~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στα κατεχόμενα της βόρειας Κύπρου η φετινή 40η επέτειος της τουρκικής εισβολής και κατοχής ήταν ξεχωριστή σε σχέση με όλες τις προηγούμενες. Θα ανέμενε κανείς ότι καθ’ αυτό το γεγονός τής συμπλήρωσης τεσσάρων δεκαετιών από τα γεγονότα τού καλοκαιριού τού 1974 θα αποτελούσε από μόνο του το επίκεντρο των επετειακών εκδηλώσεων. Ωστόσο, η επί 40 χρόνια οικονομική και διπλωματική απομόνωση της επονομαζόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας τής Βόρειας Κύπρου» σε συνάρτηση με την έκδηλη απαισιοδοξία της τουρκοκυπριακής κοινής γνώμης για την μελλοντική πορεία της κατοχικής διοικητικής οντότητας, δεν προσφέρονταν για ευχάριστους απολογισμούς. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη το 2011 από το Τουρκικό Ίδρυμα Έρευνας Οικονομικής Πολιτικής, TEPAV, λιγότερο από το 20% των Τουρκοκυπρίων δήλωναν ευχαριστημένοι από την κατάσταση που επικρατούσε τότε στην «ΤΔΒΚ». Εννέα στους δέκα κατοίκους των κατεχομένων δήλωναν απαισιόδοξοι για τη βιωσιμότητα του κατοχικού πολιτικού κατεστημένου και της «ΤΔΒΚ». [1] Έκτοτε, κανένα γεγονός δεν συνετέλεσε στο να μεταβληθούν οι απαισιόδοξες τάσεις τής τουρκοκυπριακής κοινής γνώμης, όχι μόνο λόγω της στασιμότητας των διαπραγματεύσεων με την ελληνοκυπριακή πλευρά και της συνεχιζόμενης διπλωματικής απομόνωσης της «ΤΔΒΚ». Η χρηματοπιστωτική κρίση που αντιμετωπίζει η Κυπριακή Δημοκρατία, όσο παράδοξο ίσως ακούγεται, διέψευσε την ελπίδα πολλών Τουρκοκυπρίων πολιτών, που έβλεπαν την οικονομική ευρωστία τού νότου ως ευκαιρία διεξόδου από το πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο που επί τέσσερις δεκαετίες αντιμετωπίζει ο κατεχόμενος βορράς.
Καθ' όλα τα προηγούμενα χρόνια, οι διχαστικές μνήμες αποτελούσαν το μόνιμο σημείο αναφοράς των επετειακών εκδηλώσεων του κατοχικού καθεστώτος. Αυτή η προσέγγιση δεν εξέπληττε κανέναν. Με αυτόν τον τρόπο, αφ'ενός δικαιολογείτο πολιτικά και ιστορικά η τουρκική εισβολή τού 1974 και αφ' ετέρου προβάλλονταν τα οφέλη τής μετέπειτα «Τουρκοκυπριακής χειραφέτησης», απτή απόδειξη της οποίας προβαλλόταν η καθ’ αυτή ύπαρξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» – η οποία όμως συνεχίζει να μην αναγνωρίζεται από την διεθνή κοινότητα, με εξαίρεση την κατέχουσα μητέρα-πατρίδα Τουρκία.
Φέτος, το κατοχικό καθεστώς επέλεξε να μην προσπαθήσει να ωραιοποιήσει έναν ούτως ή άλλως θλιβερό απολογισμό τής διπλωματικής, πολιτικής και οικονομικής του πορείας κατά τα τελευταία 40 χρόνια. Επέλεξε να αξιοποιήσει την ένοπλη σύρραξη Ισραήλ και Χαμάς στην Λωρίδα τής Γάζας για να στηρίξει ακόμα μια φορά την φοβική προσέγγιση της πιθανότητας επανένωσης του νησιού. Οι Τουρκοκύπριοι αξιωματούχοι συσχέτισαν την περιπέτεια που βιώνει σήμερα ο άμαχος πληθυσμός τής Γάζας με τα όσα δεινά πιθανόν θα αντιμετώπιζαν οι Τουρκοκύπριοι εάν η τουρκική εισβολή τού 1974 δεν είχε συμβεί. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, Ντερβίς Έρογλου, και σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος των κατεχομένων παρομοίασαν τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό με τους άμαχους Παλαιστινίους, αφήνοντας να εννοηθούν αντίστοιχοι φοβικοί συνειρμοί, συσχετίζοντας την ελληνοκυπριακή πλευρά με την παρούσα ισραηλινή στρατιωτική δράση στην Γάζα.
Σε αυτό το πνεύμα και βάσει τέτοιων παραλληλισμών, όλα τα τουρκοκυπριακά πολιτικά κόμματα εξέδωσαν δηλώσεις αλληλεγγύης προς την Γάζα και αντίστοιχες ανακοινώσεις καταδίκης κατά του Ισραήλ [2]. Συγκεκριμένα, ο Γενικός Γραμματέας τού κυβερνώντος Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, Κουτλάι Ερκ, χαρακτήρισε τα τεκταινόμενα στην Γάζα ως γενοκτονία. Ο Γενικός Γραμματέας του Τ/Κ Δημοκρατικού Κόμματος που μετέχει στην κυβέρνηση, Χασάν Τατσόϊ, κάλεσε για τον άμεσο τερματισμό των ισραηλινών επιχειρήσεων. Ο Γραμματέας Εξωτερικών Σχέσεων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης UBP, Ταχσίν Ερτουγρούογλου, καταδίκασε το Ισραήλ, χαρακτηρίζοντας «δυσανάλογη την στρατιωτική δράση που εφαρμόζεται κατά του παλαιστινιακού λαού». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι φράσεις με τις οποίες κατέληγε το ψήφισμα που επέδωσε στα γραφεία τού ΟΗΕ στην Κύπρο μια πρωτοεμφανιζόμενη τουρκοκυπριακή ΜΚΟ, με την επωνυμία «Τουρκοκύπριοι Ενάντια στον Πόλεμο»: «Ως λαός έχουμε υποστεί παρόμοια μοίρα στο νησί και αισθανόμαστε αυξημένη ανησυχία ως προς την έκταση που μπορεί να φθάσουν αυτά τα απαράδεκτα γεγονότα. Είναι απαράδεκτο για μας να μείνουμε απαθείς στις βάρβαρες επιθέσεις τού Κράτους τού Ισραήλ κατά του Παλαιστινιακού λαού».
Στις 18.07.2014 ο Σερντάρ Ντενκτάς, Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Έρογλου και ηγέτης τού Τ/Κ Δημοκρατικού Κόμματος, εξέδωσε γραπτή ανακοίνωση με την οποία εξέφρασε την απογοήτευσή του επειδή τα μηνύματα καταδίκης των Τουρκοκυπρίων «δεν εισακούονται, ενώ η αδύναμη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς το Ισραήλ οδηγούν στη σφαγή [σ.σ. των Παλαιστινίων]». Ο κ. Ντενκτάς συνέδεσε την κατάσταση στην οποία περιήλθαν οι κάτοικοι της Γάζας με την παρούσα κατάσταση στην Κύπρο, προσθέτοντας ότι «οι εξελίξεις στην Γάζα θα πρέπει να αποτελέσουν παράδειγμα σε εκείνους τους κύκλους που προσπαθούν να υπονομεύσουν την ανάγκη για την διατήρηση της παρούσας ατμόσφαιρας ασφάλειας που επικρατεί στο νησί», καταλήγοντας χαρακτηριστικά: «Οι εξελίξεις στην Γάζα θα πρέπει να μας βοηθήσουν να εκτιμήσουμε τα όσα έχουμε σήμερα». [3]
Την ίδια μέρα (18.07.2014) ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων, Ντερβίς Έρογλου, αφού καταδίκασε την έναρξη των χερσαίων ισραηλινών επιχειρήσεων στην Γάζα, εξήρε τη θέση που έλαβε η Τουρκία υπέρ της Χαμάς, σε αντιδιαστολή προς την επιφυλακτικότητα της διεθνούς κοινότητας να λάβει ξεκάθαρη θέση κατά του Ισραήλ: «Δυστυχώς, δεν είδαμε άλλη χώρα πλην της Τουρκίας, να καταδικάζει αυτές τις επιθέσεις. Δυσκολεύομαι να καταλάβω γιατί ο κόσμος παραμένει σιωπηρός ενόψει τέτοιων σφαγών». [4]
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 21 Ιουλίου 2014 και επ' ευκαιρία της 40ης επετείου της τουρκικής εισβολής και κατοχής τής Κύπρου, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης συνέδεσε ξεκάθαρα την επέτειο της τουρκικής εισβολής με τις τρέχουσες εξελίξεις στην Γάζα. Ήταν η πρώτη φορά από το 1975 έως σήμερα, που Τουρκοκύπριος ηγέτης αντιπαραβάλει διεθνείς εξελίξεις προκειμένου να εξάρει την τουρκική εισβολή και στρατιωτική παρουσία στο νησί. Συγκεκριμένα, ο κ. Έρογλου σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Kibris [5] δήλωσε ότι «οι εξελίξεις στο Παλαιστινιακό αποτελούν μια από τις σαφέστερες ενδείξεις γιατί οι Τουρκοκύπριοι επιμένουν στη συνέχιση της ύπαρξης ενεργών και αποτελεσματικών εγγυήσεων εκ μέρους της μητέρας-πατρίδας Τουρκίας». [6]
Τέλος, από τις 23 έως και τις 27 Ιουλίου 2014, οι κατοχικές Αρχές αποφάσισαν να κυματίζουν μεσίστιες οι σημαίες τής «ΤΔΒΚ», κηρύσσοντας εθνικό πένθος εις μνήμην των θυμάτων των ισραηλινών επιχειρήσεων στην Γάζα [7]. Ήταν η πρώτη φορά που η «ΤΔΒΚ» κήρυξε εθνικό πένθος για ένα ζήτημα που δεν αφορά την τουρκοκυπριακή ή την τουρκική επικαιρότητα, γεγονός το οποίο καταδεικνύει την σημασία που επιθυμεί να προσδώσει η τουρκοκυπριακή ηγεσία στους παραλληλισμούς που ακούστηκαν εντονότατα και συνέδεαν την τουρκοκυπριακή κοινότητα με τους Παλαιστινίους που ζουν στην Γάζα κατά την φετινή 40η επέτειο της τουρκικής εισβολής στο νησί.
