και οι τοκογλύφοι των τραπεζών.
•Να ορισθεί ειδική φορολόγηση προϊόντων προς την κατεύθυνση της οικονομικής τόνωσης των κατοίκων της περιοχής
•Να λειτουργήσει η Δικαιοσύνη χωρίς ειδική μεταχείριση -προσέγγιση σε ζητήματα μουσουλμάνων και να εφαρμόζεται ο νόμος χωρίς εξαιρέσεις λόγω καλών σχέσεων με την γείτονα Τουρκία
•Να ανοίξουν τα αστυνομικά τμήματα στα κεφαλοχώρια της ορεινής περιοχής της Ροδόπης και του βόρειου Έβρου για να αποκατασταθεί η ασφάλεια αλλά και η εμπιστοσύνη των κατοίκων προς το κράτος
•Να ανοίξουν και να οργανωθούν ΚΕΠ πλησίον των αστυνομικών σταθμών για εξυπηρέτηση των ορεσίβιων κατοίκων της περιοχής.
•Να αναπτυχθούν κεραίες κινητής τηλεφωνίας και μεταφοράς τηλεοπτικής εικόνας σε όλα τα χωριά της Ροδόπης και του βόρειου Έβρου ώστε οι κάτοικοι να μην υπόκεινται στην συνεχή προπαγάνδα των Τούρκων.
•Να μετατραπούν τα λιμάνια της Αλεξανδρούπολης και του Πόρτο Λάγος σε εμπορικά κέντρα
•Να εξετασθεί η περίπτωση περιορισμού των δραστηριοτήτων του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής στη θεσμική του αποστολή. Αυτό είναι “κράτος εν κράτει” και λειτουργεί σαν παράλληλος φορέας της τουρκικής “επικυριαρχίας” στην ελληνική επικράτεια.
•Στην Ελλάδα ζούνε σήμερα 40.000 Πομάκοι. Βασική επιδίωξη της Ελλάδας πρέπει να είναι η οικονομική ,εκπαιδευτική και πολιτιστική ενίσχυση-ανάταση των Πομάκων.”
Το φοβικό ελληνικό σύνδρομο
Εκτός απ΄ αυτά τα μέτρα όμως ο κ.Ζιαζιάς επισημαίνει κάτι ακόμη πολύ σημαντικό:
“Το κυριότερο όμως είναι να αποβληθεί το φοβικό σύνδρομο που διακατέχει τους πολιτικούς έναντι του τουρκικού παράγοντα,ένα σύνδρομο που έχει μεταφερθεί από τα κατευθυνόμενα ΜΜΕ και στο λαό μας,με όλα τα γνωστά φαινόμενα που βλέπουμε σήμερα στην κοινωνία μας”.
Υπάρχει τρόπος να μεταστραφεί το κλίμα στη Θράκη; Ο πρώην Α/ΓΕΣ απαντά:
“Οι Έλληνες μουσουλμάνοι αρνούνται να ασπαστούν τα τουρκικά ιδεώδη ή τον τρόπο ζωής μιας ισλαμικής κοινωνίας. Αποφεύγουν τελευταία τη συμμετοχή τους σε “δράσεις” που τους εγκλωβίζουν κοινωνικά και δη,ιουργούν συγκρούσεις μεταξύ τους. Οι Έλληνες μουσουλμάνοι δεν επιθυμούν ούτε να μεταβληθούν σε φανατικούς ,τζιχαντιστές , αλλά ούτε να στερηθούν το δυτικό τροπο ζωής,επειδή το επιτάσσουν οι μουλάδες του Φετουλάχ Γκιουλέν και οι ανάγκες της πολιτικής του ισλαμιστή Ταγίπ Ερντογάν.
Στο κομβικό σημείο που βρίσκονται σήμερα οι Ελληνες μουσουλμάνοι της Θρακης απαγορεύονται τα πολιτικά λάθη του παρελθόντος εκ μέρους της Ελλάδας και δη των Αθηνών. Οι αρμόδιοι κρατικοί υπάλληλοι πρέπει να επιμείνουν στην ασφυκτική επιμονή τους προς τους θεσμικούς πολιτικούς τους προϊσταμένους και να τουε καθοδηγήσουν με τις ειδικές τους γνώσεις προκειμένου να χαραχθούν και να υλοποιηθούν συγκεκριμένες εθνικές πολιτικές και πρακτικές προς τους μουσουλμάνους της Θράκης”
~~~~~~~~~~~~~
Η Ελλάδα είναι γωνιακό οικόπεδο...
To 2013 οι εξαγωγές της Κίνας στην Ε.Ε. έφτασαν τα 279,9 δισ. ευρώ. Την
ίδια χρονιά οι εξαγωγές της Ευρώπης στην Κίνα ήταν 148 δισ. ευρώ. Τα
τελευταία πέντε χρόνια οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δυο χωρών
έχουν διπλασιαστεί. Η τάση παραμένει αυξητική...
Μέχρι τώρα τα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης ήταν αυτά που δέχονταν τον κύριο όγκο του εμπορίου μεταξύ των δυο χωρών. Μετά την ιδιωτικοποίηση δυο προβλητών του ΟΛΠ ο Πειραιάς μπαίνει δυναμικά στο κάδρο. Ένα πλοίο που ξεκινά από την Κίνα, στον Πειραιά φτάνει πέντε μέρες νωρίτερα...
Η Ελλάδα είναι η εγγύτερη πύλη της Ευρώπης στην Κίνα και την Ασία εν γένει. Αυτό αναβαθμίζει την οικονομική και πολιτική θέση της χώρας και συνεπάγεται θέσεις εργασίας και έσοδα για το κράτος, τα ασφαλιστικά ταμεία και την κοινωνία.
Τα λιμάνια της Ολλανδίας και του Βελγίου συνεισφέρουν με διψήφια ποσοστά στο ΑΕΠ των χωρών τους.
Οι προοπτικές των ελληνικών λιμανιών προβάλουν λαμπρές, αρκεί να ξεπεραστούν οι αγκυλώσεις που θέλουν τα λιμάνια κρατικά, καχεκτικά, ζημιογόνα προς όφελος μερικών εκατοντάδων συνδικαλιστών, πολιτευτών και κομματόσκυλων.
Μέχρι τώρα τα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης ήταν αυτά που δέχονταν τον κύριο όγκο του εμπορίου μεταξύ των δυο χωρών. Μετά την ιδιωτικοποίηση δυο προβλητών του ΟΛΠ ο Πειραιάς μπαίνει δυναμικά στο κάδρο. Ένα πλοίο που ξεκινά από την Κίνα, στον Πειραιά φτάνει πέντε μέρες νωρίτερα...
Η Ελλάδα είναι η εγγύτερη πύλη της Ευρώπης στην Κίνα και την Ασία εν γένει. Αυτό αναβαθμίζει την οικονομική και πολιτική θέση της χώρας και συνεπάγεται θέσεις εργασίας και έσοδα για το κράτος, τα ασφαλιστικά ταμεία και την κοινωνία.
Τα λιμάνια της Ολλανδίας και του Βελγίου συνεισφέρουν με διψήφια ποσοστά στο ΑΕΠ των χωρών τους.
Οι προοπτικές των ελληνικών λιμανιών προβάλουν λαμπρές, αρκεί να ξεπεραστούν οι αγκυλώσεις που θέλουν τα λιμάνια κρατικά, καχεκτικά, ζημιογόνα προς όφελος μερικών εκατοντάδων συνδικαλιστών, πολιτευτών και κομματόσκυλων.
Η απειλή...
Υπάρχει μια απειλή, όμως για τα ελληνικά λιμάνια: Λέγεται ο βόρειος διάδρομος από το λιώσιμο των πάγων στον Αρκτικό Κύκλο.
Κατά τον Εκονομιστ, στις 11 Ιουλίου ξεκινά το κινέζικο παγοθραυστικό Xue Long την έκτη αρκτική αποστολή με 65 επιστήμονες στα πλαίσια των ερευνών του ινστιτούτου China-Nordic που δημιουργήθηκε στη Σαγκάη.
Καθώς οι πάγοι υποχωρούν, η Κίνα ενδιαφέρεται να ανοίξει το θαλάσσιο εμπορικό δίαυλο μέχρι τα λιμάνια της Ολλανδίας και της Γερμανίας. Με τον τρόπο αυτό ανοίγει ένας νέος δρόμος προς την Ευρώπη μετά από αυτόν που περνά μέσα από του Σουέζ και φιλοδοξεί η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί μέσω των λιμανιών της.
Το περασμένο καλοκαίρι 71 πλοία έφτασαν στην Ευρώπη μέσω αυτής της διαδρομής. Κάθε εμπορικό πλοίο που κάνει αυτή τη διαδρομή συνοδεύεται από ένα παγοθραυστικό.
Υπάρχουν κλιματικά μοντέλα που προβλέπουν πως ο Αρκτικός Ωκεανός θα μπορούσε να είναι πλεύσιμος τα καλοκαίρια πριν τα μέσα αυτού του αιώνα.
Ο βόρειος διάδρομος μειώνει την απόσταση μεταξύ Σαγκάης - Ρότερνταμ σε σχέση με το νότιο διάδρομο κατά 22%.
Το ινστιτούτο Yang Huigen της Polar Research Institute εκτιμά πως μέχρι το 2020 το 5-15% του διεθνούς εμπορίου της Κίνας θα γίνεται μέσω του βορείου διαδρόμου.
Από την άλλη πλευρά η Λίντα Γιάκομπσον του Αμερικανικού Κέντρου Σπουδών υποστηρίζει πως αυτή η εκτίμηση είναι αισιόδοξη καθώς ο βόρειος διάδρομος παραμένει «ευαίσθητος» στις περιβαλλοντολογικές μεταβολές...
Προς το παρόν η σημασία της Ελλάδας δεν φαίνεται να απειλείται αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να βιαστούμε για να γίνουν οι επενδύσεις σε υποδομές στα λιμάνια που θα αυξήσουν το κόστος παράκαμψής τους αργότερα.
Υπάρχει μια απειλή, όμως για τα ελληνικά λιμάνια: Λέγεται ο βόρειος διάδρομος από το λιώσιμο των πάγων στον Αρκτικό Κύκλο.
Κατά τον Εκονομιστ, στις 11 Ιουλίου ξεκινά το κινέζικο παγοθραυστικό Xue Long την έκτη αρκτική αποστολή με 65 επιστήμονες στα πλαίσια των ερευνών του ινστιτούτου China-Nordic που δημιουργήθηκε στη Σαγκάη.
Καθώς οι πάγοι υποχωρούν, η Κίνα ενδιαφέρεται να ανοίξει το θαλάσσιο εμπορικό δίαυλο μέχρι τα λιμάνια της Ολλανδίας και της Γερμανίας. Με τον τρόπο αυτό ανοίγει ένας νέος δρόμος προς την Ευρώπη μετά από αυτόν που περνά μέσα από του Σουέζ και φιλοδοξεί η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί μέσω των λιμανιών της.
Το περασμένο καλοκαίρι 71 πλοία έφτασαν στην Ευρώπη μέσω αυτής της διαδρομής. Κάθε εμπορικό πλοίο που κάνει αυτή τη διαδρομή συνοδεύεται από ένα παγοθραυστικό.
Υπάρχουν κλιματικά μοντέλα που προβλέπουν πως ο Αρκτικός Ωκεανός θα μπορούσε να είναι πλεύσιμος τα καλοκαίρια πριν τα μέσα αυτού του αιώνα.
Ο βόρειος διάδρομος μειώνει την απόσταση μεταξύ Σαγκάης - Ρότερνταμ σε σχέση με το νότιο διάδρομο κατά 22%.
Το ινστιτούτο Yang Huigen της Polar Research Institute εκτιμά πως μέχρι το 2020 το 5-15% του διεθνούς εμπορίου της Κίνας θα γίνεται μέσω του βορείου διαδρόμου.
Από την άλλη πλευρά η Λίντα Γιάκομπσον του Αμερικανικού Κέντρου Σπουδών υποστηρίζει πως αυτή η εκτίμηση είναι αισιόδοξη καθώς ο βόρειος διάδρομος παραμένει «ευαίσθητος» στις περιβαλλοντολογικές μεταβολές...
Προς το παρόν η σημασία της Ελλάδας δεν φαίνεται να απειλείται αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να βιαστούμε για να γίνουν οι επενδύσεις σε υποδομές στα λιμάνια που θα αυξήσουν το κόστος παράκαμψής τους αργότερα.
14 Ιουλίου 2014
Η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική τής Τουρκίας
Η στρατηγική τής ήπιας ισχύος στα Βαλκάνια και τον Καύκασο
14/07/2014
Δεν χωράει αμφιβολία ότι η Τουρκία αναδεικνύεται σε μια υπολογίσιμη περιφερειακή παρουσία, η δυναμική της οποίας βέβαια εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ο ακτιβισμός τής Τουρκίας τα τελευταία χρόνια παρατηρείται κυρίως στην εγγύς γειτονιά της. Πολύ λόγος γίνεται για την πολιτική της στην Μέση Ανατολή –ίσως και δικαίως καθώς το παγκόσμιο ενδιαφέρον είναι στραμμένο στην περιοχή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει και η παρουσία της χώρας προς τα δυτικά, κυρίως στα Βαλκάνια, και περισσότερο στις χώρες που υπάρχει μουσουλμανικό ή τουρκικό στοιχείο. Η πολιτική που ακολουθεί η χώρα είναι πολυεπίπεδη και περιλαμβάνει την συμμετοχή κρατικών αλλά και μη κρατικών δρώντων.
Πολλοί αναλυτές ερμηνεύουν τον ακτιβισμό της Τουρκίας ως έναν τουρκικό «νεο-Οθωμανισμό» και ως προσπάθεια της Τουρκίας να αυξήσει την επιρροή της σε χώρες που αποτελούσαν έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βασιζόμενη στους θρησκευτικούς, πολιτισμικούς και ιστορικούς δεσμούς με αυτές. Πολλοί δείχνουν τον νυν υπουργό Εξωτερικών και πρώην σύμβουλο της κυβέρνησης επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής ως τον αρχιτέκτονα της πολιτικής αυτής. Ο ίδιος απορρίπτει τον νεο-Οθωμανισμό ως πολιτική ιδεολογία και μιλάει αποκλειστικά για πολιτισμικούς και ιστορικούς δεσμούς. Ο όρος «νεο-Οθωμανισμός», όμως, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για να περιγράψει την πολιτική τού Τουργκούτ Οζάλ και το άνοιγμα στην περιφέρεια της Τουρκίας. Ο Οζάλ επιδίωξε να εγκαινιάσει έναν νέο, πιο συνολικό τρόπο διαμόρφωσης πολιτικής, ξεπερνώντας τον απομονωτισμό που υπαγόρευαν τα κεμαλικά πρότυπα. Ανάλογη ήταν και η προσέγγιση του Ισμαήλ Τζεμ, υπουργού Εξωτερικών στα τέλη τής δεκαετίας τού 1990• πίστευε ότι: «Αν η Τουρκία θέλει γίνει μια χώρα με κάποια σημασία για τον υπόλοιπο κόσμο, πρέπει πρώτα να αγκαλιάσει το παρελθόν της ως αυτοκρατορικής δύναμης και να εμπλέξει την άμεση γειτονιά της» [1]. Το κυβερνών Κόμμα τής Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) συνέχισε να πορεύεται σε αυτά τα βήματα, ενώ η εσωτερική σταθερότητα και η οικονομική ανάπτυξη προσέφεραν στην Τουρκία περισσότερες ευκαιρίες στο πεδίο τής εξωτερικής πολιτικής. Το ΑΚΡ επιδίωξε (και επιδιώκει) να ενισχύσει το προφίλ τής χώρας στο εξωτερικό και να προβάλει την επιρροή της στην περιφερειακή σκηνή, εξασφαλίζοντας μια κεντρική θέση.
Οι συγκρούσεις στα Βαλκάνια ανάδευσαν ιστορικούς δεσμούς τής Τουρκίας με τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς τής περιοχής και μεγέθυναν τους ιστορικούς παραλληλισμούς τής θέσης τής σύγχρονης Τουρκίας με την λάμψη τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας [2]. Παράλληλα, η αλλαγή των συνόρων και τα νέα ανεξάρτητα κράτη που προέκυψαν προσέφεραν νέες ευκαιρίες τόσο στα Βαλκάνια όσο και στον Καύκασο. Η Τουρκία έσπευσε, την αρχή τής δεκαετίας τού 1990, να αναγνωρίσει τα νέα κράτη, το ίδιο έπραξε αργότερα και με το Κόσοβο. Ευνοϊκό κλίμα για την ανάμειξη της Τουρκίας στην περιοχή δημιουργήθηκε και λόγω της απομάκρυνσης των διαφόρων ιδρυμάτων και μορφών σαλαφικής επιρροής στα τέλη τού 1990. Το κενό αυτό προσπάθησαν να καλύψουν οι τουρκικοί δρώντες τόσο σε επίπεδο κράτους ή στο επίπεδο της κοινωνίας. Ένας ακόμα παράγοντας που ευνόησε την ενεργό παρουσία της Τουρκίας ήταν η κοινή ευρωπαϊκή πορεία τής Τουρκίας και των Βαλκανίων. Ο κοινός προορισμός ενδυνάμωσε τις διασυνοριακές σχέσεις και προώθησε την συνεργασία, διευκολύνοντας έτσι το άνοιγμα της Τουρκίας στην περιοχή. Η μετέπειτα σχετική εξασθένιση της επιρροής τής Ένωσης συνέβαλλε ίσως στην αύξηση της αυτοπεποίθησης της Τουρκίας και στην ανάληψη περισσότερων πρωτοβουλιών [3].
