Πάνε περίπου 5 χρόνια που η ελληνική εξωτερική πολιτική, έχει ταυτιστεί με την αντίστοιχη οικονομική. Περιθώρια για «διπλωματία πρωτοβουλίας» και ψυχραιμία για την οικοδόμηση της περιβόητης «νέας ελληνικής εξωτερικής πολιτικής», δεν μπορούσαν να υπάρχουν, όταν το ενδιαφέρον βρίσκεται μεταξύ Βρυξελλών και Φρανκφούρτης.
Παρόλα αυτά, η Ελλάδα απασχολεί εδώ και αρκετό καιρό τις Η.Π.Α. Το
ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί οι Η.Π.Α δεν ασπάζονται την άποψη του
Βλάντιμιρ Πούτιν που θεωρεί την Ελλάδα μια χώρα που δεν ευκαιρίες
οικονομικής και πολιτικής επένδυσης;
Γιατί ο Αντώνης Σαμαράς στηρίχθηκε και με το παραπάνω από τον Μπαράκ Ομπάμα και τους υπόλοιπους Αμερικανούς αξιωματούχους στις 8 Αυγούστου σε βαθμό που χρησιμοποίησε τη χώρα μας προκειμένου να κάνει μαθήματα οικονομίας στη Γερμανία;
Όχι αμερικανική εξωτερική πολιτική, αλλά αμερικανική υψηλή στρατηγική.
Η δυσκολία στο να οικοδομήσουμε μια εξωτερική πολιτική και η ανικανότητα να κατανοήσουμε την έννοια της ισχύος, μας αποτρέπει ως κράτος αλλά και ως κοινωνία να αντιληφθούμε τις στρατηγικές προτεραιότητες άλλων κρατών και μάλιστα μεγάλων δυνάμεων –όπως είναι οι Η.Π.Α-. Ο φαύλος κύκλος, κλείνει συνήθως με την απώλεια ευκαιριών για απόκτηση συμμαχιών και για πρωτοβουλίες που θα βελτίωναν τη διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας. Οι διεθνείς σχέσεις, είναι όπως στη ζωή. Είσαι, αυτό που κάνεις.
Οι Η.Π.Α κοιτούν τον κόσμο με βάση τις περιοχές. Η Ελλάδα ανήκει στην περιοχή Ανατολικής Μεσογείου. Πλησίον στη Μέση Ανατολή αλλά και στην Κεντρική Ασία. Για τις Η.Π.Α, ο χάρτης του κόσμου, μπορεί να χωριστεί σε «πολλούς χάρτες». Ο φάκελος «Ελλάδα», απασχολεί πολύ τις Η.Π.Α τα τελευταία χρόνια γιατί βρίσκεται στη δίνη των προβλημάτων που επηρεάζουν ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα. Η πιθανή κατάρρευση της Ελλάδας, θα σήμανε –τουλάχιστον μέχρι και 1 χρόνο πριν- και το τέλος της Ευρωζώνης με –κυριολεκτικά- ανυπολόγιστες συνέπειες για την ήδη πρποβληματική, αμερικανική οικονομία. Δεν είναι όμως μόνο το δημοσιονομικό κομμάτι, δεν είναι μόνο η σύνδεση της Ελλάδας με την κρίση της Ευρωζώνης. Η Ελλάδα είναι η τελευταία «δυτική» χώρα πριν την Εγγύς και Μέση Ανατολή. Η «Αραβική ‘Ανοιξη», διέψευσε πολλούς συμβούλους εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α και πολλούς ακαδημαϊκούς, που «βιάζονταν» για το pivot στην Αν
Η υπόθεση «Μέση Ανατολή», παραμένει «εκκρεμότητα» και μάλιστα ανανεωμένη. Η γεωστρατηγική σημασία της Ελλάδας την καθιστά προγεφύρωμα τόσο για τη Μέση Ανατολή, όσο και τη Βόρειο Αφρική και τα Βαλκάνια. Το ζήτημα Ελλάδα, είναι ένα κομμάτι του παζλ της υψηλής στρατηγικής των Η.Π.Α. Τί πραγματικά θέλει όμως η Ουάσιγκτον από την Αθήνα και κυρίως, γιατί το θέλει τώρα;
Η εναλλακτική περίπτωση της Ελλάδας με «αμερικανικά γυαλιά».
Στα μάτια των Η.Π.Α, η Ελλάδα μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη. Ίσως πιο χρήσιμη από ποτέ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οι λόγοι για τους οποίους οι Η.Π.Α βλέπουν ότι μπορούν να στηρίξουν την υψηλή στρατηγική τους στην περιοχή, μέσω Ελλάδας, μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: Η πρώτη κατηγορία, είναι αυτή που μπορούμε να ονομάσουμε ως ελληνικά πλεονεκτήματα και αποτελούν τους αντικειμενικούς παράγοντες και η άλλη, περιλαμβάνει ετερόκλητους παράγοντες/ οδηγούς, που με την εις άτοπο επαγωγή, στρέφουν τις Η.Π.Α στην απόφαση να αποκτήσουν στενότερους δεσμούς με την Ελλάδα.
