Για 20 χρόνια, το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας καθοδηγούντο από τέσσερις λανθασμένες στρατηγικές υποθέσεις. Πρώτον, οι Δυτικοί ηγέτες υπέθεταν ότι η Ρωσία είχε γίνει μια καλοπροαίρετη δύναμη και ότι, ως εκ τούτου οι διακρατικές απειλές για την ευρωπαϊκή ασφάλεια δεν αποτελούσαν πλέον αιτία ανησυχίας. Δεύτερον, επειδή η βασική αποστολή τού ΝΑΤΟ – η συλλογική άμυνα - δεν ήταν πλέον ένας καθοριστικός λόγος για να κρατηθεί ενωμένη η συμμαχία, οι ηγέτες υποστήριξαν ότι το ΝΑΤΟ χρειάζεται να πάει «έξω από την περιοχή του ή να κλείσει» (“out of area or out of business”). Κατά συνέπεια, το ΝΑΤΟ διεύρυνε τον αριθμό των μελών του και ανέλαβε μια σειρά νέων παγκόσμιων αποστολών. Τρίτον, οι δυτικοί ηγέτες υπέθεσαν ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν θα προκαλούσε αντίδραση από την Ρωσία. Πίστευαν την δική τους ρητορική σχετικά με την καλοπροαίρετη φύση τής επέκτασης του ΝΑΤΟ, και υπέθεσαν ότι και η Μόσχα θα το έβλεπε επίσης με αυτόν τον τρόπο. Τέταρτον, πίστευαν ότι η συμμαχία θα είναι επιτυχής κατά την εκτέλεση των στρατιωτικών και σταθεροποιητικών αποστολών σε απομακρυσμένες περιοχές όπως το Αφγανιστάν, το Ιράκ και η Λιβύη.
Το 2014, οι Δυτικοί αξιωματούχοι μαθαίνουν για τα στρατηγικά τους λάθη με τον σκληρό τρόπο. Έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι η συλλογική διάταξη του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη εξακολουθεί να είναι ζωτικής σημασίας διότι η Ρωσία εργάζεται για την αλλαγή διεθνών συνόρων με την βία, ότι ποτέ το ΝΑΤΟ δεν έπρεπε να πάει «εκτός περιοχής» σε μια αναγκαστική αποστολή, ότι το Κρεμλίνο δεν εξέλαβε την επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας ως καλοπροαίρετη, και ότι οι αποστολές τού ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και την Λιβύη έχουν κοστίσει πάρα πολλά σε ζωές και χρήματα, παράγοντας μικτά αποτελέσματα.
Καθώς οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι σπεύδουν για να επινοήσουν μια συνεκτική, αξιόπιστη και αποτελεσματική απάντηση στην επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία, θα πρέπει επίσης να προβούν σε μια ουσιαστική στρατηγική επαναξιολόγηση. Η Ευρώπη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει απειλές διακρατικής ασφάλειας. Η βασική αποστολή τού ΝΑΤΟ – η συλλογική άμυνα - εξακολουθεί να είναι ζωτικής σημασίας. Η αποτροπή και η άμυνα εξακολουθούν να χρειάζονται στην Ευρώπη. Και, όπως και σε πολλές σχέσεις μεγάλων δυνάμεων, η πρόκληση είναι να αποτραπεί η επιθετικότητα και να καθησυχάσουν οι σύμμαχοι χωρίς να προκληθεί κλιμάκωση.
Για τους Αμερικανούς και Ευρωπαίους ηγέτες, και για το ΝΑΤΟ, το ζήτημα είναι: «πίσω στα βασικά».
ΕΚΤΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ, ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Μετά την κατάρρευση της σοβιετικής εξουσίας στην Ανατολική Ευρώπη το 1989 και τη διάλυση της ίδιας τής Σοβιετικής Ένωσης το 1991, ήταν φυσικό και αναπόφευκτο ότι το ΝΑΤΟ θα άλλαζε. Η συμμαχία είχε δημιουργηθεί για να αποτρέψει - και εάν ήταν απαραίτητο, να υπερασπιστεί, αν συνέβαινε - μια σοβιετική επίθεση εναντίον τής Δυτικής Ευρώπης. Με την Σοβιετική Ένωση εκτός, η στρατιωτική ισορροπία στην Ευρώπη άλλαξε ξαφνικά και ριζικά. Η raison d'être («ο λόγος ύπαρξης») τού ΝΑΤΟ τέθηκε υπό αμφισβήτηση.
