10 Σεπτεμβρίου 2014

Μετρώντας την εθνική ισχύ – Ορατοί και μη ορατοί παράγοντες ισχύος (Ιωάν. Παρίσης)

Δρ Ιωάννης Παρίσης
Υποστράτηγος ε.α., Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης / Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Κρήτης
 (Άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΑΜΥΝΑ & ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ, τ. Σεπτεμβρίου 2014)


Εικόνα1
Η ισχύς αποτελεί σημαντικό στοιχείο της συμπεριφοράς των κρατών και καθορίζει, εν πολλοίς, τις διεθνείς σχέσεις. Τούτο διότι τα κράτη αποτελούν τους κύριους δρώντες στο διεθνές σύστημα, το οποίο είναι άναρχο, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει κάποια ανώτερη αρχή που να διασφαλίζει την τάξη.[1] Έτσι, η μελέτη των διεθνών σχέσεων εμπεριέχει αναπόφευκτα τη μελέτη των σχέσεων ισχύος μεταξύ των κρατών.[2]
Η ισχύς προσδιορίζεται σε συγκεκριμένες καταστάσεις, ενώ κάποιες πλευρές της είναι περισσότερο σταθμητές από κάποιες άλλες και μπορούν να ταξινομηθούν με τον τρόπο αυτό.[3] Η ισχύς, γράφει ο Zagorin, είναι μια ιδιότητα που μετριέται με βάση τον βαθμό που ένας δρών σε μια κατάσταση μπορεί να απαιτήσει από τους άλλους δρώντες να συμμορφωθούν προς τη θέλησή του ή να υποστούν ποινές για την άρνησή τους να το κάνουν[4].
Η αξιολόγηση της εθνικής ισχύος δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το βασικό πρόβλημα συνίσταται στο ότι όλα τα στοιχεία της ισχύος είναι αλληλοεξαρτώμενα. Επίσης, συχνά δεν είναι δυνατόν να προκύψουν ασφαλή συμπεράσματα από την υποχωρητικότητα ή κάποια αποτυχία μιας χώρας, διότι, ενδεχομένως, αγνοούνται κάποια μη ορατά στοιχεία (π.χ. πολιτικής) ή κάποιες εσκεμμένες ή μη ενέργειες. Έτσι, η αποτυχία στο να αποκτήσει κάποιος αυτό που θέλει δεν είναι πάντοτε απόδειξη  έλλειψης ισχύος.
Για τους ίδιους λόγους δεν είναι πάντα εύκολη η ταξινόμηση των κρατών από πλευράς ισχύος. Η ισχύς και η αδυναμία είναι δύο καταστάσεις που συχνά μεταβάλλονται, ενώ παράλληλα θα πρέπει να αξιολογούνται οι διαφορετικές μορφές ή εκφάνσεις της ισχύος (π.χ. οικονομική, τεχνολογική, στρατιωτική). Ένα κράτος μπορεί να είναι ισχυρότερο σε κάποιους τομείς απ’ ότι σε άλλους. Έτσι προκύπτει ανάγκη να υπάρχουν κάποια κριτήρια μέσω των οποίων θα διακρίνονται τα αδύναμα από τα ισχυρά κράτη, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη την σχετικότητα της ισχύος. Τα κράτη – είτε αδύναμα είτε ισχυρά – έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά και κοινά προβλήματα. Κανένα κράτος δεν είναι απολύτως ισχυρό ή απολύτως αδύναμο.[5]
Στοιχεία υπολογισμού της ισχύος         
Πολλοί παράγοντες υπεισέρχονται στην απόκτηση ή τον υπολογισμό-μέτρηση της ισχύος των κρατών. Οι παράγοντες αυτοί είναι διαφορετικοί ή έχουν διαφορετική επίδραση για κάθε κράτος.[6] Κύριες και καθοριστικές συνιστώσες -ή διαστάσεις- της ισχύος των κρατών αποτελούν, σύμφωνα με τους περισσότερους πολιτικούς αναλυτές, η οικονομία, δηλαδή ο πλούτος που διαθέτουν τα κράτη, ο πληθυσμός, με όλες του τις παραμέτρους, η τεχνολογία και η ένοπλη δύναμη. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθεί και το περιβάλλον (κυρίως υπό την έννοια της γεωγραφίας και του υπεδάφους), το οποίο σε πολλές περιπτώσεις αλληλοεπηρεάζεται με κάποιους από τους παραπάνω παράγοντες, ή δημιουργεί συνθήκες θετικές ή αρνητικές για την ανάπτυξή τους.
