17 Ιανουαρίου 2016

Ενας διάλογος άνευ αντικειμένου


ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ*
 
Η ​​Παιδεία είναι κεντρικό πολιτικό ζήτημα, καθώς έτσι το κάθε κοινωνικό σύνολο καθορίζει και σταθεροποιεί τα όριά του, προωθεί τις αξίες του και προετοιμάζει στελέχη για την αναπαραγωγή του. Η λειτουργία αυτή δεν ασκείται αποκλειστικά στο εθνικό πλαίσιο. Στην παράδοσή μας, πριν από το ελληνικό κράτος, εντασσόταν στην τοπική κλίμακα του Κοινοτισμού και στη δικτυωτή κλίμακα της Εκκλησίας.

Τον 19ο αιώνα, η Παιδεία έγινε το βασικό εργαλείο για τον μετασχηματισμό των Ρωμιών σε Ελληνες. Η νέα εθνοκρατική οντότητα, συγκροτημένη σύμφωνα με ένα γεωπολιτικό πρότυπο αλλότριο προς τις αυτοκρατορικές καταβολές της, αναδύθηκε με μιαν αβέβαιη, επώδυνη διαδικασία. Η κριτική προσέγγιση η οποία χαρακτήριζε τα δυτικοευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα συνεπαγόταν κινδύνους. Η ιστορική αυτή πραγματικότητα κληροδότησε στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έναν συντηρητικό χαρακτήρα, όπου παγιδεύονται τόσο οι υπέρμαχοι όσο και οι αμφισβητίες του.

Με το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και την προς τα έσω στροφή, το εκπαιδευτικό μας σύστημα απέκτησε και οικονομικούς στόχους. Μετά τον Εμφύλιο η τάση ενισχύθηκε· επέδρασε και ο διάχυτος οικονομισμός του Ψυχρού Πολέμου. Βασικά, η εξήγηση για τη «χρησιμοθηρική» στροφή της εκπαίδευσης ανάγεται στη γεωπολιτική σταθερότητα της περιόδου αυτής, η οποία απώθησε τους φόβους για ενδεχόμενη αμφισβήτηση του πολιτικού χάρτη. Η αναπτυσσόμενη εθνική οικονομία προέταξε τις τεχνολογικές εφαρμογές και υποβάθμισε την προετοιμασία για γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς μετασχηματισμούς. Η περίκλειστη αντι-πνευματική ατμόσφαιρα ενισχύθηκε στα χρόνια της προσοδοκρατίας (1981-2009), όταν η εξασφάλιση του διπλώματος, ανεξαρτήτως του πραγματικού αντικρίσματος σε γνώση, αποτελούσε προϋπόθεση για τη συμμετοχή στη διανομή του έξωθεν μάννα.

Οι έως τώρα μεταρρυθμιστικές προσπάθειες κινήθηκαν γύρω από αυτά τα διακυβεύματα. Ουδέποτε αμφισβητήθηκε το μονοπώλιο του συγκεντρωτικού κράτους στον καθορισμό των εκπαιδευτικών κατευθύνσεων.

Μια στεγανή εθνοκρατική αντίληψη καθόρισε το πλαίσιο του ανταγωνισμού ανάμεσα σε θέσεις οι οποίες ανάγονται στον 19ο αιώνα («συντηρητικοί») και την ανάμνηση της βενιζελικής μεταρρύθμισης του Μεσοπολέμου («προοδευτικοί»). Επί εξήντα χρόνια τίποτε δεν κλόνισε τον εκπαιδευτικό αναχρονισμό.

Ομως, ήδη πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και με επιταχυνόμενο ρυθμό, το πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα έπρεπε να επινοηθεί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, άλλαξε τάχιστα. Τα εθνικά σύνορα έχασαν ένα μεγάλο μέρος από την οικονομική και πολιτική λειτουργία τους. Οι τεχνολογικές εξελίξεις οδήγησαν σε επαναστατικές γεωπολιτικές και γεωοικονομικές αλλαγές. Μέσα στον καινούργιο παγκοσμιοποιημένο κόσμο, η Παιδεία εξακολουθεί μεν να διαμορφώνει τις συλλογικές ταυτότητες, όχι όμως αποκλειστικά στην εθνική κλίμακα. Η τοπική, η ευρωπαϊκή και η διασπορική/δικτυωτή κλίμακα διεκδικούν δικαιώματα. Στον οικονομικό τομέα, οι ειδικότητες και τα επαγγέλματα μετασχηματίζονται συνεχώς. Τέλος, στον ρευστό κόσμο των οικονομικών κρίσεων, η φοίτηση σε προβεβλημένα εκπαιδευτικά ιδρύματα αποτελεί τη μοναδική ασφαλή οικονομική επένδυση. Το πεδίο της Παιδείας ανάγεται σε καθοριστικό παράγοντα για την κατανομή των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων.