Ο καθηγητής Μπουλέντ Αράς εξηγεί ότι η τουρκική πολιτική τού ΑΚΡ στα Βαλκάνια αναπτύσσεται σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Το πρώτο είναι το επίπεδο των διμερών σχέσεων και η προώθησή τους στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Το δεύτερο έγκειται στην δημιουργία τριμερών μηχανισμών, ενώ σε ένα τρίτο επίπεδο στοχεύει στην επίτευξη ευρέων συνεργασιών μέσω δομών όπως την Διαδικασία Συνεργασίας των Χωρών τής Νοτιοανατολικής Ευρώπης (South East Europe Cooperation Process - SEECP) και το Συμβούλιο Περιφερειακής Συνεργασίας (Regional Cooperation Council - RCC) ώστε να προωθήσει την οικονομική αλληλεξάρτηση και να διασφαλίσει το μέλλον των πολιτικών σχέσεων [4]. Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία επιδίωξε να βελτιώσει τις σχέσεις με όλες τις χώρες. Έτσι, βλέπουμε, για παράδειγμα, την επίσκεψη του προέδρου Αμπντουλάχ Γκιούλ στο Βελιγράδι τον Οκτώβριο του 2009, μια επίσκεψη ανώτερου Τούρκου αξιωματούχου για πρώτη φορά μετά από περίπου 23 χρόνια. Πέρα από τις διμερείς σχέσεις, η Τουρκία επιδίωξε να αποκτήσει έναν μεσολαβητικό ρόλο στην περιοχή. Στα τέλη του 2009 ξεκίνησαν -με πρωτοβουλία τής Τουρκίας- τριμερείς συνομιλίες [5] για την σταθερότητα στα Βαλκάνια μεταξύ της Σερβίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Τουρκίας ενώ λίγο αργότερα ξεκίνησε κάτι ανάλογο μεταξύ της Τουρκίας, της Κροατίας και της Βοσνίας.
Πέρα από το επίπεδο της συμβατικής διπλωματίας, έντονη είναι η παρουσία τής Τουρκίας μέσω της Τουρκικής Υπηρεσίας Συνεργασίας και Συντονισμού (Turkish International Cooperation and Development Agency - ΤİΚΑ). Η ΤİΚΑ ιδρύθηκε επί προεδρίας Οζάλ ως όργανο ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής και παροχής αναπτυξιακής βοήθειας, με σκοπό την εξασφάλιση λαϊκής υποστήριξης στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ασία [6]. Επί διακυβέρνησης του ΑΚΡ απέκτησε ενισχυμένο ρόλο με σημαντική παρουσία σε όλες σχεδόν τις χώρες των Βαλκανίων [7], δραστηριοποιούμενη κυρίως για την ανάπτυξη ικανοτήτων (capacity building), την ανάπτυξη υποδομών και την γεωργική ανάπτυξη. Ενδεικτικά, στην ΠΓΔΜ ανέλαβε έργα για την συντήρηση και την επισκευή σχολείων, την προώθηση της γεωργίας στα ανατολικά και διάφορα άλλα έργα υποδομών [8]. Στο Κόσοβο επικεντρώνεται στην αναστήλωση ιστορικών και πολιτισμικών μνημείων και Οθωμανικών τζαμιών. Σε μια κωμόπολη της δυτικής Βοσνίας άνοιξε ένα εργαστήριο χαλιών για να ενισχύσει οικονομικά τις γυναίκες τής περιοχής [9]. Στο Μαυροβούνιο δραστηριοποιείται στον τομέα της υγείας [10]. Στην Βουλγαρία ανέλαβε πρόσφατα την αναστήλωση τζαμιών μέσω των τουρκικών προξενικών αρχών. Ιδιαίτερα στα Δυτικά Βαλκάνια, πέραν των προαναφερθέντων έργων, η υπηρεσία ακολουθεί την πολιτική τής υποστήριξης των τοπικών Ισλαμικών Ενώσεων και των επίσημων θεσμών τους [11].
Στην περιοχή, παράλληλα δραστηριοποιείται και η Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet), η οποία ιδρύθηκε το 1924, υπάγεται στον πρωθυπουργό και είναι υπεύθυνη για τα ζητήματα θρησκείας που αφορούν στην σουνιτική πλειοψηφία. Το Diyanet συνεργάζεται με την ΤİΚΑ και το Τουρκικό υπουργείο Πολιτισμού για την αναπαλαίωση τζαμιών. Ασχολείται επίσης με την εκπαίδευση ιεροκηρύκων και θεωρητικών τού Ισλάμ μέσω υποτροφιών, την διοργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, την έκδοση βιβλίων, καθώς και την μετάφραση του Κορανίου σε άλλες γλώσσες. Παράλληλα διοργανώνει περιφερειακές συναντήσεις και συμβούλια. Μία ακόμα πρωτοβουλία τού Diyanet είναι η αδελφοποίηση πόλεων με σκοπό την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ μουφτήδων σε πόλεις των Βαλκανίων με μουφτήδες στην Τουρκία [12].
Ο χώρος τής παιδείας είναι ένας χώρος άσκησης ήπιας ισχύος, τον οποίο εκμεταλλεύεται η Τουρκία. Στις περισσότερες Βαλκανικές χώρες (εκτός Βουλγαρίας και Σερβίας, Κροατίας) έχει ιδρύσει ινστιτούτα Τουρκικής γλώσσας και πολιτισμού «Yunus Emre». Το International University of Sarajevo (2010) και το λίγα χρόνια γηραιότερο International Balkan University στα Σκόπια (2006) ιδρύθηκαν από υψηλόβαθμα στελέχη τού ΑΚΡ. Επίσης, ένας μεγάλος αριθμός υποτροφιών χορηγείται κάθε χρόνο σε νέους των Βαλκανίων για σπουδές στην Τουρκία. Στο χώρο τής εκπαίδευσης δραστηριοποιούνται και μη κρατικοί δρώντες, όπως είναι οι μουσουλμανικές αδελφότητες και κινήματα της κοινωνίας των πολιτών. Τις προηγούμενες δεκαετίες, την εντονότερη παρουσία είχε το ισλαμιστικό κίνημα Εθνικό Όραμα και οι ισλαμικές αδελφότητες Νουρτζού και Νακσιμπεντί. Οι δραστηριότητές τους επικεντρώνονταν στην διδασκαλία τού Κορανίου και στην διαχείριση φοιτητικών εστιών. Πλέον τα πιο επιτυχημένα εκπαιδευτικά ιδρύματα πρόσκεινται στο κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν. Ξεκίνησαν να χτίζονται στις αρχές τής δεκαετίας τού 1990 και έχαιραν και της υποστήριξης της τουρκικής κυβέρνησης. Τα ιδρύματα αυτά ακολουθούν κοσμικόδοξο πρόγραμμα σπουδών που συμβαδίζει με τις απαιτήσεις των χωρών που τα φιλοξενούν, ενώ σημαντική θέση κατέχουν οι θετικές επιστήμες. Άτομα του κινήματος του Γκιουλέν διαθέτουν σχολεία σε όλες τις βαθμίδες τής εκπαίδευσης, δύο πανεπιστήμια στην Βοσνία και την Αλβανία και έναν αριθμό θρησκευτικών σχολείων στην Αλβανία, τα οποία διαχειρίζονται σε συνεργασία με την τοπική μουσουλμανική κοινότητα [13]. Στο πλαίσιο της παρουσίας τού Γκιουλέν εντάσσονται και οι εκδόσεις της εφημερίδας Zaman στην Βουλγαρία και στην ΠΓΔΜ.
Από μια ανάλυση για την πολιτική τής Τουρκίας στα Βαλκάνια δεν θα μπορούσε να λείπει και μια αναφορά στην πολιτισμική διπλωματία με την μορφή των τουρκικών σήριαλ. Μετά την εξαιρετική επιτυχία που άρχισαν να σημειώνουν το 2010, την επόμενη χρονιά η Βουλγαρία και η ΠΓΔΜ βρέθηκαν στην πρώτη τετράδα των χωρών που αγόρασαν τις περισσότερες τουρκικές σαπουνόπερες (27 και 17 σήριαλ αντίστοιχα) [14]. Οι εικόνες και οι αξίες που παρουσιάζονται προκαλούν αίσθημα ταύτισης και οικειότητας στις κοινωνίες που έχουν κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά με την κοινωνία τής Τουρκίας. Η μεταβολή τής εικόνας τής Τουρκίας και η αλλαγή των εντυπώσεων προς το καλύτερο είναι σίγουρα κάτι θετικό γι’ αυτήν, και πρέπει μαζί με αυτό να εξεταστεί το αν και σε ποιο βαθμό η μαζική κουλτούρα μπορεί να επηρεάσει τα αποτελέσματα της υψηλής πολιτικής.
Αισθητή είναι και η παρουσία της Τουρκίας στα Βαλκάνια μέσω των οικονομικών και επιχειρηματικών της κινήσεων, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη ότι η αγορά των Βαλκανίων είναι σημαντική, αλλά περιορισμένη. Η Τουρκία έχει υπογράψει Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών (FTA) και άλλες εμπορικές και οικονομικές συμφωνίες με όλες τις χώρες των Δυτικών και Κεντρικών Βαλκανίων. Σύμφωνα με στοιχεία τού τουρκικού Υπουργείου Οικονομικών, η διάλυση του Ανατολικού Μπλοκ και η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στα Βαλκάνια είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη άνοδο του εμπορίου μεταξύ Τουρκίας και βαλκανικών κρατών την δεκαετία τού 2000. Σε απόλυτους αριθμούς, ο όγκος των συναλλαγών ο οποίος ήταν 2,9 δισεκατομμύρια δολάρια το 2000 έφτασε τα 18,4 δισεκατομμύρια δολάρια το 2011 [15]. Οι Τουρκικές επενδύσεις στα Βαλκάνια αυξήθηκαν επίσης κατά πολύ την τελευταία δεκαετία (30 εκατομμύρια δολάρια το 2002, 189 εκατομμύρια δολάρια το 2011) και επικεντρώνονται στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και των μεταφορών, στον τραπεζικό, στον κατασκευαστικό τομέα, στην εκπαίδευση, στην υγεία και στην δημιουργία υποδομών [16]. Οι τουρκικές επενδύσεις είναι σίγουρα αισθητές στην περιοχή, ως επί το πλείστον στο Κόσοβο, στην Αλβανία και την ΠΓΔΜ, αλλά δεν βρίσκονται στις πρώτες θέσεις σε καμία χώρα (οι πρώτες θέσεις συνήθως καλύπτονται από χώρες τής ΕΕ και την Ρωσία) [17].
Είναι εμφανές ότι η Τουρκία αποτελεί τον σημαντικότερο ισλαμικό δρώντα στην περιοχή αλλά είναι και υπό ερώτηση το πόσο κεντρικό ρόλο μπορεί να διαδραματίσει. Ο Αχμέτ Νταβούτογλου γράφει στο βιβλίο του ότι, «η βάση τής πολιτικής επιρροής τής Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι τα οθωμανικά κατάλοιπα, που είναι οι μουσουλμανικές κοινότητες» [18]. Μια τέτοια προσέγγιση θέτει σε αμφισβήτηση την αντικειμενικότητα της Τουρκίας και στενεύει τα όρια της δράσης της. Η ρητορική τού ΑΚΡ, όπως οι δηλώσεις τού Τούρκου πρωθυπουργού «Το Κόσοβο είναι Τουρκία, η Τουρκία είναι Κόσοβο» ή «Το Σαράγιεβο νίκησε σήμερα όσο και η Κωνσταντινούπολη» [19] διακρίνονται από ιμπεριαλιστικές συνυποδηλώσεις, ενώ οι συνεχείς αναφορές στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς τής περιοχής προκαλούν ανησυχία στους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς [20]. Αλλά ακόμα και στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, η παρουσία τής Τουρκίας μπορεί να μην είναι πάντα καλοδεχούμενη, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι το Ισλάμ στα Βαλκάνια είναι σε μεγάλο βαθμό συνυφασμένο με την εθνοτική ταυτότητα. Σημαντική είναι επίσης η ενεργή συμμετοχή και άλλων δρώντων στην περιοχή, κυρίως των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσον αφορά στην ΕΕ, η ένταξη σε αυτή εξακολουθεί να αποτελεί προτεραιότητα για τα δυτικά Βαλκάνια και ο δισταγμός που μπορεί να εκφραστεί για την Τουρκία έγκειται και στον φόβο μήπως επιδράσει αρνητικά στις προοπτικές ένταξης. Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο ενός Σέρβου αξιωματούχου: «Δεν θέλουμε να έρθουμε πολύ κοντά στην Τουρκία γιατί δεν θέλουμε να είμαστε στο κλαμπ των χαμένων» [21].
Στο πλαίσιο της Τουρκικής πολιτικής προς τα δυτικά εντάσσεται και η πολιτική προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η δράση μη κρατικών δρώντων και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, κυρίως στις χώρες με έντονο Τουρκικό στοιχείο (Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο). Η παρουσία τουρκικών ισλαμικών οργανώσεων ακολούθησε την μετανάστευση προς αυτές τις χώρες. Εντοπίζονται διάφορες μουσουλμανικές αδελφότητες (πχ. Σουλεϊμαντζί), ενώ το κίνημα Εθνικό Όραμα, υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα μουσουλμανικά κινήματα στην δυτική Ευρώπη, το οποίο αναπτύχθηκε ως επί το πλείστον μέσω της λειτουργίας τζαμιών. Μέχρι την δεκαετία τού 1990 οι οργανώσεις αυτές ενδιαφέρονταν σχεδόν αποκλειστικά για τις ανάγκες των Τούρκων μεταναστών, και φρόντιζαν ώστε οι τελευταίοι να διατηρήσουν την θρησκευτική και πολιτισμική τους ταυτότητα. Η κοινότητα του Γκιουλέν ήταν το τελευταίο θρησκευτικο-κοινωνικό κίνημα που εμφανίστηκε (στις αρχές τού 1990) και αποδείχθηκε το πιο δυναμικό και οργανωμένο. Σημαντικός παράγοντας της ισχυροποίησης και της διαφοροποίησής του από τα άλλα κινήματα είναι η μη θρησκοκεντρική προσέγγιση του. Οι άνθρωποι του κινήματος επένδυσαν σε σχολεία και κέντρα πολιτισμού και όχι σε τζαμιά ή θρησκευτικά σχολεία. Οι δράσεις τού κινήματος φτάνουν πέρα από την σφαίρα τής θρησκείας. Ξεπερνούν και τα όρια της τουρκικής κοινότητας απευθυνόμενες και στα μέλη των κοινοτήτων υποδοχής. Ο βασικός στόχος του κινήματος ήταν να συμβάλλει στην ένταξη των Τούρκων μεταναστών, γι’ αυτό και προσάρμοσε την στρατηγική του στο περιβάλλον και στον βαθμό δεκτικότητας της εκάστοτε χώρας. Επιδίωξε επίσης την προώθηση του τουρκικού πολιτισμού, της γλώσσας και της θρησκείας μέσω της πολύμορφης αλληλεπίδρασης και του διαλόγου μεταξύ των δύο κοινοτήτων [22]. Στην προώθηση της γλώσσας και του πολιτισμού αξιοσημείωτη είναι και η συμβολή τού κρατικού Ινστιτούτου Yunus Emre με τα μαθήματα τουρκικής γλώσσας, την διοργάνωση διαφόρων εκδηλώσεων αλλά και θερινών προγραμμάτων στην Τουρκία.
Στον επιχειρηματικό τομέα, η Ένωση Τούρκων Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών (Turkish Industrialists' and Businessmen's Association - ΤÜSİAD) έχει γραφεία στην Γερμανία, στις Βρυξέλλες και στο Παρίσι, και στοχεύει στην βελτίωση της εικόνας τής Τουρκίας στην Ευρώπη και την ανάπτυξη των σχέσεων, μέσω της ενημέρωσης των ιδιωτών, των ΜΜΕ, των πολιτικών Αρχών και των πολιτιστικών κύκλων για τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις στην Τουρκία. Η Ένωση Τούρκων Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών σχετίζεται με το κοσμικόδοξο στρατόπεδο. Εκτός της ένωσης TÜSİAD, σημαντική -αν και μικρότερη- παρουσία έχει και η αντιπροσωπία της Συνομοσπονδίας των Επιχειρηματιών και των Βιομηχάνων τής Τουρκίας (The Confederation of Businessmen and Industrialists of Turkey - TUSKON) στις Βρυξέλλες. Η TUSKON σχετίζεται με το κίνημα Γκιουλέν και δραστηριοποιείται για την προώθηση των τουρκικών εταιριών και επιχειρήσεων και την ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας με την Τουρκία.
Μια τελευταία μνεία αξίζει και στην πολιτική τής Τουρκίας προς τους Τάταρους της Κριμαίας, πρώην επαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Τάταροι της Κριμαίας είναι τουρκικό φύλο που κατοικεί στην χερσόνησο από τον 15ο αιώνα. Οι ιστορικοί και πολιτισμικοί δεσμοί με τους Τάταρους καθώς και ο μεγάλος αριθμός Τατάρων στην Τουρκία, όπου κατέφυγαν, έχουν συμβάλλει στην διατήρηση καλών σχέσεων μεταξύ της Ουκρανίας και της Τουρκίας. Μάλιστα, τον Οκτώβριο του 2013 είχε υπογραφεί συμφωνία με την ΤİΚΑ για την ενίσχυση της συνεργασίας στους τομείς τού πολιτισμού, της εκπαίδευσης, του τουρισμού και της αγροτικής ανάπτυξης [23]. Μετά από την τελευταία κρίση στην Κριμαία, η Τουρκία κράτησε χαμηλούς τόνους. Χωρίς να παραλείψει να τονίσει το καθήκον της να προστατεύσει τους Τατάρους, οι κινήσεις της είναι περιορισμένες, κυρίως λόγω της οικονομικής και ενεργειακής εξάρτησής της από την Ρωσία.