Μέχρι τα μέσα τής δεκαετίας τού 1990, η κοινή αντίληψη ήταν ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να πάει «έξω από την περιοχή ή να κλείσει». Η άποψη υιοθετήθηκε από τους περισσότερους (αλλά όχι όλους) ειδικούς τής πολιτικής ασφάλειας, και τελικά αγκαλιάστηκε από την ηγεσία τής συμμαχίας. Αυτό οδήγησε σε δύο κύριες αλλαγές στην πολιτική τού ΝΑΤΟ.
Πρώτον, η ηγεσία τού ΝΑΤΟ επέκτεινε την συμμαχία από τα 16 στα 28 μέλη, φέρνοντας μέσα χώρες τού πρώην Συμφώνου τής Βαρσοβίας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ειδικότερα. Το 1999, η Τσεχική Δημοκρατία, η Ουγγαρία και η Πολωνία εντάχθηκαν επίσημα στο ΝΑΤΟ. Το 2004, η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Σλοβενία και ενώθηκαν με την συμμαχία. Η Αλβανία και η Κροατία έγιναν μέλη τού ΝΑΤΟ το 2009.
Στη δεκαετία τού 1990, ορισμένοι μελετητές και σχολιαστές - συμπεριλαμβανομένου και εμού - υποστήριξαν ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να είναι αντιπαραγωγική, διότι θα μπορούσε να προκαλέσει μια αντίδραση από την Ρωσία. Η επέκταση του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να δώσει στους Ρώσους εθνικιστές και πολιτικούς καιροσκόπους ακόμη ένα όπλο για να το χρησιμοποιήσουν εναντίον των φιλοδυτικών ομάδων στην εγχώρια πολιτική σκηνή τής Ρωσίας. Στη χειρότερη περίπτωση, οι πικραμένοι εθνικιστές ή καιροσκόποι θα μπορούσαν να έρθουν στην εξουσία και να υιοθετήσουν πιο επιθετικές πολιτικές προς την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Η ανάδυση μιας ευγενικότερης, πιο ήπιας Ρωσίας είναι μακράν του να είναι βέβαιη [1]», έγραψα τότε, «αλλά δεν είναι προς το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών ή των ευρωπαϊκών μελών τού ΝΑΤΟ να λάβουν μέτρα που θα κάνουν τον ρωσικό αυταρχισμό και την επιθετικότητα πιο πιθανά».
Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες προτίμησαν να πιστεύουν ότι οι προθέσεις τους ήταν καλοπροαίρετες και ότι οι ηγέτες τής Ρωσίας θα έβλεπαν την επέκταση του ΝΑΤΟ μέσα από αυτό το πρίσμα. Οι ηγέτες τής συμμαχίας πίστευαν επίσης ότι οι διπλωματικές προσπάθειές τους στην Ρωσία - όπως η δημιουργία ενός Μόνιμου Μεικτού Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας το 1997 - θα κατεύναζε περαιτέρω το Κρεμλίνο. Αυτά ήταν ευσεβείς πόθοι.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο στην Washington Post, ο Jack F. Matlock, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στη Μόσχα, παρατήρησε ότι το αποτέλεσμα των ενεργειών τού ΝΑΤΟ στην δεκαετία τού 1990 – η επέκταση της συμμαχίας και ο βομβαρδισμός τής Σερβίας το 1999, χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ - ήταν «καταστροφικό» [2]. Παρατήρησε ότι, το 1991, οι ρωσικές δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι περίπου το 80% των Ρώσων πολιτών είχε θετική άποψη για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1999, σχεδόν ο ίδιος αριθμός είχε αρνητική άποψη για την χώρα. Το 2000, ο Βλαντιμίρ Πούτιν εξελέγη πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Η δεύτερη σημαντική αλλαγή στην πολιτική τού ΝΑΤΟ, αρχής γενομένης από τη δεκαετία τού 1990, ήταν η υιοθέτηση μιας νέας σειράς από παγκόσμιες αποστολές για να δικαιολογούν την ύπαρξη του ΝΑΤΟ. Το σκεπτικό ήταν ότι τα ευρωπαϊκά μέλη τού ΝΑΤΟ θα πρέπει να βοηθήσουν την Ουάσιγκτον στις παγκόσμιες ανησυχίες της ώστε να κρατήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες δεσμευμένες στην Ευρώπη.
