ΘΕΟΔΩΡΟΥ. Γ. ΤΣΑΚΙΡΗ: Ερευνητή Κέντρου Τεκμηρίωσης Τουρκίας του
Παντείου Πανεπιστημίου.
Δέκα περίπου χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κοιτάζοντας κανείς
εν των υστέρων τις μεταβολές που επέφερε στο παγκόσμιο και περιφερειακό σύστημα
η διάλυση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας μπορεί να αξιολογήσει διαφορετικά τη
σημασία αυτών των αλλαγών. ‘Οποιαδήποτε,
ωστόσο, και αν είναι η ιεραρχική του αξιολόγηση ίσως θα συμφωνούσε με τη
διαπίστωση ότι η εντυπωσιακότερη και μόνη ανεπανάληπτη από αυτές τις μεταβολές,
υπήρξε η αναπάντεχη απόσυρση της σοβιετικής κυριαρχίας από την ευρύτερη περιοχή
του Καυκάσου και κυρίως της Κεν. Ασίας. Μία απόσυρση που μετέβαλε άρδην
το γεωστρατηγικό σκηνικό της ευρύτερης Παρακασπιανής ζώνης, φέρνοντας ξανά στην
επιφάνεια ιστορικούς συσχετισμούς και αλληλεπιδράσεις που ο Ψυχρός Πόλεμος είχε
παγώσει. Η διασπορά των Όπλων Μαζικής
Καταστροφής, η ενίσχυση του Ισλαμισμού και του Τουρκισμού και πάνω απ’όλα η Νέα
Γεωπολιτική των Κασπιανών Πετρελαίων δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για ένα Νέο
Μεγάλο Παιχνίδι που αν δεν διευθετηθεί ειρηνικά μπορεί να μετατραπεί σε μία
γιγαντιαία ωρολογιακή βόμβα, ενδεχόμενη πυροδότηση της οποίας θα κάνει τον
Γιουγκοσλαβικό Εμφύλιο να μοιάζει με παιδικό πετροπόλεμο.
Ι) Η Γεωπολιτική Προϊστορία του “Μεγάλου Παιχνιδιού”.
“Η καλύτερη και αποτελεσματικότερη ασφάλεια για το μέλλον της Ευρώπης θα
ήταν η αφαίρεση από τη Ρωσία ορισμένων παραμεθόριων περιοχών που απέκτησε τα
τελευταία χρόνια και συγκεκριμένα, της Γεωργίας, Κιρκαζίας, Κριμαίας,
Βεσσαραβίας, όπως και της Πολωνίας και Φινλανδίας…θα παραμείνει βέβαια μια
τεράστια δύναμη, αλλά θα χάσει το επιθετικό πλεονέκτημα που διαθέτει εναντίον
όλων των γειτόνών της.” (1). Αν και οι προκείμενες σκέψεις του βρετανού
πρωθυπουργού Palmerston διατυπώθηκαν μέσα στη δύνη του Κριμαϊκού πολέμου
(1854-1856) έχουν ιδιαίτερη στρατηγική βαρύτητα από την άποψη ότι παρουσιάζουν
μια αρκετά γλαφυρή εικόνα του εναλλακτικού σεναρίου που θα εφαρμοζόταν από τη
βρετανική αυτοκρατορία στην περίπτωση κατά την οποία συντριβόταν, όπως έγινε το
1856, η προσπάθεια της Ρωσίας να διαρρήξει το γεωπολιτικό ανασχετικό δακτύλιο
που προστάτευε την επικοινωνία του Λονδίνου με το κέντρο του θαλασσοκρατούντος
αυτοκρατορικού συστήματος: τις Ινδίες.
Η προσπάθεια της Ρωσίας να κόψει
αυτόν το γεωοικονομικό ομφάλιο λώρο που συνέδεε το μητροπολιτικό κέντρο
(Βρετανία) με τη ζωτική παραγωγική του βάση (Ινδίες), προϋπόθετε πέραν από την
ναυπήγηση ισχυρού στόλου, την κατάληψη συγκεκριμένων λιμένων που θα
χρησιμοποιούσε ως διεξόδους για την προέκταση της κυριαρχίας της στους
θαλάσσιους χώρους από την Αν. Μεσόγειο στον Ινδικό Ωκεανό και ανατολικότερα ως
την Ιαπωνική θάλασσα. Το σημαντικότερο,
όμως προαπαιτούμενο, από την πλευρά της ρωσικής στρατηγικής -και αυτό ισχύει διαχρονικά- συνίστατο
στην ικανότητα της να ελέγχει πολιτικά εκείνες τις χερσαίες μάζες (Παρευξείνια
Βαλκανική, Καύκασος, Παρακασπιανή Κεντρική Ασία) που αποτελούν όχι μόνο το
εφαλτήριο της ιστορικής της καθόδου προς Νότον αλλά και το τελευταίο προπύργιο της σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να
επανακάμψει ως μία από τις κυρίαρχες δυνάμεις του διεθνούς στερεώματος, όπως
συντελέστηκε την επαύριο της ήττας της στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο (1918-1941) και
επαναλαμβάνεται τηρουμένων των αναλογιών κατά την τρέχουσα πρώτη
μεταψυχροπολεμική δεκαετία.
Η τάση για περαιτέρω “προληπτική ανάσχεση” της Ρωσίας και ουσιαστικού
γεωπολιτικού της περιορισμού σε σημείο απονεύρωσης των προς νότο επεκτατικών
της δυναμικών δεν αποτελούν πρωτοτυπία.
Έχουν επαναληφθεί τουλάχιστον πέντε φορές τους τελευταίους δύο αιώνες
ακολουθώντας μια μεγάλη ρωσική ήττα και αποσκοπούσαν στην προσπάθεια από
πλευράς των καθιερωμένων (Βρετανία-ΗΠΑ) & κατά περιόδους ανερχόμενων
(Γερμανία-Γαλλία-Ιαπωνία) θαλασσοκράτειρων δυνάμεων, να στερήσουν από τη Ρωσία
τον έλεγχο εκείνων των περιοχών που αποτέλεσαν την αφετηρία της ιστορικής της
καθόδου προς τις νότιες θερμές ωκεάνιες θάλασσες.
Αυτές οι παράκτιες περιοχές από
την ανατολική Μεσόγειο ως την Ιαπωνική Θάλασσα αποτελούν τις κρίσιμες ζώνες
γεωοικονομικής δραστηριότητας του πλανήτη στις οποίες παράγονται και μέσω των
οποίων διακινούνται η πλειοψηφία του παγκόσμιου (νέο)αποικιακού εμπορίου και το
75% των στρατηγικών αποθεμάτων των πρωτευόντων ενεργειακών πόρων (Πετρέλαιο /
Φυσικό Αέριο) όχι μόνο για τη βιομηχανικά αναπτυγμένη Δύση και την Ιαπωνία, αλλά και τις ραγδαία
αναπτυσσόμενες περιοχές της Ινδίας, της Κίνας και των “τίγρεων” της Ν. Α.
Ασίας.
Η κοινή συνισταμένη της βρετανικής & γαλλικής πολιτικής καθόλη τη
διάρκεια του Ανατολικού Ζητήματος (1774-1923) όπως και της αμερικανικής
ψυχροπολεμικής ανάσχεσης (1947-1991) εντοπίζεται ακριβώς στην πάση θυσία παρεμπόδιση περαιτέρω πολιτικής
επέκτασης της Ρωσίας σε σημείο που να απειλήσει άμεσα τα ζωτικά οικονομικά
τους συμφέροντα, όπως περιγράφονται παραπάνω & τοποθετούνται καθόλο το
μήκος μίας νοητής καμπύλης σχεδόν ταυτόσημης με τον ευρασιατικό ανασχετικό
δακτύλιο (Rimland) του N.Spykman, που ως γνωστόν αποτέλεσε τη βάση χάραξης για
την αμερικανική ψυχροπολεμική στρατηγική. (2).
Ενός δακτυλίου που λειτούργησε υπό βρετανική ή αμερικανική ταυτότητα ως κυματοθραύστης της ρωσικής καθόδου ασχέτως του όποιου ιδεολογικού προσωπείου και αν αυτή έφερε (Πανσλαβισμός-Ευρασιατισμός, Κομμουνισμός).
Ενός δακτυλίου που λειτούργησε υπό βρετανική ή αμερικανική ταυτότητα ως κυματοθραύστης της ρωσικής καθόδου ασχέτως του όποιου ιδεολογικού προσωπείου και αν αυτή έφερε (Πανσλαβισμός-Ευρασιατισμός, Κομμουνισμός).
Σε όλες τις παράκτιες χώρες -με πρώτες την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την
ψυχροπολεμική Τουρκία, το Σαχικό Ιράν και το Αφγανιστάν- αποδόθηκε από την Δύση
μεγάλη γεωστρατηγική αξία από την άποψη ότι κατά την προσφιλή ρήση του πρίγκιπα
Ρομαντσώφ “κρατούσαν τα κλειδιά του ρωσικού σπιτιού”. (3). Αποτελούσαν δηλαδή δυνητικό αντιρωσικό
συνασπισμό. Αυτή η ακριβώς η διάσταση
θέτει τα Στενά και το Ανατολικό Ζήτημα στα σωστά ιστορικά του πλαίσια ως: συμπληρώματος του ρωσοαγγλοσαξωνικού
ανταγωνισμού για την κυριαρχία της διπλής Ευρασιατικής ηπείρου είτε ως αγώνας
για τις προσβάσεις των Ινδιών & δευτερευόντως της Αιγύπτου (Μεγάλο
Παιχνίδι-Ανατολικό Ζήτημα) είτε ως δομικά αλληλεξαρτώμενα πεδία-μέτωπα
(συμπεριλαμβανομένης της ΝΑ Ασίας) της διπολικής αντιπαράθεσης μετά το τέλος
του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Αποδεικτικό
του τελευταίου είναι άλλωστε το γεγονός ότι η Τουρκία ανήκε ταυτόχρονα στο ΝΑΤΟ
και το σύμφωνο της Βαγδάτης (1955) που το 1959 μετασχηματίστηκε στο
μεσανατολικό εξάδελφο του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, με τ’όνομα CENTO έχοντας
στην ουσία απολύτως ταυτόσημους στόχους: την ανάσχεση του σοβιετικού
επεκτατισμού.
Σε όλες τις ιστορικές συγκυρίες που ολικώς ή μερικώς επετύγχανε η
ανάσχεση των δυτικών-ναυτικών δυνάμεων το επόμενο βήμα υπήρξε η προσπάθεια
εξουδετέρωσης της ρωσικής κυριαρχίας στην περιοχή που συνθέτει τη γενικότερη Παρακασπιανή
Ζώνη ενοποιώντας τον Εύξεινο Πόντο με τις στέπες της Κεντρικής Ασίας και
την ψυχροπολεμικά οριζόμενη Μέση Ανατολή.
