(Οι σημειώσεις επεξηγούνται στο τέλος του κειμένου)
Με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου πολλοί προφήτευσαν ότι, αφού επί τέσσερες δεκαετίες απετέλεσε το προπύργιο του Δυτικού Κόσμου κατά της σοβιετικής απειλής, η Ατλαντική Συμμαχία ήταν καταδικασμένη, ελλείψει πλέον αντικειμένου, να τελευτήσει. [i] Οι σχετικοί όμως επικήδειοι αποδείχθηκαν τουλάχιστον πρόωροι. Μολονότι οι δραστηριότητές του περιεστάλησαν δραστικά, το ΝΑΤΟ διατηρήθηκε εν ζωή. Χρησιμοποιήθηκε για την αντιμετώπιση του Γιουγκοσλαβικού, όταν έγινε σαφές ότι οι Ευρωπαίοι αδυνατούσαν να το χειρισθούν με τις δικές τους δυνάμεις. Και μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002 - για πρώτη, σημειωτέον, φορά - ενεργοποιήθηκε, συμβολικώς έστω, το άρθρο 5 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου. [ii] Εν συνεχεία δε η Συμμαχία ανέλαβε ηγετικό ρόλο στο Αφγανιστάν – ήτοι μια, όχι μόνο «εκτός περιοχής» ευθύνης της, αλλά και εκτός ευρωπαϊκής ηπείρου αποστολή · επανάληψη όμως της οποίας, σε τέτοια τουλάχιστον κλίμακα, φαίνεται λίαν απίθανη, δεδομένης της απροθυμίας πολλών Ευρωπαίων, κυρίως, συμμάχων. Κατά βάσιν όμως το ΝΑΤΟ παρέμεινε ένας σχετικά υποχρησιμοποιούμενος φορέας δυτικής αυτασφάλειας έναντι απρόβλεπτων μελλοντικών κινδύνων – δοθείσης της δυσκολίας όπως, σε περίπτωση ανάγκης, συγκροτηθούν εκ του μηδενός αποτελεσματικοί συμμαχικοί πολιτικοστρατιωτικοί μηχανισμοί.
Η υπό τις συνθήκες δε αυτές
διαμορφούμενη κοινή δυτική στρατηγική κινείται, σύμφωνα με τα διαθέσιμα
στοιχεία, σε τρεις άξονες: Εν πρώτοις, στοχεύει στην προστασία, εν ανάγκη με
στρατιωτικά μέσα, των όμορων της Ρωσικής Ομοσπονδίας μελών της Ατλαντικής
Συμμαχίας· και ιδίως εκείνων - και είναι η περίπτωση των βαλτικών κρατών - που
εμπεριέχουν σημαντικό ρωσόφωνο στοιχείο. [xiii]
Κατά δεύτερο λόγο, προβλέπει τη στήριξη μη νατοϊκών χωρών της ρωσικής
περιφέρειας – αυτή τη στιγμή ουσιαστικά της Ουκρανίας – έναντι
αποσταθεροποιητικών ενεργειών της Μόσχας, με την παροχή πολύπλευρης αρωγής,
συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης στρατιωτικής τεχνογνωσίας και ενδεχομένως και
στρατιωτικού υλικού, και με την επιβολή οικονομικών κυρώσεων κατά ρωσικών
συμφερόντων.[xiv] Και
τρίτον, επιδιώκει τον διπλωματικό διάλογο με τη ρωσική πλευρά προς έλεγχο των
εντάσεων και εξεύρεση κοινού εδάφους· [xv]
με την ανενεργό μέχρι τούδε πρόσκληση της νατοϊκής Συνόδου Κορυφής του Απριλίου
2008 προς Ουκρανία και Γεωργία να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ να παραμένει πιθανότατα ως
εκ τούτου γράμμα νεκρό και στο ορατό μέλλον. Και δεν στερείται ενδιαφέροντος εν
προκειμένω το ότι, κατά την έναρξη της ουκρανικής κρίσης, ορισμένοι
προβεβλημένοι εκπρόσωποι της αμερικανικής ρεαλιστικής σχολής διπλωματίας είχαν
εισηγηθεί την ουδετεροποίηση της Ουκρανίας. Μολονότι δε τα έκτοτε μεσολαβήσαντα
γεγονότα έχουν καταστήσει την υιοθέτηση της εισήγησης αυτής υπό την αρχική της