Η Τουρκία αναμφισβήτητα δεν έχει πλέον την θέση μιας περιφερειακής δύναμης. Βέβαια, οι φιλοδοξίες της για αύξηση της επιρροής της στην εγγύς και ευρύτερη γειτονιά της, οι οποίες εκφράζονται μέσω της εξωτερικής πολιτικής και της ρητορικής της δεν είναι πάντα εύκολο να υλοποιηθούν. Ο βαθμός επιτυχίας εξαρτάται από τις συνθήκες στην Τουρκία και τις χώρες τής περιοχής, τις διεθνείς ισορροπίες, την σχέση της με την ΕΕ και την σχέση με τους άλλους μεγάλους διεθνείς και περιφερειακούς δρώντες, την Ρωσία και τις ΗΠΑ. Ωστόσο, αυτό που μπορεί να ειπωθεί με σχετική ασφάλεια είναι ότι οι πρωτοβουλίες μη κρατικών δρώντων και η άσκηση μη συμβατικών μορφών διπλωματίας συμπληρώνουν αποτελεσματικά την εξωτερική της πολιτική, διευρύνοντας σημαντικά το πεδίο δράσης τής χώρας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Kerem Öktem, “New Islamic actors after the Wahhabi intermezzo: Turkey’s return to the Muslim Balkans,” (European Studies Centre, University of Oxford: 2010), σ. 23.
[2] Alexander Murinson, “The Strategic Depth Doctrine of Turkish Foreign Policy,” Middle Eastern Studies, 42(2006): 946, http://www.jstor.org/stable/4284512.
[3] Dimitar Bechev, “Turkey in the Balkans: Taking a Broader View,” Insight Turkey, 14(2012).
[4] Bülent Aras, “Turkey and the Balkans: New Policy in a Changing Regional Environment,” The German Marshall Fund of the United States, 31 Οκτωβρίου 2012, http://www.gmfus.org/archives/turkey-and-the-balkans-new-policy-in-a-cha....
[5] Στις 26 Οκτωβρίου 2013 ο Σέρβος πρόεδρος Τόμισλαβ Νίκολιτς ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από τις τριμερείς συνομιλίες μετά από δήλωση του Τούρκου πρωθυπουργού σε ομιλία στο Κόσοβο: Να θυμάστε, η Τουρκία είναι Κόσοβο, το Κόσοβο είναι Τουρκία. Βλ. Yavuz Baydar, “Erdogan: 'Kosovo Is Turkey'“ Al-Monitor, October 28, 2013 http://www.al-monitor.com/pulse/originals/2013/10/erdogan-kosovo-turkey.....
[6] Kerem Öktem, New Islamic actors after the Wahhabi intermezzo: Turkey’s return to the Muslim Balkans, (European Studies Centre, University of Oxford: 2010).
[7] Η ΤİΚΑ διαθέτει γραφεία στις περισσότερες Βαλκανικές χώρες πλην της Κροατίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.
[8] Şeyma Adıyaman, “Turkey-Macedonia Relations,” Bilgesam, March 13, 2012, http://www.bilgesam.org/en/incele/444/turkey-macedonia-relations/.
[9] TIKA opens a rug workshop in Bosnia, World Bulletin, August 21, 2013 http://www.worldbulletin.net/?aType=haber&ArticleID=115571
[10] Turkey’s TIKA is ready to give financial support for advanced training for Montenegrin doctors, Serbia Times, 14 Φεβρουαρίου 2014, http://www.serbia-times.com/turkeys-tika-is-ready-to-give-financial-supp...
[11] Kerem Öktem, όπ.π. σ.29
[12] Ιbid.
[13] Kerem Öktem, όπ.π.
[14] Soap power: The sweeping success of Turkish television series, Oxford Business Group, http://www.oxfordbusinessgroup.com/news/soap-power-sweeping-success-turk...
[15] Ministry of Economy, http://www.economy.gov.tr/index.cfm?sayfa=countriesandregions®ion=9
[16] ibid.
[17] Strategic investments in the Balkans: Who invests, and where?, Lider, 15 Νοεμβρίου 2013, http://english.lider.mk/2013/11/15/strategic-investments-in-the-balkans-...
[18] Αχμέτ Νταβούτογλου, “Το στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας,” μτφ. Νικόλαος Ραπτόπουλος, (Αθήνα: Ποιότητα, 2010), σ. 200.
[19] Πρόκειται για απόσπασμα από τον επινίκιο λόγο τού Ερντογάν τον Ιούνιο του 2010.
[20] Karabekir Akkoyunlu, Kalypso Nicolaidis και Kerem Öktem, “The Western Condition: Turkey, the US and the EU in the New Middle East,” (South East European Studies at Oxford, 2013).
[21] Turkey in the Balkans: The good old days?, Economist, 5 Νοεμβρίου 2011, http://www.economist.com/node/21536647/comments#comments.
[22] Βλ. Bayram Balci, “The Gülen Movement and Turkish Soft Power,” Carnegie Europe, 4 Φεβρουαρίου 2014, http://carnegieeurope.eu/2014/02/04/g%C3%BClen-movement-and-turkish-soft... και Günter Seufert, “Is the Fethullah Gülen Move-ment Overstretching Itself?,” German Institute for International and Security Affairs, Ιανουάριος 2014.
[23] Crimean government, Turkish TIKA agency agree on cooperation, Ukrinform, 24 Οκτωβρίου 2013 http://www.ukrinform.ua/eng/news/crimean_government_turkish_tika_agency_...
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
13 Ιουλίου 2014
ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ "Το τέλος του Αμερικανικού αιώνα"
By ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑ on
του Michael Lind
Εισαγωγικό σχόλιο Παναγιώτη Ήφαιστου: Μια
πολύ διεισδυτική κριτική που εκ πρώτης όψεως δείχνει πολύ αυστηρή πλην
έχει πολύ εύστοχες επισημάνσεις για τον χαρακτήρα ενός πολυπολικού
συστήματος που αρχικά μετά το 1990 ο ΗΠΑ φιλοδόξησαν να αποφύγουν με το
να επιδιώξουν μια παγκόσμια ηγεμονία. Όχι μόνο υπερεξαπλώθηκαν αλλά και
γελοιοποιήθηκαν από κρατίδια όπως η Λιβύη, το Ιράκ, το Αφχανιστάν, την
Συρία και βλέπουμε. Αναμενόμενα. Όπως για κάθε Αμερικανό αλλά και το
πλείστο των δυτικών αναλυτών (όπως και των ορφανών του μαρξισμού)
υπάρχει έλλειμμα θέασης του πραγματικού χαρακτήρα της
μετά-ψυχροπολεμικής εποχής, η οποία, όπως υποστηρίχθηκε (οι πρώτες
ενότητες του δοκιμίου «Τα κράτη επιδιώκουν να αποκτήσουν «ισχύ», η οποία είναι το κύριο «νόμισμα» στη διεθνή πολιτική (Waltz)»
διαφέρει από κάθε άλλη εποχή του παρελθόντος. Είναι ταυτόχρονα
κρατοκεντρική, αριθμεί δύο εκατοντάδες κράτη και ολοένα περισσότερο
πολυπολική στο επίπεδο των ηγεμονικών δυνάμεων.
Το πολιτικοανθρωπολογικό περιβάλλον της
μετά-αποικιακής εποχής που ουσιαστικά συμβολικά μιλώντας έχει ως
αφετηρία το 1990, και η διαφορά μεγεθών και ισχύος μεταξύ των κρατών,
δημιουργεί μια σαφή τάση μακροχρόνιων προεκτάσεων που καθιστά το πλανήτη
εξαιρετικά διαφοροποιημένο. Από κάθε άποψη. Ισχύς, πολιτικές παραδόσεις
– ανθρωπολογικά, ανάπτυξη, πλουτοπαραγωγικοί πόροι, κοσμοθεωρίες,
κοσμοαντιλήψεις, συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης και τρόποι ζωής.
Αυτή την διαφοροποίηση, οι αναλυτές του
Ψυχρού Πολέμου δυσκολεύονται να την κατανοήσουν γιατί είναι ποτισμένοι
με τα ιδεολογικά δόγματα της εποχής της εξέγερσης των δουλοπαροίκων όταν
αναζητούσαν κατασκευαστικές ιδέες πολιτικής ανθρωπολογίας (κεφάλαιο 4 του «Κοσμοθεωρία των Εθνών»).
Δόγματα γραμμικής και απλουστευτικής θέασης αποικιακής νοοτροπίας και
δουλοπαροικών καταβολών που είναι ασύμβατα με την «εξέγερση» και τις
αξιώσεις που εγείρουν οι κοινωνίες που επί αιώνες υπήρξαν υποτελείς στις
αποικιοκρατικές δυνάμεις και αφού μπερδεύτηκαν μέσα στα δίκτυα του
Ψυχρού Πολέμου τώρα αξιώνουν πολιτική κυριαρχία, θέση, ρόλο, μερίδιο της
παγκόσμιας πίτας και ασφάλεια.
Εξ ου και η εμμονή του υπογράφοντος
–χωρίς απομάκρυνση από την Γουωλτζιανή επιφύλαξη για την
στάθμιση/εκτίμηση των πολιτικών/ανθρωπολογικών δομών και τάσεων– να
αναζητηθεί ανάλυση που θα είναι προσανατολιστική ως προς αυτές τις
τάσεις (και όχι προσδιοριστική όπως συχνά γίνεται από τους πλείστους
δυτικούς και μαρξιστές αναλυτές –και τα σύγχρονα υποπροϊόντα τους όπως
οι κριτικοί–, οι οποίοι στέκονται σε μονοσήμαντες, γραμμικές και
απλουστευτικές μέχρι αστειότητας αναφορές σε εσωτερικά καθεστώτα).
Ακριβώς, επειδή οι πλείστοι αναλυτές
είναι προσδιοριστικά κολλημένοι πάνω σε μονοσήμαντες βάσεις –και οι
δυτικοί θεωρητικοί της Θουκυδίδειας παράδοσης ορθώς δεν υπεισέρχονται σε
ανθρωπολογικά ζητήματα μιας και το στοχαστικό τους περιβάλλον βλέπει
την ανθρωπολογία με όρους ιδεολογικών δογμάτων και όχι με όρους
Οδύσσειας όπου αναζητείται ο προσανατολισμός του καραβιού καθώς και η
κατάσταση αυτού του καραβιού, δηλαδή η κρατική ισχύς με την βαθύτερη
έννοια που συμπεριλαμβάνει την κοινωνική συνοχή και τους κυρίαρχους
κοσμοθεωρητικούς προσανατολισμούς– στερούνται επαρκών μέσων αναζήτησης
των προσανατολισμών και των τάσεων όχι μόνο της ισχύος αλλά και των
ανθρωπολογιών που κοχλάζουν στα θεμέλια των κρατών, συχνά μεγάλων,
πανίσχυρων και με μακραίωνες πολιτικές παραδόσεις.
Ενόσω έτσι σκέφτονται και λειτουργούν οι
στρατηγιστές των δυτικών κρατών, θα συνεχίσουν να νομίζουν, για
παράδειγμα, ότι με μερικές βόμβες, με μερικά πρακτορικά ΜΚΟ και μερικούς
κατασκόπους θα συνεχίζουν να σέρνουν από την μύτη ή να εκφοβίζουν
κρατικές υποστάσεις κάτω από τις οποίες κοχλάζουν ενίοτε τρισχιλιετείς
πολιτικές παραδόσεις: Η Κίνα, το Ιράν, η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Ρωσία
και πολλοί άλλοι (περίπου 5 δισεκατομμύρια άνθρωποι τους οποίους
συνεχίζουν να βλέπουν με γραμμικούς ιδεολογικούς όρους και με αποικιακές
διόπτρες).
Όσο για την ημέτερη Ελλάδα τα σχόλια
περιττεύουν. Τα μεταπολιτευτικά παγκοσμιόπληκτα πολιτικοπνευματικά
«ελίτ» (όλα τα ξεπεσμένα και αξιοθρήνητα ορφανά του Ψυχρού Πολέου, θα
έλεγε και ο Κονδύλης) εκκένωσαν το νεοελληνικό κράτος από τις
κοσμοθεωρίες και τις τρισχιλιετείς πολιτικές παραδόσεις της
Ελληνικότητας. Τα τελευταία έξη χρόνια εξουθένωσαν την κοινωνία και την
παραδίδουν χειροπόδαρα δεμένη στους διεθνικούς τζογαδόρους.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΑΡΘΡΟ
Διεθνές Συνέδριο Ασφαλείας και Χειρισμού Κρίσεων «ΑΘΗΝΑ '14»
Πρόσφατα (17-19 Ιουν) πραγματοποιήθηκε στην
Αθήνα το (ετήσιο) Διεθνές Συνέδριο Ασφαλείας και Χειρισμού Κρίσεων «ΑΘΗΝΆ 2014», που διοργανώθηκε από το ΓΕΕΘΑ,
υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και της Ελληνικής Προεδρίας της ΕΕ.
Μετείχαν συνολικά 300 Έλληνες και ξένοι σύνεδροι και εκπρόσωποι από τα Γενικά Επιτελεία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και την Ελληνική Αστυνομία, το Πυροσβεστικό Σώμα, το Λιµενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή, μεταπτυχιακοί φοιτητές, αναλυτές, 83 ξένες αντιπροσωπείες που περιλάμβαναν 20 πρέσβεις/διπλωμάτες/ακαδημαϊκούς, τέσσερα ελληνικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, γενικοί διευθυντές Αμυντικής Πολιτικής, ανώτατοι αξιωματούχοι και αξιωματικοί διεθνών οργανισμών (ΕΕ, EEAS, ECHO, ΝΑΤΟ κλπ)
Κεντρικός ομιλητής ήταν ο καθηγητής Shultz του FLETCHER SCHOOL του Πανεπιστημίου TUFTS.
Την έναρξη κήρυξε ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Ι. Λαμπρόπουλος, που έδωσε το στίγμα των εξελίξεων στους ευαίσθητους τομείς της ασφάλειας και των προκλήσεων που εμφανίζονται στη διεθνή γεωπολιτική σκηνή.
Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου, μετά τις Ομάδες Εργασίας (Working Groups) που λειτούργησαν στο προηγούμενο «ΑΘΗΝΑ», εδόθη έμφαση στην ατομική εργασία και στην έκδοση αντίστοιχου περιοδικού. Το έργο της αξιολόγησης των εργασιών ανέλαβε η Επιστημονική Επιτροπή του Συνεδρίου. Επιλέχθηκαν και παρουσιάστηκαν 27 εργασίες Ελλήνων και ξένων ερευνητών. Αμφότερες οι πρωτοβουλίες έφεραν το ΥΠΕΘΑ σε μια διαλεκτική σχέση με την ακαδημαϊκή κοινότητα και αύξησαν την προστιθέμενη αξία του Συνεδρίου διεθνώς. Επιπλέον, για δεύτερη συνεχόμενη φορά οργανώθηκαν και λειτούργησαν περίπτερα (info stands) από τα Γενικά Επιτελεία των ΕΕΔ, σε κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο, με σκοπό την προβολή του έργου των Ενόπλων Δυνάμεων.
Παράλληλα με τις εργασίες του Συνεδρίου οργανώθηκε πρόγραμμα κοινωνικών εκδηλώσεων, για τους συμμετέχοντες και τους συνοδούς τους με στόχο την επαφή των ξένων αντιπροσωπειών με πολιτιστικούς και ιστορικούς προορισμούς της Αττικής.
(Πηγή: ΣΤΑΡΑΤΑ ΛΟΓΙΑ)
Μετείχαν συνολικά 300 Έλληνες και ξένοι σύνεδροι και εκπρόσωποι από τα Γενικά Επιτελεία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και την Ελληνική Αστυνομία, το Πυροσβεστικό Σώμα, το Λιµενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή, μεταπτυχιακοί φοιτητές, αναλυτές, 83 ξένες αντιπροσωπείες που περιλάμβαναν 20 πρέσβεις/διπλωμάτες/ακαδημαϊκούς, τέσσερα ελληνικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, γενικοί διευθυντές Αμυντικής Πολιτικής, ανώτατοι αξιωματούχοι και αξιωματικοί διεθνών οργανισμών (ΕΕ, EEAS, ECHO, ΝΑΤΟ κλπ)
Κεντρικός ομιλητής ήταν ο καθηγητής Shultz του FLETCHER SCHOOL του Πανεπιστημίου TUFTS.
Επιδίωξη
της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, αλλά και του προέδρου του
Συνεδρίου, του Γενικού Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Πολιτικής
Εθνικής Άμυνας και Διεθνών Σχέσεων Δρ. Πολύκαρπου Αδαμίδη, ήταν να
αξιοποιηθεί το Συνέδριο, ως ένα Partenariat, όχι μόνο μεταξύ ειδικών του
τομέα της άμυνας και ασφάλειας αλλά και μεταξύ αυτών που έχουν την
ευθύνη για την άσκηση της αμυντικής πολιτικής. Αυτό έχει πολύ μεγάλη
σημασία γιατί πλέον τα θέματα που διαπραγματεύεται το συνέδριο δεν
αφορούν μόνο τους «ειδικούς» ή ένα πολύ περιορισμένο ακροατήριο αλλά,
αντίθετα, αφορούν και επηρεάζουν όλους μας, ακόμη και την καθημερινότητά
μας, όπως χαρακτηριστικά είπε στην εισαγωγική ομιλία του συνεδρίου ο
Δρ. Αδαμίδης.
Την έναρξη κήρυξε ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Ι. Λαμπρόπουλος, που έδωσε το στίγμα των εξελίξεων στους ευαίσθητους τομείς της ασφάλειας και των προκλήσεων που εμφανίζονται στη διεθνή γεωπολιτική σκηνή.
Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου, μετά τις Ομάδες Εργασίας (Working Groups) που λειτούργησαν στο προηγούμενο «ΑΘΗΝΑ», εδόθη έμφαση στην ατομική εργασία και στην έκδοση αντίστοιχου περιοδικού. Το έργο της αξιολόγησης των εργασιών ανέλαβε η Επιστημονική Επιτροπή του Συνεδρίου. Επιλέχθηκαν και παρουσιάστηκαν 27 εργασίες Ελλήνων και ξένων ερευνητών. Αμφότερες οι πρωτοβουλίες έφεραν το ΥΠΕΘΑ σε μια διαλεκτική σχέση με την ακαδημαϊκή κοινότητα και αύξησαν την προστιθέμενη αξία του Συνεδρίου διεθνώς. Επιπλέον, για δεύτερη συνεχόμενη φορά οργανώθηκαν και λειτούργησαν περίπτερα (info stands) από τα Γενικά Επιτελεία των ΕΕΔ, σε κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο, με σκοπό την προβολή του έργου των Ενόπλων Δυνάμεων.
