28 Δεκεμβρίου 2014
27 Δεκεμβρίου 2014
Γιατί μπορεί να πέσει και στα 20 δολάρια η τιμή του βαρελιού
ANATOLE KALETSKY / REUTERS
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:ΑΝΑΛΥΣΗ
Πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει και πόσο καιρό θα μείνει εκεί; Η υποχώρηση της τιμής του πετρελαίου κατά 50% θέτει τα δύο αυτά ερωτήματα κι ενώ
κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά το πρώτο (εγώ θα το
επιχειρήσω), το δεύτερο είναι εύκολο.
Οι χαμηλές τιμές θα διαρκέσουν αρκετά, για να συμβεί ένα εκ των δύο: Είτε αυτό που περιμένουν οι περισσότεροι διαπραγματευτές και αναλυτές, ότι η Σαουδική Αραβία θα ανακτήσει την ισχύ μονοπωλίου για λογαριασμό του ΟΠΕΚ έχοντας επιτύχει τους γεωπολιτικούς ή οικονομικούς στόχους της. Είτε θα στραφεί σε μια αγορά ανοικτή στον ανταγωνισμό, όπου οι τιμές θα καθορίζονται από το κόστος της παραγωγής και όχι από την ισχύ μονοπωλίου του ΟΠΕΚ.
Το δεύτερο σενάριο φαίνεται υπερβολικό, αλλά έτσι ήταν οι συνθήκες στην αγορά επί δύο δεκαετίες από το 1986 έως το 2004.
Ο,τι κι αν βάλει, πάντως, φρένο στην πτώση των τιμών, είναι βέβαιο πως η διαδικασία θα χρειαστεί χρόνο για να ολοκληρωθεί. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πως μόνο λίγοι μήνες υποχώρησης των τιμών θα είναι αρκετοί για να μπορέσουν οι Σαουδάραβες είτε να διαρρήξουν το άξονα Ιράν - Ρωσίας είτε να ανακόψουν την αύξηση της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ. Είναι εξίσου παράλογο να φανταστεί κανείς πως μπορεί η αγορά πετρελαίου να μεταβεί εύκολα από το καθεστώς κυριαρχίας του ΟΠΕΚ σε μια αγορά ανοικτή στον ανταγωνισμό. Οσοι επενδυτές περιμένουν να ανακάμψουν οι τιμές του πετρελαίου σύντομα μάλλον θα απογοητευτούν. Το καλύτερο που μπορούν να ελπίζουν είναι να καθιερωθεί ένα σημαντικά χαμηλότερο όριο διακύμανσης των τιμών.
Το καίριο ερώτημα είναι αν η τρέχουσα τιμή των περίπου 55 δολαρίων το βαρέλι είναι πιο κοντά στο κατώτατο όριο ή στο νέο ανώτατο όριο.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες για να περιμένει κανείς ένα νέο φάσμα διακύμανσης σε χαμηλά επίπεδα από 20 έως 50 δολάρια το βαρέλι. Πιέσεις τεχνολογικής και περιβαλλοντικής φύσης περιορίζουν τη μακροπρόθεσμη ζήτηση και απειλούν να μετατρέψουν το εκτός Μέσης Ανατολής πετρέλαιο, που παράγεται με υψηλό κόστος. σε κάτι ανάλογο με τα άφθονα αλλά ανεπιθύμητα κοιτάσματα άνθρακα. Επιπλέον, μακροπρόθεσμα ενδέχεται να προστεθούν άλλοι παράγοντες που θα συμπιέσουν τις τιμές του πετρελαίου, όπως η άρση των κυρώσεων κατά του Ιράν και της Ρωσίας και ο τερματισμός των εμφυλίων σε Ιράκ και Λιβύη, που θα διέθεταν στην παγκόσμια αγορά πολύ περισσότερο πετρέλαιο από εκείνο της Σαουδικής Αραβίας.
Η σχιστολιθική επανάσταση στις ΗΠΑ αποτελεί ίσως το ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ της επιστροφής της παγκόσμιας αγοράς σε καθεστώς ανταγωνισμού.
Μολονότι το σχιστολιθικό πετρέλαιο είναι συγκριτικά δαπανηρό, η παραγωγή μπορεί να διακοπεί και να ξαναρχίσει πιο εύκολα και φθηνά από τις συμβατικές πετρελαιοπηγές. Σε μια πραγματικά ανταγωνιστική αγορά, η Σαουδική Αραβία και οι άλλες χώρες που παράγουν με χαμηλό κόστος θα παρήγαν το περισσότερο που μπορούν ενώ οι μονάδες παραγωγής σχιστολιθικών θα διέκοπταν τις εργασίες όταν θα μειωνόταν η ζήτηση και θα ενεργοποιούνταν όταν θα αυξανόταν η ζήτηση.
Αφ’ ετέρου, υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα που στηρίζουν το σενάριο περί επιστροφής του μονοπωλίου του ΟΠΕΚ σε τιμές από 50 έως 120 δολάρια το βαρέλι.
Οι χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ έχουν συμφέρον να αποτρέψουν την επιστροφή σε μια αγορά ανοικτή στον ανταγωνισμό και θα μπορούσαν να μάθουν να λειτουργούν ξανά ως αποτελεσματικό καρτέλ. Μολονότι δυσχεραίνει πλέον ο καθορισμός των τιμών καθώς αυξάνεται το μερίδιο αγοράς των αμερικανικών βιομηχανιών, ο ΟΠΕΚ θα μπορούσε να επιβάλει κάποια «πειθαρχία» στις τιμές αν κατορθώσει να εκτοπίσει εκτός αγοράς πολλές αμερικανικές βιομηχανίες. Ο μακροοικονομικός αντίκτυπος που θα επέφεραν στην παγκόσμια ανάπτυξη οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου θα μπορούσε να συνδράμει την προσπάθειά του ενισχύοντας την οικονομική δραστηριότητα και τη ζήτηση για ενέργεια. Επομένως, τι θα γίνει τελικά; Θα τα ξαναπούμε όταν η τιμή του πετρελαίου πέσει στα 50 δολάρια και μείνει εκεί για ένα έτος.
Οι χαμηλές τιμές θα διαρκέσουν αρκετά, για να συμβεί ένα εκ των δύο: Είτε αυτό που περιμένουν οι περισσότεροι διαπραγματευτές και αναλυτές, ότι η Σαουδική Αραβία θα ανακτήσει την ισχύ μονοπωλίου για λογαριασμό του ΟΠΕΚ έχοντας επιτύχει τους γεωπολιτικούς ή οικονομικούς στόχους της. Είτε θα στραφεί σε μια αγορά ανοικτή στον ανταγωνισμό, όπου οι τιμές θα καθορίζονται από το κόστος της παραγωγής και όχι από την ισχύ μονοπωλίου του ΟΠΕΚ.
Το δεύτερο σενάριο φαίνεται υπερβολικό, αλλά έτσι ήταν οι συνθήκες στην αγορά επί δύο δεκαετίες από το 1986 έως το 2004.
Ο,τι κι αν βάλει, πάντως, φρένο στην πτώση των τιμών, είναι βέβαιο πως η διαδικασία θα χρειαστεί χρόνο για να ολοκληρωθεί. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πως μόνο λίγοι μήνες υποχώρησης των τιμών θα είναι αρκετοί για να μπορέσουν οι Σαουδάραβες είτε να διαρρήξουν το άξονα Ιράν - Ρωσίας είτε να ανακόψουν την αύξηση της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ. Είναι εξίσου παράλογο να φανταστεί κανείς πως μπορεί η αγορά πετρελαίου να μεταβεί εύκολα από το καθεστώς κυριαρχίας του ΟΠΕΚ σε μια αγορά ανοικτή στον ανταγωνισμό. Οσοι επενδυτές περιμένουν να ανακάμψουν οι τιμές του πετρελαίου σύντομα μάλλον θα απογοητευτούν. Το καλύτερο που μπορούν να ελπίζουν είναι να καθιερωθεί ένα σημαντικά χαμηλότερο όριο διακύμανσης των τιμών.
Το καίριο ερώτημα είναι αν η τρέχουσα τιμή των περίπου 55 δολαρίων το βαρέλι είναι πιο κοντά στο κατώτατο όριο ή στο νέο ανώτατο όριο.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες για να περιμένει κανείς ένα νέο φάσμα διακύμανσης σε χαμηλά επίπεδα από 20 έως 50 δολάρια το βαρέλι. Πιέσεις τεχνολογικής και περιβαλλοντικής φύσης περιορίζουν τη μακροπρόθεσμη ζήτηση και απειλούν να μετατρέψουν το εκτός Μέσης Ανατολής πετρέλαιο, που παράγεται με υψηλό κόστος. σε κάτι ανάλογο με τα άφθονα αλλά ανεπιθύμητα κοιτάσματα άνθρακα. Επιπλέον, μακροπρόθεσμα ενδέχεται να προστεθούν άλλοι παράγοντες που θα συμπιέσουν τις τιμές του πετρελαίου, όπως η άρση των κυρώσεων κατά του Ιράν και της Ρωσίας και ο τερματισμός των εμφυλίων σε Ιράκ και Λιβύη, που θα διέθεταν στην παγκόσμια αγορά πολύ περισσότερο πετρέλαιο από εκείνο της Σαουδικής Αραβίας.
Η σχιστολιθική επανάσταση στις ΗΠΑ αποτελεί ίσως το ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ της επιστροφής της παγκόσμιας αγοράς σε καθεστώς ανταγωνισμού.
Μολονότι το σχιστολιθικό πετρέλαιο είναι συγκριτικά δαπανηρό, η παραγωγή μπορεί να διακοπεί και να ξαναρχίσει πιο εύκολα και φθηνά από τις συμβατικές πετρελαιοπηγές. Σε μια πραγματικά ανταγωνιστική αγορά, η Σαουδική Αραβία και οι άλλες χώρες που παράγουν με χαμηλό κόστος θα παρήγαν το περισσότερο που μπορούν ενώ οι μονάδες παραγωγής σχιστολιθικών θα διέκοπταν τις εργασίες όταν θα μειωνόταν η ζήτηση και θα ενεργοποιούνταν όταν θα αυξανόταν η ζήτηση.
Αφ’ ετέρου, υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα που στηρίζουν το σενάριο περί επιστροφής του μονοπωλίου του ΟΠΕΚ σε τιμές από 50 έως 120 δολάρια το βαρέλι.
Οι χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ έχουν συμφέρον να αποτρέψουν την επιστροφή σε μια αγορά ανοικτή στον ανταγωνισμό και θα μπορούσαν να μάθουν να λειτουργούν ξανά ως αποτελεσματικό καρτέλ. Μολονότι δυσχεραίνει πλέον ο καθορισμός των τιμών καθώς αυξάνεται το μερίδιο αγοράς των αμερικανικών βιομηχανιών, ο ΟΠΕΚ θα μπορούσε να επιβάλει κάποια «πειθαρχία» στις τιμές αν κατορθώσει να εκτοπίσει εκτός αγοράς πολλές αμερικανικές βιομηχανίες. Ο μακροοικονομικός αντίκτυπος που θα επέφεραν στην παγκόσμια ανάπτυξη οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου θα μπορούσε να συνδράμει την προσπάθειά του ενισχύοντας την οικονομική δραστηριότητα και τη ζήτηση για ενέργεια. Επομένως, τι θα γίνει τελικά; Θα τα ξαναπούμε όταν η τιμή του πετρελαίου πέσει στα 50 δολάρια και μείνει εκεί για ένα έτος.