μορφή οιονεί ανέφικτη, ουδόλως αποκλείεται οι περαιτέρω διεργασίες να οδηγήσουν
στην – ενδεχομένως άτυπη - εφαρμογή μιας λιγότερο δεσμευτικής παραλλαγής της. [xvi]
Της στρατηγικής αυτής του Δυτικού
Κόσμου έναντι της Ρωσίας κύριος φορέας αναδεικνύεται εκ των πραγμάτων η
Ατλαντική Συμμαχία· ήτοι ο θεσμικός χώρος ο κατ’ εξοχήν προσφερόμενος για τη
μεγιστοποίηση της ευρωαμερικανικής πολιτικοστρατιωτικής σύμπραξης. Στην οποία σύμπραξη
προσβλέπουν, τόσο η αμερικανική, όσο και η ευρωπαϊκή πλευρά: η Ουάσιγκτον
διότι, πέραν από τη σημαντική επιχειρησιακή αξία της, μπορεί να συμβάλει στην
καταπράυνση μιας αμερικανικής κοινής γνώμης αντίθετης κατ’ αρχήν σε
υπερπόντιες εμπλοκές· και οι Ευρωπαίοι
λόγω της στρατιωτικής αδυναμίας τους, αλλά και της προβληματικής λειτουργίας
της κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με
επακόλουθο, ο μεν ρόλος της ΕΕ, παρά την κινητικότητα των οργάνων και εκπροσώπων
της, να αποδεικνύεται κατ’ ουσίαν συμπληρωματικός – περιοριζόμενος πρακτικώς στον
οικονομικό και διπλωματικό τομέα - το δε ΝΑΤΟ να επανεμφανίζεται δυνατά στο
γεωπολιτικό και στρατιωτικό προσκήνιο. Κάτι που η επικείμενη Σύνοδος Κορυφής
του ΝΑΤΟ στο Κάρντιφ αναμφίβολα θα καταδείξει. Με την ουκρανική κρίση και τις
σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία αναπόφευκτα να κυριαρχούν στις εργασίες της.[xvii]
Ελάχιστες λέξεις, εν κατακλείδι,
για την ελληνική στάση: Η αντίληψη ότι η Ελλάδα – ιδίως στη θλιβερή κατάσταση
που βρισκόμαστε σήμερα – έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει αποφασιστικά την
πολιτική του ΝΑΤΟ και γενικότερα της Δύσης έναντι της Μόσχας είναι τουλάχιστον
αφελής. Ενώ η έμπρακτη μονομερής διαφοροποίηση των Αθηνών από την επικρατούσα
στους κόλπους των δυτικών θεσμών αντίληψη για μη ζωτικής ελληνικής εθνικής
σημασίας θέματα θα είχε άκρως επιζήμιες συνέπειες για τη χώρα μας. Εξωτερική
πολιτική με καθοριστικό κριτήριο «τα ροδάκινα», ή και τη θρησκευτική ομοδοξία, δεν
νοείται. [xviii] Οφείλουμε
προφανώς να στηρίζουμε τα ποικίλα επί μέρους εθνικά μας συμφέροντα – και οι
σχέσεις μας με τη Ρωσία, εμπορικές, ενεργειακές, και άλλες, κατέχουν βέβαια
σημαντική θέση στην κατηγορία αυτή – με όλα τα πρόσφορα μέσα· μεριμνώντας όμως
να μην κλονίζουμε τους δύο πυλώνες της διεθνούς μας υπόστασης που είναι η αξιόπιστη
συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ατλαντική Συμμαχία.
[xviii] Όπως επισημαίνει ο Α. Παπανδρόπουλος, «..η Ρωσία, με εισαγωγές 406 εκατ. ευρώ από την
Ελλάδα, καλύπτει μετά βίας το 1,8% των συνολικών εξαγωγών μας και το ποσό αυτό
είναι χαμηλότερο από τα 500 εκατ. ευρώ εισαγωγές φυσικού αερίου που κάνει η
Ελλάδα.» Βλ Ρωσολαγνεία και εξαγωγική
πραγματικότητα, European Business Review, 18-8-2014. Σε ό,τι δε αφορά στα περί «ομόδοξης Ρωσίας»,
παροράται συχνά ότι οι ορθόδοξοι το θρήσκευμα συγκροτούν την κατά πολύ
σημαντικότερη εκκλησία της Ουκρανίας.