Παράλληλα με τις εργασίες του Συνεδρίου οργανώθηκε πρόγραμμα κοινωνικών εκδηλώσεων, για τους συμμετέχοντες και τους συνοδούς τους με στόχο την επαφή των ξένων αντιπροσωπειών με πολιτιστικούς και ιστορικούς προορισμούς της Αττικής.
(Πηγή: ΣΤΑΡΑΤΑ ΛΟΓΙΑ)
Η σχετική ιστοσελίδα του ΓΕΕΘΑ, εδώ
11 Ιουλίου 2014
Τι έμαθε η Ελλάδα από την κρίση Και πώς πρέπει να προχωρήσει (του Μιχαήλ Ζουμπουλάκη)
Η ελληνική οικονομία βρέθηκε μετά το 2009 στη μεγαλύτερη κρίση τής
ιστορίας της, μεγαλύτερη από αυτήν της δεκαετίας τού 1930, και
συγκρίσιμη μόνο με την κρίση που ακολούθησε την πτώχευση του 1893, ως
προς την διάρκεια και τις πολιτικές επιπτώσεις της. Η διεθνής εμπειρία
λέει ότι δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο χώρας που κατάφερε να εξέλθει
από μια αθροιστική ύφεση άνω του 23%, χωρίς ενεργητικές πολιτικές που
στοχεύουν στην αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης και στην τόνωση της
ζήτησης. Αυτό λέει η συνοπτική μας αναφορά στα ιστορικά παραδείγματα των
δύο προηγούμενων μεγαλύτερων υφέσεων που γνώρισε το σύστημα, δηλαδή της
«Μακράς ύφεσης» του 19ου αι. και της μεγάλης κρίσης τού 1929. Και στις
δύο περιπτώσεις οι κυβερνήσεις εφάρμοσαν ενεργητικές πολιτικές εξόδου
από την ύφεση.
Η φύση τής ελληνικής κρίσης είναι κυρίως πολιτική και σχετίζεται με
τη μακρά παράδοση δύο αιώνων «πελατειακού κράτους». Η κύρια αιτία τής
σημερινής κρίσης, το υπέρογκο και μη διαχειρίσιμο δημόσιο χρέος, είναι
προϊόν αυτής της στρεβλής σχέσης πολιτών και πολιτικών εκπροσώπων. Η
αλλαγή παραγωγικού μοντέλου και η διατηρήσιμη ανάπτυξη προϋποθέτουν τις
μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΕΘΝΗΣ ΥΦΕΣΗ (1873-1896)
H οικονομική ανάπτυξη του καπιταλισμού ξεκίνησε ως ένα «καθεστώς εκτατικής συσσώρευσης» γιατί, εκτός τής γεωγραφικής εξάπλωσης, στηρίχθηκε στην σταδιακή επιδείνωση των όρων εκμετάλλευσης της εργασίας (επέκταση του χρόνου και της ποσότητας εργασίας). Κατά το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα αντίθετα, παρατηρείται μια εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης του συντελεστή εργασία, με την ραγδαία εκμηχάνιση της παραγωγής. Η εξάντληση των ορίων αυτού του καθεστώτος συσσώρευσης σήμανε την είσοδο της καπιταλιστικής οικονομίας στην πρώτη της «Μακρά Ύφεση» των ετών 1873-1896. Το σύστημα ομογενοποιήθηκε και μέσα στην παθογένεια του, παρουσιάζοντας νέες κρίσεις «καπιταλιστικού τύπου». Σε αντίθεση με τις «κρίσεις παλαιού τύπου» που χαρακτηρίζονται από την έλλειψη αγαθών επιβίωσης λόγω κλιματικών ή πολεμικών καταστροφών, οι νέου τύπου κρίσεις είναι κυρίως κρίσεις υπερπαραγωγής (Βλ. Rosier 1988: 6-7, Bairoch 1997, II: 375 κ.έ.). Οι διακυμάνσεις τής οικονομικής δραστηριότητας δεν περιορίζονται πλέον στα όρια μιας χώρας αλλά θίγουν πρώτα τις ανεπτυγμένες οικονομίες, και κατόπιν τον υπόλοιπο κόσμο. Η περιοδικότητά τους, η γενικότητά τους (σε όλους τους τομείς τής οικονομίας), ο διεθνής τους χαρακτήρας και, τέλος, το γεγονός ότι έχουν ως αφετηρία πάντα μια χώρα που ηγείται στην παγκόσμια οικονομία (Rosier 1988: 20), είναι οι αποδείξεις της ωριμότητας ενός οικονομικού συστήματος που ευημερεί και «υποφέρει» σχεδόν παντού συγχρόνως.
Η «μακρά ύφεση» εγγράφεται στο δεύτερο «κύμα Kondratiev» (στδ: το κυκλικό φαινόμενο της οικονομίας) τής περιόδου 1847-1896 και σήμανε την πρώτη υστέρηση στην τάση συνεχούς ανόδου της παγκόσμιας παραγωγής, με ρυθμούς κάτω από 1%. Η έξοδος από την ύφεση επιτεύχθηκε χάρη στην πλήρη αναδιοργάνωση της διαδικασίας παραγωγής και την άνοδο του προστατευτισμού και της αποικιοκρατίας (Graff κ.ά. 2014: 138). Η περίοδος 1896-1914 δεν είναι μόνον η εποχή τού «ιμπεριαλισμού» αλλά και της μεγάλης συγκέντρωσης κεφαλαίου και της τεράστιας ανόδου των δασμών. Μεγάλες επιχειρήσεις στις ΗΠΑ, την Γερμανία και την Αγγλία, συγχωνεύθηκαν οριζόντια δημιουργώντας μονοπωλιακά τραστ, ή συγκεντροποιήθηκαν κάθετα ελέγχοντας όλα τα στάδια της παραγωγής, από την πρώτη ύλη μέχρι το τελικό προϊόν, σε ποσοστά που κυμαίνονται στις ΗΠΑ από 50% έως 84% (Dockès-Rosier 1983: 134-5). Συχνά αυτή η συγκέντρωση οδήγησε και στην δημιουργία πολυεθνικών επιχειρήσεων: από τις 60 μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις της δεκαετίας του 1970, οι 31 είχαν ήδη δημιουργηθεί πριν το 1915 (Bairoch 1997, II: 266). Χάρη σε αυτήν την αναδιοργάνωση του κεφαλαίου και της διαδικασίας τής εργασίας, αλλά και χάρη στην κρατική προστασία, το προϊόν τής βιομηχανίας στη ΒΔ Ευρώπη γνώρισε το μεγαλύτερο, μέχρι τότε, ετήσιο ρυθμό ανάπτυξής του (3,5% έναντι 2,2% μεταξύ 1830-1890).
Η ΜΕΓΑΛΗ ΥΦΕΣΗ ΤΟΥ 1929
Η κρίση τού 1929 ήταν μια πρωτοφανής κρίση υπερπαραγωγής: το οικονομικό σύστημα παρήγαγε μαζικά περισσότερα από όσα μπορούσε να καταναλώσει. Ο υπερβολικός δανεισμός των ευρωπαϊκών οικονομιών από τις ΗΠΑ στην διάρκεια του «Μεγάλου Πολέμου», η πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, η κατάρρευση του «κανόνα τού χρυσού» ή ακόμη και η χρηματιστηριακή φούσκα τής Νέας Υόρκης ήταν σοβαρές αλλά δευτερεύουσες αιτίες ως προς την αδυναμία τού συστήματος να απορροφήσει την άνοδο της παραγωγικότητας μετά το 1920 (Berend 2006: 103 κ.έ., Graff κ.ά. 2014: 207-212). Η κατωφερής σπείρα των οικονομικών και πολιτικών συνεπειών τής διεθνούς κρίσης κατά την δεκαετία τού 1930 είναι πολύ γνωστή: πτώση τιμών –χρεοκοπίες επιχειρήσεων- πτωχεύσεις τραπεζών- πτώση βιομηχανικής παραγωγής- ανεργία. Η μεγαλύτερη κρίση που γνώρισε ως σήμερα το σύστημα εξέθρεψε τους ολοκληρωτισμούς στην Ευρώπη και οδήγησε σε ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο.
Οι συνέπειες, ωστόσο, της κρίσης δεν ήταν εξίσου δραματικές σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα στις ΗΠΑ, την Αυστρία, την Γερμανία και την Γαλλία, όπου η ύφεση κυμάνθηκε από -20 έως -30%, σχετικά ήπια στη Μεγάλη Βρετανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και την Ελλάδα, όπου η ύφεση δεν ξεπέρασε το -10%, ενώ άγγιξε απλώς την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Δανία κ.ά. με μείωση του ΑΕΠ μικρότερη του -5% από το 1929 μέχρι το 1938 (Heikinnen στο Psalidopoulos (ed.) 2012: 42). Η πολιτική τού New Deal έφερε 15 μείζονες μεταρρυθμίσεις στις πρώτες 100 μέρες τής προεδρίας Roosevelt το 1933, σε όλους τους τομείς τής οικονομικής δραστηριότητας: τράπεζες, νομισματική κυκλοφορία, αγροτική πίστη, βιομηχανική πολιτική. Η Γαλλία αφού γνώρισε μια πενταετία πολιτικής αστάθειας και μεγάλων κοινωνικών αναταραχών, αντιμετώπισε την βαθειά ύφεση και τον αντιπληθωρισμό με την παρεμβατική οικονομική και κοινωνική πολιτική των 4 σοσιαλιστικών κυβερνήσεων του Front Populaire (1936 –38). Η Γερμανία και η Ιταλία είχαν φασιστικές κυβερνήσεις με μια ούτως ή άλλως διευθυνόμενη οικονομική πολιτική. Πρακτικά, μόνον η Αυστρία ακολούθησε μια φιλελεύθερη πολιτική μένοντας πιστή στο δόγμα τού Αυστρομονεταρισμού, γι’ αυτό και οι συνέπειες της κρίσης υπήρξαν ολέθριες, τόσο για το οικονομικό σύστημα, όσο και για την πολιτική της τάξη αλλά και για την ίδια την εθνική της ανεξαρτησία (Klausinger στο Psalidopoulos (ed.) 2012: 147). Συνολικά, το σύστημα επανέκαμψε μέσω μιας επιθετικής δημοσιονομικής πολιτικής με στόχο την ενίσχυση της συνολικής ζήτησης, συνδυασμένης με την άνοδο ενός πρωτοφανούς οικονομικού εθνικισμού.
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 2008 ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ
Αποτελεί πλέον κοινή διαπίστωση, ότι η βασική αιτία τής κρίσης ήταν η ανεξέλεγκτη επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Με πολύ απλά λόγια, οι Αμερικανοί ιδιοκτήτες κατοικιών καταχράστηκαν τις δυνατότητες ενυπόθηκου δανεισμού που τους προσέφερε η απορρυθμισμένη αγορά, και παρασύρθηκαν από μια χωρίς προηγούμενο καταναλωτική μανία αγοράς εισαγόμενων προϊόντων. Έτσι εκτινάχθηκε το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ έναντι της Ευρώπης, της Κίνας και της Ιαπωνίας. Παράλληλα, η άνοδος των τιμών των ακινήτων συνοδεύτηκε από την δημιουργία μιας παράλληλης αγοράς τίτλων ενυπόθηκων δανείων που «επανασυσκευάστηκαν» και μεταπωλήθηκαν ως επισφαλή παράγωγα (ομόλογα υψηλού κινδύνου γνωστά και ως «τοξικά» ομόλογα). Όταν το 2007 έσκασε η «φούσκα» των ακινήτων, οι κάτοχοι τέτοιων τίτλων έτρεξαν να τους ρευστοποιήσουν όσο-όσο, παρασύροντας σε κατάρρευση και τις επενδυτικές τράπεζες που τους εξέδωσαν. Η πρωταρχική αιτία τής κρίσης τού 2008 είναι η -χωρίς κρατικό έλεγχο- άνοδος του «τιτλοποιημένου δανεισμού» (Ferguson 2008: 85). Η κρίση οδήγησε σε μια δεύτερη, μετά το 1929, κατάρρευση του μύθου τής παντοδυναμίας τής αγοράς: οι ελεύθερες αυτορυθμιζόμενες αγορές δεν είναι ούτε αλάνθαστες, ούτε οδηγούν σε ηθικώς αποδεκτές λύσεις και δεν είναι καν αποτελεσματικές. Στο συλλογικό τόμο των Hemerijck et alii (2010), 24 σημαίνοντες Ευρωπαίοι και Αμερικανοί πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες διαπίστωσαν την αναγκαιότητα ρύθμισης των αγορών από το κράτος ή κάποιους διακρατικούς οργανισμούς. Εύστοχα μας θυμίζει ο Delors την ρήση, «ισχύς χωρίς ρύθμιση επιφέρει κατάχρηση» (op.cit.458).
Η κρίση έφτασε στην Ελλάδα με καθυστέρηση δύο χρόνων. Οι αιτίες τής κρίσης είναι οικονομικές και πολιτικές. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο πλαίσιο του στρεβλού πελατειακού μας πολιτικού συστήματος. Γενιές νεοελλήνων ανατράφηκαν με το δεδομένο ότι υπάρχουν δύο τρόποι για να πετύχεις τον σκοπό σου: ο ευθύς και ο «άλλος», ο πλάγιος. Σε κάθε κοινωνική μας δραστηριότητα, από το σχολείο, τον Στρατό, το Νοσοκομείο, τους χώρους δουλειάς ή την επιχείρηση, για ένα δάνειο ή μια πρόσληψη, δημιουργήσαμε πολλά αμοιβαία χρέη, μεταξύ μας και με τους πολιτικούς μας εκπροσώπους. Μετά το 1981, το πελατειακό κράτος κοινωνικοποιήθηκε. Ζητούμενο έγινε πλέον η ικανοποίηση όλων των διαφορετικών κοινωνικών συμφερόντων των «μη-προνομιούχων», μέσα από το κράτος και τους αυξανόμενους πόρους του από την ΕΟΚ/ΕΕ και από δανεικά (Κωστής 2013: 809).
Έτσι χρεώσαμε τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας σε μια πελατειακή συμπεριφορά που μετέτρεψε την εξυπηρέτηση των εγωιστικών μας (ατομικών ή συλλογικών) μικροσυμφερόντων σε ύψιστη πολιτική αρχή για κάθε νομοθετική πρωτοβουλία ή πολιτικό πρόγραμμα. Έτσι βρεθήκαμε με 155 ασφαλιστικά ταμεία, και ένα άναρχο και παντελώς άδικο σύστημα, όπου άτομα με ίδια κατά τα άλλα εργασιακά χαρακτηριστικά είχαν εντελώς διαφορετικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα (Ματσαγγάνης 2010). Ταυτόχρονα επιτρέψαμε σε νέους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, να βγαίνουν σε πρόωρη σύνταξη μόλις πιάσουν την ηλικία των 40. Ξεχάσαμε ότι κάθε γενιά δίνει στις προηγούμενες γενιές ό,τι θα λάβει από τις επόμενες. Αποτέλεσμα: πολλοί συνταξιούχοι, λίγες εισφορές και αμέτρητες προνομιακές εξαιρέσεις που δεν κατακτήθηκαν με αγώνες, αλλά με συντεχνιακές πιέσεις σε σκοτεινούς διαδρόμους. Το ίδιο κάναμε με το πολύπαθο σύστημα υγείας. Χρεώναμε το 2010 τα Ταμεία με 6 δισ. ετησίως για φάρμακα, δύο φορές παραπάνω από το Βέλγιο με τον ίδιο πληθυσμό! Ταυτόχρονα, κανένα δημόσιο νοσοκομείο δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τις δαπάνες του επειδή δεν διέθετε διπλογραφικό λογιστικό σύστημα.
Σύμπτωμα συμφεροντολογικής συμπεριφοράς ήταν ότι ενώ καταδικάζαμε το μεγάλο και σπάταλο κράτος σπρώχναμε με κάθε τρόπο τα παιδιά μας να μπουν στο Δημόσιο. Αφού κατάφερναν να μπουν στο Δημόσιο χρησιμοποιούσαμε κάθε μέσον για να το υπηρετήσουν κοντά στα μεγάλα αστικά κέντρα και σε θέσεις χωρίς βαρύ αντικείμενο. Έτσι μεγάλωσε το Κράτος με τις εκατοντάδες δημόσιους οργανισμούς στο κέντρο, και τις αναιμικές του υπηρεσίες στην περιφέρεια. Με την ίδια συμφεροντολογική λογική, ενώ κατέρρευσε το σύστημα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δημιουργήσαμε 24 Πανεπιστήμια και 271 Τμήματα διεσπαρμένα σε όλη την ελληνική περιφέρεια, χωρίς σχεδιασμό, χωρίς υποδομές, χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα για τους πτυχιούχους, μόνο για χαϊδέψουμε τα αυτιά των δημοτών τής επαρχίας. Με μοναδικό κριτήριο την ζήτηση για σπουδές, πολλαπλασιάσαμε και μαζικοποιήσαμε τα Πανεπιστήμια, μεταθέτοντας την ανεργία των νέων για 5-6 χρόνια, αφού, όμως, δαπανήσαμε ένα τεράστιο κόστος για την εκπαίδευση τους.