18 Δεκεμβρίου 2014
17 Δεκεμβρίου 2014
Η Κύπρος δεν κείται μακράν ♦ του Δ. Πολίτη
H Κύπρος, όπως και η Κρήτη, η Πελοπόννησος, η
Θράκη και όλες οι υπόλοιπες ελληνικές περιοχές, είναι αναπόσπαστο μέρος
ενός ενιαίου εθνικού συνόλου
Κατά την δεκαετία του ’80,
εμφανίσθηκε μία προσπάθεια τεχνητής κατασκευής μίας υποτιθέμενης «κυπριακής
ταυτότητας» από διάφορους «προοδευτικούς» κυπριακούς και ελλαδικούς κύκλους.
Αυτή η προσπάθεια αποσκοπούσε πρωτοσταδίως στην αποκοπή των Ελλήνων της Κύπρου
από τον εθνικό ελληνικό κορμό. Δευτεροσταδίως δε αποσκοπούσε στην ένταξη, στην
υποτιθέμενη αναδυόμενη κυπριακή ταυτότητα, και των Τούρκων της Μεγαλονήσου.
Έλληνες και Τούρκοι της Κύπρου θα έπαυαν να είναι Έλληνες και Τούρκοι, και θα
γίνονταν «Κύπριοι». Έτσι, θα μπορούσε, πίστευαν ή έλεγαν ότι πίστευαν οι
θιασώτες αυτής της σχολής, να δημιουργηθεί μία «ενιαία κυπριακή δημοκρατία»,
χωρίς εσωτερικές «εθνικιστικικές» διχοτομήσεις.
Σήμερα, υπό το φως των
εξελίξεων που ακολούθησαν την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, τα δραματικά
γεγονότα της Δερύνειας, το Σχέδιο Ανάν και την κυπριακή χρεωκοπία, όλα αυτά
μπορεί να φαίνονται ασυναρτησίες ή και προϊόντα σκοτεινών προθέσεων, αλλά
υπήρξε μία εποχή που κάποιοι επεχείρησαν να τα θέσουν επί τάπητος. Σκοπός τους
ήταν άραγε η «λύση» του Κυπριακού; (λύση σε εισαγωγικά, διότι θα βασιζόταν σε
ανύπαρκτα ερείσματα). Ή επεδίωκαν αλλότριες γεωπολιτικές σκοπιμότητες;
Η προπαγάνδα περί «κυπριακής
ταυτότητας» καλλιέργησε εντέχνως την ευθύνη της ελλαδικής πλευράς γιά την
εισβολή του Αττίλα. Ευθύνη αναμφισβήτητη, αλλά προϊόν απόφασης όχι μίας
δημοκρατικά εκλεγμένης ελληνικής κυβέρνησης, αλλά ενός σκοτεινού,
μυστικοκοπαθούς και πιθανότατα ψυχοπαθούς και πάντως πολιτικά και διπλωματικά
αστοιχείωτου δικτάτορα. Δεν ήταν ευθύνη του ελληνικού λαού, ο οποίος στην
Επιστράτευση του 1974 προσήλθε με ενθουσιασμό γιά να πολεμήσει γιά την Κύπρο.
Το 1922 οι Μικρασιάτες αποκήρυξαν την αντιβενιζελική παράταξη επειδή τους
κατέστρεψε, αλλά δεν αποποιήθηκαν την εθνική τους ταυτότητα. Το ίδιο και οι
Κύπριοι δεν επρόκειτο να αποκηρύξουν την ελληνικότητά τους λόγω του εθνικού
εγκλήματος του Ιωαννίδη.
Αφ’ ετέρου η προπαγάνδα περί
«κυπριακής ταυτότητας» αξιοποίησε την ευνοϊκή μακρο-οικονομική συγκυρία, που
προσέδιδε στην Κύπρο μία αίσθηση ευημερίας, αυτάρκειας και μη εξάρτητης από το
εθνικό κέντρο. Αίσθηση όμως απατηλή, διότι παραγνώριζε μεταξύ άλλων το
γεγονός ότι η οικονομική αυτάρκεια δεν έχει καμμία έννοια αν δεν βασίζεται σε
μία πολιτική και κυρίως αμυντική αυτάρκεια. Κάτι που επιβεβαιώθηκε πλήρως τα
επόμενα χρόνια, κυρίως με την ένταξη της Κύπρου την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Σχέδιο Ανάν,
το Φυσικό Αέριο. Σε αυτές τις περιστάσεις αποδείχθηκε ότι μόνον ως ενιαίο σώμα
Ελλάδα και Κύπρος μπορούν να είναι παρούσες στο παγκόσμιο γεωπολιτικό τοπίο.
Η «κυπριακή ταυτότητα»
αποτελούσε στην πραγματικότητα εργαλειακή προϋπόθεση γιά την πολιτιστική και πολιτική
αυτονόμηση της Κύπρου από τον Ελληνισμό και την απόσπασή της από την ευρύτερη
ελληνική γεωπολιτική αρχιτεκτονική στην Ανατολική Μεσόγειο. Κανείς τότε δεν
αντελήφθη ότι με αυτόν τον τρόπο η Κύπρος δεν θα έπαυε μόνον να αποτελεί
«προέκταση» της Ελλάδας προς Ανατολάς, αλλά θα έπαυε ταυτόχρονα να αποτελεί και
προγεφύρωμα του Ισραήλ προς δυσμάς. Διότι λίγοι συνειδητοποιούσαν ότι η
Τουρκία, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και την βεβιασμένη ένταξή της στον Δυτικό
Συνασπισμό, θα επέστρεφε στην βαθύτερη-άρα ισχυρότερη και αληθινώτερη- ασιατική
και ισλαμική της ταυτότητα.
Η Κύπρος, παρά το γεγονός
ότι βρίσκεται στον μυχό μεταξύ Μικράς Ασίας και Συρίας, παρά ταύτα
κλιματολογικά, εδαφολογικά, οικονομικά, πολιτισμικά, εθνολογικά είναι ένα μέρος
της Ελλάδας όσο η Πελοπόννησος και η Κρήτη. Ειδικά με τις δύο αυτές περιοχές η
ταυτότητα εντυπωσιάζει σε επίπεδο προφορικής ομιλίας, ηθών και εθίμων,
ενδυμασίας, μουσικής, χορών κλπ. Αν προσγειωθεί κανείς σε ένα κυπριακό χωριό
χωρίς να γνωρίζει πού βρίσκεται, θα νομίζει ότι βρίσκεται στην Λακωνία ή στο
Ηράκλειο. Αλλά και η αίσθηση του ανήκειν στο Ελληνικό έθνος είναι τόσο έντονη,
ώστε, μετά την αποτυχία της Ενώσεως και την δημιουργία κυπριακού κράτους, όλο
το πλαίσιο είναι αντίγραφο του ελλαδικού (π.χ. παρά την ύπαρξη κυπριακής σημαίας
παντού κυματίζει η ελληνική, οι κυπριακές ένοπλες δυνάμεις είναι
παραπληρωματικές των ελλαδικών, το εκπαιδευτικό σύστημα είναι αντίγραφο του
ελλαδικού με τα ίδια σχολικά βιβλία κλπ.).
Αλλά και ιστορικά η Κύπρος
ακολούθησε την μοίρα του όλου Ελληνισμού: υπήρξε μέρος του Αρχαιοελληνικού και
του Ελληνιστικού κόσμου, μετά του Ρωμαϊκού και του Βυζαντινού, στην συνέχεια
αποικία των Φράγκων όπως και οι υπόλοιπες ελληνικές περιοχές, γιά να καταλήξει
στην τουρκοκρατία. Και, όπως μετά την Απελευθέρωσή της η Ελλάδα ενετάχθη στην
βρεταννική σφαίρα επιρροής, έτσι και η Κύπρος έγινε- πιό άμεσα και πιό
εμφανώς-βρεταννική αποικία.
H αποτυχία της Ενώσεως
Όπως και όλη η τεκτονική
πλάκα στην οποία αναπτύσσεται ο Ελληνισμός εδώ και χιλιετίες, έτσι και η Κύπρος
διακρίνεται γιά την τεράστια γεωπολιτική της σημασία. Η Βρεταννική Αυτοκρατορία
την απέσπασε από την καταρρέουσα Οθωμανική το 1878 γιά να διασφαλίσει την
πρόσβασή της στον Ινδικό Ωκεανό. Η Κύπρος υπήρξε γιά ογδόντα χρόνια βασικός
κρίκος στην βρεταννική γεωπολιτική άλυσσο Γιβραλτάρ-Μάλτα-Κύπρος-Σουέζ.
Οι προσπάθειες των Κυπρίων
να ενωθούν με την μητέρα πατρίδα αποκρούσθηκαν βίαια και όχι μόνον όσο η Μεγάλη
Βρεταννία ήταν η παγκόσμια υπερδύναμη, δηλαδή μέχρι τον Δεύτερο Πόλεμο. Αλλά
και όταν, μεταπολεμικά, εξουθενωμένη αν και νικήτρια, η Μεγάλη Βρεταννία
προσπαθούσε να οργανώσει τα όποια ερείσματα της απέμεναν, ώστε να παραμείνει
στην διεθνή σκακιέρα έστω και σε μικρότερη κλίμακα. Ενώ η αμερικανική πολιτική
ενίσχυε τα αντι-αποικιοκρατικά κινήματα σε ολόκληρον τον κόσμο προκειμένου να
αποδομήσει την βρεταννική και την γαλλική αποικιοκρατία, η Μεγάλη Βρεταννία
έδινε μάχες οπισθοφυλακής, ενίοτε με επιτυχία. Δεν διέθετε πλέον την υλική
πρωτοκαθεδρία στα πεδία της οικονομίας και της στρατιωτικής ισχύος, αλλά
διατηρούσε την διπλωματική και πολιτική τεχνογνωσία μίας υπερδύναμης που είχε
κυβερνήσει τον κόσμο γιά τριακόσια χρόνια και είχε αποικιοποιήσει τρεις
ηπείρους.
Οπότε η βρεταννική πολιτική,
έχοντας εκκενώσει την Ινδία το 1948, «στήλωσε τα πόδια» στην Κύπρο και
βραχυκύκλωσε τo αναπόφευκτο αίτημα γιά την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, που
ετέθη στον ΟΗΕ από την κυβέρνηση του στρατάρχη Παπάγου το 1954 ως δικαίωμα
αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού. Η βρεταννική αδιαλλαξία εκφράσθηκε γλαφυρά τον
Ιούλιο του 1954 στην Βουλή των Κοινοτήτων, όταν ο υφυπουργός Αποικιακών
Υποθέσεων της Μεγάλης Βρεταννίας Χένρυ Χόπκινσον δήλωσε ότι «η Κύπρος
ανήκει στις αποικίες που λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεών τους δεν μπορούν να
ελπίζουν ότι κάποτε θα ανεξαρτητοποιηθούν πλήρως». Ήταν το περίφημο never, που
απέκλεισε κάθε προοπτική ειρηνικής εξεύρεσης λύσης και οδήγησε στην ουσία στην
έκρηξη του ένοπλου αγώνα στην Μεγαλόνησο. Αναμφισβήτητα σφάλμα μίας παλαιάς
υπερδύναμης, που είχε όμως χάσει στο συγκεκριμένο ζήτημα την ψυχραιμία της.
Στην έναρξη του ένοπλου
αντι-αποικιακού αγώνα στην Κύπρο αμφισβήτητα έπαιξαν ρόλο και οι δυσκολίες που
συνάντησε η ελληνική πρωτοβουλία στον ΟΗΕ τον Δεκέμβριο του 1954. Οπότε ο
ένοπλος αγώνας ξεκίνησε από την Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) την 1η
Απριλίου του 1955, με ισχυρές ενισχύσεις από το εθνικό κέντρο.