Με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου πολλοί προφήτευσαν ότι, αφού επί τέσσερες δεκαετίες απετέλεσε το προπύργιο του Δυτικού Κόσμου κατά της σοβιετικής απειλής, η Ατλαντική Συμμαχία ήταν καταδικασμένη, ελλείψει πλέον αντικειμένου, να τελευτήσει. [i] Οι σχετικοί όμως επικήδειοι αποδείχθηκαν τουλάχιστον πρόωροι. Μολονότι οι δραστηριότητές του περιεστάλησαν δραστικά, το ΝΑΤΟ διατηρήθηκε εν ζωή. Χρησιμοποιήθηκε για την αντιμετώπιση του Γιουγκοσλαβικού, όταν έγινε σαφές ότι οι Ευρωπαίοι αδυνατούσαν να το χειρισθούν με τις δικές τους δυνάμεις. Και μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002 - για πρώτη, σημειωτέον, φορά - ενεργοποιήθηκε, συμβολικώς έστω, το άρθρο 5 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου. [ii] Εν συνεχεία δε η Συμμαχία ανέλαβε ηγετικό ρόλο στο Αφγανιστάν – ήτοι μια, όχι μόνο «εκτός περιοχής» ευθύνης της, αλλά και εκτός ευρωπαϊκής ηπείρου αποστολή · επανάληψη όμως της οποίας, σε τέτοια τουλάχιστον κλίμακα, φαίνεται λίαν απίθανη, δεδομένης της απροθυμίας πολλών Ευρωπαίων, κυρίως, συμμάχων. Κατά βάσιν όμως το ΝΑΤΟ παρέμεινε ένας σχετικά υποχρησιμοποιούμενος φορέας δυτικής αυτασφάλειας έναντι απρόβλεπτων μελλοντικών κινδύνων – δοθείσης της δυσκολίας όπως, σε περίπτωση ανάγκης, συγκροτηθούν εκ του μηδενός αποτελεσματικοί συμμαχικοί πολιτικοστρατιωτικοί μηχανισμοί.
Κατά τα λοιπά, στην ίδια τουλάχιστον
την Ευρώπη, μείζων απειλή συγκρίσιμη με τη σοβιετική δεν διαφαινόταν – και ούτε
άλλωστε διαφαίνεται. Βέβαια, η δυτική στάση έναντι της νέας Ρωσίας υπήρξε αρχήθεν
αμφίθυμη: ένα κράμα, ανησυχίας, αφενός, για τους μελλοντικούς προσανατολισμούς
της Μόσχας, και, αφετέρου, επιδίωξης στρατηγικής συνεργασίας προς αντιμετώπιση
κοινών κινδύνων, όπως οι τρομοκρατικές δραστηριότητες του ακραίου Ισλάμ και η
διασπορά των πυρηνικών όπλων. Μπορεί δε να υποθέσει κανείς ότι και τις δύο
πλευρές προβλημάτιζε επί πλέον – και συνεχίζει άλλωστε να προβληματίζει – η
ραγδαία άνοδος του κινεζικού γίγαντα· ίσως δε περισσότερο τους όμορους και
δημογραφικά πιο τρωτούς Ρώσους – και τούτο παρά τις εκάστοτε σινο-ρωσικές
λυκοφιλίες.[iii]
Με την πλάστιγγα πάντως των ρωσονατοϊκών σχέσεων να γέρνει έως πρόσφατα προς τη
συνεργασία. Καθώς από το 1991 ήδη Ρωσία και ΝΑΤΟ συνέπραξαν σε πλείστους όσους
τομείς - με αποκορύφωμα την υπογραφή της Κοινής Ρωσονατοϊκής Διακήρυξης Κορυφής
της Ρώμης της 28-5-2004, με την οποία δρομολογήθηκε και η συγκρότηση του πάντοτε
εν λειτουργία Συμβουλίου Ρωσίας – ΝΑΤΟ [iv]
Ωστόσο οι ουδέποτε ανέφελες αυτές
σχέσεις πήραν συν τω χρόνω τροπή επί τα χείρω. Τη νατοϊκή διεύρυνση προς
Ανατολάς οι Ρώσοι εισέπραξαν ως εκκολαπτόμενη στρατηγική απειλή· ισχυριζόμενοι μάλιστα ότι παραβίαζε προφορικές
προς αυτούς δεσμεύσεις μεγάλων δυτικών κυβερνήσεων· [v]
αλλά και θεωρώντας ότι δικαιούνται να διαθέτουν κατά μήκος των συνόρων τους –
και όχι μόνο – «περιοχές προνομιακών συμφερόντων».[vi]
Συγχρόνως δε, η αρχικώς αρκετά εφεκτική έναντι της Δύσης στάση του έχοντος το
γενικό πρόσταγμα - τόσο υπό την ιδιότητα του προέδρου, όσο και υπό εκείνη του
πρωθυπουργού και εκ νέου του προέδρου - κ. Πούτιν εσκληρύνετο, στο μέτρο που ο Ρώσος
ηγέτης εδραίωνε την εσωτερική του θέση.