Στην πρώτη κατηγορία, ανήκουν λόγοι όπως:
1. Η γεωπολιτική αξία της Ελλάδας. Η Ελλάδα βρίσκεται στον κόμβο μεταξύ Βαλκανίων, Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής. Ακόμη και στην οικονομική και ανθρωπιστική κρίση που βιώνει, η Ελλάδα είναι χώρα σταθερότητας ανάμεσα σε περιοχές πλήρους αστάθειας, όπως είναι οι προαναφερθείσες. Στην Ανατολική Μεσόγειο, μαζί με την Κύπρο, είναι οι μόνες χώρες που είναι μέλη της Ε.Ε.
2. Οι τρέχουσες εξελίξεις, φέρνουν την Ελλάδα στο προσκήνιο της διεθνούς ενεργειακής ασφάλειας. Πρόσφατα, υπέγραψε για τον ΤΑΡ, ο οποίος είναι (και) αμερικανικών συμφερόντων αγωγός. Οι αρχικές έρευνες, κάνουν λόγω για σημαντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων σε Αιγαίο, Ιόνιο και Κρήτη κάτι που προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη αξία στην Ελλάδα, διεκδικώντας όχι μόνο ρόλο ενεργειακού κόμβου, αλλά και παραγωγού.
3. Η Ελλάδα ανήκει στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. Μαζί με το Ισραήλ, η μόνη χώρα στην ευρύτερη περιοχή περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου που είναι δημοκρατία και δεν είναι ισλαμιστική χώρα.Τα Βαλκάνια, φιλοξενούν και άλλες τέτοιες χώρες, με τη διαφορά ότι βρίσκονται μεταξύ των κατηγοριών weak states & failed states. Το «ανήκειν» στις λεγόμενες ευρωατλαντικές δομές, καθιστά την Ελλάδα περισσότερο «ελεγχόμενη» από πλευράς των Η.Π.Α, κάτι που ικανοποιεί τις φιλοδοξίες τους.
4. Η Ελλάδα, παρά τα οικονομικά της προβλήματα, διαθέτει ισχυρό στρατό. Τηρουμένων των αναλογιών έκτασης και πληθυσμού, έχει αξιόμαχη πολεμική αεροπορία –και για τα διεθνή δεδομένα- και ναυτικό από το οποίο το Ισραήλ, έχει ζητήσει την πραγματοποίηση κοινών ασκήσεων προκειμένου να εκμεταλλευτεί την ελληνική ναυτική εμπειρία.
5. Τα λιμάνια που βρίσκονται καθ’ολην την έκταση της μεγάλης ακτογραμμής της, μπορούν να γίνουν κομβικά για το εμπόριο αλλά και για την ασφάλεια της περιοχής. Η θαλάσσια ελληνική επικράτεια, φιλοξενεί μία «θάλασσα»,(Αιγαίο) μέσα στη Μεσόγειο. Το θαλάσσιο υπέδαφος, όπως αναφέραμε φιλοξενεί ορυκτό πλούτο που μπορεί να συνδράμει σημαντικά στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης για 20-30 χρόνια. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη της βάσης της Σούδας στο φυσικό «αεροδρόμιο» της Κρήτης, αποτελεί ειδικό συντελεστή για τη γεωστρατηγική αξία της Ελλάδας.
Οι παραπάνω λόγοι, αφορούν γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς παράγοντες που μπορούν να ποσοτικοποιηθούν και να οδηγήσουν τις Η.Π.Α στην αντίληψη ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια στενά συνεργαζόμενη χώρα με την υπερδύναμη. Οι λόγοι που οι Η.Π.Α επισπεύδουν την αναθέρμανση των σχέσεων τους με την Ελλάδα αλλά και την περεταίρω διεύρυνση και εμβάθυνση, είναι ετερογενείς και δεν αφορούν μόνο τα όσα μπορεί να προσφέρει αντικειμενικά η Ελλάδα.
Ο συστημικός παράγων, υπέρ της Ελλάδας.
Η συγκυρία της ελληνοαμερικανικής προσέγγισης ευνοείται από μια σειρά παραγόντων που συντρέχουν εκτός Ελλάδας.