Μέσα ακριβώς από αυτήν την γεωπολιτική ερμηνεία της ιστορίας διαφαίνεται
η πολιτική διασύνδεση των τριών προαναφερθέντων ενδιάμεσων περιοχών (Παρευξείνια
Βαλκανική, Καύκασος, Παρακασπιανή Κεν. Ασία) που εν είδη ελλειπτικού
δακτυλίου παρεμβάλλονται ανάμεσα στην παράκτια ζώνη (Rimland) του Spykman (3α)
και την κατεξοχήν ρωσική καρδιά της Ευρασιατικής Ηπείρου (Heartland) όπως την
ορίζει ο Mackinder.
Η ριζοσπαστικότερη αλλαγή που επέφερε η διάλυση της σοβιετικής
αυτοκρατορίας, πολύ σπουδαιότερη απο την επανένταξη της Αν.Ευρώπης στη Δύση,
υπήρξε ακριβώς αυτή η επανενεργοποίηση της πολιτικής αλληλεξάρτησης/διασύνδεσης
των τριών προαναφερθέντων περιοχών. Μίας
αλληλεξάρτησης που ιστορικά αποτέλεσε τη βασική γεωστρατηγική συνιστώσα των δύο
σημαντικότερων εκφάνσεων του διηνεκούς Ευρασιατικού ανταγωνισμού: του
Ανατολικού Ζητήματος (1774-1923) και του ιστορικού Μεγάλου Παιχνιδιού
(1864-1918). Ξαφνικά σχεδόν “εν μία
νυκτί” όλες οι προς βορά γεωγραφικές προεκτάσεις της Κασπιανής περιοχής δυτικά
πρός τον Καύκασο και τον Εύξεινο Πόντο και Ανατολικά προς την Κεντρική Ασία,
μετετράπησαν σε περιοχές ανοιχτού
ανταγωνισμού.
Μετά το 1991 τρείς υπήρξαν οι βασικές αιτίες που μπορούν να
δικαιολογήσουν την ανασύνθεση του γεωστρατηγικού χάρτη της ευρύτερης
περιοχής: (α) Τα αμύθητα ενεργειακά
αποθέματα της Κασπίας και του Περσικού Κόλπου και η δυναμική διεξόδου τους προς
τις αγορές της Ευρώπης και της Ασίας. (β) Η ενίσχυση & διάχυση της
περιφερειακής αστάθειας, ως απόρροια του κενού που άφησε η σοβιετική
κατάρρευση. Και (γ) Η ισχυροποίηση του Ισλαμισμού και σε δεύτερο βαθμό του
Τουρκισμού ως παράγοντα πολιτισμικής αφύπνισης και σημαντικού κριτηρίου χάραξης
της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής των μετακομμουνιστικών και μη
καθεστώτων στα Βαλκάνια, τον Καύκασο και την Κεν. Ασία.
Αυτοί οι τρεις παράγοντες
συνέβαλλαν στην γεωστρατηγική ανασύνθεση του χάρτη και τη δημιουργία μίας Νέας Γεωπολιτικής Οντότητας που
αποκαλείται Μείζων Μέση Ανατολή-Μ.Μ.Α
(Greater Middle East) (4) εντός των ορίων της οποίας περιλαμβάνονται και ταυτόχρονα διακυβεύονται: (α) το
αντιστοίχως 75% και 40% των παγκοσμίων αποθεμάτων πετρελαίου και Φυσικού
Αερίου. (β) Το σύνολο των σημαντικότερων περιφερειακών διενέξεων και
συγκρούσεων ολόκληρης της Ευρασίας (Αραβοϊσραηλινά, Αρμενο-Αζερικά, Κουρδικό,
Ινδία-Πακιστάν, Εμφύλιος Αφγανιστάν και Τατζικιστάν, Ελληνοτουρκικά-Κυπριακό)
και (γ) τα ζωτικά γεωπολιτικά συμφέροντα πέντε από τις συνολικά οκτώ πυρηνικές
δυνάμεις του πλανήτη (ΗΠΑ, Ρωσίας, Ισραήλ, Ινδίας, Πακιστάν).
Υπό την παραπάνω ακριβώς ευρεία γεωπολιτική αντίληψη ο κλασσικός ορισμός
του Μεγάλου Παιχνιδιού που δόθηκε από τον R.Kippling, (5) ως του αγγλο-ρωσικού
ανταγωνισμού για τις στρατηγικές διόδους των Ινδιών, είναι ελλιπής. Ανταποκρίνεται σε μία σχετικά περιορισμένη
περίοδο που ουσιαστικά αρχίζει περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του 1860 έως
το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου το 1918 και μολονότι αναφέρεται στο τουρκικό
& ιρανικό μέτωπο, εστιάζεται γεωγραφικά στην μέσω Αφγανιστάν, Ν. Πακιστάν
& Θιβέτ προώθηση των Ρώσων στη βόρειο Ινδία (Punjab/Northern Frontier).
Ωστόσο, οι ρίζες του “Μεγάλου Παιχνιδιού” είναι σαφώς βαθύτερες,
άπτονται των παγκόσμιων ισορροπιών (6) και αναδεικνύουν μέσω της γεωστρατηγικής
θεώρησης, δηλαδή της στρατηγικής διαχείρισης γεωπολιτικών συμφερόντων (7), όχι
μόνο την πολιτική ενότητα του χώρου αλλά το σπουδαιότερο την περιγραφή των δύο
μεγάλων & αλληλένδετων φάσεων της παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων που από τη
γένεση του Ανατολικού Ζητήματος (1774) και ως το 1947 κινήθηκε παράλληλα αλλά
πάντοτε συμπληρωματικά της ευρωπαϊκής ασφαλείας.
Η καλύτερη σύνοψη του
Ευρασιατικού Ζητήματος, αν μπορούμε να το αποκαλέσουμε έτσι, και της
γεωστρατηγικής του “διαχρονικότητας”, έχει ήδη δοθεί εδώ και 200 περίπου χρόνια
από εκείνον τον άνδρα που συνειδητοποίησε πρώτος τα παραπάνω δεδομένα, έχοντας
ήδη δοκιμάσει αφενός ν’ανασχέσει και αφετέρου να συντρίψει το ρωσικό
κολοσσό. Ταπεινωμένος και εξόριστος στην
Αγία Ελένη, ο Μεγάλος Ναπολέοντας διέγραψε με ακρίβεια τα όρια του αδυσώπητου
ρωσσο-αγγλοσαξονικoύ ευρασιατικού ανταγωνισμού που εκτοπίστηκε από τις στρατηγικές
προτεραιότητες των μεγάλων του πρωταγωνιστών (Βρετανία-Ρωσία/ ΗΠΑ-ΕΣΣΔ), μόνο
για τα μικρά χρονικά διαστήματα των δύο παγκοσμίων πολέμων και της παγίωσης του
ψυχροπολεμικού status quo στο πρωτεύον ευρωπαϊκό άκρο μετά τη δεύτερη κρίση του
Βερολίνου το 1961.
Σημειώνει χαρακτηριστικά ο Βοναπάρτης μέσω του βαρόνου Les Cases, “Το
συνολικό (ευρασιατικό) σχέδιο των (θαλασσοκράτειρων) δυνάμεων έχει ως ελάσσονα
αντικειμενικό στόχο του τη διατήρηση της ρωσικής απομόνωσης από τις θάλασσες
του Νότου και ως μείζονα τη διάλυση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας”. (οι παρενθέσεις
του γράφοντος). (8). Από τα τέλη του
περασμένου αιώνα η πολιτική “προληπτικής ανάσχεσης” της Ρωσίας αποσκοπούσε
αφενός στην εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Παρακασπιανής Ζώνης
που ως τις αρχές του αιώνα παρήγαγε το 50% της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου
και αφετέρου στη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων (ανεξαρτητοποίηση
κεντρασιατικών εθνοτήτων με ταυτόχρονη υπαγωγή τους σε κάποια μορφή τουρκικής
κηδεμονίας) που θα καθιστούσαν απαγορευτική μία νέα δυναμική ρωσικής
καθόδου. Είναι δε εντυπωσιακό ότι με
μόνη εξαίρεση τη ναπολεόντειο εκστρατεία κατά της Ρωσίας (1812) η Τουρκία
διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό για την ευόδωση του παραπάνω σχεδίου, αν και στην
προσπάθεια του Ναπολέοντα να σύρει τον Τσάρο στο Τίλστιτ το 1807 η Οθωμανική
Αυτοκρατορία-Ο.Α, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σύσταση του βραχύβιου αντιρωσικού
συνασπισμού Ναπολεόντειας Γαλλίας - Ο.Α - Περσίας.(9).
Έτσι λοιπόν η Τουρκία θα είναι αυτή που μετά το τέλος του Κριμαϊκού
Πολέμου (1856) σύμφωνα με το σχέδιο Palmerston, που ποτέ δεν εφαρμόσθηκε λόγω
γαλλικής αντίδρασης, καταλάμβανε ένα μεγάλο μέρος της Καυκασίας
δορυφοριοποιώντας τις Τσερκεζία, Τσετσενία και Νταγκεστάν, περιοχές του
Καυκάσου που αντιστέκονταν επί 35 έτη στη ρωσική κυριαρχία (1825-1859) χάρις
και στην τακτική τους τροφοδοσία από τουρκικά & βρετανικά πλοία που έσπαζαν
το ρωσικό embargo. Παράλληλα ένα
σημαντικό κομμάτι του βρετανικού μηχανισμού με την έγκριση του ίδιου του άγγλου
βασιλέα και το κυριότερο την ουσιαστική υποστήριξη του Palmerston προωθούσε την
απόσχιση και μερική ανεξαρτησία των ανωτέρω καυκασιανών περιοχών ως μία
προσπάθεια να μη διαχυθεί η ρωσική δυναμική καθόδου νοτιότερα προς την
κατεύθυνση τoυ Περσικού Κόλπου & των αυτοκρατορικών Ινδιών (Πακιστάν-Ινδία).
(10)
Η αξιολόγηση από μέρους του περίφημου άγγλου πολιτικού &
οριενταλιστή H.Rawlinson της “αποτυχίας” των βρετανών να εμποδίσουν την παγίωση
της ρωσικής κυριαρχίας στον Καύκασο μετά το 1859 αναδεικνύει όχι μόνο την
στρατηγική αξία της περιοχής αλλά το σπουδαιότερο την πολιτική αλληλεξάρτηση
του ευρύτερου χώρου της μεταψυχροπολεμικής Μ.Μ.Α. Γράφει χαρακτηριστικά μερικά μόλις χρόνια
πριν την έναρξη του ρωσο-τουρκικού πολέμού του 1877-78 που έφερε τα τσαρικά στρατεύματα
οκτώ μόλις χιλιόμετρα από το κέντρο της Κων/πολης…‘‘Μόνο μετά την ήττα του
Shamil & την πλήρη υποταγή της Κρικαζίας άρχισε να προωθείται η Ρωσία νότια
του Αράξη ποταμού. Η πρόβλεψη μου ότι η
Ρωσία μετά το κλείσιμο του καυκασιανού μετώπου θα επεκτεινόταν προς νότο ήταν
λάθος μόνο ως προς τον προσανατολισμό αυτής της κατεύθυνσης. Είχα προβλέψει πως θα κατευθυνόταν προς τον
Περσικό Κόλπο ενώ στην πραγματικότητα το Περσικό Ζήτημα αναβλήθηκε για
αργότερα”. (11).