Η Μεγάλη Βρεταννία αντέδρασε
με την πρόταση του νέου υπουργού Εξωτερικών Χάρολντ Μακμίλλαν (ο Τσώρτσιλ
αποχώρησε τον Απρίλιο του 1955 και τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο Άντονυ
Ήντεν). Ο Μακμίλλαν πρότεινε τριμερή συνδιάσκεψη Ελλάδος-Τουρκίας=Μεγάλης
Βρεταννίας (η πάγια βρεταννική πολιτική του «διαίρει και βασίλευε»), εισάγοντας
στην συζήτηση την πάντα πρόθυμη μετακεμαλική Τουρκία. Βρήκε βέβαια και
διάφορους πρόθυμους ή χρήσιμους ηλίθιους στην Αθήνα, με αποτέλεσμα η ελληνική
κυβέρνηση να προσέλθει ως μη ώφειλε στην τριμερή (παρά την σφοδρή αντίδραση του
Αρχιεπισκόπου Μακαρίου). Η αποδοχή, από την τότε ελληνική κυβέρνηση, της
Τουρκίας ως συνομιλητού ήταν η διπλωματική και νομική βάση την οποία αξιοποίησε
η Τουρκία όλην την περίοδο που ακολούθησε, με τελικό στάδιο την στρατιωτική της
επέμβαση το 1974.
Η τριμερής πραγματοποιήθηκε
στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1955. Η αδιαλλαξία των Τούρκων (που ζήτησαν
να….τους επιστραφεί η Κύπρος) διευκόλυνε τους Βρεταννούς να καταστήσουν την
Ένωση ανέφικτη και την αυτοδιάθεση εξαιρετικά περίπλοκη, ώστε να διαιωνιστεί το
ζήτημα. Ο Μακμίλλαν ενεφάνισε σχέδιο που διατηρούσε την βρεταννική κυριαρχία
και προέβλεπε κάποια στοιχεία κοινοτικής αυτοδιοίκησης με αναβαθμισμένο ρόλο
των Τουρκοκυπρίων. Τελικά η Συνδιάσκεψη ναυάγησε λόγω των δραματικών γεγονότων
του Σεπτεμβρίου 1955 στην Κωνσταντινούπολη.
Ο απελευθερωτικός αγώνας,
του οποίου ηγήθηκε ο εξ Ελλάδος αξιωματικός Γεώργιος Γρίβας ή «Διγενής», και τα
επιφανή θύματά του (άλλο τραγικό σφάλμα της βρεταννικής αδιαλλαξίας)
διεθνοποίησαν το πρόβλημα. Αλλά η λύση είχε δρομολογηθεί από τις Μεγάλες
Δυνάμεις. Στην Ελλάδα διορίστηκε από τον Βασιλιά Παύλο πρωθυπουργός ο βουλευτής
Σερρών Κωνσταντίνος Καραμανλής, που προηγουμένως είχε περάσει πολλούς μήνες
στις ΗΠΑ «γιά θεραπεία της βαρηκοϊας», όπως είχε ανακοινωθεί επισήμως. Δεν
γνωρίζουμε τις επαφές του Καραμανλή στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή, ασφαλώς όμως θα
συνειδητοποίησε τις προτεραιότητες της νέας υπερδύναμης. Και ασφαλώς η
αμερικανική πολιτική δεν επιθυμούσε, μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, ούτε την
διάλυση του ΝΑΤΟ ούτε ελληνοτουρκικό πόλεμο εξ αιτίας του Κυπριακού.
H μη βιωσιμότητα
προέκυψε από την διχοτομική συνθήκη του Λονδίνου
Οπότε η οδυνηρή μετατόπιση
από την Ένωση στην Ανεξαρτησία οδήγησε, παρά το αντάρτικο του Διγενή και τις
σφοδρές διαδηλώσεις στην Αθήνα, στις Συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου το
1959-60. Ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία σε βάση δικοινοτική, οπότε οι
Τουρκοκύπριοι δεν απέκτησαν status ισότιμων Κυπρίων πολιτών αλλά μειονότητας,
που ήταν εύκολο να ποδηγετηθεί από την Τουρκία. Θεσμικά ο πρόεδρος ήταν
Ελληνοκύπριος (ο Μακάριος εξελέγετο συνεχώς πρόεδρος από το 1960 μέχρι τον
αιφνίδιο θάνατό του το 1977) και ο αντιπρόεδρος ήταν Τουρκοκύπριος (ο
Κιουτσούκ).
Οι Τούρκοι οργάνωσαν παρακρατικό
δίκτυο με αρχηγό τον Ραούφ Ντενκτάς, αλλά και στην ελληνοκυπριακή πλευρά
αναπτύχθηκαν ακραία στοιχεία, με γνωστότερο τον Νικόλαο Σαμψών. Οι
διακοινοτικές ταραχές το 1964 και το 1967, που παρ’ ολίγον να οδηγήσουν σε
ελληνοτουρκικό πόλεμο, αποσοβήθηκαν με αμερικανική παρέμβαση. Στο εκρηκτικό
μείγμα προστίθεται η «τριτοκοσμική» πολιτική του Μακαρίου, που επεχείρησε
αρχικά να αναθεωρήσει τις Συνθήκες εις βάρος των Τουρκοκυπρίων, και, αντί να
εντάξει την Κύπρο στο ΝΑΤΟ, επεχείρησε να αγοράσει όπλα από την κομμουνιστική
Τσεχοσλοβακία. Δεν θα μάθουμε ποτέ τα κίνητρά του.
Το 1965 ο πρωθυπουργός
Γεώργιος Παπανδρέου έστειλε μυστικά στην Κύπρο μία ολόκληρη μεραρχία, ώστε να
την θωρακίσει έναντι πιθανής τουρκικής απειλής. Πιθανώς να συνήνεσαν και οι
Αμερικανοί, προκειμένου ο πειραματιζόμενος σε τριτοκοσμικές κατευθύνσεις
Μακάριος να αισθάνεται κάποια πίεση. Η τελική πορεία προς την καταστροφή
αρχίζει όταν, το 1967, οι Τούρκοι απαιτούν την απόσυρση της Μεραρχίας
απειλώντας με πόλεμο.
Νοέμβριος 1967. Στην Αθήνα καταφθάνει
πανικόβλητος ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Σάϋρους Βανς. Πρωθυπουργός
είναι ακόμα ο Κόλλιας, ο βασιλιάς έχει αποστασιοποιηθεί πλήρως και ετοιμάζει το
κίνημα της 6ης Δεκεμβρίου. Πραγματικό κέντρο εξουσίας είναι ο
υπουργός Προεδρίας Γεώργιος Παπαδόπουλος, συνταγματάρχης Πυροβολικού και
ουσιαστικός αρχηγός της στρατιωτικής χούντας. Ο Βανς, σύμφωνα με ανέκδοτη
διήγηση που έχει υπ’ όψιν του ο γράφων, εισβάλλει στο γραφείο του: «Θα
αποσύρετε την Μεραρχία;». Παπαδόπουλος: «Μα….». Ο Βάνς σηκώνεται έξαλλος και
πάει προς την πόρτα: «Φεύγω και νίπτω τας χείρας μου». Παπαδόπουλος, έντρομος:
«Πού πάτε, μην φεύγετε». Ο Βανς στέκεται και ρωτάει επιτακτικά: «Θα
αποσύρετε την μεραρχία;». «Μάλιστα», είπε ο Παπαδόπουλος, ο θαυμαστής του
Ιωάννου Μεταξά. Έτσι αποσύρθηκε η Μεραρχία και άνοιξε ο δρόμος γιά την τουρκική
εισβολή.
Γιά την οποία χρειάσθηκαν,
όμως, ακόμα δύο προϋποθέσεις: η άνοδος του Ιωαννίδη την εξουσία και η πτώση του
Νίξον.
H σκοτεινή συγκυρία και τα
αναπάντητα ερωτήματα
Η χούντα δεν «χώνευε» τον
Μακάριο, τον οποίον θεωρούσε προδότη του στόχου της Ένωσης. Ασφαλώς ο Μακάριος
είχε εγκαταλείψει σε κάποια φάση την Ένωση, ασφαλώς η φιλοδοξία του να καταστεί
πρόεδρος κράτους έπαιξε ρόλο, αλλά πριν από αυτόν την Ένωση είχε αποκηρύξει η
μητέρα Ελλάδα. Η Ιστορία δεν κινείται βεβαίως βάσει του ορθού λόγου. Η
διάσταση Χούντας-Μακαρίου, λογική ή παράλογη, ήταν μία πραγματικότητα.
Οπωςδήποτε, πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου δεν επρόκειτο να κάνει ο
Παπαδόπουλος ούτε πολύ περισσότερο ο Μαρκεζίνης, ο οποίος διορίστηκε από τον
Παπαδόπουλο πρωθυπουργός τον Οκτώβριο του 1973. Πιθανώς γι’ αυτόν ακριβώς τον
λόγο να ανετράπησαν τον Νοέμβριο του 1973 από τον Ιωαννίδη. Πάντως ο ταξίαρχος
Ιωαννίδης, ο αφανής δικτάτωρ που διαδέχθηκε τον Παπαδόπουλο στην ηγεσία του
στρατιωτικού καθεστώτος, ήταν αποφασισμένος να εξαλείψει τον Μακάριο και
να ανακηρύξει την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Άλλωστε ο Ιωαννίδης ως
δικτάτωρ δεν φαίνεται να είχε άλλο πρόγραμμα ή στόχο πέραν της ανατροπής του
Μακαρίου.
Ο Ιωαννίδης υποτίμησε ή
αγνόησε εντελώς τον τουρκικό παράγοντα. Βασίστηκε σε κάποιες υποτιθέμενες
διαβεβαιώσεις μεσαίου στελέχους των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών. Αμέλησε
πλήρως να προετοιμάσει την Ελλάδα γιά ενδεχόμενη πολεμική σύγκρουση με την
Τουρκία, έστω περιορισμένη στο κυπριακό έδαφος. Εξαπέλυσε το πραξικόπημα στις
15 Ιουλίου, τοποθέτησε ως μαριοννέτα τον παγκοσμίως άγνωστο Νίκο Σαμψών, που
είχε «διακριθεί» κατά την δεκαετία του ’60 στις διώξεις κατά άμαχου
τουρκικού πληθυσμού. Και όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν, αντί να σπεύσει στο πεδίο
της μάχης και να πολεμήσει ως Έλλην αξιωματικός, πήγε στον πρόεδρο του
καθεστώτος στρατηγό Γκιζίκη και….αιτήθηκε κανονικής αδείας. Η επιστράτευση
αποδείχθηκε απερίγραπτο φιάσκο, η Κύπρος αφέθηκε αβοήθητη στο έλεος των
Τούρκων, ενώ σύμφωνα με τους πιό αξιόπιστους εμπειρογνώμονες μία ισχυρή και
αξιόμαχη έστω αριθμητικά μικρή ελληνική στρατιωτική παρουσία θα ακύρωνε ή θα
περιέπλεκε την τουρκική επίθεση. Ο Ιωαννίδης, μετά από την εθνική καταστροφή
που προκάλεσε, δεν βρήκε κάν το θάρρος να επιτελέσει το αυτονόητο ηθικό καθήκον
του ως αξιωματικός που έβλαψε την πατρίδα του.