Η γιουγκοσλαβική κρίση της
δεκαετίας του ’90 έδωσε λαβή σε μια πρώτη σοβαρή, αλλά παροδική, αντιπαράθεση
της Ρωσίας με τους νατοϊκούς συμμάχους. Ενώ ο ρωσο-γεωργιανός πόλεμος του θέρους
του 2008 σηματοδότησε μια πολύ σοβαρότερη ψύχρανση των σχέσεων του ΝΑΤΟ με τη
Μόσχα.[vii] 'Όμως η μέχρι τώρα κρισιμότερη επιδείνωση των σχέσεων αυτών σημειώνεται από τις
αρχές του τρέχοντος έτους συνεπεία του Ουκρανικού. [viii]
Με ορισμένους μάλιστα σχολιαστές – απρόθυμους να αποκολληθούν από τα στερεότυπα
της σοβιετικής εποχής παρά τις έκτοτε επελθούσες στο παγκόσμιο γεωπολιτικό και
οικονομικό περιβάλλον ανατροπές – να κάνουν λόγο για «νέο Ψυχρό Πόλεμο». Την
ίδια στιγμή που ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος διαβεβαιώνει ότι «δεν
πρόκειται να εμπλακούμε σε άλλον ένα Ψυχρό Πόλεμο. Στο κάτω-κάτω, σε αντίθεση
με την Σοβιετική Ένωση η Ρωσία δεν ηγείται συνασπισμού εθνών, ούτε παγκόσμιας
ιδεολογίας…Οι Ηνωμένες Πολιτείες και
το ΝΑΤΟ δεν επιδιώκουν σύγκρουση με τη Ρωσία». [ix]
Και αποκαλώντας την τελευταία αυτή «περιφερειακή
δύναμη, απειλούσα μερικούς όμορους γείτονές της – όχι λόγω δύναμης, αλλά από
αδυναμία», διευκρινίζει ότι «δεν
αποτελεί την πρωταρχική απειλή κατά της εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων
Πολιτειών».[x]
Πράγματι δε, Αμερικανοί και
Ευρωπαίοι, παρά τις αδεξιότητες, αλλά και τα σφάλματα στρατηγικής, κατά τον
χειρισμό των σχέσεών τους με τη μεταψυχροπολεμική Ρωσία, δεν αντιμετωπίζουν την τελευταία αυτή ως υπαρξιακή
απειλή. Και, από την άλλη, η συνολική δυτική
δημογραφική, οικονομική, πολιτισμική, και στρατιωτική υπεροχή καθιστά άκρως
παρακινδυνευμένη, αν όχι απαγορευτική, για τους Ρώσους την εμπλοκή τους σε μια
παρατεταμένη μετωπική αντιπαράθεση με το δυτικό κόσμο. Ενώ τα περί αντιδυτικής
συμμαχίας τους με το Πεκίνο ηχούν υπερβολικά:
Ταυτίζοντας τις τύχες της με τον ανερχόμενο, κατά πολύ πολυανθρωπότερο και οικονομικά
δυναμικότερο, και με εμφανείς ηγεμονικές τάσεις ασιατικό της γείτονα, η Ρωσία
θα εξετίθετο σε μεγάλους μελλοντικούς κινδύνους· οι δε Κινέζοι, από την πλευρά
τους, έχουν ισχυρούς, επί του παρόντος, οικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους
να αποφύγουν τη ρήξη με τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Σημειωτέον ότι, υπό ρωσικό
πρίσμα, οι πρώτες αντιδράσεις της Μόσχας στις ουκρανικές εξελίξεις είχαν
χαρακτήρα αμυντικό, στο μέτρο που τον πρόεδρο Πούτιν ανησύχησε το ενδεχόμενο η