Από τα τέλη 1890 με τη σταδιακή ανάπτυξη του τουρκικού εθνικιστικού
ιδεολογήματος, το οθωμανικό ενδιαφέρον για την Κεντρική Ασία & τον Καύκασο
θα εντατικοποιηθεί. Πλην του Ziya Gökalp το σύνολο των θεωρητικών του τουρκικού
εθνικισμού (Γκασπρίνσκυ, Ακτσουρά κ.α), θεωρούσαν την εν λόγω περιοχή ως το
λίκνο του τουρκομογγολικού έθνους. Αυτή ακριβώς η φανταστική εθνότητα, που στη
βάση της φυλετικής συγγένειας ενώνει όλους τους λαούς που παρεμβάλλονται από το
κινεζικό Τουρκεστάν (Xingiang) ως την Αν. Μεσόγειο με κέντρο τους μουσουλμάνους
της Ρωσίας, θα πρέπει να αποσχισθεί από τον τσαρικό κορμό & να αφομοιωθεί
στο εκτουρκιζόμενο μετά το 1908 οθωμανικό κράτος στα πλαίσια του τουρανισμού.
Δεν πρέπει παράλληλα να ξεχνούμε ότι ο τουρανισμός αποτελεί το τρίτο και τελικό
στάδιο του μεγάλου σχεδίου του Γκιοκάλπ και προσωπικού συμβούλου του Ατατούρκ,
για την ανασύσταση λίγο πολύ της αυτοκρατορίας του Τσέγκινς Χάν ή του
Ταμερλάνου. Του σταδίου αυτού, σύμφωνα
με τον προγραμματισμό του Γκιοκάλπ προηγείτο αφενός ο εκτουρκισμός του οθωμανικού κορμού μέσω της
εξόντωσης των αλλοεθνών (τουρκισμός) που εγκαινιάστηκε με την επικράτηση
της νεοτουρκικής επανάστασης το 1908-1909 και μερικώς εκτελέστηκε από τους
Εμβέρ-Ταλαάτ κατά των Αρμενίων (1915) και από τον Κεμάλ κατά των Ελλήνων (1922)
& αφετέρου ο αγουζισμός που συνίστατο στην απελευθέρωση των “αγούζων
αδελφών” της Υπερκαυκασίας, Κασπίας, Αράλης & του σημερινού Ουζμπεκιστάν
(Χανάτα Μπουκχάρας & Σαμαρκάνδης). (12).
Ο παντουρκικός οραματισμός των Εμβέρ & Ταλαάτ από το 1908 ως το
1921, δομήθηκε στην υλοποίηση της ανωτέρω ιδεολογικής σύλληψης βρίσκοντας στο
πρόσωπο της Καϋζερικής Γερμανίας έναν ισχυρό σύμμαχο που ταυτιζόταν με το
γερμανικό πανισλαμικό-παντουρκικό σχέδιο που θα χτυπούσε-εν είδη
αντι-αποικιοκρατικής εξέγερσης-την καρδιά των αυτοκρατοριών της Entente
(Β.Αφρική -Κεν.Ασία- Ινδική Υποήπειρο). (13). Η κήρυξη ιερού πολέμου κατά της
Entente από την Ο.Α, η αποτυχημένη εκστρατεία του Εμβέρ στον Καύκασο (1915-16)
σε συνδυασμό με τη μεγάλη μουσουλμανική εξέγερση στην Κεν.Ασία (1916) & την
αποστολή του Εμβέρ (1918-1921) στην Κεντρική Ασία αποτελούν τις απτές
αποδείξεις του ανωτέρω σχεδιασμού.
Μάλιστα παρά το θάνατο το Εμβέρ στο πεδίο της μάχης της Μπουκχάρας το
1921, τέτοιος υπήρξε ο φανατισμός των νεότουρκων παντουρκιστών που η ένοπλη
αντίσταση τους κατά της σοβιετικής εξουσίας, στην Κεντρική Ασία συνεχίστηκε ώς
τα μέσα της δεκαετίας του 1930 και την τελική προσάρτηση του Καζαχστάν στην
ΕΣΣΔ το 1936. (14).
Κατά τη διάρκεια του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου θα επαναληφθεί το ίδιο
σκηνικό της γερμανο-τουρκικής σύμπραξης παρά την όποια κατ’ ουσία ψευδεπίγραφη
ουδετερότητα της κυβέρνησης του Ισμέτ Ινονού.
Ο γερμανός πρέσβης φόν Παπέν μερικούς μήνες μετά την έναρξη της
επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα (22/6/1941) σε απόρρητο τηλεγράφημα του ανέφερε ρητά
ότι ο κοινός στόχος των δύο χωρών “έγκειται στο να απαλλαγούν οι ρωσοποιημένες
επαρχίες που κατοικούνται από εθνικές μειονότητες απ’τη ρωσική επιρροή
προσλαμβανόμενες σε μία καλοπροαίρετη συνεργασία με τον Άξονα”. (15). Αυτή η καλοπροαίρετη συνεργασία, που αν
λάβουμε υπόψιν μας το προηγούμενο του Μπέσρτ-Λιτόφσκ και της ναζιστικής
πρακτικής δεν θα περιείχε τίποτε το καλό για τους ενδιαφερόμενους λαούς,
συγκεκριμενοποιήθηκε στην έξοδο της Τουρκίας στον πόλεμο ως σύμμαχος του
Άξονα. Αυτό θα συνέβαινε αν τελικά πλην
της πτώσης του Στάλινγκραντ, στην οποία συμμετείχαν εκατοντάδες χιλιάδες
τουρκογενείς σοβιετικοί πληθυσμοί επιστρατευμένοι από την Άγκυρα, επιτυγχανόταν
η κατάκτηση του Γκρόζνυ και ο έλεγχος του μεγάλου στρατιωτικού διαδρόμου που
οδηγεί από το ρωσικό Καύκασο στην Τυφλίδα.
Ο στρατάρχης Κλάϊστ, ελλείψει πετρελαίου θα σταματήσει μπροστά στο
Γκρόζνυ την ίδια στιγμή που οι προωθημένες περίπολοι του έφταναν στις ακτές της
Κασπίας καταστρέφοντας τμήματα της σιδηροδρομικής γραμμής κατά μήκος της οποίας
σήμερα βρίσκεται ο ζωτικής σημασίας πετρελαιαγωγός Τενγκίζ-Αστραχάν – Γρκόζνυ -
Μπακού. (16).
ΙΙ) Η Μεταψυχροπολεμική Αναζωπύρωση του “Μεγάλου Παιχνιδιού” και οι Γεωστρατηγικές Υποδιαιρέσεις των “Ευρασιατικών Βαλκανίων”.
Ανασυνθέτοντας τη στρατηγική αντίληψη των μεγαλύτερων αγγλοσαξόνων &
γερμανών γεωπολιτιστών (Mackinder, Spykman, Hauschoffer ) ο σύμβουλος Εθνικής
Ασφαλέιας επί προεδρίας Κάρτερ,
Z.Brzezinski, διακρίνεται ως ο συστηματικοποιητής μίας γεωστρατηγικής θεώρησης
που αν οικειοποιηθεί πλήρως από τις ΗΠΑ ελλοχεύει σημαντικούς κινδύνους για την
παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων και την αμερικανική πρωτοκαθεδρία που ο ίδιος
επιθυμεί να διαφυλάξει. Μια επιδίωξη που, όπως καταγράφεται και στην επίσημη
νέα στρατηγική του ΝΑΤΟ, εμπεριέχει σημαντικότατους κινδύνους υπερεπέκτασης,
ιδιαιτέρως τη στιγμή που με την κρίση του Κοσόβου διερχόμαστε σ’ένα από τα
κρισιμότερα σημεία καμπής του παγιωμένου μονο-πολυπολικού διεθνούς στερεώματος,
όπως εύστοχα χαρακτήρισε το υπό εξέλιξη πολυπολικό σύστημα, ο S.Huntington.
(17) . Το έργο του πολωνικής καταγωγής αμερικανού καθηγητή Z.Brzezinski,“Η
Μεγάλη Σκακιέρα: Η Αμερικανική Κυριαρχία και οι Γεωστρατηγικές της Επιταγές”,
που εκδόθηκε στα τέλη του 1997 περιείχε τη σαφή προβολή ενός πολιτικού
προγραμματισμού που θα μπορούσε κάλλιστα να ενταχθεί στη δεύτερη φάση του
προαναφερθέντος ναπολεόντειου ορισμού.
Για μια σημαντικότατη μερίδα του αμερικανικού μηχανισμού η λογική
Μπρζεζίνσκι συμπληρώνει και παράλληλα συγκεκριμενοποιεί μία απ’ο τις
θεμελιώδεις πτυχές της μεταψυχροπολεμικής “παρακαταθήκης”, όπως αυτή εντοπίζεται
στο τελευταίο κεφάλαιο της “Διπλωματίας” του H.Kissinger. Εκεί
διαφαίνεται με σαφήνεια όχι μόνο η διαχρονική αξία της γεωπολιτικής
θεώρησης αλλά το σπουδαιότερο οριοθετείται με ακρίβεια το ζωτικό συμφέρον των
ΗΠΑ στην ελλειψοειδή ευρασιατική σκακιέρα…“Γεωπολιτικά η Αμερική είναι ένα νησί
μακριά από τις ακτές της γήινης μάζας της Ευρασίας…Η κυριαρχία μίας και μόνο
δύναμης σε οποιδήποτε από τις δύο κύριες σφαίρες της Ευρασίας -Ευρώπη ή Ασία-
παραμένει ένας καλός ορισμός στρατηγικού κινδύνου για την Αμερική με ή χωρίς Ψυχρό Πόλεμο”. (οι υπογραμμίσεις του γράφοντος). Γίνεται εξίσου σαφές για το ποια θα πρέπει να
είναι και η θέση της Ρωσίας σε αυτό το χώρο.
“Η νέα ρωσική ηγεσία δεν δικαιούται να πάρει στα χέρια της τη σφαίρα
επιρροής που τσάροι & κομισάριοι αγωνίζονταν επί 300 χρόνια να εδραιώσουν
γύρω από τα απέραντα σύνορα της Ρωσίας”.
(18).
Η αμερικανική φρενίτιδα σχετικά με την υποστήριξη του οικονομικά
αδιανόητου και γεωπολιτικά αδιέξοδου πετρελαιαγωγού Baku-Ceyhan αποτελεί ένα
από τα πλέον αντιπροσωπευτικά σημαίνοντα της παραπάνω πολιτικής πρότασης καθώς
η αναζωπύρωση των ιστορικών ανταγωνισμών συνδυαζόμενη με το ζήτημα της νομής
των ενεργειακών πόρων & της αναβίωσης των εθνικισμών της έχουν προσδώσει
μία εκρηκτική διάσταση. Το γεγονός ότι
αυτή η εκρηκτικότητα παραμένει προς το παρόν υποδόρια δεν την καθιστά καθόλου
λιγότερο επικίνδυνη. Δεν είναι άλλωστε
τυχαίο το προσωνύμιο με το οποίο ο Μπρζεζίνσκι επέλεξε να χαρακτηρίσει ένα
μεγάλο κομμάτι της Μείζονος Μέσης Ανατολής.
Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι ενδεικτικός τόσο της εθνολογικής
πανσπερμίας, της πολιτικής επικινδυνότητας όσο και της τεράστιας στρατηγικής
αξίας του χώρου που ο αμερικανός στρατηγιστής αποκαλεί “Ευρασιατικά
Βαλκάνια”.
Ενδεικτικό επίσης της σημασίας του είναι ότι αυτός ο χώρος για πρώτη φορά στην ιστορία της γεωπολιτικής
σκέψης φαίνεται να καταλαμβάνει στην ιεράρχηση των στρατηγικών περιοχών (pivot
areas) θέση σχεδόν ισότιμη με αυτή που καταλαμβάνουν στην ελλειψοειδή
ευρασιατική σκακιέρα το δυτικό (Ευρώπη) και ανατολικό (Pacific Ream) της άκρο.
Με δεδομένη την επικυριαρχία των ΗΠΑ επι της Ιαπωνίας και της πασιφανούς -ιδίως
μετά το Κόσοβο- τραγικής αδυναμίας της ΕΕ να συγκροτήσει μια Κοινή Εξωτερική
Πολιτική και Πολιτική Άμυνας (ΚΕΠΠΑ), ο μόνος χώρος όπου η είτε επιδιώκεται να
επιβληθεί είτε απειλείται περισσότερο η αμερικανική πρωτοκαθεδρία είναι εκείνη
η περιοχή που παρεμβάλλεται και ταυτόχρονα συνδέει τα δύο ευρασιατικά
άκρα. Υπό αυτή την άποψη κατά τη λογική
Brzezinski όλα τα μέρη της ευρασιατικής σκακιέρας φαίνεται να εξισώνονται στρατηγικά.
(19).
Συστηματικοποιώντας περαιτέρω τη θεώρηση Μπρζεζίνσκι διαπιστώνουμε ότι
τα “Ευρασιατικά Βαλκάνια” υποδιαιρούνται σε τέσσερα μεταξύ τους διακριτά &
αλληλεπιδρώντα υπομέτωπα (Ινδικό, Περσικό, Μεσογειακό, Αιγιακό) που ταυτίζονται
απολύτως με τις δυνητικές διεξόδους του κασπιανού πετρελαίου τόσο προς τη
Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ όσο και προς τις ραγδαίως αναπτυσσόμενες περιοχές της
Ινδίας, της Κίνας και της Ινδοκίνας.
α) Το Ινδικό Μέτωπο: Το μέτωπο αυτό
αναλύεται από το και επισήμως (Μάϊος 1998) πυρηνικοποιημένο τρίγωνο αστάθειας,
όπως αυτό σχηματίζεται από τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα της Ινδίας &
του Πακιστάν γύρω από τις περιοχές του Kashmir & Punjab, του εμφυλίου
πολέμου στο Αφγανιστάν και του γενικότερου πλαισίου των συσχετισμών ισχύος γύρω
από το ρόλο του Ιράν, της Ρωσίας και της Κίνας στην ευρύτερη περιοχή της νότιας
και νοτιο-ανατολικής Κεντρικής Ασίας. Μετά την κατάρρευση (1992) της
φιλορωσικής κυβέρνησης που αναδείχθηκε την επαύριο της σοβιετικής υποχώρησης το
1989 οι νικητές μουτζαχεντίν στάθηκαν ανίκανοι να δημιουργήσουν μια ενιαία
συγκεντρωτική διοίκηση που θα προφύλασσε το κράτος από το να μετατραπεί σ’ένα
συρφετό αυτοδιοικούμενων και λιμαζόμενων από πολεμάρχους περιοχών.(20)
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ρωσική επέμβαση στον τατζικικό
εμφύλιο πόλεμο ήδη από τα μέσα του 1993 δημιουργούσε ένα ζωτικό κενό αστάθειας
που καθιστά απαγορευτική την οποιαδήποτε συζήτηση για τη δημιουργία
περτελαιαγωγών και αγωγών ΦΑ από το Τουρκμενιστάν & το Καζαχστάν που θα καταλήγουν
είτε στην αραβική θάλασσα (Gwadar) ή στην επαρχία του Punjab στο κεντρικό
Πακιστάν (Multan). Ενδεχόμενη κατασκευή
των αγωγών αναβαθμίζει κατακόρυφα τη στρατηγική αξία της χώρας έναντι όχι μόνο
της Ινδίας αλλά και της ίδιας της Ρωσίας που πλέον δεν θα μπορέσει να ελέγχει
γεωοικονομικά τις νεότευκτες δημοκρατίες με επίκεντρο το Τουρκμενιστάν, το
Καζαχστάν και ιδιαίτερα το Ουζμπεκιστάν, που από τους υποστηρικτές της
πολιτικής Brzezinski θεωρείται ως η ατμομηχανή της κεντρασιατικής ανεξαρτησίας
με ότι αυτό συνεπάγεται για τη Μόσχα. (21).
Το μέσο που το Πακιστάν χρησιμοποίησε προκειμένου να επιτύχει την
πολιτική σταθεροποίηση του Αφγανιστάν, με τη μερική υποστήριξη της Σαουδικής
Αραβίας (ως το καλοκαίρι του 1998) και την προτροπή των ΗΠΑ, δεν ήταν άλλο από
την εκπαίδευση, εξοπλισμό και παντοδαπή υποστήριξη των ακραίων στοιχείων της
αφγανικής πτυχής του ισλαμιστικού κινήματος Deobandi, γνωστότερων ως Taliban.
Από την κατάληψη της Qandahar (Οκτώβριος 1994) ως την πτώση του ισχυρότατου
βορειοδυτικού προπυργίου της αντιπολίτευσης Mazar-I Sharif, τον περασμένο
Αύγουστο, οι Ταλιμπάν πέτυχαν να εδραιώσουν τον έλεγχο τους σχεδόν στο 80-85%
της χώρας, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι η επιζητούμενη σταθεροποίηση
βρίσκεται προ των πυλών, δεδομένου ότι ο κεντρασιατικός συνασπισμός των
αντιπολιτευόμενων αφγανικών στοιχείων με την υποστήριξη της Ρωσίας αλλά και του
Ιράν, που τον Σεπτέμβριο του 1998 παρολίγο να εμπλεκόταν σε πόλεμο με τους
Ταλιμπάν, διατηρεί τον έλεγχο του κρίσιμου βορειοανατολικού τομέα της χώρας.
Εκτός αυτού οι ακρότητες του ταλιμπανικού καθεστώτος αλλά και η
τεκμηριωμένη συνεργασία του με τον “αρχιτρομοκράτη” Οσάμα Μπ’ιν Λάντεν
προκαλούν σοβαρότατα προβλήματα διεθνούς νομιμοποίησης του καθεστώτος ιδιαίτερα
όσον αφορά την σαουδαραβική και κυρίως αμερικανική πολιτική, η οποία, όπως
συμβαίνει και στην περίπτωση του Ιράν, βρίσκεται εγκλωβισμένη ανάμεσα στην
στρατηγική αναγκαιότητα και τις επιταγές των ενδογενών πολιτικών ισορροπιών,
δηλαδή της ασκούμενης από τα διάφορα εθνικά lobby πίεσης. Εκτός από το Πακιστάν, τα Εμιράτα και τη
Σαουδική Αραβία κανένα άλλο κράτος στον κόσμο δεν έχει αναγνωρίσει την
κυβέρνηση του “Ισλαμικού Εμιράτου του Αφγανιστάν”, όπως έχει μετονομαστεί από
τον ηγέτη των Ταλιμπάν, Mullah Muhammad Umar, ο πρώην σοβιετικός δορυφόρος.
Η αμερικανική πολιτική περαιτέρω αποδυναμωμένη εξαιτίας της αντίθεσης
της στο πακιστανικό πρόγραμμα πυρηνικοποίησης και της προσέγγισης του Χατάμι με
τη Σαουδική Αραβία, πέτυχε να διαρρήξει τις σχέσεις της με το σημαντικότερο
μαζί με το Πακιστάν περιφερειακό σύμμαχο της στην ανατολική εσχατιά των
Ευρασιατικών Βαλκανίων. Η απόφαση του
προέδρου Κλίντον να βομβαρδίσει το Αφγανιστάν στις 20 Αυγούστου 1998,
καταδιώκοντας την σκιά του αρχιτρομοκράτη Μπιν Λάντεν, δεν κατόρθωσε να
καταστρέψει τίποτε άλλο εκτός από τα ερείσματα της αμερικανικής ισχύος στην
περιοχή. Ο διευθυντής του Κέντρου
Προληπτικής Δράσης στο Council on Foreign Relations, B.Rubin σημειώνει
χαρακτηριστικά “Η συνεχιζόμενη υποστήριξη του Μπιν Λάντεν και η αποκήρυξη της
αμερικανικής επιδρομής εξάλειψε την παραμικρή πιθανότητα ενός
αμερικανο-ταλιμπανικού διαλόγου που ίσως να οδηγούσε στην επίσημη αναγνώριση
του καθεστώτος από τις ΗΠΑ με την ταυτόχρονη κατασκευή αγωγών πετρελαίου και ΦΑ
από την Κεντρική Ασία”. (22).
Η πρώτη άμεση επίπτωση της αμερικανικής ψύχωσης σχετικά με τα ζητήματα
τρομοκρατίας υπήρξε η αποχώρηση (Νοέμβριος 1998) της αμερικανικής εταιρείας
Unocal από την κοινοπραξία Centgas που έχει αναλάβει την κατασκευή ενός
γιγαντιαίου αγωγού ΦΑ κόστους 2 Δις.$ και μήκους 1,400 χιλιομέτρων από το
τουρκμενικό πεδίο Dauletabad στο πακιστανικό Multan. Η αμερικανική εταιρεία
κατήγγειλε την πολιτική της Ουάσινγκτον απαιτώντας την αναγνώριση της
ταλιμπανικής κυβέρνησης ως απαραίτητη προϋπόθεση για την σταθεροποίηση. Η εκεχειρία που συμφωνήθηκε μεταξύ των
αντιμαχόμενων παρατάξεων στο Asghabad (14/3/99) προέβλεπε την οριστική
κατάπαυση του πυρός και τη σύσταση ενιαίας κυβέρνησης μπορεί προς στιγμή να
χαροποίησε πολλούς αλλά δεν κατάφερε να ξεγελάσει κανένα.
Παρά τις πρόσφατες σχεδόν απέλπιδες προσπάθειες των Ταλιμπάν σε
συνεργασία με την τουρκμενική και πακιστανική κυβέρνηση για την αντικατάσταση
της Unocal, το ουσιώδες εντοπίζεται στο γεγονός ότι με ρωσο-ιρανική συμβολή το
ετερόκλητο κράμα που αποτελεί την αφγανική αντιπολίτευση μπόρεσε να
ανασυνταχθεί και να ανακαταλάβει (21 Απριλίου) το ταλιμπανικό προπύργιο
Bayamin, την ίδια στιγμή που η Μόσχα κατασκεύασε μία νέα στρατιωτική βάση
25,000 ανδρών επι της αφγανό-τατζικικής μεθορίου. Στις 10 Μαϊου η εκεχειρία
κατάρρευσε σηματοδοτώντας την αρχή ενός νέου αιματηρού γύρου στον αδυσώπητο
πόλεμο φατριών που επί μια εικοσαετία έχει βυθίσει τη χώρα στο χάος.