Αλλά προκύπτει και ένα
μείζον ερώτημα, που δικαιώνει όσους αναζητούν ερμηνείες κάτω από την επιφάνεια
των πραγμάτων. Γιατί ο Ιωαννίδης πραγματοποίησε το πραξικόπημα εναντίον του
Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974, ακριβώς τις ημέρες κατά τις οποίες ο πρόεδρος
των ΗΠΑ Νίξον εσύρετο ως υπόδικος γιά το σκάνδαλο Γουώτεργκαίητ, με αποτέλεσμα
να αναγκασθεί να παραιτηθεί στις 9 Αυγούστου; Θεώρησε το κενό εξουσίας στις ΗΠΑ
ως «ευκαιρία»; Διείδε ότι ο υπουργός Εξωτερικών Χένρυ Κίσσινγκερ, που τις
εβδομάδες που προηγήθηκαν και που ακολούθησαν την πτώση του Νίξον ήταν ο
απόλυτος κύριος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, θα ήταν ευνοϊκός στα
σχέδιά του; Μήπως τελικά, και αφήνοντας στην άκρη τις θεωρίες συνωμοσίας,
ο Ιωαννίδης παγιδεύθηκε και υπηρέτησε άθελά του τον καιροσκοπισμό των Τούρκων,
που είδαν στο κενό εξουσίας των ΗΠΑ την απόλυτη ευκαιρεία να «λύσουν» το
κυπριακό προς ώφελός τους; Αλλά, και αν ακόμα συνέβησαν αυτά, τότε γιατί δεν αντιστάθηκε
στρατιωτικά στην τουρκική εισβολή; Την στιγμή μάλιστα που ηγείτο στρατιωτικού
καθεστώτος; η έλλειψη απάντησης στο τελευταίο ερώτημα είναι ιδιαίτερα οδυνηρή.
Γι’ αυτό και η Ιστορία δεν
θα είναι επιεικής με τον ταξίαρχο Ιωαννίδη.
Aι ειδοί του Αυγούστου
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής,
που εκλήθη να αναλάβει την πρωθυπουργία στις 24 Ιουλίου εν μέσω του χάους,
δεν αντέδρασε στην δεύτερη (και ουσιαστικώτερη, διότι τότε κατελήφθη η
μισή Λευκωσία) προέλαση του Αττίλα τον Αύγουστο του 1974. Yπήρχε βέβαια το ελαφρυντικό
του προηγηθέντος φιάσκου της επιστράτευσης του Ιουλίου, αν υποθέσουμε ότι στην
μη υπεράσπιση ενός έθνους από την κυβέρνησή του υπάρχει ελαφρυντικό. Αλλά ο
Καραμανλής δεν κάλυψε την απόφασή του να μην υπερασπιστεί την Κύπρο με αιδήμονα
σιωπή. Αντιθέτως προέβαλε το αδιανόητο επιχείρημα ότι «η Κύπρος κείται μακράν».
Δηλαδή εισήλθαν στην συζήτηση περί εθνικής αμύνης κριτήρια, που επιτρέπουν ή
δεν επιτρέπουν την υπεράσπιση της πατρίδας.
Ήταν η δεύτερη φορά που ο
Καραμανλής εμφανίστηκε και ανέλαβε την εξουσία ενώ εξελισσόταν μία εθνική
τραγωδία. Η πρώτη ήταν το 1955, όταν ορκίστηκε πρωθυπουργός την ώρα που στην
Κωνσταντινούπολη είχε μόλις συντελεσθεί η καταστροφή της ελληνικής κοινότητας.
Τότε ο ρόλος του ήταν να εξευρεθεί ένας συμβιβασμός, ώστε να μην διαρραγεί η
συμμαχική ενότητα. Δεν μπορεί κανείς να μεμφθεί τον Καραμανλή γιά την συμβολή
του στην διεθνή σταθερότητα, αλλά ασφαλώς έπρεπε να απαιτήσει ανταλλάγματα που
δεν θα έθιγαν το ΝΑΤΟ αλλά θα δημιουργούσαν αντισταθμίσματα, όπως π.χ. την
απομάκρυνση της μουσουλμανικής μειονότητας από την Δυτική Θράκη σε ισάριθμη
αντιστοιχία με τις απελάσεις Ελλήνων από την Πόλη.
Ο ρόλος του Καραμανλή και το
1974 ήταν η αποκλιμάκωση, διότι η κλιμάκωση θα προκαλούσε σοβαρό πρόβλημα στο
ΝΑΤΟ και στην δυτική γεωστρατηγική αρχιτεκτονική του Ψυχρού Πολέμου. Όμως, το
1974 το πρόβλημα ήταν πολύ σοβαρότερο από αυτό του 1955. Εδώ επρόκειτο γιά
εισβολή και κατοχή εδάφους κράτους, γιά το οποίο η Ελλάδα ήταν και αυτή
εγγυήτρια δύναμη. Θα μπορούσε, γιά παράδειγμα, ο Καραμανλής να αποστείλει
ισχυρές στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις στην Κύπρο ώστε να ασκήσει πίεση
στους Τούρκους και να αυξήσει την διαπραγματευτική ικανότητα του υπουργού
Εξωτερικών Γεωργίου Μαύρου στην Γενεύη. Επιπλέον, ο Καραμανλής απέσυρε την
Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, ενώ ώφειλε να παραμείνει και να
ζητήσει από τα αρμόδια νατοϊκά όργανα να υποχρεώσουν την Τουρκία να εκκενώσει
την Κύπρο.
Αντ’ αυτού, η κυπριακή
τραγωδία τακτοποιήθηκε συνειδησιακά με το σύνθημα «δεν ξεχνώ», η κρίση
κατέστησε τον Καραμανλή πολιτικά κυρίαρχο σ’ ένα ακρωτηριασμένο και ταπεινωμένο
έθνος, η μη υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων εμπεδώθηκε ως δόγμα της
ελληνικής αμυντικής πολιτικής και καθιερώθηκε η επέτειος του Αττίλα να εορτάζεται
ως «γιορτή της Δημοκρατίας» στο προεδρικό μέγαρο, με τα απαραίτητα συνοδευτικά
ποτά και εδέσματα...
05 Δεκεμβρίου 2014
Η γεωπολιτική των Καθολικών
Ο Πάπας, ο Ερντογάν, η Συρία και η Ουκρανία
Τις τελευταίες ημέρες τού Νοεμβρίου, ο Πάπας Φραγκίσκος θα χρησιμοποιήσει μια επίσκεψη στην Τουρκία για να προωθήσει δύο στόχους: Να κερδίσει μεγαλύτερη προστασία για τους Χριστιανούς στην Μέση Ανατολή και να φέρει την Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία πιο κοντά. Τίποτε από αυτά τα δύο δεν είναι καινούργιο˙ Ο Πάπας Βενέδικτος ο XVI ήταν στην Κωνσταντινούπολη πριν από οκτώ χρόνια με μια παρόμοια ατζέντα και σχεδόν ταυτόσημο πρόγραμμα [1]. Αλλά οι πόλεμοι στο Ιράκ, την Συρία, καθώς και την Ουκρανία έχουν κάνει την αποστολή τού Φραγκίσκου πιο επείγουσα από ποτέ.
PAPA TURCA
Η Τουρκία δεν είχε ποτέ μεγάλο καθολικό πληθυσμό, αλλά η χώρα δεσπόζει στην ιστορία τής Εκκλησίας. Οι Καθολικοί πιστεύουν ότι η μητέρα τού Ιησού, η Μαρία, πέθανε στην Έφεσο (σήμερα Selçuk). Η Τουρκία είναι επίσης η γενέτειρα του Αγίου Παύλου, του οποίου τα ιεραποστολικά ταξίδια στην Μικρά Ασία και οι μεταγενέστερες επιστολές στις νέες χριστιανικές κοινότητες αποτελούν διάφορα βιβλία τής Καινής Διαθήκης. Περαιτέρω, το Βιβλίο τής Αποκάλυψης γράφτηκε στο νησί τής Πάτμου, έξω από τις τουρκικές ακτές. Η Τουρκία αποτελεί επίσης μια από τις παλαιότερες επίσημες διμερείς σχέσεις τού Βατικανού: Το Βατικανό και η Τουρκία συνήψαν διπλωματικές σχέσεις το 1868, περισσότερα από 100 χρόνια πριν από το Ηνωμένο Βασίλειο (1982), τις Ηνωμένες Πολιτείες (1984), και το Μεξικό (1992).
Η σχέση δεν είναι πάντα εύκολη. Όταν ανέλαβε την εξουσία στην Τουρκία στις αρχές τής δεκαετίας τού 1920, ο Κεμάλ Ατατούρκ δημιούργησε ένα ριζικά αντι-θρησκευτικό καθεστώς. Το κράτος κατάσχεσε εκκλησιαστική περιουσία, απαγόρευσε την θρησκευτική περιβολή, απαγόρευσε την δημόσια προβολή θρησκευτικών συμβόλων, και έκανε τους Μουσουλμάνους ιμάμηδες δημόσιους υπαλλήλους. Ακόμα κι έτσι, ο καθολικός αρχιεπίσκοπος, Angelo Roncalli, ευσυνείδητα αντιπροσώπευε το Βατικανό στην Τουρκία μεταξύ 1934 και 1944, καθώς και η ταπεινότητα και ο σεβασμός του για τον τουρκικό πολιτισμό τον έκανε δημοφιλή και αποτελεσματικό διπλωμάτη.
Μιλούσε άπταιστα τουρκικά, επέτρεπε να χρησιμοποιείται η τουρκική σε εκκλησιαστικές τελετές και έγγραφα, καθώς και θαύμαζε ανοιχτά την μουσουλμανική αφοσίωση στην προσευχή. Προσέγγισε την Ορθόδοξη Εκκλησία, όταν μια μαζική ανταλλαγή πληθυσμών έστειλε πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες, πολλοί από τους οποίους ζούσαν στην Τουρκία εδώ και αιώνες, στην Ελλάδα. Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Roncalli χρησιμοποίησε την θέση του για να βοηθήσει τους Εβραίους να δραπετεύσουν από τον Χίτλερ και να φτάσουν στην Παλαιστίνη μέσω Τουρκίας.
Ο Roncalli έφερε στην Ρώμη το 1958 τις δεξιότητες που επέδειξε στην Τουρκία, όταν έγινε ο Πάπας Ιωάννης ΧΧΙΙΙ. Μέχρι σήμερα αποκαλείται «Papa Turca» στην Τουρκία. Είναι στο ανεκτικό, ανοιχτόκαρδο πνεύμα τού Ιωάννη XXIII, που αγιοποιήθηκε νωρίτερα φέτος με την επιμονή τού Φραγκίσκου, που ο σημερινός ποντίφικας πρέπει να προσεγγίσει με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αυτή την εβδομάδα.
ΕΤΑΙΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ
Παρά τις εκκλήσεις από τους Τούρκους αρχιτέκτονες και οικολόγους να αποφύγει να επισκεφθεί τον Ερντογάν στο αμφιλεγόμενο νέο παλάτι του που χτίστηκε με πάνω από μισό δισεκατομμύριο δολάρια σε ένα προστατευμένο δάσος, ο Φραγκίσκος συμφώνησε να είναι ο πρώτος αρχηγός κράτους που τον υποδέχονται στο «White Palace».
Αν και μπορεί να φαίνεται παράταιρο για τον περιβόητα λιτό ποντίφικα να εμφανιστεί στο φανταχτερό παλάτι τού Ερντογάν, το Βατικανό δεν εξέτασε τις στυλιστικές επιλογές τού προέδρου που σχετίζονται με την αποστολή αυτή. Ούτε ο Πάπας θα ακολουθήσει τη συμβουλή ορισμένων σχολιαστών να μιλήσει για αντιχριστιανική προκατάληψη και βία [2] στην χώρα, που πολλοί πιστεύουν ότι υποδαυλίζεται από ορισμένους Τούρκους αξιωματούχους, και που έχει οδηγήσει σε αρκετές δολοφονίες υψηλού προφίλ τα τελευταία οκτώ χρόνια- συμπεριλαμβανομένου του αποκεφαλισμού ενός αγαπητού επισκόπου από τον οδηγό του. Πριν από δύο χρόνια, ο Ερντογάν Μπαϊρακτάρ, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Πολεοδομίας, δήλωσε ότι «ο Χριστιανισμός δεν είναι πλέον θρησκεία [3]» αλλά μια κουλτούρα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν αξίζει ούτε σεβασμό, ούτε θεσμική αναγνώριση.