Αυτή η στρατηγική συλλογιστική βασίστηκε σε διάφορες λανθασμένες υποθέσεις. Πρώτον, τα παγκόσμια συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης δεν ήταν (και δεν είναι) ευθυγραμμισμένα. Δεύτερον, η Ευρώπη είχε περιορισμένες δυνατότητες προβολής ισχύος στην δεκαετία τού 1990, και οι δυνατότητες αυτές μειώθηκαν σημαντικά με την πάροδο του χρόνου. Τρίτον, τα απομακρυσμένα προβλήματα ασφάλειας που θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν – το Αφγανιστάν, το Ιράκ, η Λιβύη - ήταν ιδιαιτέρως τρομερά. Η επιτυχία, η οποία θα εξαρτιόταν από υψηλά επίπεδα πολιτικής βούλησης και δεσμεύσεις υλικού που θα διατηρούνταν με την πάροδο του χρόνου, θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί.
Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει από υπουργός Αμύνης των ΗΠΑ τον Ιούνιο του 2011, ο Ρόμπερτ Γκέιτς αξιολόγησε τα όσα είχαν γίνει. Στο Αφγανιστάν, είπε σε μια ομιλία του το 2011, η «αποστολή εξέθεσε σημαντικές ελλείψεις στο ΝΑΤΟ [3] - στις στρατιωτικές δυνατότητες και την πολιτική βούληση. Παρά τα περισσότερα από δύο εκατομμύρια στρατιώτες – ΧΩΡΙΣ να συμπεριλαμβάνεται ο στρατός των ΗΠΑ - το ΝΑΤΟ έχει αγωνιστεί, μερικές φορές απεγνωσμένα, να στηρίξει μια ανάπτυξη 25-40.000 στρατιωτών». Στη Λιβύη, συνέχισε, «έγινε οδυνηρά σαφές ότι παρόμοιες ελλείψεις - σε ικανότητα και θέληση - έχουν τη δυνατότητα να θέσουν σε κίνδυνο την ικανότητα της Συμμαχίας να διεξάγει μια ολοκληρωμένη, αποτελεσματική και με διάρκεια εκστρατεία αέρος-θαλάσσης.... [Ενώ] κάθε μέλος τής συμμαχίας ψήφισε υπέρ της επιχείρησης στην Λιβύη, λιγότερες από τις μισές χώρες συμμετείχαν κάπως, και λιγότερο από το ένα τρίτο ήταν πρόθυμες να συμμετάσχουν σε επιθετικές αποστολές».
Το να γίνει «Παγκόσμιο» δεν έκανε το ΝΑΤΟ πιο κατάλληλο, αποτελεσματικό ή αξιόπιστο. Αντιθέτως, οι επιχειρήσεις αυτές έφεραν τεράστιο κόστος - από την άποψη των ζωών, των χρημάτων, της πολιτικής ενότητας και της αξιοπιστίας τής συμμαχίας. Αυτές οι επιχειρήσεις επίσης στράγγιξαν και τις ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνατότητες, οι οποίες ήταν ήδη ασθενείς και βρίσκονται τώρα σε ακόμη πιο απότομη παρακμή. Οι προσδοκίες διαψεύστηκαν και η αξιοπιστία τής συμμαχίας έχει υποστεί ζημιά.
Δυστυχώς, αυτό έχει συμβεί ακριβώς όταν οι απειλές για την ασφάλεια στην Ευρώπη έχουν αναδυθεί, με τρόπους που είναι πλέον προφανείς σε σχεδόν όλους. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι απειλές αυτές έχουν αναπτυχθεί εν μέρει λόγω των άστοχων ενεργειών τού ίδιου τού ΝΑΤΟ.
ΔΥΣΘΥΜΟΣ ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι τώρα αντιμέτωποι με τις άμεσες προκλήσεις που θέτει η επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά πρέπει επίσης να προβούν σε μια ουσιαστική στρατηγική επαναξιολόγηση.
Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η Ευρώπη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει διακρατικές απειλές ασφαλείας. Για δεκαετίες, οι Αμερικανοί και οι Δυτικοευρωπαίοι πίστευαν ότι ο διακρατικός πόλεμος στην Ευρώπη ήταν αδιανόητος. Ήσαν σίγουροι για την ανάδυση μιας Ευρώπης που ήταν «ενιαία, ελεύθερη και ειρηνική». Πίστευαν ότι η Ρωσία θα συμπεριφερόταν σαν να ήταν μέλος τής λέσχης τού ΝΑΤΟ και της ΕΕ, ακόμη και αν δεν υπήρχε καμία πιθανότητα ότι θα ήταν δεκτή σε αυτήν τη λέσχη οποτεδήποτε σύντομα.