1. Η Τουρκία. Η εξωτερική πολιτική της Άγκυρας από το 2003 μέχρι σήμερα, έχει πραγματοποιήσει μια αξιοσημείωτη αλλαγή που δεν ικανοποιεί το Ισραήλ, ενώ τα τελευταία χρόνια προβληματίζει όλο και περισσότερο τις Η.Π.Α. Η ισλαμιστική προοπτική της χώρας με το ΑΚΡ στην εξουσία, κατακρίθηκε πρωτίστως από το Ισράηλ και δευτερευόντως από τις Η.Π.Α. Αρχικά, οι Η.Π.Α, πίστεψαν πως η Τουρκία θα ακολουθήσει ένα μετριοπαθές ισλαμικό μοντέλο το οποίο και θα μπορεί να εξάγει και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής. Η αδιαλλαξία του Ερντογάν στο ζήτημα της Παλαιστίνης, όταν και του ζητήθηκε από τις Η.Π.Α να μην παρευρεθεί, σε συνδυασμό με τις λαϊκές εξεγέρσεις που ξεσηκώθηκαν στις τουρκικές μεγαλουπόλεις για την ισλαμοποίηση της κοινωνικής ζωής, απέδειξαν ακόμη και στον ένθερμο υποστηρικτή του Ερντογάν, τον Μπαράκ Ομπάμα, ότι η Τουρκία δεν μπορεί να παραμείνει “triple A” σαν στρατηγικός εταίρος της Ουάσιγκτον.
2. Το Ισραήλ. Το κενό που άφησε πίσω του το στρατηγικό τρίγωνο μεταξύ Η.Π.Α-Τουρκίας και Ισραήλ, πλήττει περισσότερο το Ισραήλ. Το «δόγμα της επιβίωσης», που χρονολογείται από ιδρύσεως του ισραηλινού κράτους, παραμένει ο βασικός άξονας της εξωτερικής και της αμυντικής πολιτικής του. Η προστριβή με την Τουρκία, ουσιαστικά απομονώνει το Ισραήλ, -στην έτσι κι αλλιώς- αφιλόξενη γι’αυτό, γειτονιά του.
3. Η Αραβική Άνοιξη, η Συρία και η Αίγυπτος. Η περιφέρεια της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής, βρίσκεται σε έξαρση εδώ και 3 χρόνια. Η Αίγυπτος, βιώνει έναν εμφύλιο πόλεμο, το ίδιο και η Συρία. Η δεδομένη κατάσταση, είναι η αστάθεια και δυστυχώς για τις Η.Π.Α, η Τουρκία δεν κατάφερε να κοινωνικοποιήσει καμία χώρα, δεν κατάφερε να πείσει το περίφημο «δόγμα μηδενικών τριβών».
4. Ο «νέος αμερικανικός αιώνας». Η τακτική, οφείλει να εξυπηρετεί τη στρατηγική. Οι Η.Π.Α, καλωσόρισαν μια νέα στρατηγική σκέψη για τον 21ο αιώνα, έστω και αν έχει ουσιαστικά αρχίσει να υλοποιείται από το 2008 και μετά. Η έμμεση προσέγγιση, βρίσκει ολοένα και περισσότερους θιασώτες, ακόμη και στους κόλπους των «παρεμβατιστών». Η οικονομία των Η.Π.Α αλλά και οι νέες προκλήσεις του πολυπολικού συστήματος, απαιτούν φειδώ στην προσπάθεια και ευστοχία στο αποτέλεσμα. Η Ουάσιγκτον, γίνεται μέρα με τη μέρα «μαθήτρια του Σουν Τζου» και ξεχνάει τον…Κλάουζεβιτς. Οι προκλήσεις στην Ανατολική Ασία που εγείρουν η κινεζική άνοδος αλλά και βορειοκορεατική ανυπακοή, η ανάδυση νέων ανταγωνιστών, –πρωτίστως της δυναμικής επανεμφάνισης της Ρωσίας- αναγκάζουν τους Αμερικανούς λήπτες αποφάσεων να γίνουν περισσότερο «διπλωμάτες» και λιγότερο «πολεμιστές». Με βάση αυτό το στρατηγικό πλαίσιο, οι Η.Π.Α ψάχνουν οικονομικές λύσεις προκειμένου να ικανοποιήσουν το βασικό τους συμφέρον, τη διατήρηση του status quo, κάτι που σημαίνει τη διασφάλιση της πρωτοκαθεδρίας τους και το νέο αιώνα. Η Ελλάδα, είναι μια χώρα που δεν έχει περιφερειακές φιλοδοξίες. Με άλλα λόγια, δεν επιθυμεί μια αναθεώρηση του συστήματος ισορροπίας ισχύος της περιοχής υπέρ της. Η εμπειρία των Η.Π.Α με την Τουρκία, αλλά και με άλλα κράτη που χρησιμοποίησαν ως «μοχλούς» ή μεταφορείς των βαρών σε διάφορες περιοχές, δείχνει πως όσο ισχυρότερος είναι ο μεταφορέας των βαρών, τόσο πιο εύκολα χαράσσει μετά τη δική του ατζέντα-(βλ. Γερμανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και Κίνα μετά την τριγωνική διπλωματία του Νίξον). Οι Η.Π.Α, επιθυμούν λιγότερο ισχυρά κράτη με «συνετή» εξωτερική πολιτική.