Οπωσδήποτε δεν είναι εύκολος ο υπολογισμός της ισχύος ενός κράτους με ακρίβεια, δεδομένου ότι, αφενός δεν μπορεί να γίνει σαφής και πλήρης εκτίμηση των δυνατοτήτων του σε κάθε τομέα, αφετέρου υπεισέρχεται πάντοτε αριθμός παραγόντων μη δυνάμενων να εκτιμηθούν. Ωστόσο, μπορεί να γίνει εκτίμηση, σε κάποιο βαθμό, κάποιων κύριων παραγόντων και συνιστωσών της ισχύος, με βάσει τις σχετικές ενδείξεις που υφίστανται.
Διακρίνουμε, καταρχήν, τρεις κύριες διαστάσεις, υπό την έννοια τριών διακριτών πεδίων εθνικής ισχύος:
Ισχύς-πυραμίδα1)   Εθνικοί πόροι: Το πεδίο αυτό αναφέρεται στους τομείς εκείνους που οικοδομούν τις βάσεις για την ικανοποίηση των αναγκών και την παραγωγή της χώρας και οδηγούν στην απόκτηση τεχνολογικών δυνατοτήτων και οικονομικής ευμάρειας. Τέτοιοι τομείς, οι οποίοι θα πρέπει να μετρηθούν για τον υπολογισμό της ισχύος είναι η τεχνολογία, η επιχειρηματικότητα, οι ανθρώπινοι πόροι, οι οικονομικοί πόροι και οι φυσικοί πόροι, στους οποίους περιλαμβάνονται τα τρόφιμα, η ενέργεια, τα κρίσιμα ορυκτά – που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή υψηλής τεχνολογίας αντικειμένων και συσκευών – καθώς και τα σπάνια μέταλλα.
2)   Εθνικές επιδόσεις: Το δεύτερο πεδίο περιλαμβάνει τρεις τομείς:
  • Εξωτερικές δεσμεύσεις: Φύση εξωτερικών απειλών, φύση των συμφερόντων της χώρας.
  • Πολιτικές υποδομές: Ικανότητα της χώρας να καθορίζει στόχους, και να τους εκφράζει και υποστηρίζει με συνοχή και σταθερότητα, και να τους μεταφράζει σε συγκεκριμένες δράσεις.
  • Πνευματικούς και ιδεολογικούς πόρους: Σταθερότητα πνευματικών και ιδεολογικών δομών της χώρας, ιδεολογία του κράτους, οργανώσεις πολιτών, θρησκεία.
3) Στρατιωτική ικανότητα: Το τρίτο πεδίο αποτελεί ιδιαίτερα μετρήσιμο παράγοντα ισχύος, και λαμβάνει υπόψη τρεις τομείς:
  • Τους στρατηγικούς πόρους, (αμυντικοί προϋπολογισμοί, ανθρώπινο δυναμικό, στρατιωτικές υποδομές, αμυντική βιομηχανική βάση, οπλικά συστήματα και ικανότητα υποστήριξής τους).
  • Την αμυντική δομή, η οποία είναι απαραίτητη για την μετατροπή των στρατηγικών πόρων σε πραγματική στρατιωτική δυνατότητα. Η στρατιωτική στρατηγική, η δομή των πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων, οι εξωτερικές στρατιωτικές σχέσεις, το δόγμα, η εκπαίδευση, η οργάνωση και η ικανότητα καινοτομιών περιλαμβάνονται στον τομέα αυτό.
  • Την μαχητική επάρκεια, η οποία εκτιμάται από την μαχητική ικανότητα των ενόπλων δυνάμεων, την εκπαίδευση, συντήρηση, οργάνωση και διάταξή τους.
Η μέτρηση της στρατιωτικής ισχύος
Το μέγεθος και η ποιότητα των ενόπλων δυνάμεων ενός κράτους ή ενός συνασπισμού κρατών αποτελούν τα συγκριτικά στοιχεία της μαχητικής τους αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, συχνά τα δύο αυτά στοιχεία δεν συνυπάρχουν.
Το μέγεθος, το οποίο αναφέρεται στον αριθμό του προσωπικού αλλά και των οπλικών συστημάτων που υπάρχουν από τον καιρό της ειρήνης ή δύνανται να αναπτυχθούν σε συγκεκριμένο θέατρο επιχειρήσεων, δεν μπορεί να αποτελέσει απόλυτο στοιχείο ισχύος.