Ωστόσο, η καθαρά φιλοπαλαιστινιακή και αντιισραηλινή στάση που υιοθετεί η τουρκοκυπριακή ηγεσία σήμερα, είναι βέβαιο ότι θα προκαλούσε μεγάλη έκπληξη τόσο τον Δρα. Φαζίλ Κιουτσούκ, όσο και στον Ραούφ Ντενκτάς, ηγετικά στελέχη τής τουρκοκυπριακής κοινότητας κατά τα πρώτα χρόνια τής ζωής τής ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ
Η τουρκοκυπριακή κοινότητα, ήδη πριν από την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 16 Αυγούστου 1960 αλλά και κατά την διάρκεια των πρώτων χρόνων ζωής τού ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, διατηρούσε ιδιαίτερα επιφυλακτική στάση έναντι των Αράβων και κυρίως έναντι της νασσερικής Αιγύπτου. Τόσο ο τότε Αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Δρ. Φαζίλ Κιουτσούκ, όσο και ο Ραούφ Ντενκτάς υπό την ιδιότητα του Προέδρου τής Τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης, ακολουθούσαν πιστά το δόγμα τής τότε τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία επεδίωκε την ενδυνάμωση της θέσης τής Τουρκίας στην νοτιοανατολική Μεσόγειο ως μέλος του ΝΑΤΟ, καλλιεργώντας ειδική σχέση συνεργασίας με τους φιλοδυτικούς περιφερειακούς παίκτες – σημαντικότερος των οποίων ήταν το Ισραήλ.
Οι Τουρκοκύπριοι πολιτικοί παρατηρούσαν πολύ προσεκτικά τις κινήσεις τού Αρχιεπισκόπου Μακαρίου προς τις αραβικές χώρες και εξέφραζαν έντονους προβληματισμούς κάθε φορά που η Κυπριακή Δημοκρατία έτεινε να προσεταιρίζεται το Κίνημα των Αδεσμεύτων, που τηρούσε κριτική στάση προς την Δύση και σε περιφερειακό επίπεδο συντασσόταν ξεκάθαρα με τους Άραβες, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο Παλαιστινιακό ζήτημα. Αιχμή τού δόρατος των επιχειρημάτων που πρόβαλε σε κάθε ευκαιρία ο Αντιπρόεδρος Κιουτσούκ ήταν η γνωστή δήλωση Μακαρίου, ότι δηλαδή «η ανεξάρτητη Κύπρος θα αποτελέσει την Ελβετία τής Μέσης Ανατολής», με την έννοια ότι η νεαρή Κυπριακή Δημοκρατία θα τηρεί ισότιμες φιλικές σχέσεις με όλα τα αντιμαχόμενα μέρη της περιοχής, αναφερόμενος κυρίως στην αραβοϊσραηλινή διένεξη.
Ήταν σαφές ότι οι Τουρκοκύπριοι είχαν αντιληφθεί πως το Ελληνοκυπριακό στοιχείο προσέβλεπε στις αραβικές ψήφους στα διεθνή φόρα και στον ΟΗΕ, για να μεταβληθούν οι όροι που είχαν ορισθεί στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, οι οποίες είχαν δημιουργήσει ένα εξαιρετικά δυσλειτουργικό, όπως αποδείχθηκε, συνταγματικό πλαίσιο λειτουργίας του νέου κράτους, υπό τις συνθήκες που καθοριζόταν η δικοινοτική πολιτική συμβίωση. Προκειμένου, όμως, η ελληνοκυπριακή πλευρά να εξασφαλίσει την αραβική στήριξη όταν το ζήτημα της μεταβολής τούυ δικοινοτικού status quo θα ετίθετο στο τραπέζι, έπρεπε να τηρήσει αντίστοιχη ευνοϊκή στάση ως προς τα αραβικά αιτήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία επικεντρώνονταν στο Παλαιστινιακό ζήτημα. Αντιστοίχως, το Ισραήλ διαβλέποντας την επιρροή των Αράβων και ειδικότερα της τότε Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας τού Νάσσερ ως προς την διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής τής Λευκωσίας, προσέβλεπε στην στήριξη της Τουρκίας (σε περιφερειακό επίπεδο) αλλά και στη στήριξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας (σε κυπριακό επίπεδο) προκειμένου να μην αποτελέσει η Κύπρος ένα «αραβικό προτεκτοράτο», λίγα μόλις ναυτικά μίλια από τις ισραηλινές ακτές. Συνεπεία των ανωτέρω, ως προς το ζήτημα της αραβοϊσραηλινή διένεξης οι Ελληνοκύπριοι έτειναν να προσεταιρίζονται τους Άραβες και ιδιαίτερα την Αίγυπτο, με σκοπό να εξασφαλισθεί στο μέλλον η αραβική στήριξη για τις επιδιώξεις τους να μεταβληθούν οι δυσμενείς γι' αυτούς όροι των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, ενώ συγχρόνως ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος συνεπικουρούμενος από Ελληνοκύπριους υπουργούς κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να διατηρήσει τις λεπτές ισορροπίες και με το Ισραήλ. Από την άλλη πλευρά, οι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν καμία μεταβολή τού Κυπριακού Συντάγματος, πρόβαλλαν αντιρρήσεις και έντονες επιφυλάξεις σε κάθε φιλοαραβική κίνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, και μεταξύ άλλων, ήταν υπέρμαχοι της δημιουργίας στενών σχέσεων με το Ισραήλ. Άλλωστε, η σύσφιγξη των σχέσεων Κύπρου-Ισραήλ ήταν σύμφωνη και με την τότε τουρκική περιφερειακή πολιτική, την οποία οι Τουρκοκύπριοι ούτως ή άλλως εφάρμοζαν.
Το Ισραήλ, πολύ πριν ανακηρυχθεί η ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, και δη από τον Σεπτέμβριο του 1950, διατηρούσε Γενικό Προξενείο στην Λευκωσία, μέσω του οποίου καλλιεργούνταν οι σχέσεις τού νεαρού εβραϊκού κράτους με την Βρετανία [8]. Ανήμερα της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας τής Κύπρου, στις 16 Αυγούστου 1960, το Ισραήλ αναγνώρισε το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος και όρισε Πρέσβη του στην Λευκωσία τον Ζεέβ Λεβίν, ο οποίος ήταν ήδη διαπιστευμένος ως Γενικός Πρόξενος του Ισραήλ στην μέχρι τότε βρετανοκρατούμενη Κύπρο. Την επομένη, 17.08.1960, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αποδέχθηκε εγγράφως τον διορισμό, με επιστολή του προς το ισραηλινό Υπουργείο Εξωτερικών.