5. Η δημιουργία δυτικού γεωστρατηγικού βάθους για το Ισραήλ. Οι φωνές για απαγκίστρωση από την ειδική σχέση των Η.Π.Α με το Ισραήλ, πληθαίνουν. Βέβαια, υπάρχει και ένας άλλος, ρεαλιστικός λόγος που η Ουάσιγκτον επιθυμεί να να έχει το Ισραήλ συμμάχους στην περιοχή. Ο απομονωτισμός, οδηγεί το Ισραήλ σε ισχυρές αντιδράσεις κάτι που με τη σειρά τους, συνεχίζουν το φαύλο κύκλο μίσους των αραβικών χωρών απέναντι στο μόνο μη ισλαμιστικό κράτος της Μέσης Ανατολής. Για αρκετούς αξιωματικούς και ακαδημαϊκούς, η σχέση μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ (και Κύπρου) οφείλει να στηριχτεί πολύ από τις Η.Π.Α.[1] Ταυτόχρονα, κανείς Αμερικανός αξιωματούχος δεν μπορεί να σκεφτεί την Κίνα να κερδίζει συνεχώς χρόνο, έχοντας ως χορηγό την αστάθεια της Μέσης Ανατολής. Οι Η.Π.Α, επιθυμούν μέσα στα επόμενα χρόνια να κλείσουν οι καυτές υποθέσεις της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής, προκειμένου να συγκεντρωθούν στην περιφέρεια από την οποία θα υπάρξει/υπάρξουν οι ηγεμονικοί ανταγωνιστές τους. Αυτός είναι και ο λόγος που στη συνάντηση του Ομπάμα με τον Έλληνα πρωθυπουργό, συζητήθηκε και το ζήτημα της στενότερης συνεργασίας της Ελλάδας με το Ισραήλ και την Κύπρο.
Αντί επιλόγου: Ο Πλάτων δεν ανακατεύτηκε στη δουλειά του…Θουκυδίδη. Στις Διεθνείς Σχέσεις, το κενό τείνει να συμπληρώνεται. Η κατάρρευση του ψυχροπολεμικού τριγώνου μεταξύ Η.Π.Α, Ισραήλ και Τουρκίας, δίνει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να διαδραματίσει ένα νέο ρόλο στην περιοχή. Η διπλωματία πρωτοβουλίας, είναι μέσο για να επιλυθούν τα οικονομικά προβλήματα ταχύτερα και επίσης, είναι η μεγάλη ευκαιρία της Ελλάδας να χαράξει υψηλή στρατηγική και να δημιουργήσει ισχυρούς συμμάχους. Οι Η.Π.Α κάνουν ένα άνοιγμα προς την Ελλάδα, το οποίο δε θα είναι βραχυπρόθεσμο υπάρχουν σοβαρές γεωστρατηγικές επιταγές που οδηγούν τους Αμερικανούς λήπτες αποφάσεων, να στρέψουν το ενδιαφέρον τους προς την Ελλάδα. Ασφαλώς και ο νέος δρόμος θα έχει προβλήματα όμως η εξωτερική πολιτική, είναι business. Ξεκινάς με δεδομένο το ρίσκο της αποτυχίας. Η μονόφθαλμη και συναισθηματική κριτική που ασκούμε σε ανθρώπους, κοινωνίες και κράτη, οφείλει να λάβει ένα τέλος, ειδικά από αυτούς που θέτουν εαυτούς «θεματοφύλακες των ανθρώπινων αξιών». Οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι η χώρα μας δε θα είναι ποτέ ξανά αυτή που ήταν πριν το 2009. Το ίδιο ισχύει και για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Νέα εργαλεία, νέες ικανότητες και νέες αξίες χρειάζονται για να προκόψουμε σαν χώρα.
Ο σωστός σχεδιασμός και η ορθή παρατήρηση των εξελίξεων προς όφελος του εθνικού συμφέροντος και να σταματήσουμε να κρίνουμε τα κράτη ως «καλά» και «κακά» και να σταματήσουμε σταδιακά να χρησιμοποιούμε την ιδεολογία ως μέθοδο ανάλυσης της εξωτερικής πολιτικής. Τα κράτη μιμούνται τους ανθρώπους, επομένως χρειάζονται κατανόηση και διαχείριση, όχι «αποδοχή» ή «απόρριψη». Λίγες μέρες πριν, ο Πούτιν χρησιμοποίησε σκληρή ρητορική για το μέλλον της χώρας μας. Αν η ΔΕΠΑ και η ΔΕΣΦΑ αγοραζόταν από τη Ρωσία, ή αν είχε δημιουργηθεί ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης, πιθανόν τα λόγια του να ήταν καλύτερα. Αυτό ακριβώς κάνουν τα κράτη, ακολουθούν τα εθνικά τους συμφέροντα και είναι η καλύτερη χρονική στιγμή για να πράξουμε αναλόγως.