Η ποιότητα αναφέρεται στον εξοπλισμό και εκπαίδευση, την τακτική, την ευελιξία, το ηθικό και την ηγεσία. Στη διάρκεια της Ιστορίας είναι πάρα πολλές οι περιπτώσεις που μεγάλοι – σε κάποιες περιπτώσεις τεράστιοι – στρατοί, ηττήθηκαν από σημαντικά μικρότερους οι οποίοι όμως υπερτερούσαν σε ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Η εκτίμηση της στρατιωτικής ισχύος μπορεί να γίνει κάθε φορά σε σύγκριση με αντιπάλους στρατούς. Μιλάμε συνεπώς για σχετική ισχύ. Στην μέτρηση αυτή λαμβάνονται υπόψη κάποιοι παράγοντες που φυσικά διαφέρουν για κάθε ένοπλη δύναμη: ο αριθμός και η ποιότητα του προσωπικού, ο αριθμός και η ποιότητα των οπλικών συστημάτων, η οργάνωση και η ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεων, η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων.
 ΣτρατιωτικήΙΣΧΥΣ
Είναι ευνόητο ότι δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την μέτρηση της στρατιωτικής ισχύος. Κάθε εκτίμηση θα είναι σχετική, αφού εκτός από τους αριθμούς δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν αντικειμενικές και ασφαλείς εκτιμήσεις για την ποιότητα του υλικού και, κυρίως, του προσωπικού. Ακόμα και τα συμπεράσματα που εξάγονται από τους πίνακες δυνάμεων (προσωπικού και οπλικών συστημάτων) μπορεί να έχουν σχετική αξία διότι ένα μέρος από αυτές να μην είναι δυνατόν να διατεθούν στο υπό εξέταση θέατρο επιχειρήσεων εξαιτίας της διάθεσής τους για την κάλυψη άλλων απαιτήσεων του κράτους.[7]
      Ο Mearsheimer σημειώνει, ότι για την εκτίμηση της ισχύος ενός στρατού θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το αν η επιθετική του ικανότητα περιορίζεται από μεγάλες υδάτινες εκτάσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να εκτιμηθεί η ικανότητα του ναυτικού να προστατεύσει την μετακίνηση στρατευμάτων και εφοδίων, καθώς και η δυνατότητα υποστήριξης τόσο των μεταφορών όσο και των επιχειρήσεων από θαλάσσης και αέρος, που σημαίνει την ανάγκη ύπαρξης ισχυρής αεροναυτικής ισχύος.
Πάντως, ακόμη και αν μπορούσε να εκτιμήσει κανείς το μέγεθος και τις δυνατότητες των στρατιωτικών δυνάμεων που μια χώρα έχει στη διάθεσή της, υπάρχουν, όπως υποστηρίζει και ο Hawtrey, «αστάθμητοι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη, όπως οι στρατιωτικές αρετές του προσωπικού που τις συγκροτεί, η ικανότητα των ηγετών, η αποτελεσματικότητα της διοίκησης και τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, η τύχη».[8] Η γενναιότητα και το πνεύμα ενός στρατεύματος πολλαπλασιάζει την φυσική μαχητική ισχύ του. Ωστόσο, στην ανάπτυξη αυτών των χαρακτηριστικών συμβάλλει ουσιωδώς η υπεροχή στην οργάνωση και τον εξοπλισμό.
Το φρόνημα αποτελεί σοβαρότατο παράγοντα μαχητικής ισχύος για κάθε στρατό. Για το λόγο αυτό όλοι οι στρατιωτικοί ηγέτες στην ιστορία επεδίωκαν την ανύψωσή του και τη διατήρησή του σε υψηλό επίπεδο. Ποιο απλά, μπορούμε να θεωρήσουμε ως φρόνημα τον ενθουσιασμό και την αισιόδοξη διάθεση ενός στρατεύματος προ του ενδεχομένου εχθρικής απειλής κατά της χώρας. Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την έννοια του φρονήματος ως «θέληση προς αντίσταση».[9]
Δύο χαρακτηριστικά ιστορικά παραδείγματα αποτελούν η ήττα της Ελλάδας στη Μ. Ασία το 1922 και η ήττα της Γαλλίας το 1940: Στην πρώτη περίπτωση, ένας στρατός που με ενθουσιασμό και υψηλό φρόνημα είχε αποβιβασθεί στη Σμύρνη και έφθασε έξω από την Άγκυρα, αντιμετωπίζοντας με καρτερία τεράστιες δυσκολίες, κατέληξε μετά μία τριετία, να καταρρεύσει και να οδηγηθεί στην πλήρη διάλυση και καταστροφή, όταν το φρόνημά του έπεσε στο μηδέν και οδήγησε σε μείωση του ηθικού και της μαχητικής του ικανότητας. Στη δεύτερη περίπτωση, όπως αναφέρει ο Morgenthau, ο Γαλλικός στρατός που θεωρείτο ο ισχυρότερος στην Ευρώπη, και το 1937, κατά τον Ουίλσον Τσόρτσιλ, ήταν «η μόνη εγγύηση για τη διεθνή ειρήνη», υπέκυψε εντός ολίγων ημερών προ της γερμανικής στρατιωτικής ισχύος.[10] Είναι γνωστά τα περί του επιπέδου του φρονήματος του Γαλλικού στρατού που εκφράσθηκε χαρακτηριστικά με τη λέξη “pourquoi”.