Τρομερότερο δε σύμπτωμα όλων είναι το «άθλημα της φοροδιαφυγής». Η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη καπιταλιστική χώρα όπου το μέσο δηλωθέν εισόδημα των εμπόρων, βιομηχάνων, βιοτεχνών είναι χαμηλότερο από αυτό των μισθωτών υπαλλήλων τους. Φτωχά αφεντικά και πλούσιοι εργαζόμενοι! Φτωχοί γιατροί και πλούσιοι ασθενείς! Σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, το εισόδημα που αποκρύπτεται ως ποσοστό του πραγματικού εισοδήματος εκτιμάται σε 9,9% για το σύνολο του πληθυσμού ενώ αγγίζει το 23,6% για το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού (Matsaganis - Flevotomou 2010). Παράλληλα, η Ελλάδα είναι η ευρωπαϊκή χώρα με τα μακράν μεγαλύτερα ποσοστά διαφυγόντος ΦΠΑ. Σχεδόν το 1/3 των δυνητικών εσόδων δεν εισπράττετο. Ίσως για το λόγο αυτό κανείς υπουργός Οικονομικών της μεταπολίτευσης δεν απολογήθηκε στην ελληνική Βουλή για το γεγονός ότι κανείς προϋπολογισμός δεν εκτελέστηκε σωστά.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν από 44% ΑΕΠ το 2005 σε 53% το 2009. Παράλληλα τα έσοδα μειώθηκαν από 39% ΑΕΠ το 2005 σε 37% το 2009 (ΚΕΠΕ 15/2011). Έτσι τα δημόσια ελλείμματα εκτροχιάστηκαν από το 1974, από 4% του ΑΕΠ σε 10% το 1981, σε 13% το 1990, σε 3% το 2000 και πάλι 15,4% το 2009. Τα ελλείμματα καλύφθηκαν με δανεισμό: το χρέος από 20% το 1974, έγινε 48% το 1981 και 109% το 1996 (Γιαννίτσης 2005: 82). Με δύο λόγια ενώ το ΑΕΠ της χώρας 2πλασιάστηκε, το χρέος της 6πλασιάστηκε! Στην πραγματικότητα, φτάσαμε στο Μνημόνιο επειδή χρεοκόπησε το μεταπολιτευτικό μοντέλο ανάπτυξης και διακυβέρνησης. Με την ένταξη στο ευρώ η πορεία επιταχύνθηκε καθώς υπήρχε πολύ πιο εύκολη πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό. Στην χρεοκοπία έφτασε η Ελλάδα τους πρώτους μήνες τού 2010 όταν οι «αγορές» (δηλαδή τράπεζες, επενδυτικά κεφάλαια, ασφαλιστικά ταμεία και όσοι άλλοι διαχειρίζονται αποταμιεύσεις τοποθετώντας τις μεταξύ άλλων σε κρατικά ομόλογα) έχασαν την εμπιστοσύνη τους ότι η χώρα θα ήταν σε θέση να αποπληρώνει το χρέος της. Λόγω της διεθνούς κρίσης οι δανειστές ζητούσαν απαγορευτικά επιτόκια για να πάρουν το ρίσκο της ενδεχόμενης ελληνικής χρεοκοπίας.
Η συμφωνία τής 2/5/2010 ανάμεσα στην χώρα μας και την ΕΕ με το ΔΝΤ που αποτυπώθηκε στο Πρώτο Μνημόνιο ήταν διπλά χρήσιμη: 1ον) Με το δάνειο των 110 δισ. μας γλύτωσε από μιαν άμεση χρεοκοπία με συνέπειες δραματικά βαρύτερες. 2ον) Επέβαλε τη λήψη δημοσιονομικών μέτρων που καμιά κυβέρνηση δεν θα υιοθετούσε οικειοθελώς με δεδομένη την αδράνεια του πολιτικού μας συστήματος. Οπωσδήποτε υπήρχε καλύτερο μείγμα μέτρων – ως προς την κατανομή των βαρών στην κοινωνία και ως προς την στήριξη της παραγωγής, της απασχόλησης και των επενδύσεων – το οποίο όμως θα έπρεπε να έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα στην διατηρήσιμη μείωση του ελλείμματος. Ο λόγος που δεν επιδιώχθηκε ένα άλλο μείγμα μέτρων ήταν οι αδράνειες των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που ακόμα και σε τόσο ακραίες συνθήκες προτιμούν να καταγγέλλουν όποιους έχουν την ευθύνη των αποφάσεων παρά να διαπραγματευθούν σοβαρά για κάτι καλύτερο, με ρεαλιστική επίγνωση των δυνατοτήτων. Το Μνημόνιο ήταν σαν την υπογραφή τής Συνθήκης τής Λοζάνης. Δεν ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή που μας έφερε εκεί.
Υπήρχε άλλη λύση; Οι εναλλακτικές επιλογές την άνοιξη του 2010 ήταν τέσσερις:
1.Πτώχευση και άρνηση πληρωμής χρέους; Το σύνολο των οφειλών θα ήταν άμεσα απαιτητά και λόγω αδυναμίας ανταπόκρισης, η Ελλάδα θα έβγαινε εκτός δανειακών αγορών με άμεσες ολέθριες συνέπειες για το χρηματοπιστωτικό της σύστημα. Τα αποτελέσματα της πτώχευσης της Αργεντινής είναι ακόμη εδώ: η μονομερής διαγραφή τού χρέους το 2001 κράτησε την χώρα εκτός αγορών για δέκα χρόνια, με μηνιαίο πληθωρισμό έως και 10% και υποτίμηση του πέσο κατά 80%.
2.Έξοδος από το ευρώ; Ακόμη και αν υπήρχε διαδικασία εξόδου και συναινούσαν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, την επόμενη μέρα το εξωτερικό χρέος θα πολλαπλασιαζόταν αφού θα υπολογίζονταν στη νέα, προφανώς υποτιμημένη ισοτιμία ευρώ /δραχμής. Συνέπειες: άνοδος τιμών εισαγομένων, ελλείψεις φαρμάκων, καυσίμων, κρέατος και άλλων βασικών ειδών διατροφής, με δεδομένο το τεράστιο ελλειμματικό ισοζύγιο τροφίμων τής χώρας. Η κάλυψη των αυξήσεων θα οδηγούσε σε συνεχή εκτύπωση νέων δραχμών, πληθωρισμό, σταδιακό μηδενισμό τής αγοραστικής δύναμης, περαιτέρω υποτίμηση και ανάλογη αύξηση του χρέους.
3.Να δανειστούμε από αλλού, όπως ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα; Το πάθημα της Κύπρου τον Μάρτιο του 2013 έδειξε ότι δεν υπάρχουν πρόθυμοι να συνδράμουν μια χώρα σε απόγνωση, έστω και του πολύ μικρού μεγέθους τής Κύπρου.
4.Να δανειστούμε μόνον από την ΕΕ χωρίς το ΔΝΤ και τις πολιτικές λιτότητας της τρόικας; Τέτοιος ευρωπαϊκός μηχανισμός δεν υπήρχε και ως φαίνεται δεν το διαπραγματευτήκαμε (λόγω χρόνου;). Αντιθέτως, λάθη τακτικής (η διόγκωση του ύψους τού ελλείμματος του 2009 κατά 3,7 μονάδες), λάθη επικοινωνίας («Τιτανικός», απειλές για «πιστόλια στο τραπέζι»), και κυρίως η κωλυσιεργία και οι «δεύτερες σκέψεις» τής Ε.Ε., έφεραν την τριμερή επιτήρηση.
Να τονίσουμε εδώ ότι οι αγορές δεν χάρηκαν με το μνημόνιο –γιατί τις παρακάμψαμε-, όπως δεν χαίρονται ούτε με τις προσπάθειες μηδενισμού τού δημοσίου ελλείμματος. Το αντίθετο μάλιστα, επεδίωκαν την αποτυχία τού μνημονίου και την προσφυγή μας -κακήν κακώς- πάλι στις αγορές. Ας το καταλάβουμε επιτέλους ότι όσοι μας δάνεισαν με χαμηλά επιτόκια στο παρελθόν, θέλουν να μας ξαναδανείσουν με υψηλότερα επιτόκια στο μέλλον. Αυτός είναι ο λόγος που χρησιμοποιούν τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης (ιδιωτικοί οίκοι με καθόλου καθαρές επιδιώξεις) σε βάρος μας, συντηρώντας μια εικόνα απαξίωσης της ελληνικής οικονομίας. Ήθελαν να αποτύχουμε για να ξαναπέσουμε στην ανάγκη τους.
Οι στόχοι τού μνημονίου τού 2010 αποδείχτηκαν γρήγορα ανέφικτοι: τα δάνεια ήταν υπέρογκα, ο χρόνος επιστροφής τους εξαιρετικά βραχύς, τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων είχαν υπερεκτιμηθεί, ενώ οι επιπτώσεις των μέτρων στην ύφεση είχαν σαφώς υποεκτιμηθεί. Αυτές οι αστοχίες οδήγησαν στην κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου και στον σχηματισμό κυβέρνησης σωτηρίας υπό τον Λουκά Παπαδήμο με βασικό στόχο την αναδιαπραγμάτευση του μνημονίου. Πράγματι το 2ο μνημόνιο της 21/2/2012 προέβλεπε ένα πρόγραμμα ανταλλαγής ελληνικών κρατικών ομολόγων ύψους 207 δισ. με παροχή στους δανειστές ομολόγων διαβάθμισης ΑΑΑ ύψους 30 δισ. και έκδοση νέων ελληνικών ομολόγων αξίας 65 δισ. Η απομείωση της ονομαστικής αξίας τού χρέους κατά 53,5% (από 207 σε 95) συνοδεύτηκε επιπλέον από την επιμήκυνση εξόφλησής του κατά 30 χρόνια, τη μείωση του μέσου επιτοκίου στο 3,65% (αρχή 2%, τέλος 4%). Το όφελος από τόκους υπολογίστηκε σε 7,5 δισ. ετησίως, ενώ το πραγματικό όφελος περίπου 50 δισ. (λόγω αναγκών ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών) σήμανε τη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση δημοσίου χρέους των τελευταίων 60 χρόνων παγκοσμίως! Η επιτυχία Παπαδήμου επέτρεψε στην χώρα να οδηγηθεί ομαλά σε εκλογές αναζητώντας μια κυβέρνηση με νωπή δημοκρατική νομιμοποίηση.
Η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά πέτυχε μια νέα συμφωνία για το χρέος στις 26/11/2012 μειώνοντας το επιτόκιο δανεισμού τού 1ου μνημονίου κατά 1 μονάδα, μειώνοντας το κόστος των εγγυήσεων και επιμηκύνοντας την ωρίμανση διμερών δανείων κατά 15 έτη, με αναβολή πληρωμής των τόκων κατά 10 έτη. Τέλος, οι επικεφαλής τής ΕΕ-17 δεσμεύτηκαν επίσημα για κατάθεση των κερδών από την επαναγορά των ελληνικών ομολόγων, υπέρ του λογαριασμού εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΔΙΕΞΟΔΟΥ
Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν συνεπεία των δύο μνημονίων χρηματοδότησης του ελληνικού χρέους, είχαν μικτά αποτελέσματα. Από την μια πλευρά επέδρασαν θετικά στην μείωση του δημοσίου ελλείμματος κατά 90% από 36,3 δισ. σε 3,8 δισ. (ΙΟΒΕ). Οι δαπάνες μειώθηκαν κατά 30% (από 125 δισ. σε 88 δισ.). Παράλληλα βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα μέσα από τη μείωση του κόστους εργασίας (από 113 σε 97) και τη μείωση των τιμών (2013: -1,5%). Αυτό συνετέλεσε στη μείωση του ελλείμματος του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (από -35 δισ. ή 15% ΑΕΠ σε -3 δισ. ή 3%), λόγω ανόδου των εξαγωγών από 20 δισ. το 2008 σε 23 δισ. το 2012, και μείωσης των εισαγωγών από 64 δισ. σε 42 δισ. (ΚΕΠΕ 22). Θετική είναι και η εξυγίανση του τραπεζικού τομέα, με λιγότερες και ισχυρότερες τράπεζες. Όλα αυτά αντανακλώνται στην σοβαρή υποχώρηση του κόστους δανεισμού: το επιτόκιο δανεισμού των δεκαετών ελληνικών ομολόγων έπεσε στο 6,1% από 14% (Ναυτεμπορική 9/5/2014) και στην πρόσφατη επιτυχή έξοδο στις δανειακές αγορές. Ωστόσο, και λόγω των μεγάλων λαθών στο σχεδιασμό τους, οι πολιτικές των μνημονίων είχαν σοβαρότατα αρνητικά αποτελέσματα με κορυφαίο την τραγική άνοδο της ανεργίας, από 325.000 ανέργους (6,6%) το 2008 σε 1,4 εκ. ανέργους (27,5%) το 2013 (Matsaganis 2013) εκ των οποίων το 65% μακροχρόνια άνεργοι (ΙΟΒΕ). Η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας έφερε την μεγαλύτερη πτώση τού ελληνικού ΑΕΠ σε περίοδο ειρήνης κατά 23% (από 233 δισ. το 2008 σε 183 δισ. το 2013). Ταυτόχρονα κατέρρευσαν οι τιμές ακινήτων κατά 42% σε πέντε χρόνια (Ημερησία 22/1/2014), μειώθηκαν οι καταθέσεις από 240 δισ. σε 161 δισ. (πτώση 33%), και αυξήθηκαν οι εισοδηματικές ανισότητες: ο δείκτης Gini από 0,347 αυξήθηκε σε 0,368 μεταξύ 2010 και 2012, ενώ μέσα σε 2 χρόνια το ανώτερο 20% αύξησε τη διαφορά του από το φτωχότερο 20% από 6 σε 7,5 φορές (Μatsaganis 2013).
Παρά την τεράστια προσπάθεια και παρά το «κούρεμα» του 2011, το Δημόσιο Χρέος παραμένει πολύ υψηλό 172% (317 δισ.). Πότε θα αποφασιστεί η αναδιάρθρωσή του είναι θέμα χρόνου. Εξαρτάται από την βούληση των ευρωπαϊκών ελίτ να αντιληφθούν ότι το πρόβλημα του χρέους είναι πανευρωπαϊκό και ότι απαιτούνται αλλαγές σε ευρωπαϊκό επίπεδο:
1.Αναθεώρηση των κριτηρίων τού Μάαστριχτ: νομισματική σταθερότητα, χωρίς πραγματική σύγκλιση δεν γίνεται. Απαιτείται τραπεζική και φορολογική σύγκλιση.
2.Έκδοση ευρω-ομολόγου: η ομαδική έξοδος στις αγορές κρατών με διαφορετική πιστοληπτική ικανότητα με μια νέα σταθμισμένη, επιτρέπει στις πλεονασματικές χώρες να «δανείζουν» πιστοληπτική ικανότητα στις ελλειμματικές, «αμοιβαιοποιώντας» το ευρωπαϊκό χρέος.
3.Ευρωπαϊκή διαχείριση μέρους τού χρέους με έκδοση ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ με μεγαλύτερη φερεγγυότητα και υψηλή αξιολόγηση (ΑΑΑ).
Οι πανευρωπαϊκού χαρακτήρα λύσεις δεν αποτελούν άλλοθι καθυστερήσεων στο ελληνικό πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης. Χρειάζεται ταυτόχρονα προσήλωση και πολιτική βούληση στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Πολύ σωστά γράφτηκε ότι «το μνημόνιο υποκατέστησε αρχές που είχαν αποδειχθεί ανίκανες να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα σταδιακών μεταρρυθμίσεων» (Καζάκος 2011: 83). Χωρίς μηδενισμό των ελλειμμάτων, ακόμη και αν μας χάριζαν το χρέος, σε 10 χρόνια θα ήμασταν στο ίδιο σημείο! Για να συμβεί αυτό απαιτείται να περιοριστεί η παραοικονομία που εκτιμάται σε 60 δισ. ευρώ ή στο 35% του ΑΕΠ. Πρέπει επίσης να μεταρρυθμιστεί επιτέλους το φορολογικό σύστημα. Τα ζητούμενα παραμένουν: Απλοποίηση-Πληρότητα-Συνέπεια. Τα φορολογικά βάρη «σηκώνουν» οι μισθωτοί και συνταξιούχοι καθώς καταβάλλουν το 52,59% του συνολικού φόρου εισοδήματος. Επτά στους δέκα ελεύθερους επαγγελματίες (γιατροί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι κ.ά.) εμφανίζονται φτωχότεροι αποκρύπτοντας έως και 25% του εισοδήματος (Matsaganis - Flevotomou 2010). Τέλος, απαιτούνται αλλαγές και στο ασφαλιστικό. Η δαπάνη για κοινωνική ασφάλιση από 15% το 2000 έφτασε στο 21% του ΑΕΠ το 2009 (ΙΟΒΕ 01/10). Κανένα ασφαλιστικό σύστημα δεν αντέχει πρόωρες συνταξιοδοτήσεις χιλιάδων εργαζομένων. Σύμφωνα με μελέτη τού ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα ο μέσος όρος συνταξιοδότησης των ανδρών είναι τα 62,4 έτη (60,9 έτη οι γυναίκες) ενώ το προσδόκιμο επιβίωσης είναι τα 82 έτη (84,5 έτη οι γυναίκες). Χρειάζονται πλέον αντικίνητρα πρόωρης συνταξιοδότησης. Μόνον έτσι θα υπάρξουν περιθώρια για ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ως ένα δίχτυ προστασίας ενάντια στην φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Ωστόσο, πρέπει να θυμόμαστε ότι και το έλλειμμα αλλά και το δημόσιο χρέος εκφράζονται ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τα μέτρα των μνημονίων εστίασαν κυρίως στην λεγόμενη δημοσιονομική εξυγίανση, δηλ. στον αριθμητή του σχετικού κλάσματος. Απαιτούνται άλλα μέτρα για να αυξηθεί ο παρονομαστής, δηλ. το ΑΕΠ. Για να συμβεί αυτό χρειάζεται αλλαγή τού μοντέλου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Αν δεν δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για μια οικονομικά αποτελεσματική, κοινωνικά δίκαια και περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη, ακόμα και όταν τελειώσει η δημοσιονομική εξυγίανση, το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας θα παραμείνει. Ιδέες υπάρχουν άφθονες όπως, 1) Ενίσχυση τομέων υψηλής παραγωγικότητας και εξαγωγικού χαρακτήρα: φαρμακοβιομηχανία (γενόσημα), ιχθυοκαλλιέργειες, ναυτιλία, ιατρικός και συνεδριακός τουρισμός, υπηρεσίες προς ηλικιωμένους και διαχείριση αποβλήτων (McKinsey 2011). 2) Τυποποίηση αγροτικών προϊόντων και εντατικοποίηση παραγωγής διατροφικών ειδών σε έλλειψη (πχ. εισάγουμε το 80% της κατανάλωσης βόειου κρέατος και το 85% των οσπρίων!). 3) Άρση των εμποδίων τής επιχειρηματικότητας, που με βάση την γνωστή έκθεση είναι τα περισσότερα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Το παραγωγικό μοντέλο τής χώρας δεν αλλάζει χωρίς κρατική καθοδήγηση: το 90% των νέων επιχειρήσεων μέσα στην κρίση άνοιξε σε μη-παραγωγικούς κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας και καινοτομίας (εστίαση, τουρισμός, εμπόριο), παρά το γεγονός ότι το 73% της απασχόλησης ανήκει στους παραγωγικούς κλάδους (Κ 19/1/2014). Προσωπικά πιστεύω ότι απαιτούνται άμεσα δημόσιες επενδύσεις. Η ενίσχυση των αναιμικών εγχώριων ιδιωτικών επενδύσεων δεν αρκεί. Σε μια οικονομία που υποφέρει από έλλειψη ζήτησης, χρειάζεται επειγόντως αύξηση των δημοσίων δαπανών για παραγωγικούς σκοπούς. Η Ελλάδα έχει παραγωγικές δυνατότητες και ικανούς πόρους, ανθρώπινους και υλικούς. Σοβαρό και αποτελεσματικό κράτος δεν έχει.