ΠΗΓΗ
Γιατί ο Αντώνης Σαμαράς στηρίχθηκε και με το παραπάνω από τον Μπαράκ Ομπάμα και τους υπόλοιπους Αμερικανούς αξιωματούχους στις 8 Αυγούστου σε βαθμό που χρησιμοποίησε τη χώρα μας προκειμένου να κάνει μαθήματα οικονομίας στη Γερμανία;
Όχι αμερικανική εξωτερική πολιτική, αλλά αμερικανική υψηλή στρατηγική.
Η δυσκολία στο να οικοδομήσουμε μια εξωτερική πολιτική και η ανικανότητα να κατανοήσουμε την έννοια της ισχύος, μας αποτρέπει ως κράτος αλλά και ως κοινωνία να αντιληφθούμε τις στρατηγικές προτεραιότητες άλλων κρατών και μάλιστα μεγάλων δυνάμεων –όπως είναι οι Η.Π.Α-. Ο φαύλος κύκλος, κλείνει συνήθως με την απώλεια ευκαιριών για απόκτηση συμμαχιών και για πρωτοβουλίες που θα βελτίωναν τη διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας. Οι διεθνείς σχέσεις, είναι όπως στη ζωή. Είσαι, αυτό που κάνεις.
Οι Η.Π.Α κοιτούν τον κόσμο με βάση τις περιοχές. Η Ελλάδα ανήκει στην περιοχή Ανατολικής Μεσογείου. Πλησίον στη Μέση Ανατολή αλλά και στην Κεντρική Ασία. Για τις Η.Π.Α, ο χάρτης του κόσμου, μπορεί να χωριστεί σε «πολλούς χάρτες». Ο φάκελος «Ελλάδα», απασχολεί πολύ τις Η.Π.Α τα τελευταία χρόνια γιατί βρίσκεται στη δίνη των προβλημάτων που επηρεάζουν ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα. Η πιθανή κατάρρευση της Ελλάδας, θα σήμανε –τουλάχιστον μέχρι και 1 χρόνο πριν- και το τέλος της Ευρωζώνης με –κυριολεκτικά- ανυπολόγιστες συνέπειες για την ήδη πρποβληματική, αμερικανική οικονομία. Δεν είναι όμως μόνο το δημοσιονομικό κομμάτι, δεν είναι μόνο η σύνδεση της Ελλάδας με την κρίση της Ευρωζώνης. Η Ελλάδα είναι η τελευταία «δυτική» χώρα πριν την Εγγύς και Μέση Ανατολή. Η «Αραβική ‘Ανοιξη», διέψευσε πολλούς συμβούλους εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α και πολλούς ακαδημαϊκούς, που «βιάζονταν» για το pivot στην Αν
Η υπόθεση «Μέση Ανατολή», παραμένει «εκκρεμότητα» και μάλιστα ανανεωμένη. Η γεωστρατηγική σημασία της Ελλάδας την καθιστά προγεφύρωμα τόσο για τη Μέση Ανατολή, όσο και τη Βόρειο Αφρική και τα Βαλκάνια. Το ζήτημα Ελλάδα, είναι ένα κομμάτι του παζλ της υψηλής στρατηγικής των Η.Π.Α. Τί πραγματικά θέλει όμως η Ουάσιγκτον από την Αθήνα και κυρίως, γιατί το θέλει τώρα;
Η εναλλακτική περίπτωση της Ελλάδας με «αμερικανικά γυαλιά».
Στα μάτια των Η.Π.Α, η Ελλάδα μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη. Ίσως πιο χρήσιμη από ποτέ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οι λόγοι για τους οποίους οι Η.Π.Α βλέπουν ότι μπορούν να στηρίξουν την υψηλή στρατηγική τους στην περιοχή, μέσω Ελλάδας, μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: Η πρώτη κατηγορία, είναι αυτή που μπορούμε να ονομάσουμε ως ελληνικά πλεονεκτήματα και αποτελούν τους αντικειμενικούς παράγοντες και η άλλη, περιλαμβάνει ετερόκλητους παράγοντες/ οδηγούς, που με την εις άτοπο επαγωγή, στρέφουν τις Η.Π.Α στην απόφαση να αποκτήσουν στενότερους δεσμούς με την Ελλάδα.