Η ποιότητα του προσωπικού που χρησιμοποιεί μια ένοπλη δύναμη εξαρτάται και από το σφρίγος και τη σύνθεση του πληθυσμού από τον οποίο προέρχεται. Η Ιστορία μας διδάσκει ότι μάζες «νεοφώτιστων» και φανατισμένων πάντοτε επεκράτησαν επί λαών γηρασμένων ή παραδομένων στην ευζωία και την ευμάρεια. Οι πτώσεις των μεγάλων αυτοκρατοριών (Ρωμαϊκής και Βυζαντινής) αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Στη διάρκεια των ετών, διάφοροι αναλυτές προσπάθησαν να παρουσιάσουν μαθηματικούς τύπους προσδιορισμού της ισχύος στις διεθνείς σχέσεις. Ένα παράδειγμα τέτοιου τύπου που παρουσιάσθηκε το 1977, από τον Ray Cline, υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA, αναφέρει ο  Nye.  Ο τύπος αυτός διατυπώθηκε ως εξής:
 ΙΣΧΥΣ = (ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ + ΕΔΑΦΟΣ + ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ + ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ) X (ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ + ΒΟΥΛΗΣΗ)
Θέτοντας αριθμούς στον τύπο αυτό, ο Cline έφτασε στο συμπέρασμα ότι η Σοβιετική Ένωση είχε διπλάσια ισχύ από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Φυσικά, σημειώνει ο Nye, ήδη γνωρίζουμε, ότι ο τύπος αυτός δεν έδινε πολύ καλές προβλέψεις. Σε λίγο περισσότερο από μία δεκαετία, η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε και οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η μόνη υπερδύναμη σε ένα μονοπολικό κόσμο.
Μια πιο πρόσφατη προσπάθεια δημιουργίας ενός «ενδείκτη» ισχύος περιέλαβε πόρους του κράτους (τεχνολογία, επιχειρήσεις, ανθρώπινο δυναμικό, κεφάλαιο, φυσικό περιβάλλον) και εθνικές επιδόσεις (εξωτερικούς περιορισμούς, υποδομές, ιδέες) και το πώς αυτά προσδιορίζουν τις στρατιωτικές δυνατότητες και την μαχητική ικανότητα. Από τις ενδείξεις αυτές μπορούμε να διαπιστώσουμε την σχετική στρατιωτική ισχύ, αλλά όχι όλες τις συναφείς μορφές ισχύος.
Παρόλο που η αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη παραμένει ένας από τους κύριους παράγοντες ισχύος στις διεθνείς σχέσεις, ο κόσμος δεν είναι πλέον στην εποχή του 18ου αιώνα, οπότε ήταν δυνατόν να ορισθεί ως «μεγάλη δύναμη» εκείνη που επικρατούσε στον πόλεμο. Η στρατιωτική ισχύς και η μαχητική ικανότητα δεν δίνουν απόλυτα συμπεράσματα σε ένα κόσμο οικονομικών και κλιματικών αλλαγών. Επιπλέον δεν μπορούν να μας πούνε πολλά για την ισχύ των μη κρατικών δρώντων. Από στρατιωτικής πλευράς, για παράδειγμα, η Αλ-Κάιντα είναι ένας νάνος συγκρινόμενη με τον αμερικανικό γίγαντα, όμως η επίδραση των τρομοκρατών βασίζεται περισσότερο στις εντυπώσεις που δημιουργούν οι δράσεις τους παρά στο μέγεθος των δυνάμεών τους. Η δυναμική αυτή δεν γίνεται αντιληπτή από τυπικούς ενδείκτες εκτίμησης στρατιωτικής ισχύος.
Μη ορατά συστατικά της ισχύος
Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι δεν είναι δυνατό να μετρηθούν πάντοτε επακριβώς οι συνιστώσες της ισχύος. Δεν είναι δυνατόν να μετρηθούν με ακρίβεια η οικονομική δύναμη και ο βαθμός κινητοποίησης των διαθεσίμων πόρων. Υπάρχουν, επίσης, κάποια συστατικά της ισχύος που δεν είναι εύκολα ορατά και άρα είναι δύσκολα μετρήσιμα, η συμβολή τους όμως στη συνολική ισχύ είναι σημαντική.