β) Το Ιρανικό Μέτωπο: H περίπτωση
του Ιράν αποτελεί ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του σχίσματος που
υφίσταται στην αμερικανική διπλωματία ανάμεσα στην στρατηγική αναγκαιότητα και
το εσωτερικό κόστος που συνεπάγεται η εκτέλεση αυτής της αναγκαιότητας
αναλογικά με την ισχύ του εκάστοτε εθνικού lobby. Αναφορικά με το κασπιανό ζήτημα δεν χωρά
αμφιβολία ότι η ιρανική διέξοδος είναι η πλέον συμφέρουσα από οποιαδήποτε άλλη
εναλλακτική τόσο από άποψη κόστους κατασκευής όσο και από άποψη πολιτικής
βιωσιμότητας μιας ενδεχόμενης επένδυσης.
Καταρχάς το Ιράν δεν ελέγχεται από την Ρωσία. Μπορεί αυτή να αποτελεί το στρατηγικό του
εταίρο στην περιοχή αλλά σε καμία περίπτωση η σχέση αυτή δεν είναι ετεροβαρής
εναντίον της Τεχεράνης. Αν η αμερικανική
στρατηγική δεν είχε προωθήσει με τέτοια μονομέρεια και άκριτο φανατισμό το
τουρκικό χαρτί και αν δεν συνέχιζε ν’ αντιμετωπίζει το Ιράν σαν το
θεοκρατικό-τρομοκρατικό κράτος του 1979, η Τεχεράνη θα είχε πολύ λίγους
ενδοιασμούς από το να ανατρέψει την μονομερή φιλορωσική της στάση, αν βεβαίως
βοηθείτο να ξεπεράσει και τα εσωτερικά της ιδεολογικά κωλύματα.
Η διαιώνιση των αμερικανικών κυρώσεων εναντίον του Ιράν το μόνο που
πετυχαίνουν είναι να απομακρύνουν τις ΗΠΑ από αυτό που θα έπρεπε να είναι ο
αντικειμενικός στρατηγικός τους στόχος: Μια πολιτική προσέγγιση με την Τεχεράνη
που θ’αναδείκνυε την πρώτη στην περιφερειακή υπερδύναμη της Μέσης Ανατολής,
χωρίς αυτό να συνεπάγεται την ανασφάλεια της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ,
διασφαλίζοντας ταυτοχρόνως την αμερικανική πρωτοκαθεδρία και στα Ευρασιατικά
Βαλκάνια. Αντί για αυτό, η εμμονή των
ΗΠΑ στη δαιμονοποίηση του Ιράν και η άκαμπτη αντίθεση τους στα ζητήματα
τρομοκρατίας, πυρηνικού προγράμματος, ιρανο-τουρκικών και ιρανο-ταλιμπανικών
σχέσεων, έδωσε τη χρυσή ευκαιρία στη ρωσική διπλωματία να πάρει σημαντικό
προβάδισμα στον αγώνα για το πολιτικό μέλλον του σημαντικότερου γεωπολιτικού
“οικοπέδου” των ευρασιατικών Βαλκανίων, την στιγμή που η στρατηγική της διπλής
ανάσχεσης έχει εκ των πραγμάτων χρεοκοπήσει.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι και οι βασικοί της εμπνευστές
-μεταξύ των οποίων και ο Brzezinski- στρέφονται αναφανδόν εναντίον της. (23).
Παρ’όλα αυτά η εντυπωσιακή εκλογή του M.Khatami στο προεδρικό θώκο της
χώρας το Μάϊο του 1997 αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα μίας πορείας
επαναπροσέγγισης μεταξύ δύο κυβερνήσεων που δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια να
παραγνωρίζουν -λόγω των ιδεολογικών τους νεφελωμάτων- την δυναμική ταύτιση των
εθνικών τους συμφερόντων, ακολουθώντας το σκεπτικό της ιστορικής
αμερικανοκινεζικής σύμπραξης του 1971.
Το πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε με την συνέντευξη του
Χατάμι στο CNN το Φεβρουάριο του 1998 η οποία άνοιξε τους δίαυλους επικοινωνίας
προς τις ΗΠΑ αξιοποιώντας τα μέσα του δευτέρου βαθμού διπλωματίας, όπως οι μη
κυβερνητικοί οργανισμοί (NGO) οι πολιτιστικές ανταλλαγές και τα διπλωματικώς
διανθισμένα αθλητικά γεγονότα. (24).
Ταυτόχρονα η διπλωματική ρητορική του Χαταμί “απολυμάνθηκε” από τις
αντιαμερικανικές κορώνες του παρελθόντος ενώ η εξομάλυνση των σχέσεων της
Τεχεράνης με τα Εμιράτα του Κόλπου και τη Σαουδική Αρβία αύξησε το ειδικό βάρος
της χώρας σπάζοντας την απομόνωση της από τον αραβικό κόσμο. Αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής στάθηκε η
διεθνής Διάσκεψη των Ισλαμικών κρατών στην Τεχεράνη το Δεκέμβριο του 1997 όπως
και η συνεννόηση της Τεχεράνης με το Ριάντ στο ζήτημα των Ταλιμπάν και την
αποκλιμάκωση της έντασης στα ιρανο-αφγανικά σύνορα κατά την κρίση του
Σεπτεμβρίου 1998. Παράλληλα η συστηματικοποίηση των επαφών της χώρας με τη Δύση
συνέβαλε στην περαιτέρω αποδυνάμωση των αμερικανικών κυρώσεων από τη στιγμή που
η Γαλλία, η Ιταλία και σε δεύτερο βαθμό η Ελλάδα διατηρούν σημαντικότατες
οικονομικές σχέσεις με το Ιράν. (25). Η επίσκεψη του ιρανού ΥΠΕΞ, K.Kharrazi,
στην Αθήνα το Δεκέμβριο 1997 όπως και αυτή του Χαταμί στη Ρώμη και το Παρίσι
τον Μάρτιο του 1998 αποτελούν απτές αποδείξεις για την αναγκαιότητα μεταστροφής της αμερικανικής στρατηγικής.
Μια αναγκαιότητα που γίνεται ολοένα και επιτακτικότερη από την αποτυχία
των τουρκικών κασπιανών φιλοδοξιών και το πλήρες αδιέξοδο του παλαιστηνιακού
ζητήματος. Το ζωτικό συμφέρον των ΗΠΑ
επιτάσσει την παράκαμψη των επιχειρημάτων του τουρκικού και μερίδας του
εβραϊκού λόμπυ τη στιγμή που αφενός μεν, παρά την ευρεία λαϊκή απήχηση του
μεταρρυθμιστικού μηνύματος Χαταμί, η εξωτερική και αμυντική πολιτική της χώρας
ουσιαστικά βρίσκεται στα χέρια του θρησκευτικού ηγέτη Ayiatollah Ali Khamenehi,
αφετέρου δε διεξάγεται ένας αδυσώπητος εσωτερικός “πόλεμος” για τον έλεγχο της
κρατικής μηχανής. (26). Μπορεί ο πρόσφατος θρίαμβος της μεταρρυθμιστικής
πτέρυγας στις δημοτικές εκλογές του περασμένου Μαρτίου να προσδίδει ένα τακτικό
πλεονέκτημα στον Χαταμί αλλά η πολιτική του κυριαρχία επι των φονταμενταλιστών
θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και από τις αμερικανικές κινήσεις. Την ώρα που ολοκληρώνεται η παρούσα μελέτη
(12-7-99) στην Τεχεράνη διαδραματίζεται ένα ακόμη επεισόδιο αυτής της
εσωτερικής διαπάλης με το δυναμικότερο μεταρρυθμιστικό κομμάτι της ιρανικής
κοινωνίας (Φοιτητές) σε πρωταγωνιστικό ρόλο εναντίον των δυνάμεων καταστολής
και των Μυστικών Υπηρεσιών που στην συντριπτική τους πλειοψηφία ελέγχονται από
τον ουσιαστικό “ισχυρό άνδρα” της Ισλαμικής Δημοκρατίας και διάδοχo του
Homeini, Ayiatollah Ali Khamenehi.
γ) Το Μεσογειακό-Τουρκικό Μέτωπο: το
κέντρο βάρος του οποίου εντοπίζεται στο ζήτημα του αγωγού Baku-Ceyhan και τη
δομικά ασταθή Τουρκία που εκπέμπει ως σύμπτωμα της εσωτερικής της ανασφάλειας
κύματα επιθετικότητας σε όλη την περιοχή χωρίς να είναι σε θέση να απορροφήσει
το κόστος των υπερεπεκτατικών της ανοιγμάτων. Με αυτόν τον τρόπο επαυξάνει την
αστάθεια του χώρου καθιστώντας εαυτήν μέρος του προβλήματος και όχι επίλυση
του.
δ) Το Αιγιακό Μέτωπο: Το δυτικότερο άκρο
του ευρασιατικού Nότου περιλαμβάνει το μείζονα ελληνικό χώρο από τη Θράκη ως
την Κύπρο που θα καταστεί εκ των πραγμάτων μία από τις βασικές
διαμετακομιστικές οδούς του κασπιανού πετρελαίου προς τη Δυτική Ευρώπη. Εντάσσεται παράλληλα, λόγω των τουρκικών
διεκδικήσεων στο ανατολικό Αιγαίο, στην ευρύτερη ζώνη αστάθειας που διαχέεται
από το κέντρο των ευρασιατικών βαλκανίων τέμνοντας σχεδόν στη μέση το ελληνικό
αρχιπέλαγος (25ή παράλληλος), πράγμα που άλλωστε αποτελεί πάγια επιδίωξη της
τουρκικής πολιτικής από το 1974.
Παράλληλα ως το κατεξοχήν βαλκανικό και Παρευξείνιο κράτος η κατάληξη
που θα λάβει το ζήτημα της ροής των πετρελαίων θα έχει αποφασιστικές συνέπειες
για την ασφάλεια του. Ωστόσο, προτού προχωρήσουμε στην αναλυτική παρουσίαση των
εξελίξεων στο Μεσογειακό-Τουρκικό και Αιγιακό Μέτωπο είναι απαραίτητο να
αναφερθούμε στην γεωοικονομική πτυχή του Κασπιανού Ζητήματος όπως και στους
βασικούς άξονες της ρωσικής μετασοβιετικής στρατηγικής στην περιοχή.
ΙΙΙ) Η Γεωοικονομική Βαρύτητα της Περιοχής και οι Βασικοί Πυλώνες της Ρωσικής Στρατηγικής.
Πέραν της ιστορικής & γεωπολιτικής σημασίας της παρακασπιανής ζώνης
το σημαντικότερο ίσως στοιχείο της, εντοπίζεται στα πολυτιμότατα αποθέματα
πετρελαίου & φυσικού αερίου (ΦΑ) που εμπεριέχονται στην κασπιανή λεκάνη.