Στην πρώτη κατηγορία, ανήκουν λόγοι όπως:
1. Η γεωπολιτική αξία της Ελλάδας. Η Ελλάδα βρίσκεται στον κόμβο μεταξύ Βαλκανίων, Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής. Ακόμη και στην οικονομική και ανθρωπιστική κρίση που βιώνει, η Ελλάδα είναι χώρα σταθερότητας ανάμεσα σε περιοχές πλήρους αστάθειας, όπως είναι οι προαναφερθείσες. Στην Ανατολική Μεσόγειο, μαζί με την Κύπρο, είναι οι μόνες χώρες που είναι μέλη της Ε.Ε.
2. Οι τρέχουσες εξελίξεις, φέρνουν την Ελλάδα στο προσκήνιο της διεθνούς ενεργειακής ασφάλειας. Πρόσφατα, υπέγραψε για τον ΤΑΡ, ο οποίος είναι (και) αμερικανικών συμφερόντων αγωγός. Οι αρχικές έρευνες, κάνουν λόγω για σημαντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων σε Αιγαίο, Ιόνιο και Κρήτη κάτι που προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη αξία στην Ελλάδα, διεκδικώντας όχι μόνο ρόλο ενεργειακού κόμβου, αλλά και παραγωγού.
3. Η Ελλάδα ανήκει στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. Μαζί με το Ισραήλ, η μόνη χώρα στην ευρύτερη περιοχή περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου που είναι δημοκρατία και δεν είναι ισλαμιστική χώρα.Τα Βαλκάνια, φιλοξενούν και άλλες τέτοιες χώρες, με τη διαφορά ότι βρίσκονται μεταξύ των κατηγοριών weak states & failed states. Το «ανήκειν» στις λεγόμενες ευρωατλαντικές δομές, καθιστά την Ελλάδα περισσότερο «ελεγχόμενη» από πλευράς των Η.Π.Α, κάτι που ικανοποιεί τις φιλοδοξίες τους.
4. Η Ελλάδα, παρά τα οικονομικά της προβλήματα, διαθέτει ισχυρό στρατό. Τηρουμένων των αναλογιών έκτασης και πληθυσμού, έχει αξιόμαχη πολεμική αεροπορία –και για τα διεθνή δεδομένα- και ναυτικό από το οποίο το Ισραήλ, έχει ζητήσει την πραγματοποίηση κοινών ασκήσεων προκειμένου να εκμεταλλευτεί την ελληνική ναυτική εμπειρία.
5. Τα λιμάνια που βρίσκονται καθ’ολην την έκταση της μεγάλης ακτογραμμής της, μπορούν να γίνουν κομβικά για το εμπόριο αλλά και για την ασφάλεια της περιοχής. Η θαλάσσια ελληνική επικράτεια, φιλοξενεί μία «θάλασσα»,(Αιγαίο) μέσα στη Μεσόγειο. Το θαλάσσιο υπέδαφος, όπως αναφέραμε φιλοξενεί ορυκτό πλούτο που μπορεί να συνδράμει σημαντικά στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης για 20-30 χρόνια. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη της βάσης της Σούδας στο φυσικό «αεροδρόμιο» της Κρήτης, αποτελεί ειδικό συντελεστή για τη γεωστρατηγική αξία της Ελλάδας.
Οι παραπάνω λόγοι, αφορούν γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς παράγοντες που μπορούν να ποσοτικοποιηθούν και να οδηγήσουν τις Η.Π.Α στην αντίληψη ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια στενά συνεργαζόμενη χώρα με την υπερδύναμη. Οι λόγοι που οι Η.Π.Α επισπεύδουν την αναθέρμανση των σχέσεων τους με την Ελλάδα αλλά και την περεταίρω διεύρυνση και εμβάθυνση, είναι ετερογενείς και δεν αφορούν μόνο τα όσα μπορεί να προσφέρει αντικειμενικά η Ελλάδα.
Ο συστημικός παράγων, υπέρ της Ελλάδας.
Η συγκυρία της ελληνοαμερικανικής προσέγγισης ευνοείται από μια σειρά παραγόντων που συντρέχουν εκτός Ελλάδας.