Η άμεση αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας εκ μέρους τού Ισραήλ, που επέφερε ουσιαστικά την άμεση αναβάθμιση του ισραηλινού Γενικού Προξενείου σε Πρεσβεία, στην ουσία έφερε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο προ τετελεσμένων. Η γρήγορη αυτή κίνηση της ισραηλινής διπλωματίας είχε σκοπό αφ' ενός να μην δοθεί το περιθώριο στον Πρόεδρο Μακάριο να αμφιβάλλει για το εάν θα πρέπει να συστήσει διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, αφ' ετέρου να μην υποκύψει στις πιέσεις που προέρχονταν από τις αραβικές χώρες, οι οποίες ήταν φυσικό να αναμένουν από την Κύπρο πολιτικά και διπλωματικά ανταλλάγματα καθ’ ότι, καθ' όλη την διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, είχαν σαφώς τεθεί υπέρ των Ελληνοκυπρίων. Ένας άλλος σημαντικός λόγος που ώθησε το Ισραήλ να προβεί κατά την συγκεκριμένη εκείνη στιγμή στην άμεση αναγνώριση της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν ότι η Αίγυπτος τότε δεν είχε καμία διπλωματική παρουσία στην Κύπρο. Το Κάιρο είχε διακόψει τις διπλωματικές του σχέσεις με την Βρετανία από το 1956, λόγω του πολέμου τού Σουέζ, και εξ αιτίας αυτού είχε ανακαλέσει τον Γενικό της Πρόξενο από τη Λευκωσία. Ωστόσο, ήταν ζήτημα χρόνου η Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία τού Γκαμάλ Άμπντελ Νάσσερ να συστήσει πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με την Κύπρο, να λειτουργήσει πρεσβεία στην Λευκωσία και με τον τρόπο αυτό να αυξήσει την πολιτική της επιρροή στο νησί. Τότε, όμως, θα ήταν πολύ αργά για το Ισραήλ, που θα αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες να συστήσει διπλωματικές σχέσεις με την νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία, με την οποία ενδιαφερόταν να καλλιεργήσει ομαλές σχέσεις, καθ’ ότι ήταν η μοναδική μη-αραβική και μη-μουσουλμανική χώρα, που μοιραζόταν κοινά θαλάσσια σύνορα.
Η τουρκοκυπριακή πολιτική ηγεσία ήταν σαφής ως προς το ζήτημα της σύστασης πλήρων διπλωματικών σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με το Ισραήλ. Από την στιγμή που το Ισραήλ είχε ήδη αναβαθμίσει το Γενικό Προξενείο που διατηρούσε στη Λευκωσία σε Πρεσβεία, τόσο το Ισραήλ όσο και οι Τουρκοκύπριοι πίεζαν ώστε η Κύπρος να προβεί σε αντίστοιχη κίνηση και να ανοίξει δική της Πρεσβεία στο Τελ Αβίβ. Η ελληνοκυπριακή πλευρά δίσταζε να λάβει αυτήν την απόφαση, ευρισκόμενη σε εξαιρετικά δύσκολη θέση λόγω των λεπτών ισορροπιών που έπρεπε να τηρήσει. Οι αραβικές χώρες, με επικεφαλής την Αίγυπτο και δευτερευόντως τον Λίβανο, προσπαθούσαν να αποτρέψουν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να εμβαθύνει περισσότερο τις σχέσεις τής Κύπρου με το Ισραήλ. Κατά τους πρώτους μήνες τής κυπριακής ανεξαρτησίας, από αραβικής πλευράς προβάλλονταν δελεαστικές υποσχέσεις για οικονομική βοήθεια. Ειδικότερα, η Αίγυπτος υπονοούσε ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα που διαβιούσε στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο θα τύγχανε ευνοϊκότερης μεταχείρισης έναντι των άλλων Ευρωπαίων που κατοικούσαν στην Αίγυπτο, ενόψει της νασσερικής νομοθεσίας περί εθνικοποιήσεων των ξένων περιουσιών. Εάν, όμως, η Κύπρος συνέχιζε να μην εμποδίζει την ισραηλινή οικονομική διείσδυση στο νησί και δεν διέκοπτε τις διπλωματικές της σχέσεις με το Ισραήλ, τότε το νεαρό κυπριακό κράτος δεν θα έπρεπε να ελπίζει σε καμία βοήθεια εκ μέρους των Αράβων. Ήταν, μάλιστα, εντυπωσιακό ότι στο πλαίσιο αυτής της συντονισμένης αραβικής προσπάθειας, είχε τεθεί ζήτημα προστασίας των δικαιωμάτων τής μαρωνίτικης κοινότητας στην Κύπρο, που διατηρούσε στενές πολιτισμικές σχέσεις με τον Λίβανο, περιπλέκοντας ακόμα περισσότερο το δικοινοτικό status quo των συμφωνιών Λονδίνου-Ζυρίχης, ζητώντας να προστεθεί και ο αραβικός παράγοντας στην διακοινοτική πολιτική πραγματικότητα του νησιού. Ειδικά αυτό το αίτημα βρήκε αντίθετους τους Τουρκοκυπρίους αλλά και την ίδια της Τουρκία, ενώ συγχρόνως, Αθήνα και Λευκωσία κράτησαν μια σιωπηρή μεν αλλά σαφώς αρνητική στάση προς αυτό το άκαιρο αραβικό αίτημα, που θα άλλαζε σημαντικά πολιτειακά δεδομένα.
Η έντονη αραβική προσπάθεια να αποτραπεί η διασύνδεση Κύπρου-Ισραήλ είχε ως αποτέλεσμα ο Ισραηλινός πρέσβης να βρίσκεται στη Λευκωσία και επί πέντε μήνες, ενώ ήταν εφοδιασμένος με όλα τα απαραίτητα έγγραφα, να μην έχει καταφέρει να υποβάλλει στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τα διαπιστευτήριά του – την στιγμή που όλοι οι υπόλοιποι πρέσβεις στην Λευκωσία ασκούσαν τα καθήκοντά τους κανονικά. Κατά το διάστημα αυτό, η σύσταση διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στην Κύπρο και στο Ισραήλ είχε τεθεί εν αμφιβόλω, παρά το ότι οι συναντήσεις για το θέμα αυτό μεταξύ του Ισραηλινού πρέσβη Ζεέβ Λεβίν και του υπουργού Εξωτερικών Σπύρου Κυπριανού ήταν σχεδόν καθημερινές. Ωστόσο, η παρασκηνιακή βοήθεια που είχε προσφέρει η τουρκοκυπριακή πλευρά στην ισραηλινή διπλωματία με σκοπό να μπορέσει τελικά ο Ισραηλινός πρέσβης Ζεέβ Λεβίν να καταθέσει τα διαπιστευτήριά του στον πρόεδρο Μακάριο υπήρξε αποφασιστικής σημασίας, καθ' όλο το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας αναγνώρισης της Κύπρου εκ μέρους τού Ισραήλ στις 16.08.1960 έως και τις 26.01.1961, οπότε και τελικά πραγματοποιήθηκε η επίσημη τελετή υποβολής των διαπιστευτηρίων στο Προεδρικό Μέγαρο στην Λευκωσία. Κατά το μεσοδιάστημα των πέντε αυτών μηνών, η ελληνοκυπριακή πλευρά πιεζόταν ποικιλοτρόπως από το Κάιρο να απεμπλακεί από το Τελ Αβίβ. Οι επαφές τού υπουργού Εξωτερικών, Κυπριανού, τόσο με τον Ισραηλινό Πρέσβη όσο και με τους αιγύπτιους αξιωματούχους είχαν φέρει σε μεγάλη αμηχανία την άπειρη τότε κυπριακή διπλωματία. Εν τέλει, όμως, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος φρόντισε πρωτίστως να έρθει σε συνεννόηση με την αιγυπτιακή διπλωματία, εξηγώντας ότι η Κύπρος δεν επιθυμούσε να υπεισέλθει στην αραβοϊσραηλινή διένεξη, ούτε η σύσταση διπλωματικών σχέσεων με το Ισραήλ θα αναιρούσε τις παραδοσιακές φιλικές σχέσεις των Ελληνοκυπρίων με τους Άραβες. Εν τέλει, μόνο αφότου ο Αιγύπτιος πρέσβης, Μωχάμαντ Λούτφι, επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον Κύπριο Πρόεδρο στις 13.01.1961, μόνο τότε κατέστη πολιτικά σκόπιμο να πραγματοποιηθεί η επίσημη τελετή υποβολής των διαπιστευτηρίων του Ισραηλινού πρέσβη στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις 26.01.1961.