Στα μη ορατά, ή δύσκολα προσδιοριζόμενα στοιχεία της ισχύος μπορούν να ενταχθούν[11]:
  • Η ποιότητα της κυβέρνησης, υπό την έννοια της ικανότητας και αποτελεσματικότητας της ηγεσίας της χώρας, ως συνόλου αλλά και ειδικώς όσον αφορά την προσωπικότητα που ασκεί την ανωτάτη εξουσία. Ο ρόλος των ηγετών είναι σημαντικός διότι αυτοί είναι τα φυσικά πρόσωπα που μετουσιώνουν τα αίτια σε πολιτικές και στρατιωτικές δράσεις και πρακτικές. Τα πρόσωπα αυτά λαμβάνουν τις αποφάσεις στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής και κατά συνέπεια συνδέονται άμεσα με την εθνική ισχύ και την εθνική στρατηγική.
  • Η ποιότητα και αποτελεσματικότητα της διπλωματίας, δεδομένου ότι η τελευταία αποτελεί μέσο υψηλής στρατηγικής, που μπορεί να συνεισφέρει στην εθνική ισχύ με την εξασφάλιση συμμάχων ή με την εκμετάλλευση της ισορροπίας δυνάμεων για τη δημιουργία «αξόνων», όταν το επιτρέπει η διεθνής συγκυρία. Υπάρχουν, βέβαια, ορισμένοι αναλυτές οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ο ρόλος της διπλωματίας είναι συντονιστικός και κατά συνέπεια δεν αποτελεί συντελεστή ισχύος.
  • Η αποδοτικότητα του κράτους και των οργανισμών του, που αναφέρεται κυρίως στην ισορροπία μεταξύ πόρων και πολιτικής, παίζει σημαντικό ρόλο στη δυνατότητα του κράτους να εξασφαλίσει, διαθέσει και κινητοποιήσει, τη στιγμή που θα απαιτηθεί, τους διαθέσιμους πόρους. Σημαντική θεωρείται επίσης, η ικανότητα του κράτους να προστατεύει τις κρίσιμες υποδομές του και να οργανώνει το σύστημα υποστήριξης της πολεμικής προσπάθειας μέσα από τη συγκρότηση των κατάλληλων μηχανισμών, την άντληση πόρων για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων, την ενημέρωση του πληθυσμού για τους σκοπούς του πολέμου και την αντιμετώπιση της εχθρικής προπαγάνδας.
  • Το είδος της διακυβέρνησης, δηλαδή η μορφή του καθεστώτος μιας χώρας, μπορεί να έχει ως συνέπεια την διαφορετική προσέγγιση των εθνικών συμφερόντων. Το τι συνιστά εθνικό-κρατικό συμφέρον «φιλτράρεται» από τη μορφή του καθεστώτος μιας χώρας. Άρα η ισχύς της εξαρτάται και επηρεάζεται από τη μορφή του καθεστώτος της. Γενικά, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι, παρά το γεγονός ότι τα αυταρχικά καθεστώτα μπορεί να εμφανίζουν κάποια πλεονεκτήματα – όπως, για παράδειγμα, ταχύτερη λήψη αποφάσεων – εμφανίζουν όμως χαμηλό βαθμό εσωτερικής νομιμοποίησης και άρα μικρότερο «απόθεμα ισχύος» από τα δημοκρατικά καθεστώτα, με υψηλό βαθμό εσωτερικής νομιμοποίησης.[12]
  • Η εσωτερική συνοχή ενός κράτους αναφέρεται κατά βάση στη συνοχή του πληθυσμού και αποτελεί στοιχείο που μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει την εθνική ισχύ, παρόλο που εμφανίζεται ως στοιχείο πολύ απροσδιόριστο και άρα υπάρχει δυσκολία στην εκτίμησή του. Η συνοχή αναφέρεται στη ικανότητα του λαού να εργάζεται από κοινού στην επιδίωξη των εθνικών συμφερόντων, παρά τις προσωπικές διαφορές ή διαφορές μεταξύ ομάδων. Εδώ περιλαμβάνονται και θέματα όπως η κοινότητα της γλώσσας, της θρησκείας, της νομοθεσίας, ταξικά προβλήματα, μειονότητες, φυλετικές διαφορές και, φυσικά, το ηθικό του έθνους, υπό την έννοια του εθνικού φρονήματος.[13] Γίνεται κατανοητό ότι όσο μεγαλύτερη είναι η ομοιογένεια του πληθυσμού τόσο ισχυρότερη είναι η συνοχή η οποία συμβάλλει θετικά στην αύξηση της εθνικής ισχύος. Ο Liddell Hart επισημαίνει ότι η υψηλή στρατηγική πρέπει να υπολογίζει και να αναπτύσσει και τις ηθικές δυνάμεις, διότι για να αναπτυχθεί το πνεύμα και η θέληση του λαού, συχνά οι ηθικές δυνάμεις είναι το ίδιο σπουδαίος παράγοντας, όσο και η κατοχή πιο σπουδαίων μορφών ισχύος.[14]