Με δεδομένη την παγκόσμια αύξηση της ζήτησης πετρελαίου περίπου κατά 55% για την επόμενη 25ετία
(1995-2020) και την προβλεπόμενη εξάντληση των αποθεμάτων της Αλάσκας & της
Βόρειας Θάλασσας ως το 2010-15, τα κασπιανά πετρέλαια θα αποκτήσουν εξελικτικά
τεράστια πολιτικοοικονομική σημασία εφάμιλλη κατά το ήμισυ με αυτήν του
Περσικού Κόλπου ο οποίος διαθέτει περίπου τα
2/3 των υπαρχόντων αποθεμάτων πετρελαίου καλύπτοντας το 29,2% της
παγκόσμιας παραγωγής. Ενδεικτικό της
στρατηγικής υπεραξίας της ΜΜΑ, που συνενώνει τις δύο μεγαλύτερες
πετρελαιοπαραγωγικές λεκάνες του κόσμου είναι το γεγονός της αναπόφευκτης και ολοένα διογκούμενης εξάρτησης των
ΗΠΑ, της Ε.Ε και της ραγδαίως αναπτυσσόμενης Ανατολικής Ασίας από τα στρατηγικά
αποθέματα της ΜΜΑ.
Το 1995 το 45% των πετρελαϊκών αναγκών των ΗΠΑ καλύφθηκαν από εισαγωγές
με τάση -αν διατηρηθούν οι υπάρχουσες χαμηλές τιμές- η εξάρτηση αυτή να
διογκωθεί ως το 2010 στο επίπεδο του 60% με τη ΜΜΑ να καλύπτει περισσότερο του
1/3 αυτών των εισαγωγών. Η δε Ευρωπαϊκή Ένωση είναι περισσότερο εξαρτημένη από
τα αποθέματα της ΜΜΑ δεδομένου ότι ενώ διαθέτει μόνο το 2% των παγκοσμίων
αποθεμάτων πετρελαίου και παράγει κάτω του 4% καταναλώνει άνω του 18% των
αποθεμάτων η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων με καλύπτεται με εισαγωγές από
τη ΜΜΑ. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο το
1990 πάνω από το 25% των συνολικών εξαγωγών του Κόλπου κατευθύνονταν προς την
Ευρώπη.
Την μεγαλύτερη πάντως εξάρτηση από τα αποθέματα της ΜΜΑ θα
αντιμετωπίσουν οι ραγδαίως αναπτυσσόμενες χώρες της ευρύτερης ζώνης της
Ασίας-Ειρηνικού (Pacific Ream) με προεξάρχουσες τις “τίγρεις” της Ν.Α. Ασίας,
την Κίνα και την Ιαπωνία. Με δεδομένη
την δραματική διόγκωση του τομέα των μεταφορών στις προκείμενες χώρες
(100,000,000 αυτοκίνητα μόνο στην Κίνα) εως το 2015 η ζήτηση κατανάλωσης
πετρελαίου πρόκειται να τριπλασιαστεί κατά την προκείμενη περίοδο σε βαθμό που
ως το 2005 -αν τα αποθέματα της Νότιας Κινεζικής Θάλασσας παραμείνουν
ανεκμετάλλευτα- το επίπεδο εξάρτησης των προκείμενων οικονομιών από τις
εισαγωγές πετρελαίου θα φτάσει στο εκπληκτικό επίπεδο του 72%. Αυτό όμως που είναι ακόμη εκπληκτικότερο
είναι το γεγονός ότι το πετρέλαιο αυτό θα καλυφθεί κατά 92% από τα αποθέματα
της ΜΜΑ. Ενδεικτικό της μελλοντικά
αναπόφευκτης και δυναμικής εμπλοκής της Κίνας και των χωρών της Ν.Α.Ασίας στις
εξελίξεις της ΜΜΑ, αποτελεί το γεγονός ότι ως το 2010-5 οι χώρες αυτές μαζί με
την Ινδία θα καταναλώνουν σε καθημερινή βάση συνολικά 21,000,000 βαρέλια μεσανατολικού πετρελαίου, την ίδια στιγμή που
η συνολική ζήτηση των ΗΠΑ και της ΕΕ συνδυαστικά δεν θα υπερβαίνει τα
12,000,000 βαρέλια. (27).
Η κασπιανή λεκάνη υπολογίζεται ότι περιέχει κατά τις πλέον απαισιόδοξες
προβλέψεις 20 δισεκατομμυρίων-δις βεβαιωμένων & 35-40 πιθανών βαρελιών
αργού πετρελαίου, χωρίς να λείπουν και πιο αισιόδοξες προβλέψεις σαν αυτή του
διευθυντή του Κέντρου Στρατηγικών & Διεθνών Σπουδών (CSIS) της Ουάσινγκτον
R.Ebel που ανεβάζει το ποσό στα 160 δις. ή και ακόμη πιο αισιόδοξες που
ξεπερνούν τα 200 δις. βαρέλια. Ωστόσο,
μια πιο ισορροπημένη αξιολόγηση οριοθετεί τα υπολογιζόμενα αποθέματα στα
περίπου 90 δις. βαρέλια. (27α). Η Ρωσία
μαζί με τα Καζαχστάν & Αζερμπαϊτζάν ελέγχουν το 21% των εγνωσμένων &
πιθανώς 25% των πιθανών παγκοσμίων αποθεμάτων ποσό αντίστοιχο περίπου του 50%
της Μ.Ανατολής, ενώ το 90% του πετρελαίου Φυσικού Αερίου που καταναλώνεται στην
Ουκρανία και την Αν.Ευρώπη διοχετεύεται μέσω του ρωσικά ελεγχόμενου δικτύου
αγωγών της πρώην ΕΣΣΔ. (28).
Παράλληλα με το πετρέλαιο τα αποθέματα φυσικού αερίου-ΦΑ δεν είναι
διόλου ευκαταφρόνητα δεδομένου ότι το ΦΑ βρίσκεται στην πρωτοπορία του
παγκόσμιου ενεργειακού εκσυγχρονισμού καθώς, συγκρινόμενο με το πετρέλαιο, το
λιγνίτη & την πυρηνική ενέργεια είναι όχι μόνο αποδοτικότερο στην παραγωγή
ηλεκτρισμού λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας του σε άνθρακα αλλά και φιλικότερο
προς το περιβάλλον. Υπολογίζεται ότι
πλην της Ρωσίας & του Ιράν, των δύο μεγαλύτερων παραγωγών ΦΑ παγκοσμίως, τα
λοιπά τρία παράκτια κράτη (Αζερπμαϊτζάν, Καζ/ταν, Τουρκμενιστάν) διατηρούν κατά
μέσο όρο 18,5 τρισεκατομμύρια-τρις. κυβικά μέτρα ΦΑ (cm3) υπερκαλύπτοντας κατά
τρείς φορές τα πενιχρά αποθέματα όλων των ευρωπαϊκών χωρών μαζί (6,4 τρις.
cm3). Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ήδη
το 35-40% των αναγκών της Ε.Ε καλύπτεται από τη Ρωσία, ενώ το Τουρκμενιστάν
θεωρείται κατά ορισμένες μελέτες ως η ανερχόμενη μεγάλη δύναμη του ΦΑ με
υπολογιζόμενα αποθέματα που αγγίζουν τα 16 τρις.cm3, δηλαδή παγκοσμίως τα τρίτα
μετα το Ιράν και τη Ρωσία.(29).
Στο σημείο αυτό, προτού να προχωρήσουμε στην αναλυτική εξιστόρηση της
ρωσο-τουρκικής αντιπαράθεσης, θεωρούμε απαραίτητο να αναφερθούμε εν συντομία
στις βασικές παραμέτρους της ρωσικής στρατηγικής αναφορικά με την (γεω)πολιτική
επανενσωμάτωση (geopolitical reintegration) των παρακασπιανών δημοκρατιών και
τον έλεγχο όχι τόσο της παραγωγής αλλά το κυριότερο των εξαγωγικών δρομολογίων
του κασπιανού πετρελαίου.
Α) Το στρατηγικό έλεγχο των υπαρχόντων & σχεδιαζόμενων εξαγωγικών
αγωγών πετρελαίου & ΦΑ είτε άμεσα μέσω της πολιτικής αποσταθεροποίησης των
περιοχών που θα διατρέχουν οι σχεδιαζόμενοι αγωγοί (Καύκασος – Εύξεινος -
Αιγαίο, Ιράν-Περσικός, Β. Αφγανιστάν-Αραβική θάλασσα) είτε έμμεσα μέσω της
σύστασης ισχυρών περιφερειακών συμμαχιών (Κίνα, Ιράν, Ινδία) που θα διασφάλιζαν
μακροπρόθεσμα τα ρωσικά συμφέροντα αναγνωρίζοντας την πρωτοκαθεδρία της Μόσχας
στην επίμαχή περιοχή.
Β) Την προστασία ρωσικών ή ρωσοποιημένων εθνικών πληθυσμών που ξεπερνούν
τα 30-35 εκατομμύρια βρισκόμενων σε στρατηγικά για τα πετρελαϊκά δρομολόγια
σημεία, κατά μήκος του ανασχετικού άξονα Brzezinski (Υπερδνειστερία,
Αν.Ουκρανία, Κριμαία, Β.Καζαχστάν) και χρησιμεύουν ως πρόσχημα είτε για την
τοποθέτηση συνοριακών φρουρών & στρατιωτικών βάσεων σε κρίσιμες πετρελαϊκές
ζώνες (Ταζτικιστάν, Γεωργία, Αρμενία, Μολδαβία) είτε για τη φύλαξη πρώην
σοβιετικών εγκαταστάσεων (Κριμαϊκοί Λιμένες, Φωλέες Διηπειρωτικών Πυραύλων-ICΒΜ
SS-18 στα Derzharinsk & Zhangiz-Tobe του βορείου Καζ/τάν).
Γ) Την υπόθαλψη αποσχιστικών κινημάτων εθνικού και πολιτικού χαρακτήρα
με σκοπό την αύξηση της πολιτικής εξάρτησης (εγκατάσταση συνοριακών φρουρών,
βάσεων, εξοπλιστικό μονοπώλιο, πολιτική ευθυγράμμιση κ.α) των προκείμενων χωρών
από τη Ρωσία κατά τα πρότυπα του αρμενόαζερικού πολέμου (1988-1994), του
γεωργιανού εμφυλίου (Γκαμσαχούρντια-Σεβαρτνάντζε 1991-92), όπως και των
πολυάριθμων κινημάτων που πραγματοποιήθηκαν στο Αζερ/τζάν από το 1993 και
μετά. Η αποσταθεροποίηση του
Ε.Σεβαρτνάντζε μέσω των βομβιστικών ενεργειών (8/95 & 2/98) εντάσσεται
-χωρίς αυτό να συνεπάγεται ρωσική εμπλοκή- στο παραπάνω πλαίσιο της δομικούς
αστάθειας των προσωποπαγών καθεστώτων που κυβερνούν τις νότιες μετασοβιετικές
δημοκρατίες.