Ουκρανία να ενσωματωθεί στο δυτικό γεωστρατηγικό πλέγμα και ειδικότερα στο ΝΑΤΟ
– με πιθανές επιπτώσεις και στην ρωσική
βάση της Σεβαστούπολης· και συνακόλουθα να οδηγηθούν σε ναυάγιο και οι
φιλόδοξοι σχεδιασμοί του για τη συγκρότηση μιας «Ευρασιατικής Ένωσης» - με
άλλες λέξεις για την ένταξη τέως σοβιετικών δημοκρατιών της Ανατολικής Ευρώπης
και της Κεντρικής Ασίας στο χώρο της ρωσικής γεωπολιτικής και οικονομικής
επιρροής. Η αρχική, εν τούτοις, σύγχυση στους κόλπους των Δυτικών περί τον
χειρισμό του Ουκρανικού ενθάρρυνε τη ρωσική πλευρά να μετατρέψει – κατά τρόπο
χαρακτηριστικό, άλλωστε, τόσο του σοβιετικού, όσο και του τσαρικού παρελθόντος
της χώρας – την εικαζόμενη απειλή σε ευκαιρία εξασφάλισης γεωπολιτικών και
εδαφικών κερδών· με ακραία μέχρι στιγμής εκδήλωση αυτής της προσπάθειας την –
υψηλού γεωπολιτικού κινδύνου, αλλά λίαν δημοφιλή στο εσωτερικό της Ρωσικής
Ομοσπονδίας - προσάρτηση της Κριμαίας. Με τη διάβαση αυτού του «Ρουβίκωνα» από
τη ρωσική ηγεσία να έχει καταστήσει την εξομάλυνση των σχέσεων της Ρωσίας με τη
Δύση, και φυσικά ακόμη περισσότερο με το Κίεβο, πολύ δυσχερέστερη και πιθανότατα
χρονοβόρο – αλλά όχι και ανέφικτη.
Οπωσδήποτε όμως, στις
διαφαινόμενες – και για πολλούς Ρώσους αυτονόητες - περιφερειακές βλέψεις της
Μόσχας η Δύση δείχνει αποφασισμένη να θέσει φραγμό. Βέβαια, οι Ευρωπαίοι, ως περισσότερο
εξαρτημένοι από τις εμπορικές και ενεργειακές σχέσεις τους με τη Ρωσία, και - με
μερική εξαίρεση τους Βρετανούς και τους Γάλλους - στρατιωτικοί νάνοι, τείνουν γενικώς
να αποδώσουν μειωμένη σημασία στον γεωπολιτικό παράγοντα. [xi]
Ωστόσο, η προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία, η κατάρριψη του
μαλαισιανού επιβατικού αεροσκάφους από, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις,
υποστηριζόμενα από τη Μόσχα αποσχιστικά στοιχεία της Ανατολικής Ουκρανίας, και
οι έκτοτε διεξαγόμενες εχθροπραξίες μεταξύ των τελευταίων αυτών και των
ουκρανικών κρατικών δυνάμεων περιέστειλαν καθοριστικά την αρχική επιφυλακτικότητά
τους – και ειδικότερα την του ασκούντος τη μεγαλύτερη επιρροή, αλλά και
στενότερα συνδεδεμένου με τη Μόσχα, Βερολίνου – έναντι των προτροπών της
αποφασιστικότερης Ουάσιγκτον, και συνέτειναν έτσι στη συσπείρωση του δυτικού
χώρου. [xii]
[i] Το παρόν κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το επόμενο
τεύχος των «Εθνικών Επάλξεων», περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών
Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).