  • Το γόητρο του κράτους, αναφέρεται κυρίως στην αντίληψη που έχουν διαμορφώσει οι υπόλοιποι δρώντες σε διεθνές ή περιφερειακό επίπεδο, σε ότι αφορά στις ικανότητες του συγκεκριμένου κράτους, αλλά και την ετοιμότητα και προθυμία του να χρησιμοποιήσει την ισχύ του. Tο στοιχείο του γοήτρου έχει ιδιαίτερη σημασία διότι συναρτάται με την αποφασιστικότητα του κράτους να κάνει χρήση της ισχύος που κατέχει και αυτό γίνεται αντιληπτό από τα κράτη του περιβάλλοντός του, ή του διεθνούς συστήματος όταν πρόκειται για μεγάλες δυνάμεις.
  • Η εξωτερική πολιτική υποστήριξη, η οποία συχνά αποτελεί πολλαπλασιαστικό παράγοντα ισχύος, αφού προσθέτει – δυνητικά τουλάχιστον – την ισχύ άλλων κρατών τα οποία έχουν ίδια ή παράλληλα συμφέροντα και συγκλίνουσες επιδιώξεις.[15] Η εξωτερική υποστήριξη μπορεί να έχει διάρκεια, όπως στην περίπτωση των συμμαχιών ή των ενώσεων κρατών, ή να εκφράζεται κατά περίπτωση από άλλα κράτη ή διεθνείς δρώντες. Ομοίως, οι συμμαχίες, μπορεί να είναι μόνιμες ή ευκαιριακές ή, σε κάποιες περιπτώσεις, άτυπες.
Η ισχύς των ιδεολογιών
Οι ιδεολογίες έχουν χρησιμοποιηθεί στη διάρκεια της ιστορίας από διάφορες ηγεσίες προκειμένου να οργανώσουν, να φανατίσουν και να κινητοποιήσουν τις μάζες, να εμπνεύσουν κοινή συνείδηση μεταξύ των μελών τους, και επίσης να κατακτήσουν, να αφομοιώσουν, να απορρίψουν ή να καταπολεμήσουν άλλες ιδεολογίες. Από την άποψη αυτή οι ιδεολογίες συμβάλλουν στην αύξηση της ισχύος. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «ιδεολογική ισχύ» της οποίας η αποτελεσματικότητα, όπως ιστορικά αποδεικνύεται, είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Στις ιδεολογίες εντάσσουμε, υπό ευρεία έννοια, τις θρησκείες, και διάφορες κοσμοθεωρίες που έχουν μεγάλη διάδοση και επηρεάζουν μεγάλες μάζες λαού. Ειδικότερα, μπορούμε ενδεικτικά να αναφέρουμε τον Χριστιανισμό, το Ισλάμ, τον Κομφουκιανισμό, τον Προτεσταντισμό, τον εθνικισμό, τον ιμπεριαλισμό, τον κομμουνισμό, το φασισμό, το ναζισμό, το ριζοσπαστικό ισλαμισμό, κ.ά. Σε πολλές περιπτώσεις οι ιδεολογίες αυτές συνέβαλαν στην κινητοποίηση των μαζών ή χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο εξωτερικής πολιτικής, κατευνασμού, ειρήνευσης ή εξισορρόπησης.
Η εμφάνιση και εξάπλωση του Ισλάμ υπήρξε σημαντικότατο γεγονός στην ιστορία, με συνέπειες που είναι εμφανείς και σήμερα. Η έκρηξη των νεοφώτιστων στο Ισλάμ Αράβων και η θυελλώδης προέλασή τους μέσα σε χώρους όπου ζούσαν άλλοι Άραβες, αλλά και πέρα απ’ αυτούς, δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο σαν μια αιφνίδια ανάγκη κατάληψης νέων εδαφών. Η κινητήρια δύναμη της αραβικής εξάπλωσης, ήταν η νέα πίστη του Μωάμεθ.