Δ) Την παρεμπόδιση δημιουργίας μίας κεντρασιατικής συνομοσπονδίας ή έστω
συνολικής πολιτικής συννενόησης μεταξύ των Παρακασπιανών Μετασοβιετικών
Δημοκρατιών (ΠΜΔ). Δημιουργία εξαιρετικά
αμφίβολη αν λάβει κανείς υπόψιν το συνοριακό & εθνολογικό status quo που ώς
απόρροια της κολεκτιβοποίησης του 1930, εμποδίζει εκ των πραγμάτων αυτήν την
ένωση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στο
μυαλό του Στάλιν ο γεωγραφικός γιγαντισμός του Καζ/τάν, η ενσωμάτωση των ιερών
ταζικικών πόλεων της Μουκχάρας & Χίβας στο Ουζμπεκιστάν όπως και το πλήθος
των εθνοτικών θυλάκων-βομβών (Ν.Καραμπάχ, Ναχιτζεβάν, Απχαζία,κ.α) θα απέτρεπε
ακριβώς το παραπάνω ενδεχόμενο. Όπως ακριβώς έγινε και κατά τις περιόδους της τσαρικής
(1825-1885) & κομμουνιστικής (1918-1936) κατάκτησης οι εσωτερικές διαμάχες
των ΠΔΜ επιτείνουν την ανικανότητα τους να αντισταθούν αποτελεσματικά στη
ρωσική πολιτική. Οι ταζκικο-ουζμπεκικές
τριβές για το θύλακα του Β.Μπανταχτσάν, η τουρκμενο-αζερική διένεξη για την
κυριότητα του πετρελαϊκού πεδίου Guneshli σε συνδυασμό με την προσπάθεια των
ουζμπέκων να οικειοποιηθούν τα νερά της Αράλης και την έκρηξη του
νοτιο-οσσετικού & γεωργιανο-απχαζικού πολέμου, αποδεικνύουν τα παραπάνω. Η
δε περίπτωση του GUAM θα εξεταστεί στη συνέχεια, χωρίς βεβαίως αυτός ο άτυπος
συνασπισμός να είναι σε θέση να αποτελέσει το αποτελεσματικό Forum για τη
διμερή –χωρίς ρωσική παρέμβαση- διευθέτηση των διαφορών.
Παράλληλα όπως απέδειξε η προώθηση των υπό αμερικανικο-πακιστανική υποστήριξη
Ταλιμπάν πλησίον της αφγανο-τατζικικής μεθορίου τον Οκτώβριο 1996 & το Μάϊο
1997 προκάλεσε σχεδόν αυτόματη αντισυσπείρωση υπό ρωσική κηδεμονία των
σεκουλαριστικών καθεστώτων σε μία προσπάθεια ν’αυτοπροστατευθούν από το
ενδεχόμενο της εσωτερικής ισλαμιστικής έκρηξης.
Αυτή άλλωστε η λογική του “διαίρει & βασίλευε” εφαρμόζεται και στο
πλαίσιο των ενδό-ομοσπονδιακών ισορροπιών εντός της Ρωσίας ανάμεσα στη Μόσχα
και τις 89 επαρχίες της ώστε να αποτρέπονται οι φυγόκεντρες δυνάμεις όπως στην
περίπτωση των Τατάρων του Καζάν, της ισχυρότερης ίσως ενδο- ομοσπονδιακής τάσης
μετά την Τσετσενία. (30).
E) Την αξιοποίηση όχι μόνο της πλήρους απουσίας οποιασδήποτε σοβαρής
μετασοβιετικής υποδομής που θα εκσυγχρόνιζε τον τεχνό-βιομηχανικό ιστό των ΠΜΔ
αλλά και της μερικής νομιμοφροσύνης της παλαιάς νομεκλατούρας από τη σοβιετική
φιλοσοφία και πρακτική. Ο καθηγητής του
Yale F.Kazemzadekh, που ανήκει στην μειοψηφούσα “φιλορωσική” ομάδα (D.Pipes,
S.Talbot, W.Christopher, D.Smolansky, S.Hunter) του αμερικανικού μηχανισμού,
αναφέρει χαρακτηριστικά ότι “προς το παρόν οι κεντρασιατικές δημοκρατίες
κυβερνώνται ουσιαστικά από το ίδιο πρόσωπο που της ήλεγχε για λογαριασμό της
Μόσχας. Το παλαιό καθεστώς έχει στα
χέρια του την εξουσία και θα τη διατηρήσει για το ορατό μέλλον.(31). Εκτός αυτού η συντριπτική πλειοψηφία των
αστικοποιημένων πληθυσμών των ΠΜΔ που αποτελούν και την απαραίτητη στελεχιακή
υποδομή σε καθαρά τεχνολογικό & τεχνοκρατικό επίπεδο είναι ρώσοι πολίτες
που αν δεν έχουν μεταναστεύσει στη Ρωσία ή στο εξωτερικό, ουσιαστικά
χρησιμοποιούνται ως η πέμπτη φάλαγγα από τη Μόσχα δεδομένης της αξίας τους στον
εκσυγχρονισμό της παραγωγής και-το κυριότερο-του μηχανισμού και της υποδομής
για τη διάθεση των προϊόντων (σιδηρόδρομοι, φράγματα, δρόμοι κ.α).
Ταυτόχρονα δεν πρέπει να λησμονούμε το αποτέλεσμα 130 χρόνων
κολεκτιβοποίησης & αποικιοποίησης δεδομένου ότι ελάχιστες από τις ΠΜΔ
συμπεριλαμβανομένων της Ουκρανίας & Μολδαβίας ξεπερνούν το 75% της
εθνολογικής ομογενοποίησης, αποτελώντας μία τραγική γιγαντογραφία της Βοσνίας
εξίσου –αν όχι περισσότερο- εύφλεκτη και ασταθής με το βαλκανικό κρατίδιο. Η
κατάσταση που επικρατεί εδώ και μία 20ετία στο Αφγανιστάν μπορεί κάλλιστα να
περιγράψει το μέλλον της περιοχής. Είναι
δε αξιοσημείωτο το ότι οι Ρώσοι παρα τη σημαντική μετανάστευση της τελευταίας
πενταετίας διατηρούν περί τα 30 εκατομμύρια ρωσοφόνων & κοζάκων που στις
δύο σημαντικότερες χώρες της περιοχής (Καζαχστάν-Ουκρανία) αποτελούν
αντιστοίχως το 36% & 25% του συνολικού πληθυσμού. (32).
ΣΤ) Τη διαιώνιση του ζητήματος του νομικού χαρακτηρισμού της Κασπίας ως
θάλασσας όπως ζητούν όλες οι παρακασπιανές δημοκρατίες πλην της Ρωσίας &
του Ιράν. Αντίθετα αν προχωρήσει το
αίτημα Μόσχας & Τεχεράνης περί αναγνώρισης της Κασπίας ως λίμνης
(εσωτερικής θάλασσας) τότε τα κυριαρχικά δικαιώματα των παράκτιων κρατών θα
εκτείνονται εντός των 12 ν.μ. Κάτι
τέτοιο, όμως, με δεδομένο το γεγονός ότι τα πετρελαϊκά αποθέματα βρίσκονται
πολύ πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη των 12 ν.μ των Αζερ/τζαν & Καζ/ταν, θα
σημαίνει ότι ο πλούτος του πυθμένα θα πρέπει να τεθεί υπό κοινό έλεγχο &
εκμετάλλευση. Το ουσιώδες είναι ότι η
Μόσχα έχει επιβάλει ένα ιδιότυπο νομικό embargo το οποίο απαγορεύει την
διεξαγωγή περαιτέρω ερευνών για την ανακάλυψη πετρελαίου εφόσον τίποτε δεν
εγγυάται τη νομική κυριότητα των όποιων κοιτασμάτων ανακαλυφθούν. (33).
IV) H Γεωστρατηγική Σύγκρουση
Ρωσίας-Τουρκίας στην Υπερκαυκασία και τον Ρωσικό Κάυκασο.
Παρά την εντυπωσιακή κινητοποίηση σε επίπεδο υψηλής στρατηγικής
(πολιτιστικές επαφές, ίδρυση εδρών τουρκικών σπουδών, αναδιοργάνωση
στρατεύματος, χρήση δορυφορικών προγραμμάτων (34) των μέσων που διέθετε η
τουρκική διπλωματία, η πρακτική της αποτελεσματικότητα δε δικαίωσε σε καμία περίπτωση αυτές της αρχικές εντυπώσεις. Η
Τουρκία ως πρότυπο δυτικόστροφης, αντιϊρανικής ανάπτυξης και “πολιτικής
σταθερότητας” θα μπορούσε κατά το αμερικανικό σκεπτικό να αξιοποιήσει το
ομόγλωσσο-ομόθρησκο χαρτί για να καλύψει το “κενό εξουσίας” (Power Vacuum) που
δημιούργησε η σοβιετική κατάρρευση.
Αντιγράφοντας σχεδόν αυτούσιο τον οραματισμό του Γκιοκάλπ μία σημαντική
μερίδα αμερικανών αναλυτών είδε στο πρόσωπο της Τουρκίας τη δύναμη που θα
αποτελούσε την ατμομηχανή της κεντρασιατικής ανεξαρτησίας δημιουργώντας ένα
συνασπισμό αντιρωσικών συμφερόντων (Ούζμπεκιστάν, Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία,
Ουκρανία) ικανό να ‘‘σταθεροποιήσει’’ την ευρύτερη περιοχή από την Αδριατική
θάλασσα στο Σινικό Τείχος. (35).
Η τουρκική διπλωματία των πετρελαίων, που
έχει πολύ μεγάλη εμβέλεια επηρεάζοντας ΑΜΕΣΑ
την ελληνοτουρκική διένεξη, δομήθηκε στις εξής βασικές επιλογές, μια
κριτική αξιολόγηση των οποίων θα επιχειρηθεί ευθύς αμέσως:
Α) Η Αρμενο-αζερική Σύρραξη του
Ορεινού Καραμπάχ.
Οι περισσότεροι των επισκεπτών της έκθεσης
για την αρμενική τέχνη που φιλοξενήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής την άνοιξη του 1998
σίγουρα δεν γνώριζαν ότι έπρεπε να αισθάνονται ευγνώμονες προς το αρμενικό
έθνος και για καθαρά πολιτικούς, πλην των πολιτιστικών, λόγους. Αν δεν υπήρχε η Αρμενία τίποτε δεν θα
μπορούσε να ανακόψει την υλοποίηση των τουρκο-αζερικών πετρελαϊκών σχεδίων. Η ανυπαρξία του Ο.Καραμπάχ θα ισοδυναμούσε με
την ανάδειξη της Τουρκίας σε περιφερειακή υπερδύναμη αφού θα ήταν πλέον αδύνατο
για τη Ρωσία να εμποδίσει την κατασκευή αυτού του αγωγού, με συνέπεια να αυξηθεί κατακόρυφα η τουρκική επιθετικότητα στο Ελληνικό
μέτωπο, δεδομένου ότι η Δύση δεν θα ενδιαφερθεί για την κυριότητα του
Αρχιπελάγους αλλά για το ποιός μπορεί να διασφαλήσει την μεταφορά του κασπιανού
πετρελαίου μέσω αυτού.