Βιβλιογραφία:
Bairoch, P. (1997), Victoires et déboires. Histoire économique et sociale du monde du XVI s. a nos jours. Paris: Gallimard, 3 vols.
Berend, I. (2006) Οικονομική ιστορία του Ευρωπαϊκού 20ου αι., Αθήνα: Gutenberg 2009.
Γιαννίτσης, Τ. (2005), Η Ελλάδα και το μέλλον. Πραγματισμός και ψευδαισθήσεις, Αθήνα.
Dockès, P. – Rosier, B. (1983), Rythmes économiques: crises et changement social, une perspective historique, Paris: La Découverte.
Ferguson, N. (2010), Η εξέλιξη του χρήματος, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Graff, M., Kenwood, A.G. and Loughheed, A.L. (2014), Growth of the international economy, 1820-2015, London: Routledge, 5th ed.
Hemerijck, Α, -B. Knapen- E. Van Doorne, (επιμ.) (2010), Μετά το Σεισμό: οικονομική κρίση και θεσμική επιλογή, Παπαζήσης, Αθήνα.
Καζάκος Π. (2011), Μετά το μνημόνιο, Παπαζήσης, Αθήνα.
Κωστής, Κ. (2013), Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας. Η διαμόρφωση του ελληνικού κράτους, 18ος-21ος αι., Αθήνα: ΠΟΛΙΣ.
Ματσαγγάνης, Μ. (2010), «Για το ασφαλιστικό», Athens Review of Books, Νο 4, Φεβ.
Matsaganis, M. (2013), “The Greek crisis: social impact and policy responses”, Βερολίνο: Friedrich Ebert Stiftung.
Matsaganis, M. & M. Flevotomou (2010), «Distributional implications of tax evasion in Greece», GreeSE Paper 31. Hellenic Observatory, London School of Economics.
McKinsey and Co. (2011) Greece 10 years ahead: defining Greece’s new growth model and srategy, Athens, Sept., 61p.
Psalidopoulos, M. (ed.) (2012) The Great Depression in Europe: Economic Thought and Policy in a national context, Athens: Alpha Bank Historical Archives.
Rosier, B. (1988) Les théories des crises économiques, Paris: Maspero.
Πηγές δεδομένων:
Eurostat, Alpha Bank (Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων), ΙΟΒΕ (Τριμηνιαία Έκθεση «Η Ελληνική Οικονομία», 1/2010, 1,2,3/2013), ΚΕΠΕ (Τετραμηνιαία Έκθεση, Τεύχη 15/2011, 18/2012, 19/2012), Παρατηρητήριο ΙΝΕ-ΓΣΕΕ (Policy Briefs).
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΕΘΝΗΣ ΥΦΕΣΗ (1873-1896)
H οικονομική ανάπτυξη του καπιταλισμού ξεκίνησε ως ένα «καθεστώς εκτατικής συσσώρευσης» γιατί, εκτός τής γεωγραφικής εξάπλωσης, στηρίχθηκε στην σταδιακή επιδείνωση των όρων εκμετάλλευσης της εργασίας (επέκταση του χρόνου και της ποσότητας εργασίας). Κατά το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα αντίθετα, παρατηρείται μια εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης του συντελεστή εργασία, με την ραγδαία εκμηχάνιση της παραγωγής. Η εξάντληση των ορίων αυτού του καθεστώτος συσσώρευσης σήμανε την είσοδο της καπιταλιστικής οικονομίας στην πρώτη της «Μακρά Ύφεση» των ετών 1873-1896. Το σύστημα ομογενοποιήθηκε και μέσα στην παθογένεια του, παρουσιάζοντας νέες κρίσεις «καπιταλιστικού τύπου». Σε αντίθεση με τις «κρίσεις παλαιού τύπου» που χαρακτηρίζονται από την έλλειψη αγαθών επιβίωσης λόγω κλιματικών ή πολεμικών καταστροφών, οι νέου τύπου κρίσεις είναι κυρίως κρίσεις υπερπαραγωγής (Βλ. Rosier 1988: 6-7, Bairoch 1997, II: 375 κ.έ.). Οι διακυμάνσεις τής οικονομικής δραστηριότητας δεν περιορίζονται πλέον στα όρια μιας χώρας αλλά θίγουν πρώτα τις ανεπτυγμένες οικονομίες, και κατόπιν τον υπόλοιπο κόσμο. Η περιοδικότητά τους, η γενικότητά τους (σε όλους τους τομείς τής οικονομίας), ο διεθνής τους χαρακτήρας και, τέλος, το γεγονός ότι έχουν ως αφετηρία πάντα μια χώρα που ηγείται στην παγκόσμια οικονομία (Rosier 1988: 20), είναι οι αποδείξεις της ωριμότητας ενός οικονομικού συστήματος που ευημερεί και «υποφέρει» σχεδόν παντού συγχρόνως.
Η «μακρά ύφεση» εγγράφεται στο δεύτερο «κύμα Kondratiev» (στδ: το κυκλικό φαινόμενο της οικονομίας) τής περιόδου 1847-1896 και σήμανε την πρώτη υστέρηση στην τάση συνεχούς ανόδου της παγκόσμιας παραγωγής, με ρυθμούς κάτω από 1%. Η έξοδος από την ύφεση επιτεύχθηκε χάρη στην πλήρη αναδιοργάνωση της διαδικασίας παραγωγής και την άνοδο του προστατευτισμού και της αποικιοκρατίας (Graff κ.ά. 2014: 138). Η περίοδος 1896-1914 δεν είναι μόνον η εποχή τού «ιμπεριαλισμού» αλλά και της μεγάλης συγκέντρωσης κεφαλαίου και της τεράστιας ανόδου των δασμών. Μεγάλες επιχειρήσεις στις ΗΠΑ, την Γερμανία και την Αγγλία, συγχωνεύθηκαν οριζόντια δημιουργώντας μονοπωλιακά τραστ, ή συγκεντροποιήθηκαν κάθετα ελέγχοντας όλα τα στάδια της παραγωγής, από την πρώτη ύλη μέχρι το τελικό προϊόν, σε ποσοστά που κυμαίνονται στις ΗΠΑ από 50% έως 84% (Dockès-Rosier 1983: 134-5). Συχνά αυτή η συγκέντρωση οδήγησε και στην δημιουργία πολυεθνικών επιχειρήσεων: από τις 60 μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις της δεκαετίας του 1970, οι 31 είχαν ήδη δημιουργηθεί πριν το 1915 (Bairoch 1997, II: 266). Χάρη σε αυτήν την αναδιοργάνωση του κεφαλαίου και της διαδικασίας τής εργασίας, αλλά και χάρη στην κρατική προστασία, το προϊόν τής βιομηχανίας στη ΒΔ Ευρώπη γνώρισε το μεγαλύτερο, μέχρι τότε, ετήσιο ρυθμό ανάπτυξής του (3,5% έναντι 2,2% μεταξύ 1830-1890).
Η ΜΕΓΑΛΗ ΥΦΕΣΗ ΤΟΥ 1929
Η κρίση τού 1929 ήταν μια πρωτοφανής κρίση υπερπαραγωγής: το οικονομικό σύστημα παρήγαγε μαζικά περισσότερα από όσα μπορούσε να καταναλώσει. Ο υπερβολικός δανεισμός των ευρωπαϊκών οικονομιών από τις ΗΠΑ στην διάρκεια του «Μεγάλου Πολέμου», η πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, η κατάρρευση του «κανόνα τού χρυσού» ή ακόμη και η χρηματιστηριακή φούσκα τής Νέας Υόρκης ήταν σοβαρές αλλά δευτερεύουσες αιτίες ως προς την αδυναμία τού συστήματος να απορροφήσει την άνοδο της παραγωγικότητας μετά το 1920 (Berend 2006: 103 κ.έ., Graff κ.ά. 2014: 207-212). Η κατωφερής σπείρα των οικονομικών και πολιτικών συνεπειών τής διεθνούς κρίσης κατά την δεκαετία τού 1930 είναι πολύ γνωστή: πτώση τιμών –χρεοκοπίες επιχειρήσεων- πτωχεύσεις τραπεζών- πτώση βιομηχανικής παραγωγής- ανεργία. Η μεγαλύτερη κρίση που γνώρισε ως σήμερα το σύστημα εξέθρεψε τους ολοκληρωτισμούς στην Ευρώπη και οδήγησε σε ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο.
Οι συνέπειες, ωστόσο, της κρίσης δεν ήταν εξίσου δραματικές σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα στις ΗΠΑ, την Αυστρία, την Γερμανία και την Γαλλία, όπου η ύφεση κυμάνθηκε από -20 έως -30%, σχετικά ήπια στη Μεγάλη Βρετανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και την Ελλάδα, όπου η ύφεση δεν ξεπέρασε το -10%, ενώ άγγιξε απλώς την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Δανία κ.ά. με μείωση του ΑΕΠ μικρότερη του -5% από το 1929 μέχρι το 1938 (Heikinnen στο Psalidopoulos (ed.) 2012: 42). Η πολιτική τού New Deal έφερε 15 μείζονες μεταρρυθμίσεις στις πρώτες 100 μέρες τής προεδρίας Roosevelt το 1933, σε όλους τους τομείς τής οικονομικής δραστηριότητας: τράπεζες, νομισματική κυκλοφορία, αγροτική πίστη, βιομηχανική πολιτική. Η Γαλλία αφού γνώρισε μια πενταετία πολιτικής αστάθειας και μεγάλων κοινωνικών αναταραχών, αντιμετώπισε την βαθειά ύφεση και τον αντιπληθωρισμό με την παρεμβατική οικονομική και κοινωνική πολιτική των 4 σοσιαλιστικών κυβερνήσεων του Front Populaire (1936 –38). Η Γερμανία και η Ιταλία είχαν φασιστικές κυβερνήσεις με μια ούτως ή άλλως διευθυνόμενη οικονομική πολιτική. Πρακτικά, μόνον η Αυστρία ακολούθησε μια φιλελεύθερη πολιτική μένοντας πιστή στο δόγμα τού Αυστρομονεταρισμού, γι’ αυτό και οι συνέπειες της κρίσης υπήρξαν ολέθριες, τόσο για το οικονομικό σύστημα, όσο και για την πολιτική της τάξη αλλά και για την ίδια την εθνική της ανεξαρτησία (Klausinger στο Psalidopoulos (ed.) 2012: 147). Συνολικά, το σύστημα επανέκαμψε μέσω μιας επιθετικής δημοσιονομικής πολιτικής με στόχο την ενίσχυση της συνολικής ζήτησης, συνδυασμένης με την άνοδο ενός πρωτοφανούς οικονομικού εθνικισμού.
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 2008 ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ
Αποτελεί πλέον κοινή διαπίστωση, ότι η βασική αιτία τής κρίσης ήταν η ανεξέλεγκτη επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Με πολύ απλά λόγια, οι Αμερικανοί ιδιοκτήτες κατοικιών καταχράστηκαν τις δυνατότητες ενυπόθηκου δανεισμού που τους προσέφερε η απορρυθμισμένη αγορά, και παρασύρθηκαν από μια χωρίς προηγούμενο καταναλωτική μανία αγοράς εισαγόμενων προϊόντων. Έτσι εκτινάχθηκε το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ έναντι της Ευρώπης, της Κίνας και της Ιαπωνίας. Παράλληλα, η άνοδος των τιμών των ακινήτων συνοδεύτηκε από την δημιουργία μιας παράλληλης αγοράς τίτλων ενυπόθηκων δανείων που «επανασυσκευάστηκαν» και μεταπωλήθηκαν ως επισφαλή παράγωγα (ομόλογα υψηλού κινδύνου γνωστά και ως «τοξικά» ομόλογα). Όταν το 2007 έσκασε η «φούσκα» των ακινήτων, οι κάτοχοι τέτοιων τίτλων έτρεξαν να τους ρευστοποιήσουν όσο-όσο, παρασύροντας σε κατάρρευση και τις επενδυτικές τράπεζες που τους εξέδωσαν. Η πρωταρχική αιτία τής κρίσης τού 2008 είναι η -χωρίς κρατικό έλεγχο- άνοδος του «τιτλοποιημένου δανεισμού» (Ferguson 2008: 85). Η κρίση οδήγησε σε μια δεύτερη, μετά το 1929, κατάρρευση του μύθου τής παντοδυναμίας τής αγοράς: οι ελεύθερες αυτορυθμιζόμενες αγορές δεν είναι ούτε αλάνθαστες, ούτε οδηγούν σε ηθικώς αποδεκτές λύσεις και δεν είναι καν αποτελεσματικές. Στο συλλογικό τόμο των Hemerijck et alii (2010), 24 σημαίνοντες Ευρωπαίοι και Αμερικανοί πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες διαπίστωσαν την αναγκαιότητα ρύθμισης των αγορών από το κράτος ή κάποιους διακρατικούς οργανισμούς. Εύστοχα μας θυμίζει ο Delors την ρήση, «ισχύς χωρίς ρύθμιση επιφέρει κατάχρηση» (op.cit.458).
Η κρίση έφτασε στην Ελλάδα με καθυστέρηση δύο χρόνων. Οι αιτίες τής κρίσης είναι οικονομικές και πολιτικές. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο πλαίσιο του στρεβλού πελατειακού μας πολιτικού συστήματος. Γενιές νεοελλήνων ανατράφηκαν με το δεδομένο ότι υπάρχουν δύο τρόποι για να πετύχεις τον σκοπό σου: ο ευθύς και ο «άλλος», ο πλάγιος. Σε κάθε κοινωνική μας δραστηριότητα, από το σχολείο, τον Στρατό, το Νοσοκομείο, τους χώρους δουλειάς ή την επιχείρηση, για ένα δάνειο ή μια πρόσληψη, δημιουργήσαμε πολλά αμοιβαία χρέη, μεταξύ μας και με τους πολιτικούς μας εκπροσώπους. Μετά το 1981, το πελατειακό κράτος κοινωνικοποιήθηκε. Ζητούμενο έγινε πλέον η ικανοποίηση όλων των διαφορετικών κοινωνικών συμφερόντων των «μη-προνομιούχων», μέσα από το κράτος και τους αυξανόμενους πόρους του από την ΕΟΚ/ΕΕ και από δανεικά (Κωστής 2013: 809).
Έτσι χρεώσαμε τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας σε μια πελατειακή συμπεριφορά που μετέτρεψε την εξυπηρέτηση των εγωιστικών μας (ατομικών ή συλλογικών) μικροσυμφερόντων σε ύψιστη πολιτική αρχή για κάθε νομοθετική πρωτοβουλία ή πολιτικό πρόγραμμα. Έτσι βρεθήκαμε με 155 ασφαλιστικά ταμεία, και ένα άναρχο και παντελώς άδικο σύστημα, όπου άτομα με ίδια κατά τα άλλα εργασιακά χαρακτηριστικά είχαν εντελώς διαφορετικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα (Ματσαγγάνης 2010). Ταυτόχρονα επιτρέψαμε σε νέους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, να βγαίνουν σε πρόωρη σύνταξη μόλις πιάσουν την ηλικία των 40. Ξεχάσαμε ότι κάθε γενιά δίνει στις προηγούμενες γενιές ό,τι θα λάβει από τις επόμενες. Αποτέλεσμα: πολλοί συνταξιούχοι, λίγες εισφορές και αμέτρητες προνομιακές εξαιρέσεις που δεν κατακτήθηκαν με αγώνες, αλλά με συντεχνιακές πιέσεις σε σκοτεινούς διαδρόμους. Το ίδιο κάναμε με το πολύπαθο σύστημα υγείας. Χρεώναμε το 2010 τα Ταμεία με 6 δισ. ετησίως για φάρμακα, δύο φορές παραπάνω από το Βέλγιο με τον ίδιο πληθυσμό! Ταυτόχρονα, κανένα δημόσιο νοσοκομείο δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τις δαπάνες του επειδή δεν διέθετε διπλογραφικό λογιστικό σύστημα.