Ο Πούτιν έχει επιλέξει άλλον δρόμο. Η ρωσική επιθετικότητα είναι πραγματική, και μπορεί να συνεχίσει. Οι θετικές γνώμες για τον Πούτιν εγχωρίως είναι αυξημένες, και μπορούν να παραμείνουν ψηλά εκτός αν οι οικονομικές κυρώσεις αλλάξουν την κοινή γνώμη των Ρώσων και των ρωσικών ελίτ. Ο Πούτιν δεν ψάχνει ακόμη για μια «διέξοδο» ώστε να εκτονώσει την αντιπαράθεση. Αντίθετα, έχει σήμερα ένα εγχώριο πολιτικό κίνητρο για μια παρατεταμένη αντιπαράθεση με τη Δύση.
Όπως παρατήρησε πρόσφατα ο πρόεδρος της Εσθονίας, Toomas Hendrik Ilves: «Η βασική κατανόηση για την ασφάλεια στην Ευρώπη έχει τώρα καταρρεύσει [4]. Ό,τι έχει συμβεί από το 1989 είχε προβλεφθεί υπό τη θεμελιώδη παραδοχή ότι δεν αλλάζουν τα σύνορα με την βία και τώρα αυτό είναι εκτός πραγματικότητας». Ο στρατηγός Philip Breedlove, Ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής Ευρώπης τού ΝΑΤΟ, το έθεσε συνοπτικά, «Είναι μια αλλαγή μοντέλου» [5].
Δεύτερον, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να εργαστούν σκληρά για να επιτευχθεί συναίνεση σχετικά με την Ρωσία και τις απαντήσεις τής Δύσης. Πολλοί Ευρωπαίοι βρίσκονται ακόμα σε άρνηση και ως εκ τούτου, η Ευρώπη είναι διαιρεμένη. Τα συστήματα πεποιθήσεων είναι διαβόητα για το πόσο ανθεκτικά είναι απέναντι στις αλλαγές, και το δέλεαρ μιας ευρωπαϊκής νιρβάνα ασφαλείας ήταν ιδιαίτερα ισχυρό. Η παράλυση της Ευρώπης ενισχύεται επίσης από την οικονομική ευπάθεια (πολλές ευρωπαϊκές χώρες εξαρτώνται από τις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας) και άλλους οικονομικούς και επιχειρηματικούς δεσμούς με την Ρωσία. Ακόμα κι έτσι, υπάρχει ένα φάσμα απόψεων για την Ρωσία, και αυτό ποικίλλει ανάλογα με την γεωγραφία, φυσικά. Οι χώρες που είναι πιο κοντά στην Ρωσία – ιδίως η Πολωνία και οι χώρες τής Βαλτικής – την φοβούνται και έχουν απευθύνει έκκληση για ισχυρές Δυτικές αντιδράσεις. Η γεφύρωση αυτών των ενδοευρωπαϊκών διαφορών δεν θα είναι εύκολη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ηγηθούν αυτής της προσπάθειας επίτευξης συναίνεσης.
Τρίτον, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να επινοήσουν νέες απαντήσεις ασφαλείας για την αντιμετώπιση των νέων ημι-συγκεκαλυμμένων μορφών στρατιωτικής επίθεσης της Ρωσίας. Οι εκστρατείες τής Ρωσίας στην Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία δεν έχουν περιλάβει ίλες από τανκς που περνούν τα σύνορα. Αντ’ αυτού, η Μόσχα έχει επιδέξια αναπτύξει οργανωμένες προκλήσεις, τοπικούς υποστηρικτές, ειδικές δυνάμεις χωρίς διακριτικά, επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, καθώς και μαζικές εκστρατείες παραπληροφόρησης, για να δημιουργήσει αστάθεια που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για προσάρτηση.
Μέχρι σήμερα, οι αμερικανικές και οι ευρωπαϊκές απαντήσεις ήταν πολύ μετριοπαθείς και σχεδόν εξ ολοκλήρου παραδοσιακού χαρακτήρα - προφορικές διαβεβαιώσεις, κάποιες μικρές επιπλέον εναλλαγές στρατευμάτων στην Ανατολική Ευρώπη, και μερικές μικρές πρόσθετες στρατιωτικές ασκήσεις. Το ΝΑΤΟ πρέπει να σκεφτεί σκληρά και γρήγορα για την αντιμετώπιση της νέας μορφής πολεμικών επιχειρήσεων της Ρωσίας, ειδικά για τα μέλη τού ΝΑΤΟ που έχουν ρωσικές μειονότητες. Αυτό θα επιφέρει σημαντικά ενισχυμένη εσωτερική ασφάλεια, εγχώρια ασφάλεια, κατάρτιση, πληροφορίες, έγκαιρη προειδοποίηση, ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και δυνατότητες δημόσιας διπλωματίας. Αυτά θα είναι τα κλειδιά για την αποτροπή και την άμυνα εναντίον ενεργειών αποσταθεροποίησης.