Παρά το ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απεδείχθη συνεπής στις υποσχέσεις του προς το Ισραήλ και κατάφερε με εύσχημο τρόπο να ξεπεράσει τις αραβικές πιέσεις, οι Τουρκοκύπριοι τελικά ήταν αυτοί που κέρδισαν τις εντυπώσεις στα μάτια των Ισραηλινών. Καθ' όλο το διάστημα των πέντε μηνών που ο Ισραηλινός πρέσβης στην Λευκωσία ανέμενε να λάβει το «πράσινο φως» για να μεταβεί στο Προεδρικό Μέγαρο και να υποβάλλει τα διαπιστευτήριά του, οι επίμονες συστάσεις του Αντιπροέδρου Κιουτσούκ και οι παρασκηνιακές κινήσεις τού Ραούφ Ντενκτάς είχαν ως αποτέλεσμα οι Ισραηλινοί να εντυπωσιασθούν από την θετική διάθεση που τους εκδήλωνε η τουρκοκυπριακή πλευρά.
Ενδεικτική τής τουρκοκυπριακής στάσης έναντι του Ισραήλ αποτελεί η από 12.01.1961 επιστολή [9] τού Διευθυντή τού Γραφείου τού Αντιπροέδρου Κιουτσούκ, Α. Τζ. Μουφτίζαδε, προς τον Ελληνοκύπριο ομόλογό του στην Προεδρία τής Δημοκρατίας, στην οποία αναφέρονταν τα ακόλουθα:
«Τώρα που ο Πρέσβης της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας θα υποβάλει τα διαπιστευτήριά του το Σάββατο 14 Ιανουαρίου 1961, ο Αντιπρόεδρος και οι Τούρκοι Υπουργοί θεωρούν ότι ο Πρέσβης τού Ισραήλ δεν θα πρέπει να αναμένει περισσότερο για την υποβολή των δικών του διαπιστευτηρίων. Ο Πρόεδρος αναμφίβολα θα συμφωνεί ότι το διπλωματικό πρωτόκολλο επιβάλει σε εμάς την υποχρέωση να μην καθυστερεί περισσότερο η αποδοχή των διαπιστευτηρίων ενός Πρέσβη που βρίσκεται ήδη στην Κύπρο. Καθυστέρηση στην αποδοχή των διαπιστευτηρίων ενδέχεται να δημιουργήσει ανεπιθύμητες εξελίξεις τόσο στο πρόσωπο του ιδίου τού Πρέσβη όσο και στην Κυβέρνησή του.
Ο Δρ. Κιουτσούκ μου έδωσε οδηγίες να σας απευθυνθώ τηλεφωνικώς επ' αυτού, υποβάλλοντάς σας συγχρόνως την παρούσα διακοίνωση, ζητώντας μου να υποβάλω την παρούσα πρόταση στον Πρόεδρο [της Δημοκρατίας], ούτως ώστε ο Ισραηλινός Πρέσβης να υποβάλει τα διαπιστευτήριά του πριν την 14η Ιανουαρίου 1961, ημερομηνία κατά την οποία πρόκειται να υποβάλει τα διαπιστευτήριά του ο Πρέσβης της ΗΑΔ, ο οποίος έφθασε στην Κύπρο μόλις πριν από μερικές μέρες».
Οι ευμενείς εντυπώσεις τού Ισραηλινού πρέσβη, Ζεέβ Λεβίν, ως προς τη στήριξη που είχε λάβει τότε εκ μέρους τής τουρκοκυπριακής πλευράς εκφράζονται στην από 19.01.1961 και υπ'αρ. 37/103.1 αναφορά του προς τον Γενικό Γραμματέα τού Ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών. Η αναφορά εκείνη είχε τον τίτλο «Η βοήθεια των Τουρκοκυπρίων για τον καθορισμό ημερομηνίας υποβολής των διαπιστευτηρίων» και κατέληγε χαρακτηριστικά ως εξής: «Όπως και κατά το παρελθόν, έτσι και τώρα οι Τούρκοι απέδειξαν την σταθερή τους στάση υπέρ των θέσεών μας. Αλλά αυτή τη φορά, ό,τι έγινε, έγινε εκ μέρους τής τοπικής ηγεσίας τής τουρκικής κοινότητας και όχι κατόπιν πιέσεως της Άγκυρας». [10]
Το ζήτημα της σύστασης πλήρων, ισότιμων και ομαλών διπλωματικών σχέσεων Κύπρου-Ισραήλ δεν έληξε, όμως, εκεί. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, και μετά την υποβολή των διαπιστευτηρίων τού Ισραηλινού πρέσβη και την λειτουργία τής Ισραηλινής πρεσβείας στην Λευκωσία, συνέχιζε να δέχεται πιέσεις από τις αραβικές χώρες, ούτως ώστε η Κύπρος να μην λειτουργήσει Πρεσβεία στο Τελ Αβίβ, ούτε να αντιπροσωπεύεται διπλωματικά στο Ισραήλ με κανέναν τρόπο. Παράλληλα, όμως, δεχόταν πιέσεις και από την τουρκοκυπριακή πλευρά, η οποία ακολουθούσε πιστά την γραμμή τής εξωτερικής πολιτικής τής Άγκυρας που ολοένα ενδυνάμωνε τις σχέσεις της με το εβραϊκό κράτος. Πέραν των ανωτέρω, οι ισχυροί δεσμοί που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ ισραηλινών επιχειρηματικών παραγόντων με αντίστοιχους επιχειρηματικούς ελληνοκυπριακούς κύκλους του τουρισμού και του εμπορίου, αλλά και η τεχνική βοήθεια που ήταν σε θέση να προσφέρει το Ισραήλ στην Κύπρο εκείνη την εποχή, επέβαλαν στην κυπριακή πλευρά να αναβαθμίσει την διπλωματική της εκπροσώπηση στο Ισραήλ.
Το 1963, και όταν πλέον η κυπριακή κυβέρνηση δεν έβλεπε να πραγματοποιούνται οι υποσχέσεις της Αιγύπτου για ευμενέστερη μεταχείριση των Ελληνοκυπρίων στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια ή για περαιτέρω ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων Κύπρου-Αράβων και αύξηση του ρεύματος Αράβων τουριστών στο νησί, δεν ήταν πλέον σε θέση να αντιτάξει πειστικά επιχειρήματα στην τουρκοκυπριακή πλευρά και στην ισραηλινή διπλωματία, που θα δικαιολογούσαν περαιτέρω καθυστέρηση της διαπίστευσης Κύπριου πρέσβη στο Ισραήλ. Η Λευκωσία επέλεξε την εύσχημη και όσο το δυνατόν ανώδυνη λύση, ορίζοντας ως πρέσβη της στο Τελ Αβίβ τον Μεχμέτ Ερτουγρούογλου, τον τουρκοκυπριακής καταγωγής πρέσβη τής Κυπριακής Δημοκρατίας που ήταν διαπιστευμένος και μόνιμα εγκατεστημένος στην Άγκυρα. Και σε αυτήν την περίπτωση όμως, η τουρκοκυπριακή κοινότητα φρόντισε να «κλέψει τις εντυπώσεις» και να τονίσει ότι η αναβάθμιση των σχέσεων Κύπρου-Ισραήλ οφειλόταν στους τουκοκυπριακούς χειρισμούς. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει στο από 1.2.1963 και υπ' αρ. 402.1 τηλεγράφημά του [11] ο Ισραηλινός πρέσβης στην Κύπρο, Τούβια Αράζι, προς το Τμήμα Δυτικής Ευρώπης τού Ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, ο τουρκοκυπριακής καταγωγής τότε υπουργός Άμυνας της Κύπρου, Οσμάν Ορέκ, του τόνισε ότι το ζήτημα της τοποθέτησης Κυπρίου πρέσβη στο Τελ Αβίβ είχε τεθεί επίμονα από τους Τουρκοκύπριους υπουργούς στο Υπουργικό Συμβούλιο της 31.1.1963, τονίζοντας την τουρκοκυπριακή φιλοϊσραηλινή στάση στα κυπριακά κέντρα αποφάσεων.