Αντ’ αυτού, ο Πάπας θα δώσει έμφαση στα σημεία συμφωνίας με τον Ερντογάν. Μετά την Καθολική κατήχηση, ο Φραγκίσκος τονίζει την κοινή χριστιανική και μουσουλμανική πίστη σε έναν Θεό. Το Ισλάμ θεωρεί ότι ο Ιησούς είναι προφήτης, γεννήθηκε από μια παρθένα, και η Μαρία είναι η πιο συχνά αναφερόμενη γυναίκα στο Κοράνι. Ο Φραγκίσκος θα επισκεφθεί τον Οίκο τής Μαρίας στο Σελτσούκ, ένα δημοφιλές μουσουλμανικό τέμενος και τόπο προσκυνήματος των Καθολικών, αναδεικνύοντας έτσι τα κοινά στοιχεία μεταξύ των δύο θρησκειών.
Ο Φραγκίσκος θα επικεντρωθεί επίσης στον κοινό εχθρό των δύο ηγετών: Τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Τα περισσότερα από τα θύματα του Ισλαμικού Κράτους τού Ιράκ και της αλ-Σαμ (ISIS) ήταν Μουσουλμάνοι. Αλλά η ομάδα έχει επίσης στοχεύσει συστηματικά χριστιανικές κοινότητες. Στην Μοσούλη το περασμένο καλοκαίρι, το ISIS μαρκάριζε τα χριστιανικά σπίτια και διέταξε τους κατοίκους να αλλαξοπιστήσουν, να εγκαταλείψουν την πόλη, να πληρώσουν φόρο ή να πεθάνουν. Στο Χαλέπι, εν τω μεταξύ, δύο υψηλόβαθμοι Ορθόδοξοι επίσκοποι απήχθησαν τον Απρίλιο του 2013 και δεν έχουν βρεθεί έκτοτε.
Μεταξύ άλλων τραγωδιών, η δολοφονία τού Frans van der Lugt, ενός αγαπητού γεννημένου στην Ολλανδία Ιησουίτη που αρνήθηκε να εγκαταλείψει την εκκλησία του στην πόλη Χομς, ήταν ιδιαίτερα καταστροφική. Καθώς η σύγκρουση εντεινόταν, έστειλε μηνύματα βίντεο σε Δυτικούς συναδέλφους του που τεκμηρίωναν την πείνα και την απομόνωση των γειτόνων του στην πόλη Χομς, υπό συνεχή βομβαρδισμό. Ο ιερέας έμεινε, ακόμη και όταν παρέμειναν μόνο 24 Χριστιανοί. Την ημέρα που έπρεπε να υπογραφεί η κατάπαυση του πυρός στης οποίας την διαπραγμάτευση είχε βοηθήσει, ένας μασκοφόρος εκτελεστής τον πυροβόλησε στο πρόσωπο στον κήπο του μοναστηριού του.
Φυσικά, αυτό που είναι πιο επείγον για τους Χριστιανούς, όταν πρόκειται για την Τουρκία είναι η κατάσταση των προσφύγων. Από τα εκτιμώμενα 13,6 εκατομμύρια άτομα [4] εκτοπισμένους από τις συγκρούσεις στο Ιράκ και την Συρία, περίπου σε 1,1 εκατομμύριο είναι Ιρακινοί Χριστιανοί και τουλάχιστον 500.000 Σύριοι Χριστιανοί [5]. Η Τουρκία έχει δεχθεί περίπου 1,6 εκατομμύρια πρόσφυγες, παρέχοντας στέγη, τροφή και ιατρική περίθαλψη για περίπου 1,1 εκατομμύρια από αυτούς [6] σε πάνω από 20 κέντρα προσφύγων.
Για να σημειωθεί πρόοδος σε κάθε έναν από τους τομείς αυτούς, ο Φραγκίσκος θα κάνει έκκληση προς τον Ερντογάν ως έναν από τους πιο ευσεβείς διαδόχους τού Ατατούρκ. Ο Φραγκίσκος θα προτρέψει τον Ερντογάν να απορρίψει την βία που γίνεται στο όνομα του Αλλάχ εναντίον αθώων. Μπορεί επίσης να υποβάλει ένα σχέδιο που προτάθηκε από τον λαϊκό Καθολικό ηγέτες Andrea Riccardi για να σωθεί το Χαλέπι, η μεγαλύτερη πόλη τής Συρίας, που βρίσκεται τώρα υπό πολιορκία. Το Χαλέπι έχει σημαντικά θρησκευτικά μνημεία και έναν σημαντικό χριστιανικό πληθυσμό. Ο Riccardi οραματίζεται την δημιουργία ανθρωπιστικών διαδρόμων στο Χαλέπι για να εισρεύσουν προμήθειες προς τους αμάχους και μια ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών. Μέχρι σήμερα, η πρόταση έχει προσελκύσει υποστήριξη από ένα ευρύ φάσμα διεθνών προσωπικοτήτων [7], συμπεριλαμβανομένων Μουσουλμάνων ηγετών από το Πακιστάν, την Ινδονησία, τον Λίβανο και την Γαλλία. Η υποστήριξη του Ερντογάν στο σχέδιο θα μπορούσε να το μετατρέψει σε πραγματικότητα.
ΟΧΙ ΤΟΣΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΧΙΣΜΑ
Η δεύτερη αποστολή τού Πάπα, ενώ βρίσκεται στην Τουρκία είναι πιο εύκολη, διότι είναι πιο απλή: Η δημόσια επίδειξη του σεβασμού και της αγάπης του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο Α', ως μέρος ενός συνεχιζόμενου επί 50 έτη, διαλόγου μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων, που ήσαν μια εκκλησία μέχρι το Μεγάλο Σχίσμα τού 1054. Ο Πάπας έχει επίσης ως στόχο να ενισχύσει το κύρος του πολιορκούμενου Πατριάρχη απέναντι σε μια περιφρονητική τουρκική κυβέρνηση και μια συχνά αλαζονική θεσμική κόρη, την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η επίσκεψη του Φραγκίσκου συμπίπτει χρονικά με την 30η Νοεμβρίου, την Εορτή τού Αγίου Ανδρέα, του αποστόλου ο οποίος ίδρυσε την Χριστιανική Εκκλησία στην Ανατολή. Ο Άγιος Ανδρέας ήταν ο βιολογικός αδελφός τού Αγίου Πέτρου, ο οποίος ίδρυσε την Καθολική Εκκλησία στην Δύση. Δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ των δύο εκκλησιών σχετικά με την αποστολική καταγωγή ή την εγκυρότητα των αντίστοιχων μυστηρίων τους˙ Οι δύο διαφέρουν κυρίως στην μορφή, όχι στο δόγμα -εκτός από το κύριο εμπόδιο, το καθολικό δόγμα σχετικά με το παπικό πρωτείο.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι λιγότερο ιεραρχική από όσο η Καθολική Εκκλησία: Αποτελείται από 17 αυτοδιοικούμενες οντότητες με ξεχωριστές γεωγραφικές περιοχές δικαιοδοσίας, ενωμένη από την θεολογία και την λατρεία [8]. Άλλες πέντε εκκλησίες στην ορθόδοξη κοινωνία θεωρούνται ανεξάρτητα μέλη από κάποιους, αλλά δεν αναγνωρίζονται από όλους.
Οι επικεφαλής κάθε Ορθόδοξης Εκκλησίας θεωρούνται ίσοι, αν και ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως ο αρχικός ηγέτης, ιστορικά θεωρείται ο «πρώτος μεταξύ ίσων» και έχει αρκετούς μοναδικούς ρόλους: Την ευθύνη για την σύγκλιση Ορθοδόξων συνόδων, να συμμετέχει σε διαθρησκειακές συζητήσεις και να διοικεί τις ενορίες που δεν περιλαμβάνονται στις υπάρχουσες δομές τής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Αλλά η τουρκική πίεση στην Εκκλησία τού Βαρθολομαίου έχει μειώσει το διεθνές κύρος της. Κατ’ αρχήν, η τουρκική κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει τον παγκόσμιο ρόλο τού Πατριάρχη, προτιμώντας να τον βλέπει ως έναν τοπικό επίσκοπο με ένα μικροσκοπικό, και συρρικνούμενο ποίμνιο περίπου 20.000 Ελληνορθοδόξων σε εθνικό επίπεδο, μόλις το 0,03% τού πληθυσμού. Ακόμα χειρότερα, η τουρκική κυβέρνηση έκλεισε το μόνο σπουδαστήριο της Ορθόδοξης Εκκλησίας το 1971, στερώντας την έτσι από την δυνατότητα να παράγει νέους ηγέτες (σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, ο Πατριάρχης απαιτείται να είναι Τούρκος πολίτης). Παρά το λόμπινγκ και την πίεση από πλήθος διεθνείς και εθνικούς ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, η Ιερά Θεολογική Σχολή τής Χάλκης παραμένει ένα όμορφα διατηρημένο συνεδριακό και θρησκευτικό κέντρο με έναν μοναδικό βιβλικό κήπο.
Η πίεση για τον Βαρθολομαίο στην Τουρκία είναι αρκετά άσχημη, αλλά η Ρωσία θα μπορούσε να παρουσιάσει ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το μεγαλύτερο και πλουσιότερο Πατριαρχείο, και έχει βιώσει μια απότομη άνοδο σε αριθμό μελών και εθνικό κύρος μετά την πτώση τού κομμουνισμού. Αρχικά, το Βατικανό ήταν ευχαριστημένο με το να βελτιώνει τους δεσμούς του με μια ανακάμπτουσα Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Αλλά κατά την διάρκεια του τελευταίου έτους, η οικουμενική πρόοδος έχει απειληθεί από την κρίση στην Ουκρανία.
Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία κατηγορεί την Ουκρανική Ελληνική Καθολική Εκκλησία (Ukrainian Greek Catholic Church, UGCC), η οποία επικεντρώνεται στην δυτική Ουκρανία, για την υποδαύλιση του πολέμου και την δημιουργία μιας συμμαχίας με «σχισματικά» στοιχεία τής ουκρανικής Ορθοδοξίας. Κατά την άποψη της ρωσικής εκκλησίας, η UGCC, μαζί με δύο οντότητες της Ορθόδοξης Εκκλησίας επιδιώκει την ανεξαρτησία της από την Μόσχα –η Ορθόδοξη Εκκλησία τής Ουκρανίας, Πατριαρχείο Κιέβου (Ukrainian Orthodox Church–Kiev Patriarchate, UOC-KP) και η μικρότερη αυτοανακηρυχθείσα Αυτοκέφαλη Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Ukrainian Autocephalous Orthodox Church, UAOC) – «επιθυμούν να ξεκολλήσουν τους Ορθόδοξους Ουκρανούς από την Μητέρα Εκκλησία τους, το Πατριαρχείο τής Μόσχας, με το οποίο η Ουκρανία είναι δεμένο με πολύ παλιούς δεσμούς αίματος».
Ο Φραγκίσκος είναι έτσι σε μια δύσκολη κατάσταση, η οποία αν επιδεινωθεί, οι εντάσεις μεταξύ των κλάδων της εκκλησίας μπορούν να ανατιναχθούν. Επί του παρόντος, το επίπεδο της παρεξήγησης μεταξύ της φιλο-δυτικής πλευράς (UGCC και UOC-KP) και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ανησυχητικό. Ο Φραγκίσκος εξακολουθεί να βλέπει τον Βαρθολομαίο, τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ως δυνητικό μεσολαβητή σε αυτό που θα μπορούσε να γίνει ένας εμφύλιος πόλεμος, ειδικά αν οι εγχώριες θρησκευτικές ομάδες εμβαθύνουν ή εντείνουν την βεντέτα τους. Ο Βαρθολομαίος θεωρείται σοφός και καλός, ένας άγιος άνθρωπος ο οποίος απολαμβάνει να αποκαλείται «Πράσινος Πατριάρχης» για την αφοσίωσή του στο περιβάλλον. Αλλά ο Φραγκίσκος θα μπορούσε να είναι λάθος αν πιστεύει ότι, μετά το 2014, οι ειρηνοποιοί στην Ουκρανία εξακολουθούν να είναι ευλογημένοι.