Οι Σταυροφορίες, αποτέλεσαν ένα κίνημα, το ψυχολογικό στοιχείο του οποίου εξακολουθεί να επηρεάζει αρνητικά τις διαθέσεις κυρίως του αραβικού κόσμου έναντι των κρατών της Δυτικής Ευρώπης και της Δύσης γενικότερα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σταυροφορικό κίνημα υπήρξε ένα ανάλογο προς το Ισλάμ ξέσπασμα θρησκευτικής πίστης και έκστασης. Βεβαίως στην περίπτωση αυτή έπαιξαν επίσης ρόλο συμφέροντα, υστεροβουλίες και τυχοδιωκτισμοί κάποιων ηγετών της Ευρώπης αλλά και της Παπικής Εκκλησίας. Είναι όμως αναμφισβήτητο ότι η μεγάλη μάζα των Σταυροφόρων κινήθηκε από πεποίθηση θρησκευτική, και ενθουσιασμό ή φανατισμό μέχρι αυταπάρνησης, με στόχο τους Αγίους Τόπους, μεθυσμένοι από την ελπίδα της σωτηρίας της ψυχής τους, χωρίς να ξέρουν τι τους περίμενε εκεί.
Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων, τον 9ο μΧ. αιώνα, υπήρξε μια σημαντική πολιτική πρωτοβουλία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για επιτυχία της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής που εξασφάλιζε, μέσω του εκκλησιαστικής υπαγωγής, τον πολιτικό έλεγχο των λαών που κατοικούσαν στα βόρεια της αυτοκρατορίας. Εκείνο που κυρίως πέτυχε το Βυζάντιο, ήταν να τους έχει συμμάχους, αν και όχι πάντα, καθόσον παρέμεναν ανεξάρτητες δυνάμεις, που φρόντιζαν να εξασφαλίσουν πρωτίστως τα δικά τους συμφέροντα. Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική αυτή πρωτοβουλία της υψηλής στρατηγικής του Βυζαντίου, αποτέλεσε σημαντικό συντελεστή ισχύος, μειώνοντας τις μάχες που ήταν αναγκασμένο να δώσει, ή εξασφαλίζοντας τη δυνατότητα να συγκεντρώσει την στρατιωτική του ισχύ σε άλλα μέτωπα, ιδίως εκείνο των νοτιοανατολικών επαρχιών.
Σημαντική, από πλευράς ιδεολογικής ισχύος, ήταν η επίδραση, του κομμουνισμού. Από την άποψη που εξετάζεται εδώ, η διαφορά σε σχέση με τον ναζισμό και τον φασισμό ήταν ότι οι τελευταίες ιδεολογίες, πέτυχαν μεν να φανατίσουν και να κινητοποιήσουν τις μάζες, αλλά σε συγκεκριμένες χώρες (κατά βάση Γερμανία και Ιταλία) και για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Αντίθετα, η ιδεολογική και πολιτική επιρροή του κομμουνισμού, όχι μόνο διήρκεσε αρκετές δεκαετίες, αλλά είχε επεκταθεί σε μεγάλο αριθμό χωρών, οι ηγεσίες των οποίων υπάκουαν σε βαθμό υποταγής, στις αποφάσεις της Μόσχας. Η τελευταία είχε τη δυνατότητα να καθορίζει αφενός τη στάση των κυβερνήσεων των χωρών όπου είχε επιβληθεί κομμουνιστικό καθεστώς, αφετέρου εκείνη των κομμουνιστικών κομμάτων όλων των χωρών, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να κινητοποιεί φανατισμένες μάζες στο εσωτερικό των χωρών της Δύσης. Υπό την έννοια αυτή, η κομμουνιστική ιδεολογία αποτέλεσε σημαντικότατο συντελεστή ισχύος για την Σοβιετική Ένωση σε όλη την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Στη σημερινή εποχή ο επηρεασμός των μαζών επιτυγχάνεται με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας τα οποία διακινούν, κατά περίπτωση, την πληροφόρηση, την ενημέρωση ή την προπαγάνδα, σε πλανητικό επίπεδο. Η ανάπτυξη και η εξάπλωση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και της δορυφορικής τεχνολογίας έδωσαν δυνατότητες που δεν υπήρχαν στο παρελθόν. Με τα μέσα αυτά είναι δυνατόν να κατευθύνεται η πληροφόρηση αλλά και να καθοδηγείται το συναίσθημα και ο τρόπος σκέψης εκατομμυρίων ή και δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Μπορούμε έτσι να μιλάμε για την ισχύ της επικοινωνίας, με κύρια μέσα την τηλεόραση, το διαδίκτυο και την κινητή τηλεφωνία, σε σημείο που να απειλείται το δικαίωμα και η δυνατότητα των κρατών στο να εξασφαλίσουν συνθήκες αυτόνομης και ελεύθερης δράσης.