Πράγματι, ο Μεχμέτ Ερτουγρούογλου μετέβη στο Ισραήλ, υπέβαλε τα διαπιστευτήριά του στις 17.05.1963 στον υπηρεσιακό Ισραηλινό πρόεδρο Kadish Luz, και κατέστη ο πρώτος Πρέσβης τής Κυπριακής Δημοκρατίας με διαπίστευση στο Ισραήλ – διατηρώντας ως μόνιμη εγκατάστασή του την Άγκυρα. Κατά την 7ήμερη παραμονή του στο Ισραήλ, ο Τουρκοκύπριος πρέσβης εντυπωσίασε τους ισραηλινούς αξιωματούχους από την ιδιαίτερη έμφαση που έδινε αφ' ενός στην εθνική του καταγωγή και αφ' ετέρου στα σαφή μη φιλικά αισθήματα που έτρεφε προς τους Άραβες. Ο Shaul Kariv, Διευθυντής τού Τμήματος Δυτικής Ευρώπης του Ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, σε σχετική αναφορά του περί της επίσκεψης Ερτουγρούογλου στο Ισραήλ, έγραφε χαρακτηριστικά τα ακόλουθα: «[…] Όπως μας είχατε σημειώσει, ο ως άνω είναι καθ' όλα Τούρκος. Στο Τελ Αβίβ ήθελε πολύ να συναντηθεί με τον Τούρκο ομόλογό του και μάλιστα οι εργαζόμενοι στο γραφείο του Τούρκου ομολόγου του, τον βοήθησαν να αποστείλει τις αναφορές του. Μου είπε ότι κατά τη διάρκεια της δεξίωσης που είχε παραθέσει προς τιμήν του η τουρκική αντιπροσωπεία, τον είχαν πλησιάσει ισραηλινοί δημοσιογράφοι και του έλεγαν αστειευόμενοι , ότι “να, ορίστε που έχουμε Τούρκο Πρέσβη στο Ισραήλ”. […] Επισκέφθηκε τον επικεφαλής τού διπλωματικού σώματος στο Τελ Αβίβ, ήτοι τον Πρέσβη της ΕΣΣΔ, τους Πρέσβεις των χωρών-μελών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας ως επίσης και τον εκπρόσωπο της Ελλάδας. Όσον αφορά τον τελευταίο, τον φέραμε σε τέτοια θέση ώστε να μην μπορεί να αρνηθεί να τον συναντήσει. […] Στις διάφορες συζητήσεις που είχε, δεν είχε δείξει κανένα ενδιαφέρον για τις σχέσεις Κύπρου-Ισραήλ, παρά μόνο για τις σχέσεις τού Ισραήλ με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Ούτε καν αναφέρθηκε για τους Κύπριους μετεκπαιδευόμενους στο Ισραήλ, προφανώς επειδή θα νόμιζε ότι πρόκειται μόνο για Ελληνοκυπρίους». [12]
Ωστόσο, η διπλωματική εκπροσώπηση της Κύπρου στο Ισραήλ σε βαθμό πρέσβεων ήταν εξαιρετικά βραχύβια. Με το ξέσπασμα των διακοινοτικών ταραχών στα τέλη τού 1963, ο πρέσβης Μεχμέτ Ερτουγρούογλου και όλο το προσωπικό τής κυπριακής διπλωματικής αποστολής στην Άγκυρα, που αποτελείτο αποκλειστικά από τουρκοκυπρίους, κατηγορήθηκαν από την κυπριακή κυβέρνηση ότι κατά την διάρκεια της παραμονής τους στην Άγκυρα, στρατολογούσαν άτομα για λογαριασμό τής ένοπλης τουρκοκυπριακής οργάνωσης ΤΜΤ. Όταν το καλοκαίρι του 1964 ο Μεχμέτ Ερτουγρούογλου αρνήθηκε να μεταβεί στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Λευκωσία για να δώσει εξηγήσεις, τότε του αφαιρέθηκε όχι μόνο η διπλωματική του ιδιότητα αλλά και η κυπριακή υπηκοότητα τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειάς του. Το ίδιο ίσχυσε και για όλα τα υπόλοιπα μέλη τής κυπριακής διπλωματικής αποστολής στην Άγκυρα. Στις 7.7.1964 το κυπριακό Υπουργείο Εξωτερικών απέστειλε στην Ισραηλινή κυβέρνηση σχετική Note Verbale, με την οποία ανακοίνωνε ότι από τις 3.7.1964 και εντεύθεν ο τουρκοκυπριακής καταγωγής και διαπιστευμένος στο Τελ Αβίβ πρέσβης τής Κύπρου, Μεχμέτ Ερτουγρούογλου, δεν εκπροσωπεί πλέον την Κυπριακή Δημοκρατία. Παρά το ότι στην ως άνω διακοίνωση του κυπριακού Υπουργείου Εξωτερικών υπονοείτο ότι θα ορισθεί αντικαταστάτης του, αυτό δεν έγινε. Έκτοτε, το ζήτημα της διπλωματικής εκπροσώπησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Ισραήλ εκκρεμούσε, ενώ το Ισραήλ συνέχιζε να διατηρεί την πρεσβεία του στην Λευκωσία.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα κατά τα πρώτα χρόνια τής κυπριακής ανεξαρτησίας, ακολουθώντας πιστά το δόγμα τής τουρκικής περιφερειακής πολιτικής, κράτησε μια σταθερή φιλοϊσραηλινή στάση, επιδιώκοντας την σύσταση πλήρων και ισότιμων διπλωματικών σχέσεων Κύπρου-Ισραήλ με κύριο σκοπό την όσο το δυνατόν απομάκρυνση της Λευκωσίας από την αραβική σφαίρα επιρροής.
Παρ' όλ' αυτά, όμως, πέραν της καλλιέργειας των επαφών ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή ηγεσία και την Ισραηλινή διπλωματία, από την ομαλοποίηση των διακρατικών σχέσεων Κύπρου-Ισραήλ, πρακτικά και ουσιαστικά ωφελήθηκε κυρίως η ελληνοκυπριακή πλευρά. Ελληνοκυπριακοί επιχειρηματικοί κύκλοι κατέστησαν εταίροι στα ισραηλινά επενδυτικά εγχειρήματα, με έμφαση στους τομείς τού εμπορίου και του τουρισμού, τομείς που έδιναν ανάσα στην αναπτυσσόμενη κυπριακή οικονομία. Οι προσπάθειες που είχαν καταβληθεί τόσο από πλευράς τού ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών όσο και εκ μέρους τού Ραούφ Ντενκτάς, να φέρουν σε επαφή Ισραηλινούς επιχειρηματίες με Τουρκοκύπριους εμπόρους είχαν αποδώσει μηδαμινά αποτελέσματα, σε αντίθεση με την επιτυχή επιχειρηματική συνεργασία Ελληνοκυπρίων-Ισραηλινών.
Ωστόσο, η τουρκοκυπριακή κοινότητα παρέμεινε πιστή στο να τηρεί τις περιφερειακές επιλογές τής Άγκυρας και ουδέποτε έδειξε να συμπαθεί ή έστω να θελήσει να προσεγγίσει τις αραβικές χώρες, δεδομένης της εν γένει καχυποψίας που επικρατούσε στις σχέσεις μεταξύ Αράβων και Τουρκίας. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που η ισραηλινή πλευρά εντυπωσιαζόταν από τους Τουρκοκύπριους πολιτικούς παράγοντες. Οι Ισραηλινοί, όμως, έδειχναν να παραβλέπουν το γεγονός ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά και συγκεκριμένα ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήταν εκείνος που τελικώς απεδείχθη συνεπής στην υπόσχεσή του να τηρήσει η Κυπριακή Δημοκρατία πολιτική ίσης φιλίας και ίσων αποστάσεων τόσο ως προς το Ισραήλ όσο και ως προς τους Άραβες. Άλλωστε, η ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν εκείνη που είχε αναλάβει όλη την ευθύνη των διπλωματικών ελιγμών που θα μπορούσαν να βλάψουν ανεπανόρθωτα τις καλές σχέσεις με την Αίγυπτο και τις υπόλοιπες αραβικές χώρες, σχέσεις ιδιαίτερα σημαντικές για τις τότε επιδιώξεις των Ελληνοκυπρίων.