[ii] Θεσμοθετεί την αρχή της
συλλογικής άμυνας, προβλέποντας ότι «ένοπλος
επίθεσις εναντίον ενός ή πλειόνων» εκ των νατοϊκών συμμάχων «εν Ευρώπη ή Βορείω Αμερική, θέλει θεωρηθεί
επίθεσις εναντίον απάντων».
[iii] Christopher Miller, Russia Can't Replace the West With China, Moscow Times, 4-8-2014
[iv] Η προσέγγιση
μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ εγκαινιάσθηκε το 1991 με τη σύσταση με ρωσική συμμετοχή
του Συμβουλίου Βορειοατλαντικής Συνεργασίας. Το 1994 η Ρωσία προσχώρησε στο νατοϊκό
πρόγραμμα Σύμπραξη για την Ειρήνη ( Partnership for Peace). Στη νατοϊκή Σύνοδο Κορυφής του Μαΐου 1997, οι δύο πλευρές
υπέγραψαν την Θεμέλιο Πράξη Αμοιβαίων Σχέσεων, Συνεργασίας και Ασφάλειας, με
την οποία δήλωναν ότι δεν θεωρούν αλλήλους ως αντιπάλους και ότι δεσμεύονται να
συνεργασθούν για μια «διαρκή και χωρίς
αποκλεισμούς» ειρήνη στον ευρωατλαντικό χώρο. Και το 2002 συγκροτήθηκε το Συμβούλιο
Ρωσία-ΝΑΤΟ για τον χειρισμό θεμάτων ασφαλείας και κοινών προγραμμάτων (security
issues and joint projects) – με τις δύο πλευρές να συνεργάζονται εν συνεχεία
για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, των ναρκωτικών, και της διασποράς όπλων
μαζικής καταστροφής· στον βιομηχανικό τομέα· και ακόμη και για τη στήριξη των
νατοϊκών επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν..
[v] Για το όλο θέμα της νατοϊκής διεύρυνσης προς Ανατολάς,
βλ. το ενδιαφέρον, επικριτικό της δυτικής πολιτικής άρθρο του οπαδού της
«ρεαλιστικής» σχολής Αμερικανού καθηγητή του Πανεπιστημίου του Σικάγου John J.
Mearsheimer, υπό τον τίτλο Why the
Ukraine Crisis Is the West’s Fault ,στο τεύχος του Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου
2014 του έγκυρου περιοδικού Foreign Affairs. Υπέρ της νατοϊκής διεύρυνσης και κατά
των ρωσικών ισχυρισμών επιχειρηματολογεί άρθρο του Michael Rühle, υπό τον τίτλο
NATO enlargement and Russia: myths and realities, στην περιοδική έκδοση NATO Review Magazine.
[vi] Η πλήρης διατύπωση της δήλωσης του
κ. Μεντβιέντεφ έχει ως ακολούθως: «Η
Ρωσία, όπως και οι άλλες χώρες στον κόσμο, έχει περιοχές προνομιακών
συμφερόντων της». Διευκρίνισε δε ο τότε Ρώσος πρόεδρος ότι είχε κατά νουν «συνοριακές περιοχές, αλλά όχι μόνον». Βλ.
A. E. Kramer, Russia Claims Its Sphere of
Influence in the World, New York Times, 1-9-2008. Ενδιαφέρον συναφώς παρουσιάζει και ο χαρακτηρισμός
από τον πρόεδρο Πούτιν «της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης» ως «μείζονος
γεωπολιτικής καταστροφής του [Εικοστού] αιώνα». Βλ. Annual Address to the Federal Assembly of
the Russian Federation, President of Russia, Official Web Portal,
25-4-2005.