Όπως οι σύμβουλοι του Βαρθολομαίου έχουν επισημάνει, ακόμα και ο ίδιος είναι ανυπόμονος με την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή τείνει να είναι αυστηρή και απορριπτική για τον ρόλο και την αξία του, όχι αντίθετα με την τουρκική κυβέρνηση. Ίσως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Βαρθολομαίος έφτασε πολύ κοντά στο να αναγνωρίσει την αυτονομία τής UOC-KP το 2008 κατόπιν αιτήματος του ηγέτη της, του 85χρονου Πατριάρχη Filaret. Την τελευταία στιγμή, η αναγνώριση ματαιώθηκε επειδή ο Φιλάρετος (ο οποίος είναι πρώην επίσκοπος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας) άλλαξε τους όρους τής συμφωνίας. Ένας επίσκοπος κοντά στον Πατριάρχη μου είπε ότι «οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία διευκολύνουν την πιθανότητα το Οικουμενικό Πατριαρχείο να παρέμβει και να αναγνωρίσει τον Πατριάρχη Φιλαρέτ ή τον διάδοχό του». Μια τέτοια κίνηση θα προκαλέσει περαιτέρω πόλωση στην Ουκρανία κατά μήκος των θρησκευτικών γραμμών.
Με άλλα λόγια, ο Φραγκίσκος ενδέχεται να αντιμετωπίσει ένα δυσκολότερο έργο στην Τουρκία από τους προκατόχους του. Αν και είναι πρόθυμος να εισέλθει σε επικίνδυνες ζώνες για να προωθήσει την ειρήνη και να αναζητήσει τη συγγενικούς εταίρους, μένει να δούμε αν ο Ερντογάν είναι πρόθυμος να χρησιμοποιήσει την τεράστια δύναμη του σε μια παπική συνεργασία ή αν ο Βαρθολομαίος θα ξανακερδίσει την επιρροή που χρειάζεται για να λειτουργήσει ως πρώτος μεταξύ ίσων. Ένα πράγμα είναι σίγουρο, ο Φράνσις είναι απτόητος στην αποστολή του για την αναζήτηση της ειρήνης.
Σύνδεσμοι:
[1] http://www.foreignaffairs.com/articles/139114/victor-gaetan/the-church-u...
[2] http://www.cruxnow.com/church/2014/10/30/will-pope-francis-challenge-tur...
[3] http://www.hurriyetdailynews.com/Default.aspx?PageID=238&NID=38021&NewsC...
[4] http://www.reuters.com/article/2014/11/11/us-syria-crisis-refugees-idUSK...
[5] http://www.economist.com/blogs/economist-explains/2014/08/economist-expl...
[6] http://data.unhcr.org/syrianrefugees/regional.php
[7] http://www.santegidio.org/pageID/3/langID/en/itemID/9501/Thousands_of_vo...
[8] http://www.bbc.co.uk/religion/religions/christianity/subdivisions/easter...
Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/142400/victor-gaetan/catholic-geo...
02 Δεκεμβρίου 2014
Foreign fighters flow to Syria (WP)
An estimated 15,000 militants from at least 80 nations are believed to have entered Syria to help overthrow the regime of President Bashar al-Assad according the CIA and studies by ISCR and The Soufan Group. Many of these fighters are believed to have joined units that are now part of the Islamic State. Western officals are concerned about what these individuals may do upon returning to their native countries. Related story.
International Center for the Study of Radicalisation and Political Violence (ISCR), The Soufan Group, CIA. Gene Thorp, Julie Tate and Swati Sharma.
Published on October 11, 2014, 6:44 p.m.
01 Δεκεμβρίου 2014
Συνέδριο «Γλώσσα και Εθνική Ενότητα». Κομοτηνή, πολιτιστικό σωματείο «Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά», υπό την αιγίδα του ΠτΔ κ. Κάρολου Παπούλια.
http://tinyurl.com/mpdgypw
Ο παραπάνω δεσμός (link), παραπέμπει στις συνενετεύξεις των εισηγητών του
Ο παραπάνω δεσμός (link), παραπέμπει στις συνενετεύξεις των εισηγητών του
Συνεδρίου "Γλώσσα και Εθνική Ενότητα"
που έγινε στο Μέγαρο Μουσικής Κομοτηνής
από 28 έως 30 Νοε2014
και το οποίο διοργανώθηκε από το
Πολιτιστικό Σωματείο ''Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά'',
υπό την Αιγίδα του
κ. Προέδρου της Δημοκρατίας
27 Νοεμβρίου 2014
Δείκτες ηγεσίας - Γιατί οι αγορές χρησιμοποιούν πλέον την πολιτική για να προβλέψουν την οικονομία (Ruchir Sharma)
Αρχίζοντας από το 2003, ωστόσο, αυτός ο κύκλος φάνηκε να σταματά να κινείται. Η παγκόσμια οικονομία εισήλθε σε μια μοναδική περίοδο ευημερίας, οδηγούμενη από την μείωση των επιτοκίων, την αύξηση των συναλλαγών και την αύξηση των τιμών των βασικών εμπορευμάτων. Αυτοί οι παγκόσμιοι ούριοι άνεμοι ήταν τόσο ισχυροί που οι εθνικοί ηγέτες δεν χρειαζόταν να προωθήσουν νέες μεταρρυθμίσεις για να παράξουν οικονομική ανάπτυξη˙ Ο καρπός σχεδόν έπεφτε από το δέντρο μόνος του. Κατά την κορύφωση της ανάπτυξης, το 2007, περίπου το 60% των οικονομιών τού κόσμου είχε καταφέρει ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης τουλάχιστον 5%, ένα ρεκόρ αριθμού οικονομιών και πολύ πάνω από τον μέσο όρο τού 35% της εποχής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμη πιο ασυνήθιστο, μόνο πέντε οικονομίες συρρικνώθηκαν το εν λόγω έτος. Φαινόταν σαν σχεδόν κάθε χώρα να ξεχειλίζει από υποσχέσεις, και οι διεθνείς επενδυτές έριχναν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε αναδυόμενες χρηματιστηριακές αγορές χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να διακρίνουν την μια από την άλλη, της Ινδίας από της Ινδονησίας.
Στη συνέχεια ήρθε η οικονομική κατάρρευση του 2008. Ξαφνικά, οι ούριοι άνεμοι σταμάτησαν να φυσούν. Μέχρι το 2014, το ποσοστό των οικονομιών τού κόσμου που αναπτύσσεται με 5% ή ταχύτερα είχε πέσει από το 60% στο 30%. Η απειλή τής κρίσης και της ύφεσης επέστρεψε εκδικητικά, αναγκάζοντας τους επενδυτές να γίνουν πολύ πιο απαιτητικοί - και με έναν εντελώς νέο τρόπο. Οι παράγοντες της αγοράς συνήθως επικεντρώνοντο και αντιδρούσαν σε δεδομένα που σχετίζοντο με τις οικονομικές προοπτικές τής χώρας: Μετρήσεις τού ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, της απασχόλησης, του εμπορίου και ούτω καθ’ εξής. Όμως, δεδομένου του δύσκολου οικονομικού κλίματος, οι επενδυτές έχουν αρχίσει τελευταία να εκπαιδεύουν το βλέμμα τους κι αλλού: Στην πολιτική ηγεσία. Τα τελευταία χρόνια, οι χρηματιστηριακές αγορές σε χώρες που κυμαίνονται από την Ιαπωνία μέχρι το Μεξικό έτρεξαν με την απλή ελπίδα για πολιτική αλλαγή: Συγκεκριμένα, την άνοδο νέων ηγετών, οι οποίοι φαίνεται πιθανό να πιέσουν για οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Καθώς η πολιτική ηγεσία έχει αρχίσει να φαίνεται όλο και πιο σημαντική για τις προοπτικές τής οικονομικής ανάπτυξης, αυτά τα ράλι ελπίδας στις χρηματιστηριακές αγορές έχουν γίνει όλο και περισσότερο συνήθεις, ειδικά αυτήν την χρονιά, η οποία είναι μια χρονιά ασυνήθιστα απασχολημένη με εκλογές. Από τις 110 αναδυόμενες δημοκρατίες τού κόσμου, οι 44, συμπεριλαμβανομένων έξι από τις μεγαλύτερες, έχουν πραγματοποιήσει ή θα κάνουν εθνικές εκλογές το 2014. Δεν έχουν επηρεάσει τις αγορές όλες αυτές οι προεκλογικές μάχες: Όπου υπήρχε μικρή προσδοκία ότι οι εκλογές θα εκδιώξουν παγιωμένες κυβερνήτες, όπως στη Νότια Αφρική και την Τουρκία, οι αγορές σε μεγάλο βαθμό αγνόησαν την προεκλογική εκστρατεία. Όμως, σε χώρες όπου ελπιδοφόροι νεοφερμένοι έχουν δυναμική, οι αγορές δίνουν ιδιαίτερη προσοχή. Στην Ινδονησία, αυτό που οι αναλυτές που ονομάζουν «ράλι Jokowi» ξεκίνησε τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν οι δημοσκοπήσεις άρχισαν να προβλέπουν ότι Joko «Jokowi» Widodo θα είναι ο επόμενος πρόεδρος, και το ράλι συνεχίστηκε με την νίκη του τον Ιούλιο. Η Ινδία βιώνει κάτι παρόμοιο - ένα χρηματιστηριακό ράλι Μόντι - ξεκινώντας από την ημέρα που ο Ναρέντρα Μόντι επιβεβαιώθηκε ως ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης για την πρωθυπουργία τον περασμένο Σεπτέμβριο και συνεχίζοντας μετά την νίκη του τον Μάιο.
Ποτέ στο παρελθόν οι επενδυτές δεν έχουν ονομάσει τόσο συχνά τις ανοδικές περιόδους (ράλι) δανειζόμενοι ονόματα ανθρώπων, όπως οι μετεωρολόγοι ονοματίζουν τους τυφώνες. Ακόμα και ο ανεπτυγμένος κόσμος, όπου οι οικονομίες είναι πιο ώριμες και οι πολιτικοί έχουν γενικά μικρότερη επίδραση στις προοπτικές ανάπτυξης, άρχισε να παρακολουθεί ράλι με ονόματα από πολιτικούς που τα ενέπνευσαν˙ Για παράδειγμα, όταν ο μεταρρυθμιστής Matteo Renzi έγινε πρωθυπουργός στην Ιταλία τον Φεβρουάριο, ξαφνικά άρχισαν να μιλούν για ένα ράλι Renzi.
Εν τω μεταξύ, στη Λατινική Αμερική, οι επενδυτές έχουν γίνει τόσο απελπισμένοι για νέα πρόσωπα και πολιτικές που επιδόθηκαν σε ράλι ακόμα και με κακές ειδήσεις για εγκατεστημένους ηγέτες. Οι αγορές τής Αργεντινής άρχισαν να ανεβαίνουν απότομα στα τέλη τού περασμένου έτους, αφότου διαδόθηκαν ιστορίες που υποδήλωναν ότι η λαϊκίστρια πρόεδρος της χώρας, Cristina Fernández de Kirchner, είχε κακή υγεία. Και στη Βραζιλία, όπου το κυβερνητικό Κόμμα των Εργαζομένων έχει ευρέως κατηγορηθεί για τον στασιμοπληθωρισμό τής χώρας, η χρηματιστηριακή αγορά ανέβαινε κάθε φορά που μια νέα δημοσκόπηση έδειχνε ότι ο βαθμός αποδοχής τής προέδρου Dilma Rousseff έπεφτε ενόψει των εκλογών τού Οκτωβρίου. Στο Σάο Πάολο, οι επενδυτές το αποκαλούν αυτό ένα ράλι για την υποστήριξη του «οποιοσδήποτε άλλος εκτός από την Ντίλμα».