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΟ 1974
Μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή τού βόρειου τμήματος του νησιού το 1974, αλλά και μετά την ανακήρυξη της φερόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» υπό την προεδρία τού Ραούφ Ντενκτάς, στις 15.11.1983, το Ισραήλ δεν ενέδωσε στις παραινέσεις τής Τουρκίας και δεν αναγνώρισε διπλωματικά την τουρκοκυπριακή διοικητική οντότητα. Το Ισραήλ ακολούθησε το παράδειγμα της διεθνούς κοινότητας και την στάση που υιοθέτησαν τα ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αναγνωρίζοντας ως μόνη νόμιμη κρατική οντότητα στο νησί την Κυπριακή Δημοκρατία. Αν και η Τουρκία πέτυχε να εξασφαλίσει για την «ΤΔΒΚ» καθεστώς παρατηρητή στον Οργανισμό Ισλαμικής Συνδιασκέψεως, η στρατηγική συνεργασία Τουρκίας-Ισραήλ δεν επέτρεψε στους Τουρκοκυπρίους να στραφούν στις υπόλοιπες μουσουλμανικές χώρες, με σκοπό την διπλωματική τους αναβάθμιση. Η «ΤΔΒΚ», ούσα απομονωμένη διπλωματικά, και μη μπορώντας να καλλιεργήσει το «μουσουλμανικό» της χαρτί λόγω των ειδικών σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ, μοιραίως επεδείκνυε εσωστρέφεια ως προς τα τεκταινόμενα στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, επικεντρώνοντας την προσοχή της αποκλειστικά αφ' ενός μεν στην πολιτική της Τουρκίας όσον αφορά την στρατιωτική, οικονομική και εποικιστική παρουσία της στο νησί, αφ' ετέρου δε στις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις με την Κυπριακή Δημοκρατία για την επίλυση του ζητήματος, οι οποίες κάθε φορά κατέληγαν σε αδιέξοδο.
Από την άλλη πλευρά, μετά την τουρκική εισβολή και ενώ οι σχέσεις μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ισραήλ παρέμεναν ψυχρές σε πολιτικό επίπεδο, το Ισραήλ διατηρούσε την Πρεσβεία του στην Λευκωσία και η οικονομική συνεργασία Ελληνοκυπρίων και Ισραηλινών επιχειρηματιών δεν επηρεάστηκε. Σε διπλωματικό επίπεδο, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν προέβη σε καμία αναβάθμιση των σχέσεών της με το εβραϊκό κράτος. Το 1994, και μόνο αφού τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία ομαλοποίησαν τις διπλωματικές τους σχέσεις με το Ισραήλ, τότε η Κυπριακή Δημοκρατία αποφάσισε να ανοίξει δική της πρεσβεία στο Τελ Αβίβ, η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Ειδικότερα, όσον αφορά την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, η «ΤΔΒΚ» διατηρεί «Γραφείο Εκπροσώπησης» στο Τελ Αβίβ, χωρίς όμως ο Τουρκοκύπριος εκπρόσωπος να συγκαταλέγεται στο διπλωματικό σώμα. [13] Ταυτόσημη πρακτική ισχύει και στις υπόλοιπες χώρες, όπου λειτουργούν «Γραφεία Εκπροσώπησης της ΤΔΒΚ» (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Βέλγιο, Ελβετία, Ιταλία, Αζερμπαϊτζάν, Κατάρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Μπαχρέιν, Κιργιζία, Ομάν, Κουβέιτ, Σουηδία, Γερμανία). [14]
Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι το κατοχικό καθεστώς στην Βόρεια Κύπρο θα ταυτιζόταν με οιαδήποτε πολιτική επιλογή τής Τουρκίας, σε κάθε επίπεδο. Η μεταστροφή τής τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στην περιφέρεια της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, είχε ως αποτέλεσμα η Τουρκία να προσεταιρισθεί τον αραβικό κόσμο με κριτήριο την νεο-οθωμανική προσέγγιση των πολιτικών συσχετισμών στη Μέση Ανατολή, και αντιστοίχως να διακόψει την πολυετή στρατιωτική συνεργασία της με το Ισραήλ, υποβαθμίζοντας τις πολιτικές και διπλωματικές της σχέσεις με το εβραϊκό κράτος.
Η Τουρκία, θέτοντας ζήτημα διεκδίκησης των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων εντός τής Κυπριακής ΑΟΖ, αυτομάτως έθεσε την «ΤΔΒΚ» στην καρδιά των περιφερειακών συσχετισμών. Η τουρκοκυπριακή πλευρά, ενόψει τέτοιων αλλαγών τής τουρκικής πολιτικής σε περιφερειακό επίπεδο, δεν μπορεί πια να διατηρεί την ίδια εσωστρέφεια που εκδήλωνε κατά το παρελθόν. Άλλωστε, όπως δεν είχε τεθεί ποτέ στην τουρκοκυπριακή κοινότητα το δίλημμα «Άραβες ή Ισραήλ» κατά την δεκαετία τού '60, όταν η Άγκυρα έκρινε ότι θα έπρεπε να ενισχυθούν οι σχέσεις της με το Ισραήλ - το δίλημμα αυτό δεν τέθηκε στην «ΤΔΒΚ», ούτε όταν η Τουρκία είχε αποφασίσει να υποβαθμίσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ και αντίστοιχα να ενδυναμώσει τις σχέσεις της με τους Άραβες και κυρίως με την Χαμάς, την οργάνωση που ελέγχει πολιτικά και στρατιωτικά την Λωρίδα της Γάζας.
Στο πλαίσιο της νέας τουρκικής περιφερειακής πολιτικής, η Άγκυρα επέλεξε να εκδηλώσει έντονη υποστήριξη στην οργάνωση της Χαμάς, η οποία, σε αντίθεση με την διεθνώς αναγνωρισμένη Παλαιστινιακή Αρχή, δεν αναγνωρίζει το Κράτος τού Ισραήλ, δεν μετέχει στις ειρηνευτικές συνομιλίες και έχει χαρακτηρισθεί από τις ΗΠΑ και την ΕΕ ως τρομοκρατική οργάνωση. Η Τουρκία βασίζει αυτήν της την επιλογή αφ' ενός στο συγγενές θρησκευτικό υπόβαθρο μεταξύ του κόμματος ΑΚΡ και του κινήματος των Αδελφών Μουσουλμάνων – στον ευρύτερο ιδεολογικοθρησκευτικό χώρο του οποίου ανήκει η Χαμάς – και αφ' ετέρου επειδή το ζήτημα της Γάζας απασχολεί ιδιαίτερα την τουρκική κοινή γνώμη. Άλλωστε, η τουρκική πολιτική ηγεσία φροντίζει να υπενθυμίζει στον τουρκικό λαό τα δραματικά γεγονότα τού στολίσκου τού Mavi Marmara, τονίζοντας την αλληλεγγύη που δείχνει η Τουρκία προς την Χαμάς και τους Παλαιστινίους που διαβιούν στη Γάζα.
Μέσα σε αυτό το πλέγμα σχέσεων, η τουρκική περιφερειακή πολιτική έπρεπε να εντάξει και την τουρκοκυπριακή οντότητα στους νέους συσχετισμούς που προωθούσε με τους υπόλοιπους παίκτες τής νοτιοανατολικής Μεσογείου. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τον τουρκοκυπριακό παράγοντα, και με δεδομένο ότι η διεθνής διπλωματική αναγνώριση της «ΤΔΒΚ» υπό τις παρούσες συνθήκες δεν είναι εφικτή, η Άγκυρα επιδιώκει να ενδυναμώσει α) τις τουρκοκυπριακές θέσεις στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού, β) τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων ως προς την εξόρυξη και εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων τής Κυπριακής ΑΟΖ.
Παρ' όλ' αυτά, η προσέγγιση Άγκυρας-Χαμάς δεν σήμαινε ότι και η «ΤΔΒΚ» θα μπορούσε να προσεταιρισθεί με τον ίδιο τρόπο την παλαιστινιακή οντότητα της Γάζας. Οι διαφορές μεταξύ της «ΤΔΒΚ» και της Χαμάς είναι σημαντικές: Το «σύνταγμα» της «ΤΔΒΚ» –πιστή αντιγραφή του τουρκικού κεμαλικού συντάγματος- υιοθετεί το πολίτευμα της Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, αναγνωρίζει τον θεσμό των πολιτικών κομμάτων, διαχωρίζει πλήρως την θρησκεία από το κράτος κατά τα πρότυπα του κεμαλισμού. Φαινομενικά λοιπόν, εφαρμόζονται στην τουρκοκυπριακή πολιτική πραγματικότητα τα χαρακτηριστικά μιας τυπικής Δυτικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, ενώ ουδέποτε εμφανίσθηκε στην τουρκοκυπριακή κοινωνία κάποιο πολιτικό κόμμα ή τάση παρόμοια με αυτήν που εκφράζει στην Τουρκία το κυβερνών ισλαμιστικό ΑΚΡ. Σε αντίθεση, λοιπόν, με το τι συμβαίνει στην τουρκοκυπριακή πολιτική πραγματικότητα, η Γάζα κυβερνάται από την Χαμάς, που είναι μια οργάνωση επαναστατική, διοικούμενη από το πολιτικό και στρατιωτικό της σκέλος χωρίς καθορισμένη θεσμική επαλληλία, δεν προβλέπονται διαδικασίες δημοκρατικής διαδοχής τής εξουσίας και ο ρόλος τής θρησκείας είναι πρωτεύων, τόσο όσον αφορά την εφαρμοζόμενη νομοθεσία, όσο και ως προς τα κριτήρια των πολιτικών και στρατιωτικών επιλογών.