Σύμπτωμα συμφεροντολογικής συμπεριφοράς ήταν ότι ενώ καταδικάζαμε το μεγάλο και σπάταλο κράτος σπρώχναμε με κάθε τρόπο τα παιδιά μας να μπουν στο Δημόσιο. Αφού κατάφερναν να μπουν στο Δημόσιο χρησιμοποιούσαμε κάθε μέσον για να το υπηρετήσουν κοντά στα μεγάλα αστικά κέντρα και σε θέσεις χωρίς βαρύ αντικείμενο. Έτσι μεγάλωσε το Κράτος με τις εκατοντάδες δημόσιους οργανισμούς στο κέντρο, και τις αναιμικές του υπηρεσίες στην περιφέρεια. Με την ίδια συμφεροντολογική λογική, ενώ κατέρρευσε το σύστημα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δημιουργήσαμε 24 Πανεπιστήμια και 271 Τμήματα διεσπαρμένα σε όλη την ελληνική περιφέρεια, χωρίς σχεδιασμό, χωρίς υποδομές, χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα για τους πτυχιούχους, μόνο για χαϊδέψουμε τα αυτιά των δημοτών τής επαρχίας. Με μοναδικό κριτήριο την ζήτηση για σπουδές, πολλαπλασιάσαμε και μαζικοποιήσαμε τα Πανεπιστήμια, μεταθέτοντας την ανεργία των νέων για 5-6 χρόνια, αφού, όμως, δαπανήσαμε ένα τεράστιο κόστος για την εκπαίδευση τους.
Τρομερότερο δε σύμπτωμα όλων είναι το «άθλημα της φοροδιαφυγής». Η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη καπιταλιστική χώρα όπου το μέσο δηλωθέν εισόδημα των εμπόρων, βιομηχάνων, βιοτεχνών είναι χαμηλότερο από αυτό των μισθωτών υπαλλήλων τους. Φτωχά αφεντικά και πλούσιοι εργαζόμενοι! Φτωχοί γιατροί και πλούσιοι ασθενείς! Σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, το εισόδημα που αποκρύπτεται ως ποσοστό του πραγματικού εισοδήματος εκτιμάται σε 9,9% για το σύνολο του πληθυσμού ενώ αγγίζει το 23,6% για το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού (Matsaganis - Flevotomou 2010). Παράλληλα, η Ελλάδα είναι η ευρωπαϊκή χώρα με τα μακράν μεγαλύτερα ποσοστά διαφυγόντος ΦΠΑ. Σχεδόν το 1/3 των δυνητικών εσόδων δεν εισπράττετο. Ίσως για το λόγο αυτό κανείς υπουργός Οικονομικών της μεταπολίτευσης δεν απολογήθηκε στην ελληνική Βουλή για το γεγονός ότι κανείς προϋπολογισμός δεν εκτελέστηκε σωστά.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν από 44% ΑΕΠ το 2005 σε 53% το 2009. Παράλληλα τα έσοδα μειώθηκαν από 39% ΑΕΠ το 2005 σε 37% το 2009 (ΚΕΠΕ 15/2011). Έτσι τα δημόσια ελλείμματα εκτροχιάστηκαν από το 1974, από 4% του ΑΕΠ σε 10% το 1981, σε 13% το 1990, σε 3% το 2000 και πάλι 15,4% το 2009. Τα ελλείμματα καλύφθηκαν με δανεισμό: το χρέος από 20% το 1974, έγινε 48% το 1981 και 109% το 1996 (Γιαννίτσης 2005: 82). Με δύο λόγια ενώ το ΑΕΠ της χώρας 2πλασιάστηκε, το χρέος της 6πλασιάστηκε! Στην πραγματικότητα, φτάσαμε στο Μνημόνιο επειδή χρεοκόπησε το μεταπολιτευτικό μοντέλο ανάπτυξης και διακυβέρνησης. Με την ένταξη στο ευρώ η πορεία επιταχύνθηκε καθώς υπήρχε πολύ πιο εύκολη πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό. Στην χρεοκοπία έφτασε η Ελλάδα τους πρώτους μήνες τού 2010 όταν οι «αγορές» (δηλαδή τράπεζες, επενδυτικά κεφάλαια, ασφαλιστικά ταμεία και όσοι άλλοι διαχειρίζονται αποταμιεύσεις τοποθετώντας τις μεταξύ άλλων σε κρατικά ομόλογα) έχασαν την εμπιστοσύνη τους ότι η χώρα θα ήταν σε θέση να αποπληρώνει το χρέος της. Λόγω της διεθνούς κρίσης οι δανειστές ζητούσαν απαγορευτικά επιτόκια για να πάρουν το ρίσκο της ενδεχόμενης ελληνικής χρεοκοπίας.
Η συμφωνία τής 2/5/2010 ανάμεσα στην χώρα μας και την ΕΕ με το ΔΝΤ που αποτυπώθηκε στο Πρώτο Μνημόνιο ήταν διπλά χρήσιμη: 1ον) Με το δάνειο των 110 δισ. μας γλύτωσε από μιαν άμεση χρεοκοπία με συνέπειες δραματικά βαρύτερες. 2ον) Επέβαλε τη λήψη δημοσιονομικών μέτρων που καμιά κυβέρνηση δεν θα υιοθετούσε οικειοθελώς με δεδομένη την αδράνεια του πολιτικού μας συστήματος. Οπωσδήποτε υπήρχε καλύτερο μείγμα μέτρων – ως προς την κατανομή των βαρών στην κοινωνία και ως προς την στήριξη της παραγωγής, της απασχόλησης και των επενδύσεων – το οποίο όμως θα έπρεπε να έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα στην διατηρήσιμη μείωση του ελλείμματος. Ο λόγος που δεν επιδιώχθηκε ένα άλλο μείγμα μέτρων ήταν οι αδράνειες των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που ακόμα και σε τόσο ακραίες συνθήκες προτιμούν να καταγγέλλουν όποιους έχουν την ευθύνη των αποφάσεων παρά να διαπραγματευθούν σοβαρά για κάτι καλύτερο, με ρεαλιστική επίγνωση των δυνατοτήτων. Το Μνημόνιο ήταν σαν την υπογραφή τής Συνθήκης τής Λοζάνης. Δεν ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή που μας έφερε εκεί.
Υπήρχε άλλη λύση; Οι εναλλακτικές επιλογές την άνοιξη του 2010 ήταν τέσσερις:
1.Πτώχευση και άρνηση πληρωμής χρέους; Το σύνολο των οφειλών θα ήταν άμεσα απαιτητά και λόγω αδυναμίας ανταπόκρισης, η Ελλάδα θα έβγαινε εκτός δανειακών αγορών με άμεσες ολέθριες συνέπειες για το χρηματοπιστωτικό της σύστημα. Τα αποτελέσματα της πτώχευσης της Αργεντινής είναι ακόμη εδώ: η μονομερής διαγραφή τού χρέους το 2001 κράτησε την χώρα εκτός αγορών για δέκα χρόνια, με μηνιαίο πληθωρισμό έως και 10% και υποτίμηση του πέσο κατά 80%.
2.Έξοδος από το ευρώ; Ακόμη και αν υπήρχε διαδικασία εξόδου και συναινούσαν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, την επόμενη μέρα το εξωτερικό χρέος θα πολλαπλασιαζόταν αφού θα υπολογίζονταν στη νέα, προφανώς υποτιμημένη ισοτιμία ευρώ /δραχμής. Συνέπειες: άνοδος τιμών εισαγομένων, ελλείψεις φαρμάκων, καυσίμων, κρέατος και άλλων βασικών ειδών διατροφής, με δεδομένο το τεράστιο ελλειμματικό ισοζύγιο τροφίμων τής χώρας. Η κάλυψη των αυξήσεων θα οδηγούσε σε συνεχή εκτύπωση νέων δραχμών, πληθωρισμό, σταδιακό μηδενισμό τής αγοραστικής δύναμης, περαιτέρω υποτίμηση και ανάλογη αύξηση του χρέους.
3.Να δανειστούμε από αλλού, όπως ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα; Το πάθημα της Κύπρου τον Μάρτιο του 2013 έδειξε ότι δεν υπάρχουν πρόθυμοι να συνδράμουν μια χώρα σε απόγνωση, έστω και του πολύ μικρού μεγέθους τής Κύπρου.
4.Να δανειστούμε μόνον από την ΕΕ χωρίς το ΔΝΤ και τις πολιτικές λιτότητας της τρόικας; Τέτοιος ευρωπαϊκός μηχανισμός δεν υπήρχε και ως φαίνεται δεν το διαπραγματευτήκαμε (λόγω χρόνου;). Αντιθέτως, λάθη τακτικής (η διόγκωση του ύψους τού ελλείμματος του 2009 κατά 3,7 μονάδες), λάθη επικοινωνίας («Τιτανικός», απειλές για «πιστόλια στο τραπέζι»), και κυρίως η κωλυσιεργία και οι «δεύτερες σκέψεις» τής Ε.Ε., έφεραν την τριμερή επιτήρηση.
Να τονίσουμε εδώ ότι οι αγορές δεν χάρηκαν με το μνημόνιο –γιατί τις παρακάμψαμε-, όπως δεν χαίρονται ούτε με τις προσπάθειες μηδενισμού τού δημοσίου ελλείμματος. Το αντίθετο μάλιστα, επεδίωκαν την αποτυχία τού μνημονίου και την προσφυγή μας -κακήν κακώς- πάλι στις αγορές. Ας το καταλάβουμε επιτέλους ότι όσοι μας δάνεισαν με χαμηλά επιτόκια στο παρελθόν, θέλουν να μας ξαναδανείσουν με υψηλότερα επιτόκια στο μέλλον. Αυτός είναι ο λόγος που χρησιμοποιούν τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης (ιδιωτικοί οίκοι με καθόλου καθαρές επιδιώξεις) σε βάρος μας, συντηρώντας μια εικόνα απαξίωσης της ελληνικής οικονομίας. Ήθελαν να αποτύχουμε για να ξαναπέσουμε στην ανάγκη τους.
Οι στόχοι τού μνημονίου τού 2010 αποδείχτηκαν γρήγορα ανέφικτοι: τα δάνεια ήταν υπέρογκα, ο χρόνος επιστροφής τους εξαιρετικά βραχύς, τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων είχαν υπερεκτιμηθεί, ενώ οι επιπτώσεις των μέτρων στην ύφεση είχαν σαφώς υποεκτιμηθεί. Αυτές οι αστοχίες οδήγησαν στην κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου και στον σχηματισμό κυβέρνησης σωτηρίας υπό τον Λουκά Παπαδήμο με βασικό στόχο την αναδιαπραγμάτευση του μνημονίου. Πράγματι το 2ο μνημόνιο της 21/2/2012 προέβλεπε ένα πρόγραμμα ανταλλαγής ελληνικών κρατικών ομολόγων ύψους 207 δισ. με παροχή στους δανειστές ομολόγων διαβάθμισης ΑΑΑ ύψους 30 δισ. και έκδοση νέων ελληνικών ομολόγων αξίας 65 δισ. Η απομείωση της ονομαστικής αξίας τού χρέους κατά 53,5% (από 207 σε 95) συνοδεύτηκε επιπλέον από την επιμήκυνση εξόφλησής του κατά 30 χρόνια, τη μείωση του μέσου επιτοκίου στο 3,65% (αρχή 2%, τέλος 4%). Το όφελος από τόκους υπολογίστηκε σε 7,5 δισ. ετησίως, ενώ το πραγματικό όφελος περίπου 50 δισ. (λόγω αναγκών ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών) σήμανε τη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση δημοσίου χρέους των τελευταίων 60 χρόνων παγκοσμίως! Η επιτυχία Παπαδήμου επέτρεψε στην χώρα να οδηγηθεί ομαλά σε εκλογές αναζητώντας μια κυβέρνηση με νωπή δημοκρατική νομιμοποίηση.
Η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά πέτυχε μια νέα συμφωνία για το χρέος στις 26/11/2012 μειώνοντας το επιτόκιο δανεισμού τού 1ου μνημονίου κατά 1 μονάδα, μειώνοντας το κόστος των εγγυήσεων και επιμηκύνοντας την ωρίμανση διμερών δανείων κατά 15 έτη, με αναβολή πληρωμής των τόκων κατά 10 έτη. Τέλος, οι επικεφαλής τής ΕΕ-17 δεσμεύτηκαν επίσημα για κατάθεση των κερδών από την επαναγορά των ελληνικών ομολόγων, υπέρ του λογαριασμού εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΔΙΕΞΟΔΟΥ
Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν συνεπεία των δύο μνημονίων χρηματοδότησης του ελληνικού χρέους, είχαν μικτά αποτελέσματα. Από την μια πλευρά επέδρασαν θετικά στην μείωση του δημοσίου ελλείμματος κατά 90% από 36,3 δισ. σε 3,8 δισ. (ΙΟΒΕ). Οι δαπάνες μειώθηκαν κατά 30% (από 125 δισ. σε 88 δισ.). Παράλληλα βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα μέσα από τη μείωση του κόστους εργασίας (από 113 σε 97) και τη μείωση των τιμών (2013: -1,5%). Αυτό συνετέλεσε στη μείωση του ελλείμματος του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (από -35 δισ. ή 15% ΑΕΠ σε -3 δισ. ή 3%), λόγω ανόδου των εξαγωγών από 20 δισ. το 2008 σε 23 δισ. το 2012, και μείωσης των εισαγωγών από 64 δισ. σε 42 δισ. (ΚΕΠΕ 22). Θετική είναι και η εξυγίανση του τραπεζικού τομέα, με λιγότερες και ισχυρότερες τράπεζες. Όλα αυτά αντανακλώνται στην σοβαρή υποχώρηση του κόστους δανεισμού: το επιτόκιο δανεισμού των δεκαετών ελληνικών ομολόγων έπεσε στο 6,1% από 14% (Ναυτεμπορική 9/5/2014) και στην πρόσφατη επιτυχή έξοδο στις δανειακές αγορές. Ωστόσο, και λόγω των μεγάλων λαθών στο σχεδιασμό τους, οι πολιτικές των μνημονίων είχαν σοβαρότατα αρνητικά αποτελέσματα με κορυφαίο την τραγική άνοδο της ανεργίας, από 325.000 ανέργους (6,6%) το 2008 σε 1,4 εκ. ανέργους (27,5%) το 2013 (Matsaganis 2013) εκ των οποίων το 65% μακροχρόνια άνεργοι (ΙΟΒΕ). Η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας έφερε την μεγαλύτερη πτώση τού ελληνικού ΑΕΠ σε περίοδο ειρήνης κατά 23% (από 233 δισ. το 2008 σε 183 δισ. το 2013). Ταυτόχρονα κατέρρευσαν οι τιμές ακινήτων κατά 42% σε πέντε χρόνια (Ημερησία 22/1/2014), μειώθηκαν οι καταθέσεις από 240 δισ. σε 161 δισ. (πτώση 33%), και αυξήθηκαν οι εισοδηματικές ανισότητες: ο δείκτης Gini από 0,347 αυξήθηκε σε 0,368 μεταξύ 2010 και 2012, ενώ μέσα σε 2 χρόνια το ανώτερο 20% αύξησε τη διαφορά του από το φτωχότερο 20% από 6 σε 7,5 φορές (Μatsaganis 2013).
Παρά την τεράστια προσπάθεια και παρά το «κούρεμα» του 2011, το Δημόσιο Χρέος παραμένει πολύ υψηλό 172% (317 δισ.). Πότε θα αποφασιστεί η αναδιάρθρωσή του είναι θέμα χρόνου. Εξαρτάται από την βούληση των ευρωπαϊκών ελίτ να αντιληφθούν ότι το πρόβλημα του χρέους είναι πανευρωπαϊκό και ότι απαιτούνται αλλαγές σε ευρωπαϊκό επίπεδο:
1.Αναθεώρηση των κριτηρίων τού Μάαστριχτ: νομισματική σταθερότητα, χωρίς πραγματική σύγκλιση δεν γίνεται. Απαιτείται τραπεζική και φορολογική σύγκλιση.
2.Έκδοση ευρω-ομολόγου: η ομαδική έξοδος στις αγορές κρατών με διαφορετική πιστοληπτική ικανότητα με μια νέα σταθμισμένη, επιτρέπει στις πλεονασματικές χώρες να «δανείζουν» πιστοληπτική ικανότητα στις ελλειμματικές, «αμοιβαιοποιώντας» το ευρωπαϊκό χρέος.
3.Ευρωπαϊκή διαχείριση μέρους τού χρέους με έκδοση ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ με μεγαλύτερη φερεγγυότητα και υψηλή αξιολόγηση (ΑΑΑ).