Η απόσταση ανάμεσα στην εν Ελλάδι θεματική για την Παιδεία και τα νέα διακυβεύματα καθιστά, επί δεκαετίες, τον διάλογο για τα εκπαιδευτικά ζητήματα χωρίς πραγματικό περιεχόμενο. Οι απόπειρες για μεταρρύθμιση, ακόμη και οι θαρραλέες, χαρακτηρίζονται από μεγάλη υστέρηση· οι αντιμεταρρυθμιστικές θέσεις εκφράζουν νοσταλγία για μια ανύπαρκτη πλέον εκπαιδευτική πραγματικότητα. Υπό τις συνθήκες αυτές, ουδείς επίστευσε πραγματικά στις προοπτικές της ελληνικής Παιδείας. Κυριάρχησαν διάφοροι επί μέρους στόχοι, άσχετοι με την ουσία. Οι εκάστοτε υπουργοί φιλοδοξούν να αφήσουν το όνομά τους, οι πανεπιστημιακοί να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, οι εκπαιδευτικοί να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, η «αναγκαία» παραπαιδεία να διατηρείται αλώβητη, τα κόμματα να εμφανίζονται ότι προασπίζουν την εκπαιδευτική ισότητα.

Εν τω μεταξύ, extra muros, τα εκπαιδευτικά δρώμενα μετασχηματίζονται ταχύρρυθμα, ακολουθώντας το γεωοικονομικό, γεωπολιτικό και τεχνολογικό περιβάλλον. Το παραδοσιακό Πανεπιστήμιο περιθωριοποιείται.

Οι νέες μορφές μάθησης και έρευνας, το μεγαλύτερο τμήμα της μετάδοσης των γνώσεων, θα διεξάγονται σύντομα εξ αποστάσεως και μαζικά, χάρη στις δυνατότητες της τεχνολογίας. Η προσωπική επαφή ανάμεσα στον καθηγητή και τον φοιτητή θα διατηρηθεί για μια μικρή, εκλεκτή μειονότητα. Αυτή η εκπαιδευτική και ερευνητική ελίτ θα είναι αναγκαστικά παγκοσμιοποιημένη. Οποιες εθνικές εκπαιδευτικές και ερευνητικές κοινότητες δεν κατορθώσουν να ενταχθούν οργανικά σε διεθνή δίκτυα, θα απομονωθούν ή και θα απαλειφθούν.
Οσο αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε τη δυναμική και τη ρευστότητα του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος, προετοιμάζουμε τη σαρωτική κατάρρευση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Οι ελληνικές οικογένειες θα προσαρμόσουν τις εκπαιδευτικές τους στρατηγικές στις συνθήκες της παγκόσμιας πάλης για την εκπαιδευτική επένδυση. Η απαξίωση του παρακμιακού εκπαιδευτικού και πανεπιστημιακού συστήματος θα επιφέρει την κρατική υποχρηματοδότησή του. Η παγκοσμιοποίηση, έναντι της οποίας η πανεπιστημιακή και εκπαιδευτική κοινότητα ορθώνει τείχη, θα εισδύσει βίαια, απαλείφοντας τα στοιχεία ελληνικότητας, χάρη στα οποία υφιστάμεθα ως πολιτισμικό σύνολο. Μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγήσει σε αφελληνισμό, πολύ περισσότερο από όσο «απειλούν» τα μαζικά μεταναστευτικά κύματα. Ταυτοχρόνως θα ενταθούν οι ανισότητες.
Ο διάλογος για την Παιδεία πρέπει να ανατρέψει «ταμπού», όπως ο μονοπωλιακός ρόλος του κράτους. Η διεθνοποίηση θα αξιοποιήσει την ελληνική πανεπιστημιακή διασπορά· η αποκέντρωση θα μεταθέσει τις εκπαιδευτικές αρμοδιότητες στις τοπικές κοινωνίες, στην Κοινωνία των Πολιτών και στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Πρόκειται για τα πρώτα εκ των ων ουκ άνευ για τη διέξοδο από τον αναχρονισμό. Οι φορείς και οι παράγοντες αυτοί πρέπει να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά στους οργανωμένους και συγκροτημένους, αλλά παρακμιακούς, εκπροσώπους του εθνοκρατικού λόγου.

* Ο κ. Γιώργος Πρεβελάκης είναι καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη (Paris I).

ΠΗΓΗ