Γιατί η πολιτική άρχισε ξαφνικά να ασκεί τόση επιρροή στις χρηματοοικονομικές αγορές; Η απάντηση ξεκινά με την καταστροφή των μοντέλων οικονομικής ανάπτυξης που είχαν φθάσει να βασίζονται σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό στις υψηλές τιμές των εμπορευμάτων, τα χαμηλά επιτόκια, και άλλα απροσδόκητα θετικά τής τελευταίας δεκαετίας. Όταν οι καιροί ήταν καλοί, πολλοί ηγέτες παρέλειψαν να συνεχίσουν να προωθούν μεταρρυθμίσεις και να επενδύσουν τα κέρδη με σύνεση. Κατά συνέπεια, τα έθνη τους τώρα αγωνίζονται για την διατήρηση της ανάπτυξης. Για παράδειγμα, τρεις από τις μεγαλύτερες οικονομίες που εξάγουν εμπορεύματα - η Βραζιλία, η Ρωσία και η Νότια Αφρική - έχουν δει φέτος τους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ τους να καταρρέουν σε περίπου 1% ή λιγότερο, και τον πληθωρισμό τους να επιταχύνεται στο περίπου 6%. Αυτό έκανε τους επενδυτές ιδιαίτερα άγρυπνους για σημάδια ότι θα μπορούσαν να προκύψουν νέοι ηγέτες με νέες ιδέες.
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο η πολιτική έχει γίνει τόσο σημαντική για τις αγορές είναι ότι οι δύο προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για την ομαλή αλλαγή ηγεσίας και την γρήγορη οικονομική ανάκαμψη - οι ελεύθερες εκλογές και οι ελεύθερες αγορές - έχουν γίνει όλο και πιο πανταχού παρούσες τις τελευταίες δεκαετίες. Δεδομένου ότι οι οικονομικές κρίσεις τής δεκαετίας τού 1970 άρχισαν να εξασθενίζουν τα αυταρχικά καθεστώτα, ο αριθμός των χωρών που διεξάγουν ελεύθερες εκλογές έχει τριπλασιαστεί, από περίπου 40 σε περίπου 120. Ωστόσο, δεν ήταν παρά μετά την πτώση τού Τείχους τού Βερολίνου που πολλές μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες έκαναν το επόμενο απαραίτητο βήμα και άρχισαν το άνοιγμα των χρηματιστηριακών αγορών τους σε ξένους επενδυτές. Και ακόμα και τότε, οι χώρες αυτές δεν εμφανίστηκαν στο ραντάρ των διεθνών επενδυτών για άλλη μια δεκαετία, επειδή η ανάδυση των οικονομιών τους καθυστέρησε από τις συναλλαγματικές κρίσεις που σάρωσαν τις αναπτυσσόμενες χώρες στην δεκαετία τού 1990. Η μεγάλη έκρηξη των ράλι τής ελπίδας, επομένως, δεν ήταν ακόμη δυνατή παρά μέχρι σχετικά πρόσφατα.
ΗΓΕΤΕΣ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ
Οι παγκόσμιες αγορές είχαν δει και παλιότερα μερικά ράλι ελπίδας, αν και σε μικρότερη κλίμακα. Μια ανάλυση του τρόπου με τον οποίον έχουν αντιδράσει οι χρηματιστηριακές αγορές σε 140 εθνικές εκλογές σε 30 μεγάλες δημοκρατίες κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, δείχνει ότι οι επενδυτές τείνουν να ανταποκρίνονται εντυπωσιακά σε συνθήκες σαν αυτές που ισχύουν σήμερα: Όταν μεταρρυθμιστές διεκδικητές κερδίζουν την εξουσία στον απόηχο οικονομικών ή πολιτικών κρίσεων και, στην συνέχεια, όντως αποδίδουν. Κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, 16 ηγέτες έχουν ταιριάξει με αυτό το προφίλ. Κατά μέσο όρο, κατά την διάρκεια των πρώτων 18 μηνών τής θητείας αυτών των ηγετών, η απόδοση των χρηματιστηριακών αγορών των χωρών τους υπερβαίνει τον μέσο όρο των αναδυόμενων αγορών κατά μια εκπληκτική διαφορά 40 ποσοστιαίων μονάδων.
Μεταξύ αυτής της ομάδας, τέσσερις ηγέτες, εκ των οποίων όλοι ανήλθαν στην εξουσία μετά τις νομισματικές κρίσεις στα τέλη τής δεκαετίας τού 1990, είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτοι επειδή αντιπροσωπεύουν την πιο σημαντική γενιά των οικονομικών μεταρρυθμιστών στον αναπτυσσόμενο κόσμο τα τελευταία χρόνια: Ο Kim Dae-jung, πρόεδρος της Νότιας Κορέας από το 1998 ως το 2003˙ Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος έχει υπηρετήσει ως ηγέτης τής Ρωσίας από το 2000˙ Ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα (γνωστός και ως Λούλα), πρόεδρος της Βραζιλίας από το 2003 ως το 2011˙ Κι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο πρωθυπουργός τής Τουρκίας από το 2003. Με το να επιβάλουν πειθαρχία σε βαθιά χρεωμένες οικονομίες, έφεραν οικονομικό σεβασμό σε άλλοτε χώρες-ουραγούς και βοήθησαν να τεθούν οι βάσεις για την απογείωση από το 2003 ως το 2007 - η ισχυρότερη και ευρύτερη που έχουν δει ποτέ τα έθνη των αναδυόμενων αγορών.
Και οι τέσσερις κατάφεραν, με εκπληκτική ταχύτητα, να μετατρέψουν τις οικονομίες τους σε μηχανές ανάπτυξης. Στη Νότια Κορέα, ο Kim χρησιμοποίησε την ασιατική χρηματοοικονομική κρίση για να προωθήσει μια μεγάλη αναμόρφωση των τραπεζών και των υπερχρεωμένων ομίλων τού έθνους, αποπλήρωσε ένα δάνειο έκτακτης ανάγκης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε λιγότερο από τρία χρόνια και είδε την οικονομία να ανακάμπτει από μια σοβαρή ύφεση το 1998 με ρυθμό ανάπτυξης άνω του 7% κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην μοναδική θητεία του. Στην Βραζιλία, ο Λούλα κατάφερε να συγκρατήσει τις σπάταλες συνήθειες της κυβέρνησης, βοηθώντας να διατηρηθεί ο πληθωρισμός υπό έλεγχο και θέτοντας τις βάσεις για την αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης από 1,5%, πριν αναλάβει τα καθήκοντά του σε έναν μέσο όρο πάνω από 3% κατά την πρώτη θητεία του και σε ένα μέσο όρο 4% στην δεύτερη. Ο Ερντογάν μηχανεύτηκε μια εξίσου θεμελιώδη μεταστροφή. Ο απογαλακτισμός τής Τουρκίας από τα δάνεια του ΔΝΤ στο οποίο κατέφευγε η Τουρκία περίπου κάθε δύο χρόνια για τέσσερις δεκαετίες, συνέβαλε στην αύξηση του ΑΕΠ της χώρας σε περισσότερο από 7% κατά την πρώτη θητεία του, πριν να υποχωρήσει σε περίπου 3% στην δεύτερη. Αλλά ίσως η πιο δραματική αντιστροφή της μοίρας έχει έρθει στην Ρωσία υπό τον Πούτιν, ο οποίος κληρονόμησε μια οικονομία το 2000, που είχε συρρικνωθεί στα πέντε από τα τελευταία έξι χρόνια και ένα νόμισμα που είχε καταρρεύσει δύο φορές κατά την προηγούμενη δεκαετία. Ο Πούτιν σταθεροποίησε όχι μόνο το ρούβλι, αλλά και, με την βοήθεια των υψηλότερων τιμών τού πετρελαίου, οδήγησε την Ρωσία σε ένα μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ περίπου κατά 7% στην διάρκεια των δύο πρώτων θητειών του.
Τέτοια επιτεύγματα μετέτρεψαν και τους τέσσερις μεταρρυθμιστές σε αγγέλους τής αγοράς. Με την αναβίωση της οικονομικής ανάπτυξης, ο Kim, ο Λούλα, ο Ερντογάν και ο Πούτιν πυροδότησαν επίσης χρηματιστηριακά ράλι που διήρκεσαν πολλά χρόνια, αλλά είναι εξαιρετικές περιπτώσεις. Οι αγορές είναι εξαιρετικά ανυπόμονες και θα στραφούν εναντίον ακόμη και του ισχυρότερου ηγέτη όταν σταματήσει να παράγει υψηλή ανάπτυξη ή του πιο ελπιδοφόρου νεοφερμένου αν δεν παράγει αποτελέσματα κατά τους πρώτους 12 έως 18 μήνες του στην εξουσία. Πολλοί πρόεδροι και πρωθυπουργοί έχουν υποστεί αυτήν την μοίρα, συμπεριλαμβανομένων κάποτε πολλά υποσχόμενων ηγετών όπως ο Fernando Henrique Cardoso τής Βραζιλίας, ο Τζόζεφ Εστράντα στις Φιλιππίνες, και ο Γιουνιχίρο Κοϊζούμι τής Ιαπωνίας. Και οι τρεις προσπάθησαν αλλά απέτυχαν να προωθήσουν αρκετές μεταρρυθμίσεις για να αναζωογονηθεί η οικονομική ανάπτυξη - και οι αγορές τούς τιμώρησαν αναλόγως.
ΠΗΓΕΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
Ακριβώς όπως οι χρηματιστηριακές αγορές έχουν γίνει ευαίσθητες σε σημάδια ότι νέοι ηγέτες θα μπορούσαν να παράγουν οικονομική αναζωογόνηση, έτσι, επίσης, έχουν μάθει να διαβάζουν τα σημάδια τής φθοράς που συνήθως ακολουθούν, καθώς οι επιτυχημένοι ηγέτες γίνονται πολύ αυτάρεσκοι για να συνεχίσουν να πιέζουν για αλλαγές. Κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, οι χρηματιστηριακές αγορές των χωρών των αναδυόμενων αγορών με νέους ηγέτες συνήθως έχουν ξεπεράσει τις μέσες αποδόσεις των χρηματιστηριακών αγορών τού αναπτυσσόμενου κόσμου κατά περίπου 20 ποσοστιαίες μονάδες κατά την διάρκεια της πρώτης θητείας αυτών των ηγετών, μετά κρατήθηκαν κοντά στον μέσο όρο στην δεύτερη θητεία τους, και στην συνέχεια έπεσαν κατά περίπου έξι ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον μέσο όρο στην τρίτη θητεία τους. Τρίτες θητείες είναι σπάνιες, αλλά προσφέρουν τουλάχιστον ανεπίσημα στοιχεία για το πώς οι αγορές τείνουν να απορρίπτουν τα καθεστώτα που γερνούν. Τα δύο πρόσφατα παραδείγματα είναι ο Ερντογάν και ο Πούτιν, πρώην αγαπημένοι των επενδυτών που εφησύχασαν και επέτρεψαν στην ανάπτυξη να σταματήσει στην τρίτη τους θητεία. Στην Τουρκία και την Ρωσία, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σκόνταψε σε ετήσιο ρυθμό μόλις πάνω από 2% κατά τα τελευταία χρόνια.