1. Η Τουρκία. Η εξωτερική πολιτική της Άγκυρας από το 2003 μέχρι σήμερα, έχει πραγματοποιήσει μια αξιοσημείωτη αλλαγή που δεν ικανοποιεί το Ισραήλ, ενώ τα τελευταία χρόνια προβληματίζει όλο και περισσότερο τις Η.Π.Α. Η ισλαμιστική προοπτική της χώρας με το ΑΚΡ στην εξουσία, κατακρίθηκε πρωτίστως από το Ισράηλ και δευτερευόντως από τις Η.Π.Α. Αρχικά, οι Η.Π.Α, πίστεψαν πως η Τουρκία θα ακολουθήσει ένα μετριοπαθές ισλαμικό μοντέλο το οποίο και θα μπορεί να εξάγει και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής. Η αδιαλλαξία του Ερντογάν στο ζήτημα της Παλαιστίνης, όταν και του ζητήθηκε από τις Η.Π.Α να μην παρευρεθεί, σε συνδυασμό με τις λαϊκές εξεγέρσεις που ξεσηκώθηκαν στις τουρκικές μεγαλουπόλεις για την ισλαμοποίηση της κοινωνικής ζωής, απέδειξαν ακόμη και στον ένθερμο υποστηρικτή του Ερντογάν, τον Μπαράκ Ομπάμα, ότι η Τουρκία δεν μπορεί να παραμείνει “triple A” σαν στρατηγικός εταίρος της Ουάσιγκτον.
2. Το Ισραήλ. Το κενό που άφησε πίσω του το στρατηγικό τρίγωνο μεταξύ Η.Π.Α-Τουρκίας και Ισραήλ, πλήττει περισσότερο το Ισραήλ. Το «δόγμα της επιβίωσης», που χρονολογείται από ιδρύσεως του ισραηλινού κράτους, παραμένει ο βασικός άξονας της εξωτερικής και της αμυντικής πολιτικής του. Η προστριβή με την Τουρκία, ουσιαστικά απομονώνει το Ισραήλ, -στην έτσι κι αλλιώς- αφιλόξενη γι’αυτό, γειτονιά του.
3. Η Αραβική Άνοιξη, η Συρία και η Αίγυπτος. Η περιφέρεια της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής, βρίσκεται σε έξαρση εδώ και 3 χρόνια. Η Αίγυπτος, βιώνει έναν εμφύλιο πόλεμο, το ίδιο και η Συρία. Η δεδομένη κατάσταση, είναι η αστάθεια και δυστυχώς για τις Η.Π.Α, η Τουρκία δεν κατάφερε να κοινωνικοποιήσει καμία χώρα, δεν κατάφερε να πείσει το περίφημο «δόγμα μηδενικών τριβών».
4. Ο «νέος αμερικανικός αιώνας». Η τακτική, οφείλει να εξυπηρετεί τη στρατηγική. Οι Η.Π.Α, καλωσόρισαν μια νέα στρατηγική σκέψη για τον 21ο αιώνα, έστω και αν έχει ουσιαστικά αρχίσει να υλοποιείται από το 2008 και μετά. Η έμμεση προσέγγιση, βρίσκει ολοένα και περισσότερους θιασώτες, ακόμη και στους κόλπους των «παρεμβατιστών». Η οικονομία των Η.Π.Α αλλά και οι νέες προκλήσεις του πολυπολικού συστήματος, απαιτούν φειδώ στην προσπάθεια και ευστοχία στο αποτέλεσμα. Η Ουάσιγκτον, γίνεται μέρα με τη μέρα «μαθήτρια του Σουν Τζου» και ξεχνάει τον…Κλάουζεβιτς. Οι προκλήσεις στην Ανατολική Ασία που εγείρουν η κινεζική άνοδος αλλά και βορειοκορεατική ανυπακοή, η ανάδυση νέων ανταγωνιστών, –πρωτίστως της δυναμικής επανεμφάνισης της Ρωσίας- αναγκάζουν τους Αμερικανούς λήπτες αποφάσεων να γίνουν περισσότερο «διπλωμάτες» και λιγότερο «πολεμιστές». Με βάση αυτό το στρατηγικό πλαίσιο, οι Η.Π.Α ψάχνουν οικονομικές λύσεις προκειμένου να ικανοποιήσουν το βασικό τους συμφέρον, τη διατήρηση του status quo, κάτι που σημαίνει τη διασφάλιση της πρωτοκαθεδρίας τους και το νέο αιώνα. Η Ελλάδα, είναι μια χώρα που δεν έχει περιφερειακές φιλοδοξίες. Με άλλα λόγια, δεν επιθυμεί μια αναθεώρηση του συστήματος ισορροπίας ισχύος της περιοχής υπέρ της. Η εμπειρία των Η.Π.Α με την Τουρκία, αλλά και με άλλα κράτη που χρησιμοποίησαν ως «μοχλούς» ή μεταφορείς των βαρών σε διάφορες περιοχές, δείχνει πως όσο ισχυρότερος είναι ο μεταφορέας των βαρών, τόσο πιο εύκολα χαράσσει μετά τη δική του ατζέντα-(βλ. Γερμανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και Κίνα μετά την τριγωνική διπλωματία του Νίξον). Οι Η.Π.Α, επιθυμούν λιγότερο ισχυρά κράτη με «συνετή» εξωτερική πολιτική.