Τέταρτον, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να δημιουργήσουν μια νέα υπερατλαντική συναίνεση για την Ρωσία και μια νέα ισορροπία δυνάμεων όσον αφορά την Ρωσία. Αυτά τα δύο θέματα πάνε χέρι-χέρι. Για να επιτευχθεί συναίνεση, οι Δυτικοί ηγέτες θα πρέπει να μειώσουν την εξάρτηση της Ευρώπης από τις ρωσικές ενεργειακές εξαγωγές. Αυτές οι ασύμμετρες ευπάθειες καθιστούν αδύνατο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους να συμφωνήσουν σε μια απάντηση στις ενέργειες της Ρωσίας. Ακόμη πιο σημαντικό, η ενεργειακή επιρροή τής Ρωσίας καθιστά την ρωσική επιθετικότητα ευκολότερη και πιο πιθανή. Η μείωση των ενεργειακών ευπαθειών τής Ευρώπης και ταυτόχρονα η περικοπή των ενεργειακών τιμών και το χαμήλωμα της οικονομικής θέσης τής Ρωσίας θα ενισχύσουν την αποτροπή και την σταθερότητα στην Ευρώπη.
Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει επίσης να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την ολοκλήρωση της Διατλαντικής Συνεργασίας Εμπορίου και Επενδύσεων (Transatlantic Trade and Investment Partnership, T-TIP), μια νέα εμπορική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Το αρχικό νόημα της T-TIP ήταν να δώσει στις οικονομίες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης μια ώθηση και να ενισχύσει τους οικονομικούς δεσμούς τους απέναντι σε μια ανερχόμενη Κίνα. Η ολοκλήρωση της συμφωνίας θα έχει πλέον πρόσθετα οφέλη - οικονομικά, πολιτικά και συμβολικά – όσον αφορά την Ρωσία. Μπορεί να είναι δύσκολο να ολοκληρωθεί μια συμφωνία πριν από τις αμερικανικές εκλογές τον Νοέμβριο του 2014. Εάν έτσι αποδειχθεί, η T-TIP πρέπει να αποτελέσει ύψιστη προτεραιότητα για το 2015.
Πέμπτον και τελευταίο, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει φυσικά να συνεχίσουν να δεσμεύουν τον Πούτιν και την Ρωσία. Επί του παρόντος, ο Πούτιν φαίνεται να έχει μια επεκτατική ατζέντα: να φέρει τους ρωσόφωνους στη Ρωσική Ομοσπονδία (ακόμη και αν ζουν σήμερα σε διπλανά, κυρίαρχα κράτη), να θεσπίσει την ρωσική σφαίρα επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη, τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, να επαναχαράξει τα διεθνή σύνορα όπου είναι δυνατόν, να διατηρήσει μια κατάσταση αντιπαράθεσης με την Δύση η οποία ενισχύει την εγχώρια θέση του, και ίσως και να διαλύσει το ίδιο το ΝΑΤΟ. Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να προσδιορίσουν τους τελικούς στρατηγικούς στόχους τού Πούτιν και να ενεργήσουν αναλόγως.
Η οικοδόμηση μιας Ευρώπης που να είναι «ενιαία, ελεύθερη και σε ειρήνη» εξακολουθεί να είναι ένας εφικτός στόχος. Θα απαιτήσει μια ανανεωμένη έμφαση στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, απορρίπτοντας τις αυταπάτες των τελευταίων είκοσι ετών, και μια σαφή εστίαση στις νέες προκλήσεις για την ασφάλεια της Ευρώπης.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/138432/michael-e-brown/natos-bigg...
Συνδέσεις:
[1] http://www.foreignaffairs.com/articles/55005/michael-e-brown/nato-at-fif...
[2] http://www.washingtonpost.com/opinions/who-is-the-bully-the-united-state...
[3] http://blogs.wsj.com/washwire/2011/06/10/transcript-of-defense-secretary...
[4] http://www.nytimes.com/2014/04/24/world/europe/eastern-europe-frets-abou...
[5] http://www.theguardian.com/world/2014/apr/16/nato-step-up-presence-russi...