Οι πανευρωπαϊκού χαρακτήρα λύσεις δεν αποτελούν άλλοθι καθυστερήσεων στο ελληνικό πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης. Χρειάζεται ταυτόχρονα προσήλωση και πολιτική βούληση στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Πολύ σωστά γράφτηκε ότι «το μνημόνιο υποκατέστησε αρχές που είχαν αποδειχθεί ανίκανες να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα σταδιακών μεταρρυθμίσεων» (Καζάκος 2011: 83). Χωρίς μηδενισμό των ελλειμμάτων, ακόμη και αν μας χάριζαν το χρέος, σε 10 χρόνια θα ήμασταν στο ίδιο σημείο! Για να συμβεί αυτό απαιτείται να περιοριστεί η παραοικονομία που εκτιμάται σε 60 δισ. ευρώ ή στο 35% του ΑΕΠ. Πρέπει επίσης να μεταρρυθμιστεί επιτέλους το φορολογικό σύστημα. Τα ζητούμενα παραμένουν: Απλοποίηση-Πληρότητα-Συνέπεια. Τα φορολογικά βάρη «σηκώνουν» οι μισθωτοί και συνταξιούχοι καθώς καταβάλλουν το 52,59% του συνολικού φόρου εισοδήματος. Επτά στους δέκα ελεύθερους επαγγελματίες (γιατροί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι κ.ά.) εμφανίζονται φτωχότεροι αποκρύπτοντας έως και 25% του εισοδήματος (Matsaganis - Flevotomou 2010). Τέλος, απαιτούνται αλλαγές και στο ασφαλιστικό. Η δαπάνη για κοινωνική ασφάλιση από 15% το 2000 έφτασε στο 21% του ΑΕΠ το 2009 (ΙΟΒΕ 01/10). Κανένα ασφαλιστικό σύστημα δεν αντέχει πρόωρες συνταξιοδοτήσεις χιλιάδων εργαζομένων. Σύμφωνα με μελέτη τού ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα ο μέσος όρος συνταξιοδότησης των ανδρών είναι τα 62,4 έτη (60,9 έτη οι γυναίκες) ενώ το προσδόκιμο επιβίωσης είναι τα 82 έτη (84,5 έτη οι γυναίκες). Χρειάζονται πλέον αντικίνητρα πρόωρης συνταξιοδότησης. Μόνον έτσι θα υπάρξουν περιθώρια για ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ως ένα δίχτυ προστασίας ενάντια στην φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Ωστόσο, πρέπει να θυμόμαστε ότι και το έλλειμμα αλλά και το δημόσιο χρέος εκφράζονται ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τα μέτρα των μνημονίων εστίασαν κυρίως στην λεγόμενη δημοσιονομική εξυγίανση, δηλ. στον αριθμητή του σχετικού κλάσματος. Απαιτούνται άλλα μέτρα για να αυξηθεί ο παρονομαστής, δηλ. το ΑΕΠ. Για να συμβεί αυτό χρειάζεται αλλαγή τού μοντέλου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Αν δεν δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για μια οικονομικά αποτελεσματική, κοινωνικά δίκαια και περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη, ακόμα και όταν τελειώσει η δημοσιονομική εξυγίανση, το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας θα παραμείνει. Ιδέες υπάρχουν άφθονες όπως, 1) Ενίσχυση τομέων υψηλής παραγωγικότητας και εξαγωγικού χαρακτήρα: φαρμακοβιομηχανία (γενόσημα), ιχθυοκαλλιέργειες, ναυτιλία, ιατρικός και συνεδριακός τουρισμός, υπηρεσίες προς ηλικιωμένους και διαχείριση αποβλήτων (McKinsey 2011). 2) Τυποποίηση αγροτικών προϊόντων και εντατικοποίηση παραγωγής διατροφικών ειδών σε έλλειψη (πχ. εισάγουμε το 80% της κατανάλωσης βόειου κρέατος και το 85% των οσπρίων!). 3) Άρση των εμποδίων τής επιχειρηματικότητας, που με βάση την γνωστή έκθεση είναι τα περισσότερα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Το παραγωγικό μοντέλο τής χώρας δεν αλλάζει χωρίς κρατική καθοδήγηση: το 90% των νέων επιχειρήσεων μέσα στην κρίση άνοιξε σε μη-παραγωγικούς κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας και καινοτομίας (εστίαση, τουρισμός, εμπόριο), παρά το γεγονός ότι το 73% της απασχόλησης ανήκει στους παραγωγικούς κλάδους (Κ 19/1/2014). Προσωπικά πιστεύω ότι απαιτούνται άμεσα δημόσιες επενδύσεις. Η ενίσχυση των αναιμικών εγχώριων ιδιωτικών επενδύσεων δεν αρκεί. Σε μια οικονομία που υποφέρει από έλλειψη ζήτησης, χρειάζεται επειγόντως αύξηση των δημοσίων δαπανών για παραγωγικούς σκοπούς. Η Ελλάδα έχει παραγωγικές δυνατότητες και ικανούς πόρους, ανθρώπινους και υλικούς. Σοβαρό και αποτελεσματικό κράτος δεν έχει.
Βιβλιογραφία:
Bairoch, P. (1997), Victoires et déboires. Histoire économique et sociale du monde du XVI s. a nos jours. Paris: Gallimard, 3 vols.
Berend, I. (2006) Οικονομική ιστορία του Ευρωπαϊκού 20ου αι., Αθήνα: Gutenberg 2009.
Γιαννίτσης, Τ. (2005), Η Ελλάδα και το μέλλον. Πραγματισμός και ψευδαισθήσεις, Αθήνα.
Dockès, P. – Rosier, B. (1983), Rythmes économiques: crises et changement social, une perspective historique, Paris: La Découverte.
Ferguson, N. (2010), Η εξέλιξη του χρήματος, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Graff, M., Kenwood, A.G. and Loughheed, A.L. (2014), Growth of the international economy, 1820-2015, London: Routledge, 5th ed.
Hemerijck, Α, -B. Knapen- E. Van Doorne, (επιμ.) (2010), Μετά το Σεισμό: οικονομική κρίση και θεσμική επιλογή, Παπαζήσης, Αθήνα.
Καζάκος Π. (2011), Μετά το μνημόνιο, Παπαζήσης, Αθήνα.
Κωστής, Κ. (2013), Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας. Η διαμόρφωση του ελληνικού κράτους, 18ος-21ος αι., Αθήνα: ΠΟΛΙΣ.
Ματσαγγάνης, Μ. (2010), «Για το ασφαλιστικό», Athens Review of Books, Νο 4, Φεβ.
Matsaganis, M. (2013), “The Greek crisis: social impact and policy responses”, Βερολίνο: Friedrich Ebert Stiftung.
Matsaganis, M. & M. Flevotomou (2010), «Distributional implications of tax evasion in Greece», GreeSE Paper 31. Hellenic Observatory, London School of Economics.
McKinsey and Co. (2011) Greece 10 years ahead: defining Greece’s new growth model and srategy, Athens, Sept., 61p.
Psalidopoulos, M. (ed.) (2012) The Great Depression in Europe: Economic Thought and Policy in a national context, Athens: Alpha Bank Historical Archives.
Rosier, B. (1988) Les théories des crises économiques, Paris: Maspero.
Πηγές δεδομένων:
Eurostat, Alpha Bank (Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων), ΙΟΒΕ (Τριμηνιαία Έκθεση «Η Ελληνική Οικονομία», 1/2010, 1,2,3/2013), ΚΕΠΕ (Τετραμηνιαία Έκθεση, Τεύχη 15/2011, 18/2012, 19/2012), Παρατηρητήριο ΙΝΕ-ΓΣΕΕ (Policy Briefs).
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
The Ukraine Crisis and the Issue of National Minorities
By Stephanie Liechtenstein
This article was originally published by Security and Human Rights.National minorities are a political and social fact in Europe and many other parts of the world. In Europe, the issue of national minorities became particularly acute after the breakup of the Austro-Hungarian Empire in 1918 as well as more recently after the breakup of the former Yugoslavia and the collapse of the Soviet Union at the beginning of the 1990s. The newly created independent states became hosts to national minorities: for example, the Baltic States and Ukraine to a Russian minority, Romania to a Hungarian minority, Croatia to a Serb minority and vice versa, just to name a few.
Hence, in Europe (and other parts of the world) it is a fact that state borders very rarely run exactly along ethno-cultural lines. In other words, there are very few pure “nation-states”. While a state, according to Max Weber (1946), is the “territorial organization exercising legitimate control over its own bounded territory [...]“[1], a nation “consists of peoples, often with a shared language, history and identity, who might find themselves contained within states, divided between them, or granted self-determination over their own affairs in the form of the nation-state.”[2]
However, as emphasized above, ‘nation’ and ‘state’ rarely coincide. Therefore, states have an obligation to protect the minority groups living within their territories in order to maintain international order, peace and security. The OSCE High Commissioner on National Minorities (HCNM) has been working on helping states to ensure minority rights as well as on addressing potential causes of inter-state conflict involving national minorities since the creation of the office at the CSCE Helsinki Summit in 1992. The issue of inter-state conflict involving national minorities is particularly relevant, especially in light of the current Ukraine crisis. According to the HCNM, “situations involving persons belonging to ethnic groups who constitute the numerical majority in one State but the numerical minority in another (usually neighboring) State” should receive particular attention as they constitute “a potential source of inter-State tension, if not conflict.”
The Ukraine crisis can be interpreted partly as such an inter-state conflict involving national minorities between the Russian Federation and Ukraine. From the beginning of the crisis, Moscow declared that it reserved its right to enter Ukrainian territory to “protect Russian speakers.” Although President Putin has recently revoked his right to use the Russian armed forces in Ukraine (which can be interpreted as an effort to deescalate the crisis), he also emphasized at a press conference in Vienna on the 24th of June that “Russia will always protect the Russian speaking population of Ukraine” and will “keep a close eye on all events”. He also added that he hoped that he “will not have to involve the army.”
In an important statement of October 2001, the OSCE HCNM stressed that “[p]rotection of minority rights is the obligation of the State where the minority resides.” The HCNM further stated that “[a]lthough a State with a titular majority population may have an interest in persons of the same ethnicity living abroad, this does not entitle or imply, in any way, a right under international law to exercise jurisdiction over these persons.”
The 2008 OSCE Bolzano Recommendations on National Minorities in Inter-State Relations echo this 2001 HCNM statement and provide 19 individual recommendations to states “on how they can pursue their interests with regard to national minorities abroad without jeopardizing peace and good neighborly relations.”
On the basis of these documents, it should be clear that the Russian minorities living in eastern and southeastern Ukraine are entitled to minority rights that should be granted and provided by the Ukrainian state, while maintaining the sovereignty and territorial integrity of Ukraine. It is therefore ever more important that the Ukrainian state ensures the rights of national minorities living within its territory. Minority rights include, inter alia, the use of the minority language (also including education in the minority language), participation of national minorities in public life as well as the right of national minorities to media access. In addition, some form of local autonomy and self-government within the state should be agreed between the central government in Kiev and the Russian-speaking minority in eastern and southeastern Ukraine.
The recently launched roundtables on national unity – a dialogue process which is owned by the Ukrainian government but has been suggested by the Swiss OSCE Chairmanship as part of a larger “roadmap for concrete steps forward” – aim to deescalate the situation and help the Ukraine ensure minoritiy rights. As OSCE Chairperson-in-Office, Swiss Foreign Minister Didier Burkhalter (who is also the President of Switzerland) emphasized, “[r]eaching out to all of Ukraine’s regions and political constituencies will help reverse the polarization of Ukrainian society. Broad debate about issues such as decentralization and the status of the Russian language is indispensable for an inclusive, transparent, and accountable constitutional process.”
[1] Lars-Erik Cederman, ‘Nationalism and Ethnicity’, in W. Carlsnaes, T. Risse and B. A. Simmons (eds), Handbook of International Relations, Sage, London, Los Angeles, New Delhi, Singapore, Washington DC, 2002, p. 410.
[2] Thomas J. Biersteker, ‘State, Sovereignty and Territory’, in Handbook of International Relations, p. 159.
Stephanie Liechtenstein is the Website Editor for Security and Human Rights, formerly Helsinki Monitor.
ΠΗΓΗ
Finland Gets a Foot in NATO's Door
Blatant threats from Russia and a
less-than-enthusiastic public continue to complicate Finland’s efforts
to join NATO. Wojciech Lorenz is nevertheless confident that current
Prime Minister Alexander Stubb can turn his ambition into reality – so
long as his government intensifies its cooperation with the Alliance.
By Wojciech Lorenz for PISM
This article was originally published by PISM on 30 June 2014.
Jyrki Katainen, who quit as Finland’s prime minister, was replaced by Alexander Stubb, a former foreign minister and minister of European affairs and foreign trade, who is known as a staunch supporter of Finland’s accession to NATO. Since the war between Russia and Georgia in 2008, Stubb has advocated for a national debate on NATO membership, and after Russia annexed Crimea he stressed that joining NATO should be possible in the next parliamentary term (2015–2020). Finland has already achieved one of the highest levels of interoperability among NATO partners. In April 2014 it decided to further deepen the cooperation with NATO by signing the agreement, which will better prepare Finland for receiving military assistance. However, recent opinion polls indicate that 59% of Finns are against joining NATO, while only 22% would support it. The very suggestion of Finnish membership also triggers a furious reaction from Russia. In June, Nikolai Makarov, the commander of the Russian armed forces, warned that Finland’s cooperation with NATO would be a threat to Russia. Siergiej Markov, personal envoy to Russia’s president, Vladimir Putin, followed this with the suggestion that Finland’s accession could provoke a third world war.
The Finnish Security Environment.
Finland, with a population of 5.5 million, and one of the lowest population densities in Europe, shares a 1,340-kilometre border with Russia. It gained independence from Russia in 1917, and, during the Cold War, was neutral, which gave Russia de facto influence on Finnish foreign policy (Finlandisation). After the collapse of the Soviet Union Finland joined EU, but decided to keep out of military alliances.
Nevertheless, Russia does not exclude that, in a broader confrontation with the West, Finland would also constitute a threat. In 2009, Russia and Belarus conducted military exercises Ladoga, which apparently included the scenario of a pre-emptive attack against Finland to block it from rendering help to Estonia in the event of a conflict between Russia and NATO. In 2010, Russia formed the Western Military District by consolidating the Leningrad and Moscow Districts, which resulted in the shift of major forces and commands from Central Europe to the north-west, in the vicinity of the Finnish border. Consequently, new military units have been deployed in Kaliningrad Oblast, the St. Petersburg area and on the Kola peninsula, which hosts the headquarters of the Russian Baltic Fleet. The presence of Iskander-M tactical ballistic missiles close to St. Petersburg is potentially dangerous for Finland, as the missiles can carry a payload of nuclear warheads of five to 50 kilotons and can reach the greater part of Finnish territory. Deployment of S400 anti-aircraft systems in Kaliningrad, which can block aerial operations in the Baltic Sea region, also have a negative influence on Finland’s security.
Finland Closer to NATO.
Finnish Security and Defence Policy, published in 2012, states that Finland does not belong to any military alliance, but cooperates closely with NATO and reserves itself right to join the alliance. However, it is not going to seek membership during this term of the parliament, which ends in 2015. Being outside NATO and its Article 5 guarantees, Finland tries to strengthen its security through its membership of the EU, and by promoting the credibility of European Common Security and Defence Policy (CSDP). Additionally, it develops cooperation with Nordic partners (Denmark, Finland, Iceland, Norway, and Sweden) in the NORDEFCO framework, which focuses operationally on air force, navy and artillery exercises, and the exchange of information, in order to better control airspace and sea routes. On 5 April 2011, the Nordic States signed the Nordic Declaration ofSolidarity, which is a political declaration that countries will help each other during peacetime when faced with serious crisis.
Finnish defence policy is primarily based on the credibility of its territorial defence, which is supported by 500 tanks (including 400 in storage), 750 pieces of artillery (including 100 self-propelled guns) and 600 mortars. Sixty-three F18 Hornet multipurpose combat aircraft help control airspace, while eight missile boats, three minelayers and 13 minesweepers watch over sea routes. During peacetime, the Finnish military has 30,000 personnel at its disposal, whereas during war it is able to mobilise an additional 200,000 reservists. For the last 10 years, defence expenditures amounted on average to 1.4% GDP. In 2014 it fell to 1.36% ($2.7 billion, which was $120 million less than a year earlier). Finnish politicians gave assurances that cuts in defence spending would not affect the credibility of territorial defence, which will be maintained by better training, arms and equipment for the armed forces, as well as investments limiting the ability of a surprise attack and the possibility of a potential aggressor dominating Finnish air space.
Finland has already made some decisions to improve its defence and deterrence capabilities. Domestically made and Russian air defence systems and radars were replaced with new equipment, which offers interoperability with Western partners. Finland is the first country in Europe to have been granted permission by the U.S. to buy stand-off cruise missiles (AGM 158 JASSM) for its F18 aircraft fleet. Plans also include modernising 22 M270 Multiple Launch Rocket Systems (MLRS) and equipping them with the longer range missiles.
During the last decade, Finland used the membership Partnership for Peace (PfP) programme to achieve one of the highest levels of interoperability among NATO partners. Finnish troops joined the NATO Response Force (NRF), a 13,000-strong, quickly deployable unit. F18 combat planes were certified to perform the most demanding coalition operations, which enabled Finland to join the air patrol mission over Iceland, a Nordic NATO country without its own armed forces. In 2013, Finland participated in NATO’s Steadfast Jazz exercise, which included territorial defence scenarios. It also develops cyber defence capabilities, in cooperation with NATO.
However, the biggest shift in Finnish cooperation with NATO was triggered by the Russian annexation of Crimea. On 22 April, Finland decided to sign a Memorandum of Understanding (MoU) with NATO, which opens way for the country to receive military assistance from western partners. According to the agreement, Finland will develop infrastructure necessary to host aircraft and ships. It will also enable deepening interoperability beyond the current PfP programme. The majority of major Finnish political parties have also declared an increase in defence spending after the next parliamentary elections, which will take place in April 2015. Additionally, Finland decided to strengthen defence cooperation with Sweden, and even suggested that both countries could sign a defence treaty.
Credible Ability for Accession.
It is unlikely that Finland will seek full NATO membership unless directly threatened by Russia. Finnish accession would make the NATO–Russian border twice as long as it is today, and would probably trigger the accession of Sweden, which would be perceived by Russia as a shift in the balance of power and a direct threat to Russian interests. In such situation, Russia could resort to the use of force to try to undermine the territorial integrity of NATO countries and the credibility of the alliance.
At the same time, Russia’s increasing readiness to use force, its growing military potential, ability to conduct a surprise-attack, and blatant threats toward Finland, will encourage Finnish authorities to look for some credible security guarantees. To this end, Finland should develop full political and technical ability for quick accession to NATO in the event of a direct threat. Although formally joining NATO can be approved by parliament, with a two-thirds majority, Finnish leaders should initiate a national debate on membership in an attempt to change the negative attitude of Finnish society towards accession. An information campaign would be also helpful if politicians decide to seek membership in an emergency situation, without a referendum. It will be equally important to gain the political support of NATO’s members, which will have to approve Finland’s membership in their parliaments. This is especially true in the case of those nations that demonstrate a growing tendency to block decisions that might provoke a negative response from Russia. To demonstrate that such unified support is possible, NATO should, at the September summit in Wales, restate that the door for Finland (and Sweden) remains open.
For more information on issues and events that shape our world, please visit the ISN Blog or browse our resources.
Wojciech Lorenz is a Senior Research Fellow at the Polish Institute of International Affairs (PISM).
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
-
Δοκιμή Αμερικανικού συστήματος PEACEKEEPER Μετά το χτύπημα της πόλης DNIPRO από ρωσικό πύραυλο τη νύχτα 21/22 Νοε 2024 για τον οποίο οι ΗΠΑ...
-
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κυριολεκτικά μετατραπεί σε όπλα καθώς κρατικοί χάκερς και τυχαίοι τρομοκράτες πλημμυρίζουν το Twitter,...