[vii] Τον Αύγουστο 2008, υπό
το κράτος του πολέμου μεταξύ Γεωργίας και Ρωσίας και της αναγνώρισης από τη
Μόσχα της ανεξαρτησίας της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, το ΝΑΤΟ ανέστειλε τις επίσημες συναντήσεις στα
πλαίσια του Συμβουλίου ΝΑΤΟ- Ρωσία και μερικώς και τη συνεργασία με τη Μόσχα -
με τη συνεργασία όμως αυτή να συνεχίζεται σε κρίσιμους τομείς κοινού
ενδιαφέροντος, όπως εκείνοι της τρομοκρατίας και των ναρκωτικών. Ενώ τον Δεκέμβριο
του ιδίου έτους οι νατοϊκοί δρομολόγησαν την βαθμιαία επανασύνδεση με τη ρωσική
πλευρά· τον Μάρτιο δε του 2009 αποφάσισαν την πλήρη επαναλειτουργία του
Συμβουλίου Ν-Ρ και την επανάληψη της υπ’ αυτό συνεργασίας.
[viii] Την 1η Μαΐου το ΝΑΤΟ αποφάσισε την αναστολή της
συνεργασίας του με τη Ρωσία. Ωστόσο, ο διάλογος με τη Μόσχα στο Συμβούλιο
ΝΑΤΟ-Ρ συνεχίζεται, σε πρεσβευτικό επίπεδο - κατά κύριο λόγο με αντικείμενο την
ίδια την κρίση.
[ix]
Βλ. Obama
on Russia: ‘This Is Not Another Cold War’, Time http://time.com/38988/obama-on-russia-this-is-not-another-cold-war/,
26-3-2014.
[x] Βλ. Obama dismisses Russia as ‘regional power’ acting out of weakness,
Washington Post, 25-3-2014.
[xi] Κατά τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, «από το 2008 και εδώ, η Ρωσία αύξησε τις αμυντικές της δαπάνες κατά 50%
περίπου, ενώ οι νατοϊκοί σύμμαχοι μείωσαν, κατά μέσον όρο, τις δικές τους κατά
περίπου 20%...επιπλέον επί των συνολικών αμυντικών δαπανών των νατοϊκών
συμμάχων, τα δύο τρίτα δαπανώνται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και πολλές από
τις απαιτούμενες μείζονες (αμυντικές)
δυνατότητες διατίθενται αποκλειστικά από την Αμερική». Βλ. Ομιλία της 19ης
-6-2014 του κ. Ράσμουσεν στο Chatham House, http://www.nato.int/cps/ru/natolive/opinions_111132.htm?selectedLocale=ru.
[xii]
Βλ. επί παραδείγματι, Alison Smale, Ukraine
Crisis Hardens Germany Against Russia, an Old Partner, New York Times,
13-8-2014, και Quentin Peel, Merkel wants
a stable world and is willing to pay a price, Financial Times, 11-8-2014.
[xiii] Βλ. ακόλουθη βαρυσήμαντη δήλωση του Ανώτατου Συμμαχικού Στρατιωτικού
Διοικητού στην Ευρώπη πτεράρχου Φίλιπ Μπρίντλαβ: «Μολονότι το ΝΑΤΟ δεν έχει σχέδια για επέμβαση στο μη νατοϊκό μέλος
Ουκρανία, οι νατοϊκές χώρες στην ανατολική Ευρώπη πρέπει να αρχίσουν να
προετοιμάζονται για ενδεχόμενη απειλή από τους ‘μικρούς πράσινους άνδρες’»
(κατά τον ανταποκριτή, ο πτέραρχος αναφέρεται σε στρατιώτες με περιβολή χωρίς
διακριτικά). Εάν διαπιστώσουμε ότι
τέτοιες ενέργειες λαμβάνουν χώρα σε νατοϊκό κράτος και είμαστε σε θέση να τις
αποδώσουμε σε επιτιθέμενο κράτος, θα πρόκειται για περίπτωση άρθρου 5. Η απάντηση θα είναι στρατιωτική. » Βλ. NATO would respond militarily to Crimea-style infiltration: general,
Reuters, 17-8-14. Επίσης, δήλωση του
Γενικού Γραμματέα της Συμμαχίας κ. Άντερς Φογκ Ράσμουσεν ότι «το
συμπέρασμα (the bottom line) είναι ότι στο μέλλον η παρουσία του
ΝΑΤΟ στην Ανατολή θα είναι ορατότερη».