5. Η δημιουργία δυτικού γεωστρατηγικού βάθους για το Ισραήλ. Οι φωνές για απαγκίστρωση από την ειδική σχέση των Η.Π.Α με το Ισραήλ, πληθαίνουν. Βέβαια, υπάρχει και ένας άλλος, ρεαλιστικός λόγος που η Ουάσιγκτον επιθυμεί να να έχει το Ισραήλ συμμάχους στην περιοχή. Ο απομονωτισμός, οδηγεί το Ισραήλ σε ισχυρές αντιδράσεις κάτι που με τη σειρά τους, συνεχίζουν το φαύλο κύκλο μίσους των αραβικών χωρών απέναντι στο μόνο μη ισλαμιστικό κράτος της Μέσης Ανατολής. Για αρκετούς αξιωματικούς και ακαδημαϊκούς, η σχέση μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ (και Κύπρου) οφείλει να στηριχτεί πολύ από τις Η.Π.Α.[1] Ταυτόχρονα, κανείς Αμερικανός αξιωματούχος δεν μπορεί να σκεφτεί την Κίνα να κερδίζει συνεχώς χρόνο, έχοντας ως χορηγό την αστάθεια της Μέσης Ανατολής. Οι Η.Π.Α, επιθυμούν μέσα στα επόμενα χρόνια να κλείσουν οι καυτές υποθέσεις της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής, προκειμένου να συγκεντρωθούν στην περιφέρεια από την οποία θα υπάρξει/υπάρξουν οι ηγεμονικοί ανταγωνιστές τους. Αυτός είναι και ο λόγος που στη συνάντηση του Ομπάμα με τον Έλληνα πρωθυπουργό, συζητήθηκε και το ζήτημα της στενότερης συνεργασίας της Ελλάδας με το Ισραήλ και την Κύπρο.
Αντί επιλόγου: Ο Πλάτων δεν ανακατεύτηκε στη δουλειά του…Θουκυδίδη. Στις Διεθνείς Σχέσεις, το κενό τείνει να συμπληρώνεται. Η κατάρρευση του ψυχροπολεμικού τριγώνου μεταξύ Η.Π.Α, Ισραήλ και Τουρκίας, δίνει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να διαδραματίσει ένα νέο ρόλο στην περιοχή. Η διπλωματία πρωτοβουλίας, είναι μέσο για να επιλυθούν τα οικονομικά προβλήματα ταχύτερα και επίσης, είναι η μεγάλη ευκαιρία της Ελλάδας να χαράξει υψηλή στρατηγική και να δημιουργήσει ισχυρούς συμμάχους. Οι Η.Π.Α κάνουν ένα άνοιγμα προς την Ελλάδα, το οποίο δε θα είναι βραχυπρόθεσμο υπάρχουν σοβαρές γεωστρατηγικές επιταγές που οδηγούν τους Αμερικανούς λήπτες αποφάσεων, να στρέψουν το ενδιαφέρον τους προς την Ελλάδα. Ασφαλώς και ο νέος δρόμος θα έχει προβλήματα όμως η εξωτερική πολιτική, είναι business. Ξεκινάς με δεδομένο το ρίσκο της αποτυχίας. Η μονόφθαλμη και συναισθηματική κριτική που ασκούμε σε ανθρώπους, κοινωνίες και κράτη, οφείλει να λάβει ένα τέλος, ειδικά από αυτούς που θέτουν εαυτούς «θεματοφύλακες των ανθρώπινων αξιών». Οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι η χώρα μας δε θα είναι ποτέ ξανά αυτή που ήταν πριν το 2009. Το ίδιο ισχύει και για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Νέα εργαλεία, νέες ικανότητες και νέες αξίες χρειάζονται για να προκόψουμε σαν χώρα.
Ο σωστός σχεδιασμός και η ορθή παρατήρηση των εξελίξεων προς όφελος του εθνικού συμφέροντος και να σταματήσουμε να κρίνουμε τα κράτη ως «καλά» και «κακά» και να σταματήσουμε σταδιακά να χρησιμοποιούμε την ιδεολογία ως μέθοδο ανάλυσης της εξωτερικής πολιτικής. Τα κράτη μιμούνται τους ανθρώπους, επομένως χρειάζονται κατανόηση και διαχείριση, όχι «αποδοχή» ή «απόρριψη». Λίγες μέρες πριν, ο Πούτιν χρησιμοποίησε σκληρή ρητορική για το μέλλον της χώρας μας. Αν η ΔΕΠΑ και η ΔΕΣΦΑ αγοραζόταν από τη Ρωσία, ή αν είχε δημιουργηθεί ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης, πιθανόν τα λόγια του να ήταν καλύτερα. Αυτό ακριβώς κάνουν τα κράτη, ακολουθούν τα εθνικά τους συμφέροντα και είναι η καλύτερη χρονική στιγμή για να πράξουμε αναλόγως.
ΠΗΓΗ