Από την άλλη πλευρά, καταλυτικό ρόλο παίζουν οι εξωθεσμικές τους ομοιότητες: Τόσο η Χαμάς στην Γάζα όσο και η «ΤΔΒΚ» στην βόρεια Κύπρο αποτελούν οντότητες διπλωματικά μη αναγνωρισμένες από την διεθνή κοινότητα. Αντιμετωπίζουν διεθνή οικονομικό και διπλωματικό αποκλεισμό -ανεξαρτήτως του βαθμού των συνεπειών του. Πέραν αυτών, όμως, τόσο στην θαλάσσια περιοχή στα ανοικτά τής Γάζας όσο και στα ανοικτά τής Βόρειας Κύπρου, υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ύπαρξης ορυκτού πλούτου, τον οποίον και οι δύο αδυνατούν αφ' εαυτές να εκμεταλλευθούν, όχι μόνο λόγω της αντικειμενικής οικονομικής τους αδυναμίας αλλά κυρίως εξ αιτίας των ειδικών πολιτικών συνθηκών που αντιμετωπίζουν.
Δεν είναι προς το συμφέρον της Άγκυρας να συνδυασθούν με την «ΤΔΒΚ» οι αιτιάσεις τής Δύσης περί του τρομοκρατικού χαρακτήρα τής οργάνωσης της Χαμάς. Από την άλλη πλευρά, όμως, το γεγονός ότι τόσο ο πληθυσμός που κατοικεί στην Γάζα όσο και ο πληθυσμός που κατοικεί στην Κατεχόμενη Βόρειο Κύπρο υφίστανται τις συνέπειες του οικονομικού αποκλεισμού των λιμανιών αφ' ενός της Γάζας αφ' ετέρου τής Αμμοχώστου – αποτελεί για την Τουρκία ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο προπαγάνδας που στοχεύει στο να οδηγηθεί σε συναισθηματικώς φορτισμένα συμπεράσματα η μη επαρκώς ενημερωμένη διεθνής κοινή γνώμη. Ο διεθνής εμπορικός αποκλεισμός που επιβλήθηκε στους Τουρκοκυπρίους, σύμφωνα πάντα με την Τουρκία, αποτελεί ταυτόσημη περίπτωση με τον αντίστοιχο αποκλεισμό των Παλαιστινίων που ζουν υπό την διοίκηση της Χαμάς. Παρά τα πλείστα νομικά επιχειρήματα που θα αντιτάσσονταν σε αυτήν την λογική και ιστορική υπέρβαση που επίμονα εκφράζεται από την Τουρκία, κατά την παρούσα νεο-οθωμανική θεώρηση το στοιχείο τού «αποκλεισμού» είναι αυτό που συνδέει την πραγματικότητα του τουρκοκυπριακού διοικητικού μορφώματος και της διοικητικής εξουσίας που ασκεί η οργάνωση της Χαμάς στην Λωρίδα τής Γάζας. Τελικός σκοπός αυτού του συλλογισμού που προωθεί η Τουρκία είναι να αξιοποιηθεί η διεθνής συμπάθεια προς τον δοκιμαζόμενο άμαχο πληθυσμό τής Γάζας υπέρ των επιδιώξεων της «ΤΔΒΚ», είτε κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων που αφορούν την διαμόρφωση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης με την ελληνοκυπριακή πλευρά, είτε κατά το απώτερο μέλλον - όταν πλέον η Τουρκία θα θελήσει να προωθήσει την άρση τού αποκλεισμού τού λιμανιού τής Αμμοχώστου, ανεξάρτητα από την έκβαση –ή ακόμα και εις βάρος - των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού.
Στο πλαίσιο αυτής τής τουρκικής επικοινωνιακής μεθόδευσης εντάσσεται και η αποστολή τού στολίσκου που είχε σκοπό να μεταφέρει ανθρωπιστική βοήθεια από την Τουρκία προς την Γάζα με το πλοίο Mavi Marmara, τον Μάιο του 2010. Το δρομολόγιο του Mavi Marmara δεν καθορίσθηκε τυχαία. Ο τελευταίος σταθμός τού πλοίου πριν να φτάσει στο αποκλεισμένο λιμάνι τής Γάζας, δεν ήταν άλλος από το παράνομο λιμάνι τής Αμμοχώστου. Οι λόγοι ήταν καθαρά συμβολικοί: Το ανθρωπιστικό υλικό, που συγκεντρώθηκε από την Τουρκία, μεταφέρεται με τελικό σταθμό το αδίκως αποκλεισμένο λιμάνι τής Αμμοχώστου στο εξ ίσου άδικα αποκλεισμένο λιμάνι τής Γάζας, προκειμένου να παραλληλισθεί ο αποκλεισμός των Τουρκοκυπρίων με τον αποκλεισμό των Παλαιστινίων και με τον τρόπο αυτό, επ' ευκαιρία τής ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης για τους κατοίκους της Γάζας, να προβληθεί το μόνιμο αίτημα του κατοχικού καθεστώτος στα κατεχόμενα της Κύπρου να ανοίξει το κατεχόμενο και παράνομο λιμάνι τής Αμμοχώστου. [15]
Ο συνειρμός αυτός έγινε αντιληπτός από την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία τότε δεν επέτρεψε την διέλευση του Mavi Marmara από τα χωρικά ύδατα τής Κύπρου – εκπλήσσοντας ακόμα και τους Έλληνες ακτιβιστές, οι οποίοι είχαν θεωρήσει ότι η Κύπρος αναίτια υιοθέτησε μια τέτοια «αντιπαλαιστινιακή» στάση. Είναι, όμως, σαφές ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία όχι μόνο παραδοσιακά διάκειται υπέρ των αιτημάτων τού Παλαιστινιακού λαού για ανεξαρτησία, αλλά και ότι κατά την τότε χρονική περίοδο διοικείτο από το αριστερό ΑΚΕΛ, που και αυτό καθ' όλη την διάρκεια της πολιτικής του διαδρομής τηρούσε έντονη φιλοπαλαιστινιακή και αραβόφιλη στάση. Ήταν απολύτως κατανοητό ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, κατά την προκειμένη περίπτωση, είχε να αντιμετωπίσει ένα επικίνδυνο προηγούμενο de facto νομιμοποίησης ενός από τα πολλά τετελεσμένα γεγονότα της τουρκικής κατοχής: Το ξαφνικό «άνοιγμα» του παράνομου λιμανιού τής Αμμοχώστου και μάλιστα για λόγους ανθρωπιστικούς προς την Γάζα, υπέρ τής οποίας η διεθνής κοινή γνώμη ήταν και συνεχίζει να είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη.
Κατόπιν των ανωτέρω, είναι απολύτως κατανοητή η ασυνήθιστη αλληλεγγύη που εκδήλωσε σύσσωμη η τουρκοκυπριακή πολιτική σκηνή στις εξελίξεις στην Γάζα, κατά την φετινή 40η επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 2014. Ωστόσο, η αλληλεγγύη των Τουρκοκυπρίων προς τον Παλαιστινιακό λαό είναι εξαιρετικά όψιμη, αν αντιπαραβάλλουμε την καθαρά φιλοϊσραηλινή στάση που η Τουρκοκυπριακή ηγεσία είχε τηρήσει κατά τα πρώτα χρόνια ζωής της Κυπριακής Δημοκρατίας στην δεκαετία του '60, όπως αναλυτικά εξετέθη ανωτέρω.
ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ
Παραδοσιακά, η τουρκοκυπριακή ηγεσία ακολουθεί πιστά το δόγμα τής περιφερειακής πολιτικής τής Τουρκίας, της μόνης χώρας που αναγνωρίζει διπλωματικά και εξ ολοκλήρου συντηρεί οικονομικά την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Εξ αιτίας τής πλήρους εξάρτησης των Τουρκοκυπρίων από την μητέρα-πατρίδα, η στάση τής τουρκοκυπριακής κοινότητας έναντι των περιφερειακών παικτών καθορίζεται ουσιαστικά απ' ευθείας από την Άγκυρα. Κατά τα πρώτα χρόνια τής ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας (1960-1963) η τουρκοκυπριακή κοινότητα αποτέλεσε τον κύριο εσωτερικό ανασταλτικό παράγοντα προκειμένου να μην αποτελέσει η Κύπρος μια χώρα-δορυφόρο των αραβικών συμφερόντων στην περιοχή και συνέτεινε αποφασιστικά στη σύσταση ομαλών διπλωματικών σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με το Ισραήλ-, εφαρμόζοντας κατά γράμμα την τότε τουρκική περιφερειακή πολιτική. Τώρα, η «ΤΔΒΚ» εφαρμόζει ακόμα μια φορά πιστά την τουρκική περιφερειακή πολιτική, τηρώντας σαφή εχθρική στάση έναντι του Ισραήλ – στηρίζοντας πολιτικά και διπλωματικά την οργάνωση της Χαμάς.
Είναι σαφής η προσπάθεια της Τουρκίας να αξιοποιήσει τα τεκταινόμενα στην Λωρίδα της Γάζας, συνδέοντας τον εμπορικό αποκλεισμό που υφίσταται ο πληθυσμός της με τον αντίστοιχο εμπορικό αποκλεισμό που ασκείται εκ μέρους τής διεθνούς κοινότητας έναντι του κατοχικού καθεστώτος στην Βόρειο Κύπρο. Αιχμή τού επικοινωνιακού δόρατος με σκοπό την προβολή των φαινομενικών ομοιοτήτων Τουρκοκυπρίων-Παλαιστινίων τής Γάζας, αποτελεί ο εμπορικός αποκλεισμός των λιμανιών τής Αμμοχώστου και της Γάζας, αντίστοιχα.
Το αιματηρό επεισόδιο που σημειώθηκε στον στολίσκο τού Mavi Marmara την 1η Ιουνίου 2010 στα ανοιχτά της Γάζας, με αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους εννέα Τούρκοι ακτιβιστές τής μη κυβερνητικής οργάνωσης ΙΗΗ από πυρά τού ισραηλινού στρατού, και τα γεγονότα που επακολούθησαν σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ, δεν επέτρεψαν τότε στην Άγκυρα να προβάλει επικοινωνιακά και στον βαθμό που θα ήθελε αυτήν την διασύνδεση Γάζας – Αμμοχώστου. Παρ' ολ' αυτά, όμως, υπάρχουν ενδείξεις ότι όσο η κατάσταση στη Γάζα θα οξύνεται και με δεδομένο το έντονο ενδιαφέρον της τουρκικής και διεθνούς κοινής γνώμης για τις εξελίξεις στην περιοχή, η ανάδειξη κατασκευασμένων συνειρμών Γάζας-Αμμοχώστου εκτιμάται πως δεν έχει λησμονηθεί από τουρκικής πλευράς. Απόδειξη αυτής της μεθόδευσης αποτελεί η έμφαση που δόθηκε από το κατοχικό καθεστώς τής «ΤΔΒΚ» στην πρόσφατη 40η επέτειο της εισβολής στο νησί.
Την 27.7.2014 η τουρκική ισλαμιστική ανθρωπιστική οργάνωση ΙΗΗ ανακοίνωσε ότι σύντομα θα πραγματοποιούσε νέο δρομολόγιο θαλάσσιας μεταφοράς ανθρωπιστικής βοήθειας από την Τουρκία προς την Γάζα, τονίζοντας ότι αυτή τη φορά ο στολίσκος θα συνοδευόταν από το τουρκικό πολεμικό ναυτικό για να αποκρούσει οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια [16]. Λίγες ημέρες αργότερα ανακοινώθηκε ότι η ανθρωπιστική αυτή επιχείρηση εν τέλει δεν θα γίνει, και ότι η Τουρκία θα μεταφέρει ανθρωπιστικό υλικό προς την Γάζα αεροπορικώς και μέσω τού Ισραήλ.
Ωστόσο, η τουρκοκυπριακή κοινή γνώμη, επηρεασμένη από τον έντονο φιλοπαλαιστινιακό απόηχο και τους συνειρμούς που εκφράσθηκαν από επίσημα χείλη κατά την πρόσφατη 40η επέτειο της τουρκικής εισβολής, φαίνεται πως έχει επαρκώς προετοιμασθεί από την πολιτική της ηγεσία, η οποία εκτιμάται ότι την κατάλληλη στιγμή θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει επικοινωνιακά και πολιτικά τις ιστορικές υπερβάσεις που έχει αρχίσει να προβάλει.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Sak, Guven "Turkish Cypriots are like Palestinians", Hurriyet Daily News, 01.03.2014 http://bit.ly/1nMSK8Q
[2] Bayrak Radyo Televizyon Kurumu, "Πολιτικά κόμματα - Γάζα" (16.07.2014) http://bit.ly/1nLZ3JP
[3] Bayrak Radyo Televizyon Kurumu, "ΤΔΒΚ-Γάζα" (18.07.2014) http://bit.ly/1mSSOO4
[4] ό.π.
[5] Kibris Gazetesi, "Barışın ve özgürlüğün kıymetini iyi bilirim" (21.07.2014) http://bit.ly/1rO6KPG
[6] Parikiaki Newspaper, "Eroglu : The Palestinian issue shows why the Turkish Cypriots insist on the guarantees of Turkey" (22.07.2014) http://bit.ly/1Ankfd5
[7] Bayrak Radyo Televizyon Kurumu, "Καταδίκη και Αλληλεγγύη" (23.07.2014) http://bit.ly/1kfhTYS
[8] Ο Δ/ντης τού Τμήματος Βρετανικής Κοινοπολιτείας τού Ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, Michael Comay, απέστειλε το από 11.09.1950 και υπ'αριθμόν ΜΗ10854 τηλεγράφημα προς την Πρεσβεία τού Ισραήλ στο Λονδίνο, αναφέροντας ότι ο Yerakhmiel Yaron εγκαταστάθηκε στη Λευκωσία υπό την ιδιότητα του Γενικού Προξένου του Ισραήλ στην Κύπρο και ότι το Γενικό Προξενείο του Ισραήλ άρχισε να λειτουργεί κατά την ως άνω ημερομηνία, με προσωρινή έδρα το ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας. [ Israel State Archives/RG130/MFA/2584/11 ]
[9] Israel State Archives/RG93/MFA/1008/1 . Το από 12.01.1961 και υπ'αρ. πρωτ. 24/60 έγγραφο του Γραφείου του Αντιπροέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπογεγραμμένο από τον Αναπληρωτή Γραμματέα A. C. Muftizade, προς την Γραμματεία της Προεδρίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
[10] Israel State Archives/RG93/MFA/1008/1
[11] Israel State Archives/RG130/MFA/3444/13
[12] Η από 27.05.1963 και υπ'αρ. 477/420.1 αναφορά του Shaul Kariv, Δ/ντη του Τμήματος Δυτικής Ευρώπης του Ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών με αποδέκτες την Πρεσβεία του Ισραήλ στη Λευκωσία και τη Διπλωματική Αποστολή του Ισραήλ στην Άγκυρα.
Israel State Archives/RG130/MFA/3444/14
[13] Στον ισχύοντα Διπλωματικό Κατάλογο που εξέδωσε το Τμήμα Πρωτοκόλλου του Ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών την 04.08.2014, το "Γραφείο Εκπροσώπησης" της "ΤΔΒΚ" δεν συμπεριλαμβάνεται.
Πρβλ : Diplomatic List, Protocol Department, Israel Ministry of Foreign Affairs, Jerusalem, 04/08/2014.
[14] http://mfa.gov.ct.tr/consular-info/missions-abroad/
[15] Haritos, Gabriel "Cyprus, Turkey and Israel : Changing Realities and Dilemmas" , Tel Aviv Notes, Vol.7 No.7, Moshe Dayan Center for Middle Eastern and African Studies, Tel Aviv University, 10.04.2013 http://bit.ly/1shXwuv
[16] Rozenberg, Rina "Second Turkish Gaza Flotilla will have military escort, group says", Haaretz (27.7.2014) http://www.haaretz.com/news/diplomacy-defense/1.607508
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.