Βλ. Ian Traynor, Nato plans
east European bases to counter Russian threat. Nato chief announces move in
response to Ukraine crisis and says alliance is dealing with a new Russian
military approach, theguardian.com, 26-8-2014.
[xiv] Ενδεικτική η δήλωση του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ κ.
Ράσμουσεν, κατά την επίσκεψή του στο Κίεβο την 7-8-2014, ότι «[η] στήριξη
του ΝΑΤΟ για τα κυριαρχικά δικαιώματα και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας
είναι αταλάντευτη…απαντώντας στην ρωσική επίθεση, το ΝΑΤΟ συνεργάζεται ακόμη στενότερα με για την μεταρρύθμιση
των ενόπλων δυνάμεων και των θεσμών ασφαλείας της». Βλ. NATO stands by
Ukraine, Secretary General says in Kiev,
http://www.nato.int/cps/en/natolive/news_111895.htm, 7-8-2014. Ενδιαφέρον συναφώς παρουσιάζει
και η ακόλουθη δήλωση του ιδίου στο πλαίσιο της προμνησθείσης ομιλίας του στο
Chatham House: “Πιστεύω πράγματι ότι η
διεθνής κοινότητα θα πρέπει να απαντήσει στιβαρά εάν η Ρωσία επενέβαινε
περαιτέρω στην Ουκρανία. Κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν ευρύτερες και βαθύτερες κυρώσεις κατά της Ρωσίας, οι οποίες
θα είχαν επιζήμιες επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία. Η Ρωσία θα απομονωνόταν
περισσότερο διεθνώς, εάν επενέβαινε περαιτέρω.» Πρέπει δε να επισημανθεί
ότι τα αύξοντα και στοχευμένα οικονομικά, διπλωματικά, και, έστω και συμβολικά,
στρατιωτικά αντίμετρα της Δύσης έχουν πιθανότατα λειτουργήσει αποτρεπτικά,
μέχρι στιγμής, έναντι της εικαζόμενης
πρόθεσης της ρωσικής ηγεσίας να επαναλάβει το κριμαϊκό προηγούμενο στην
Ανατολική Ουκρανία.
[xv] Ενδεικτικές οι – ελπιδοφόρες, κατά τη στιγμή της σύνταξης
του παρόντος κειμένου - συνομιλίες των προέδρων της Ρωσίας και της Ουκρανίας
την 26η – 8- 2014 στην πρωτεύουσα της Λευκορωσίας Μινσκ, με
συμμετοχή και της αρμόδιας για την εξωτερική πολιτική της ΕΕ κυρίας Catherine Ashton. Βλ. μεταξύ άλλων: Kiev promises
ceasefire plan for east Ukraine, Financial Times, 27-8-2014.
[xvi] Οι κ.κ. Κίσινγκερ και Μπρεζίνσκι, κορυφαίοι Αμερικανοί διεθνολόγοι, με κρίσιμη
προσωπική ανάμειξη, κατά το παρελθόν, στη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής
της χώρας τους, εισηγήθηκαν την καθιέρωση για την Ουκρανία καθεστώτος «φινλανδικής» έμπνευσης, αποκλείοντος την
ένταξή της σε στρατιωτικούς συνασπισμούς, όπως το ΝΑΤΟ, αλλά παρέχοντος στο
Κίεβο πλήρη ευχέρεια να συνάπτει οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, τόσο με την
Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και με την ίδια τη Ρωσία. Βλ. Zbigniew Brzezinski, Russia
needs a ‘Finland option’ for Ukraine, Financial Times, 23-2-2014, και Henry A. Kissinger, How the Ukraine crisis ends, Washington Post, 6-3-2014. Ενώ ο John J. Mearsheimer, στο προμνησθέν άρθρο του, προτείνει την μετατροπή της Ουκρανίας σε ουδέτερη
ζώνη (buffer) κατά το αυστριακό ψυχροπολεμικό
προηγούμενο.
[xvii] Χαρακτηριστικά, ο Ουκρανός πρόεδρος είναι ο μόνος μη
νατοϊκός ηγέτης που προβλέπεται να διαβουλευθεί με τους νατοϊκούς ομολόγους του
στο πλαίσιο των εργασιών της Συνόδου. Βλ. ως άνω ανταπόκριση του Ian Traynor στην Guardian.