Η σκηνή για τα πιο πρόσφατα ράλι ελπίδας και τους ηγέτες που τα προκάλεσαν στήθηκε από την τεράστιας κλίμακας οικονομική κρίση τού 2008 και την μεγάλη παγκόσμια ύφεση που ακολούθησε. Σε πολλές από τις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την ύφεση, το άγχος σχετικά με την άμεση επίδραση της οικονομικής κατάρρευσης επιδεινώθηκε από τις ανησυχίες σχετικά με το γεγονός ότι αυτά τα έθνη είχαν μείνει πίσω για πολλά χρόνια. Αυτές οι ανησυχίες έκαναν τους ψηφοφόρους ιδιαίτερα ανοικτούς σε τολμηρούς νέους ηγέτες - και οι αγορές είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στο να τους ανταμείψουν.
Η πρώτη από την πρόσφατη σειρά ράλι ξεκίνησε με τις Φιλιππίνες το 2010, αφότου ο Benigno Aquino ΙΙΙ κέρδισε την προεδρία υποσχόμενος να καθαρίσει την διεφθαρμένη και επιβαρυμένη με υψηλά χρέη οικονομία τής χώρας. Σύντομα, αυτή η χρόνια ουραγός χώρα έγινε μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες στον κόσμο. Στην συνέχεια ήρθε η Ελλάδα - το επίκεντρο της κρίσης της ευρωζώνης - όπου η χρηματιστηριακή αγορά έχει υπερδιπλασιαστεί αφότου ο Αντώνης Σαμαράς έγινε πρωθυπουργός τον Ιούνιο του 2012 και άρχισε να αποδίδει μετά από υποσχέσεις για σκληρές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των περικοπών στους μισθούς τού δημόσιου τομέα και στην απασχόληση. Τον επόμενο μήνα, τον Ιούλιο του 2012, οι αγορές στο Μεξικό ανέβηκαν απότομα γύρω από την εκλογική νίκη τού προέδρου Enrique Peña Nieto, ο οποίος είχε αναλάβει την προεδρία τον Δεκέμβριο υποσχόμενος να βγάλει από το αδιέξοδο την πνιγμένη από μονοπώλια οικονομία τού κράτους. Επίσης τον Δεκέμβριο, οι μετοχές στην Ιαπωνία αυξήθηκαν λίγο πριν και μετά την εκλογή τού πρωθυπουργού Shinzo Abe, ο οποίος υποσχέθηκε να επιφέρει σοβαρά κίνητρα και σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην επί μακρόν κοιμισμένη οικονομία τής χώρας.
Στη συνέχεια, ήρθε ίσως το πιο απροσδόκητο ράλι ελπίδας μέχρι σήμερα. Το 2013, παρά την φήμη τού Πακιστάν ως ένα καταφύγιο τρομοκρατών, η χρηματιστηριακή αγορά του έγινε μια με τις καλύτερες επιδόσεις στον κόσμο, βασιζόμενη σε μεγάλο βαθμό στις προσδοκίες ότι ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός, Ναουάζ Σαρίφ, θα κρατήσει τις υποσχέσεις του για αύξηση της φορολογικής βάσης, ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων, αυστηρότερη δημοσιονομική πειθαρχία, και προώθηση άλλων βασικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Μέχρι στιγμής, παρά τις συνεχείς μάχες με τους Ταλιμπάν, ο Σαρίφ έχει τιμήσει τις υποσχέσεις του, και οι επενδυτές τον έχουν ανταμείψει γι’ αυτό.
Αυτοί οι νέοι μεταρρυθμιστές είναι μια πολύ πιο εκλεκτική ομάδα από ό, τι οι προκάτοχοί τους. Στην δεκαετία τού 1980, οι περισσότεροι από τους ηγέτες σταρ, όπως ο Ronald Reagan και η Margaret Thatcher, προώθησαν μεταρρυθμίσεις υπέρ τής ελεύθερης αγοράς˙ Στα τέλη τής δεκαετίας τού 1990 και στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα, η μεγάλη μάχη για τον Κιμ, τον Λούλα, τον Ερντογάν και τον Πούτιν ήταν να δημιουργήσουν οικονομική σταθερότητα. Ωστόσο, η νέα γενιά στο μεγαλύτερο μέρος της στερείται σαφούς θέματος. Σε μια εποχή που κάθε έθνος αγωνίζεται για να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε μια σκληρή παγκόσμια οικονομία, αυτοί επιδιώκουν ένα μείγμα πολιτικών που έχουν σχεδιαστεί τόσο για να θέσουν τις οικονομίες τους σε μια πιο σταθερή βάση (μείωση των εθνικών χρεών, εξισορρόπηση των δημόσιων προϋπολογισμών) όσο και να οικοδομήσουν πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις (μείωση της γραφειοκρατίας, κατάργηση μονοπωλίων). Στις Φιλιππίνες, ο Ακίνο έχει επικεντρωθεί στο να ξεχωρίσει τον εαυτό του από τους διεφθαρμένους και αναποτελεσματικούς προκατόχους του, από τον ισχυρό Ferdinand Marcos και την επιδεικτική σύζυγό του, Imelda Marcos, μέχρι τον Estrada, έναν πρώην καρδιοκατακτητή ηθοποιό ταινιών δράσης που αποδείχθηκε πολύ λιγότερο δυναμικός από την στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντά του. Ο Aquino αποφεύγει τις οραματικές ομιλίες και, όταν τον συνάντησα στην Μανίλα τον Αύγουστο του 2012, μου μίλησε με κάθε λεπτομέρεια για τα έργα ύδρευσης της πόλης και την τοπική αλιεία σαρδέλας. Η ειλικρίνειά του και μόνο έστειλε ένα ισχυρό αρχικό μήνυμα αλλαγής, και οι αγορές του συμπεριφέρθηκαν ως τον προσανατολισμένο στην πράξη τεχνοκράτη που χρειάζονται ο Φιλιππίνες.
Ο Abe, αντίθετα, είχε υποσχεθεί μια δραματική ανακατάταξη στην Ιαπωνία. Πυροδότησε τις αγορές στις πρώτες 100 ημέρες της θητείας τους με ένα σαρωτικό σχέδιο για την τόνωση της στάσιμης οικονομίας τής χώρας του και αύξησε την δυναμική τής μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, με τον εξορθολογισμό τής γραφειοκρατίας και υποβάλλοντας τις παραχαϊδεμένες βιομηχανίες στον πραγματικό ανταγωνισμό. Ο Peña Nieto, εν τω μεταξύ, ήρθε στην εξουσία τον ίδιο μήνα με τον Abe και έφτασε με ακόμη περισσότερο δράμα, διαλύοντας ένα μεγάλο πολιτικό παζάρι για να προκαταλάβει το είδος της αντιπολίτευσης που είχε εμποδίσει τους προκατόχους του από το να αντιμετωπίσουν τα μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα του Μεξικού, συμπεριλαμβανομένης της εδραιωμένης δύναμης των συνδικάτων και των μονοπωλίων. Μέσα σε λίγους μήνες από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Peña Nieto πέρασε τις μεταρρυθμίσεις που μείωσαν την δύναμη της πανίσχυρης ένωσης εκπαιδευτικών τού Μεξικού και έσπασε το μονοπώλιο των τηλεπικοινωνιών που ανήκει στον Carlos Slim, τον πλουσιότερο άνθρωπο της χώρας.
Αλλά ακόμη και καθώς ο Abe έχει κάνει τα εύκολα βήματα για την προώθηση της ανάπτυξης (η παροχή φθηνότερων πιστώσεων και η υποτίμηση του νομίσματος), δεν έχει ακόμη προχωρήσει τις πιο δύσκολες ανταγωνιστικές μεταρρυθμίσεις (το να κάνει ευκολότερο για τις επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν και να απολύουν εργαζομένους και το να ανοίξει την Ιαπωνία σε αυξημένη μετανάστευση). Ο Peña Nieto, εν τω μεταξύ, συνεχίζει να κάνει τα σκληρά βήματα (για παράδειγμα, το άνοιγμα του κρατικού ενεργειακού τομέα σε ξένους επενδυτές), αλλά έχει ακόμα να ωθήσει την βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη. Δεδομένων αυτών των οπισθοδρομήσεων και του σκεπτικισμού για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές τού Άμπε και του Peña Nieto, ο ενθουσιασμός τής αγοράς για αμφότερους τους άνδρες άρχισε να φθίνει σχεδόν ταυτόχρονα τον Μάιο, όταν συμπλήρωσαν τον 18ο μήνα τους στην εξουσία.
Αλλά κανείς από τους δύο ηγέτες δεν πρέπει να ξεγραφτεί ακόμα. Από τα μέσα τού 2014, ο Abe, ο Peña Nieto και όντως όλοι οι νέοι μεταρρυθμιστές προεδρεύουν σε οικονομίες που φαίνονται ισχυρές σε σχέση με τους κύριους ανταγωνιστές τους. Παρά τα πρόσφατα σημάδια αδυναμίας, η Ιαπωνία έχει μια από τις τρεις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες του αναπτυγμένου κόσμου κατά την διάρκεια των τελευταίων δύο ετών. Το Μεξικό έχει ακόμη να επιταχύνει, αλλά μαζί με την Ελλάδα και το Πακιστάν, είναι μια από τις λίγες αναδυόμενες οικονομίες στις οποίες ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επιταχυνθεί κατά τα επόμενα τρία χρόνια. Οι Φιλιππίνες έχουν ξεπεράσει σχεδόν κάθε άλλη οικονομία στον κόσμο από το 2012. Με πρόσφατη αυτοπεποίθηση αφότου εξελέγη ο Μόντι, η οικονομία τής Ινδίας, επίσης φαινόταν έτοιμη να επιταχύνει, τουλάχιστον για το επόμενο έτος.
Παραμένει πολύ νωρίς για να πούμε πως πολλά από αυτά τα ράλι ελπίδας θα προμαντέψουν μεγάλες περιόδους ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης. Αλλά το ιστορικό μοτίβο είναι σαφές: Οι κινήσεις στο χρηματιστήριο τείνουν να προβλέπουν πραγματικές κινήσεις στην οικονομία. Κανονικά, η τρέχουσα αποτίμηση της χρηματιστηριακής αγοράς σε κάθε χώρα αντικατοπτρίζει καλύτερα την συλλογική εικασία τού κόσμου σχετικά με τις προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας τής εκάστοτε χώρας. Και οι εν λόγω αποτιμήσεις βασίζονται στο συνολικό ποσό των οικονομικών πληροφοριών που συλλέγονται από τους τοπικούς και τους διεθνείς επενδυτές. Πιο πρόσφατα, οι αγορές έχουν αρχίσει να αντιδρούν στην πιθανή άφιξη νέων ηγετών ως προάγγελοι της αλλαγής και συχνά δείχνουν να ανταποκρίνονται περισσότερο στα δεδομένα των δημοσκοπήσεων και στις εκλογικές ειδήσεις παρά στις τρέχουσες οικονομικές στατιστικές. Οι επενδυτές, εν τω μεταξύ, έχουν γίνει πολιτικά απαιτητικοί με έναν αδίστακτο τρόπο, και είναι πιθανό να συνεχίσουν να τιμωρούν καθεστώτα που εφησυχάζουν, ενώ ανταμείβουν γενναιόδωρα νέους ηγέτες έτοιμους και ικανούς να σφυρηλατήσουν θαρραλέα νέους δρόμους.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc. All rights reserved.
Return to Article: http://www.foreignaffairs.com/articles/141849/ruchir-sharma/leaders-indi...
Σύνδεσμοι:
[1] http://www.amazon.com/Breakout-Nations-Pursuit-Economic-Miracles/dp/0393...
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
-
Δοκιμή Αμερικανικού συστήματος PEACEKEEPER Μετά το χτύπημα της πόλης DNIPRO από ρωσικό πύραυλο τη νύχτα 21/22 Νοε 2024 για τον οποίο οι ΗΠΑ...
-
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κυριολεκτικά μετατραπεί σε όπλα καθώς κρατικοί χάκερς και τυχαίοι τρομοκράτες πλημμυρίζουν το Twitter,...