Συναφής προς τα ανωτέρω είναι η πολιτισμική ισχύς, η οποία αναφέρεται στην προβολή, τη διάδοση, και συχνά την επιβολή πολιτισμικών στοιχείων, μέσω των οποίων επιδιώκεται η απόκτηση επιρροής ή γοήτρου, άρα και ισχύος.  Ουσιαστικά, μέσω του επηρεασμού της πολιτιστικής συνείδησης και των πολιτισμικών στοιχείων μιας κοινωνίας ή ενός λαού, επιδιώκεται η διάβρωση των κεντρικών πυλώνων ενός κράτους. Τέτοια στοιχεία είναι καταρχήν τα εθνικά χαρακτηριστικά, η ιστορία, η γλώσσα και η θρησκεία, τα οποία προσδιορίζουν και χαρακτηρίζουν την ιδιαιτερότητα ενός έθνους μέσα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, αποτελώντας κύρια στοιχεία εθνικής συνοχής και άρα ισχύος. Πρόκειται, κατά βάση για παράγοντες ήπιας ισχύος, που έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικοί, τόσο στη διάρκεια της ιστορίας όσο και στη σύγχρονη εποχή.[16]
[1]  J. Mearsheimer, Ομιλία στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 28/6/2011.
[2]   Για ευρεία ανάλυση των παραγόντων ισχύος βλέπε: Ιωάν. Παρίσης, Παράγοντες Ισχύος στο Διεθνές Σύστημα, ΙΝΓΟΓΝΩΜΩΝ, Αθήνα 2012.
[3]  David A. Baldwin, “Power Analysis and World Politics: New Trends versus Old Tendencies”, World Politics, XXXI, τεύχος 2 (Ιαν. 1979), σ. 161-194.
[4]   Zagorin Perez, Θουκυδίδης, Ποιότητα-Princeton University Press, 2006, σ. 94.
[5]   Michael I. Handel, Weak States in the International System, Frank Cass 1990, σ. 259-260.
[6]   Robert Gilpin, War and Change in World Politics, Princeton University Press, 2001.
[7]  J. Mearsheimer, Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, Ποιότητα, 2009, σ. 285-286. Εδώ θα μπορούσε να αναφερθεί επίσης, ως παράδειγμα, οι συχνές –κατά βάση δημοσιογραφικής προέλευσης- συγκρίσεις των οπλικών συστημάτων Ελλάδος και Τουρκίας, και η διατύπωση συμπερασμάτων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι τεράστιες και ποικίλες απειλές που αντιμετωπίζει η δεύτερη στον περίγυρό της.
[8]  Ralph G. Hawtrey, Economic Aspects of Sovereignty, Longmans, Green and Co., 2nd ed. 1952, σελ. 64.
[9]  Βλ. Ι. Παρίσης, «Φρόνημα και μαχητική ισχύς», περιοδικό ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΑ, Φεβρουάριος 2007.
[10]  Hans Morgenthau, Politics among Nations – The struggle for Power and Peace.
[11]  Βλ. επίσης, ευρεία ανάλυση στο Θ. Κουλουμπής – Δ. Κώνστας, Διεθνείς Σχέσεις – Μια συνολική προσέγγιση, τ. Α’, σ.172.
[12]  Λαζαρίδης Χρ. Αναζητώντας Στρατηγική στην Εξωτερική μας Πολιτική, Ποιότητα, Αθήνα, 1998, σ. 45.
[13] Ο Hans Morgenthau θεωρεί ότι ο εθνικός χαρακτήρας και το ηθικό του έθνους, ως παράγοντες ισχύος, ξεχωρίζουν και έχουν μόνιμη και συχνά αποφασιστική επίδραση στην προβολή του κράτους στη διεθνή πολιτική, στο Politics among NationsThe struggle for Power and Peace, σ. 134.  
[14]  Liddell Hart, Στρατηγική της Έμμεσης Προσέγγισης, σ. 501-502.
[15]  Λαζαρίδης Χρ. Αναζητώντας Στρατηγική στην Εξωτερική μας Πολιτική, Ποιότητα, Αθήνα, 1998, σ. 45.
[16]  Αναλυτικά περί ήπιας και σκληρής ισχύος στο Ιωάν. Παρίσης, Παράγοντες Ισχύος στο Διεθνές Σύστημα, ΙΝΓΟΓΝΩΜΩΝ, Αθήνα 2012.