Η τουρκική συμπεριφορά δικαιώνει απόλυτα τα παραπάνω, δεδομένου ότι κινούμενη ακόμη και εναντίον
του ίδιου της του συμφέροντος ταυτίστηκε πλήρως με το Αζερμπαϊτζάν με
αποτέλεσμα αφενός να εκμηδενίσει τα διαμεσολαβητικά της περιθώρια δημιουργώντας
αφετέρου αυτόματες αντισυσπειρώσεις (ρωσο-αρμενο-ιρανικός άξονας) που
συνέτριψαν τις μεγαλόπνοες φιλοδοξίες της.
Η επιβολή εμπορικού embargo στην τουρκο-αρμενική μεθόριο, παρά την
απεγνωσμένη προσπάθεια του αρμένιου προέδρου Ter-Petrossian να συναντήσει τον
Οζάλ στο Davos, (2/92) απ’το Φεβρουάριο του 1992 ως και σήμερα (σσ.7/99) &
η συμμετοχή της στην ανατροπή του αζέρου προέδρου Mutalibov τον επόμενο μήνα
αξιοποιώντας την αρμενική επέλαση στο Β.Καραμπάχ είναι άκρως ενδεικτικές των
τουρκικών προθέσεων που πλέον κινήθηκαν προς την κατεύθυνση του πλήρους
πολιτικού ελέγχου της νεοπαγούς δημοκρατίας χωρίς να υποβαθμίζεται η σημασία
των δηλώσεων του Οζάλ περί ενδεχόμενης επέμβασης του τουρκικού στρατού “κατά τα
πρότυπα του κυπριακού προηγουμένου” στο Ναχιτζεβάν (36). Πέραν της όποιας
φυλετικής & γλωσσικής συγγένειας αυτό που ουσιαστικά ένωσε τα στρατηγικά
συμφέροντα Τουρκίας-Αζερ/τζάν υπήρξε η κοινή τους επιθυμία ν’αποκτήσουν τον
έλεγχο ζωτικών για την ασφάλεια τους περιοχών προκειμένου αφενός το Μπακού
ν’ανακτήσει τον έλεγχο του Β.Καραμπάχ και αφετέρου η Αγκυρα να εξαλήψει το
κουρδικό πρόβλημα. Η διασφάλιση αυτού του ελέγχου αποτελεί άλλωστε και την
προϋπόθεση sine qua non για την πλήρη απεξάρτιση του Αζερμπαϊτζάν απο τη ρωσική
επιρροή και την ταυτόχρονη ανάδειξη της Τουρκίας στην κυρίαρχη περιφερειακή
υπερδύναμη της ΜΜΑ.
Το Μάϊο του 1993 έτους η επίσκεψη Οζάλ-Τουρκές στο Μπακού μερικές μόλις
εβδομάδες πριν τις πρώτες προεδρικές εκλογές του Ιουνίου έριξε αποφασιστικά τη
ζυγαριά υπέρ του παντουρκιστή υποψηφίου E.Elcimbey.
Το τουρκο-αζερικό πετρελαϊκό πρωτόκολλο Elcimbey-Demirel (9/3/1993) εξαργύρωσε
την τουρκική επένδυση που προς στιγμή φάνηκε να αποδεικνύεται κερδοφόρα.
Γρήγορα ,όμως, τα τουρκικά κέρδη απεδείχθησαν ότι ήταν χωρίς αντίκρισμα. Η μεγάλη αρμενική επίθεση του Kelbadzhar
(4/93) πέτυχε να διευρύνει το διάδρομο (Lachin Corridor) που ενώνει τις δύο
Αρμενίες (Καραμπάχ & Μητρόπολη) γεγονός που σε συνδυασμό με την
πραξικοπηματική (υπο τον S,Husseinov) ανατροπή Elcimbey από τον αρχικά φιλορώσο
Aliyiev εξουδετέρωσε την τουρκική διείσδυση.
Μια εξουδετέρωση για την οποία το Ιράν, παρα την φαινομενική συνεργασία
του με την Τουρκία στον τομέα του Φυσικού Αερίου-ΦΑ, έχει μεγάλο μερίδιο
ευθύνης, δεδομένου ότι η Άγκυρα στα πλαίσια μιας μακροχρόνιας πολιτικής που
εφαρμόζει εδώ και δεκαετίες στην Δυτ.Θράκη ενίσχυσε τον αζερικό αλυτρωτισμό επί
της ιρανικής επαρχίας του Αν.Αζερμπαϊτζάν, όπου κατοικούν περίπου 13
εκατομμύρια συνειδησιακά αμφιλεγόμενων “ομοεθνών” τους. (37).
Η περαιτέρω αρμενική επέκταση που έφτασε τα σύνορα του Καραμπάχ στην
ιρανική μεθόριο (10/93) διευκόλυνε τη ρωσική “διαμεσολάβηση” με αποτέλεσμα να
επιβληθεί η εκεχειρία του Μαϊου 1994, που άφηνε υπό αρμενική κατοχή το 20-25%
της αζερικής επικράτειας και έτσι καμία ουσιώδη εδαφική (πετρελαιαγωγική)
επικοινωνία μεταξύ Μπακού-Τσεϋχάν. Παρά
την μετέπειτα μεταστροφή του Αliyiev (διακήρυξη τουρκο-αζερικής “στρατηγικής
συνεργασίας” 5/5/97) υπερ των τουρκικών θέσεων και τη συμμετοχή της ΤΡΑΟ στο
πρώτο αζερικό consortium (ΑΙΟC) με 6,75% τον Σεπτέμβριο 1994 τα γεωγραφικά
δεδομένα δεν μετεβλήθησαν. Οι
διπλωματικές διεργασίες της ειρηνευτικής ομάδας Μίνσκ (Γαλλία, Ρωσία, ΗΠΑ)
παγίωσαν τα αρμενικά κέρδη εφόσον αποτελμάτωσαν την όποια διαδικασία θέτοντας
ως θεμελιώδη ειρηνευτική προϋπόθεση τη μη ένωση Αρμενίας-Καραμπάχ, κάτι που
παραμένει αδιανόητο για τους εθνικιστές του Ερεβάν.
Η ρωσο-αρμενική αμυντική συμφωνία του Σεπτεμβρίου 1997 με την οποία
Μόσχα-Ερεβάν δεσμεύθηκαν με παροχή στρατιωτικής βοήθειας σε περίπτωση που
δεχθούν επίθεση από χώρα μη-μέλος της ΚΑΚ, σε συνδυασμό με τον εξοπλισμό του
Ερεβάν με S-300 & T-80 και τα διαδοχικά πραξικοπήματα (10/94,1/97) κατά του
Aliyiev απεκάλυψαν τα περιορισμένα περιθώρια των τουρκικών δυνατοτήτων.
Δυνατοτήτων που περιορίσθηκαν ακόμη περισσότερο μετά την αποδεδειγμένη-ύστερα
από το σκάνδαλο Σουσουρλούκ και την καταγγελία του Εργατικού Κόμματος (38)-εμπλοκή
της Άγκυρας στο πραξικόπημα (17/3/95) κατά του Aliyiev επί πρωθυπουργίας
Τσιλέρ.
O πρόσφατος εξαναγκασμός σε παραίτηση του προέδρου Ter-Petrosian
(3/2/98) από το κόμμα των “ενωτικών”-εθνικιστών του Ο.Καραμπάχ, λόγω της
διαφαινόμενης προδιάθεσης του να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις της ομάδας
Μίνσκ (39), ουσιαστικά αποτελμάτωσε τις ειρηνευτικές διαδικασίες και μαζί τους
τα τουρκο-αζερικά σχέδια του αγωγού Μπακού-Σεϋχάν η μή υλοποίηση του οποίου
είναι συνώνυμη της σταθερότητας για όλη την Αν.Μεσογείο & διαμετρικά
αντίθετη με το συμφέρον Συρίας, Ιράκ, Περσίας και Ελλάδος. Η πρόσφατη απόρριψη εκ μέρους της Αρμενίας
των τελευταίων προτάσεων της ομάδας Minsk (διάσκεψη ‘Οσλου,Νοεμ.1998) που θα
διατηρούσαν την εδαφική ακεραιότητα του Αζερ/τζάν, επιβεβαιώνουν το υπάρχον
αδιέξοδο. Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε ότι η αζερική θέση παραμένει εξίσου
μαξιμαλιστική δεδομένου ότι το Μπακού επιθυμεί μέσω της κατασκευής του
τουρκο-αζερικού αγωγού να ανακτήσει από την Αρμενία ό,τι έχασε κατά τον εξαετή
(1988-1994) πόλεμο τους για το Β.Καραμπάχ. Αυτή τη στιγμή και για το προβλεπτό
μέλλον το ενδεχόμενο κατασκευής του αγωγού Μπακού-Τζεϋχαν αποτελεί και το
ισχυρότερο πολιτικό όπλο που διαθέτει η αζερική ηγεσία εναντί του Ερεβάν.
Β) To Τσετσενικό Ζήτημα.
Παρά τη συμμετοχή της Lukoil με 10% στην αζερική κοινοπραξία ΑIOC ηδή
από τον Ιούνιο του 1994, η συμμετοχή και της Τουρκικής Εταιρίας Πετρελαίων
-ΤΡΑΟ και κυρίως η προοπτική κατασκευής του τεράστιου μήκους (1992-Κm) &
κόστους (3,8Δις.$) τουρκο-αζερικού αγωγού, έκανε τον τότε αρχηγό της ρωσικής
αντικατασκοπίας και πιθανότατο προεδρικό υποψήφιο για τις εκλογές του 2000,
Ε.Πριμακόφ να χαρακτηρίσει την προκείμενη πτυχή των συμφωνιών ως “απειλή για
την εθνική ασφάλεια της Ρωσίας”(40). Τέσσερις
μήνες μετά τις συμφωνίες του Σεπτεμβρίου και ενώ άρχιζε ο μακρύς &
αιματηρός δρόμος για την επιλογή των αγωγών που θα μεταφέρουν την αρχική
παραγωγή πετρελαίου (early oil) ξέσπασε ο τσετσενικός πόλεμος.
Το Γκρόζνυ, πρωτεύουσα της ιστορικής δημοκρατίας του Βορείου Καυκάσου, και επίκεντρο των μαχών αποτελεί
κομβικό σημείο του βόρειου αγωγού που από την αζερική πρωτεύουσα καταλήγει στο
λιμάνι του Νοβοροσίσκ. Συνεπώς για την
Τουρκία η αποσταθεροποίηση της περιοχής όχι μόνο θα αντιστάθμιζε το δικό της
“κουρδικό μειονέκτημα” αλλά επιδιώκοντας τη γενίκευση της σύρραξης, που τελικά
απεφεύχθη, αφενός θα ζημίωνε σοβαρά τη ρωσική επιρροή σε Αρμενία & Γεωργία
& αφετέρου θα καθιστούσε πιο αξιόπιστη την τουρκική εναλλακτική Μπακού-
Κουρδιστάν- Τζεϋχάν. Το είδος της
τουρκικής βοήθειας που απεστάλη στην Τσετσενία επιμεριζόταν στους τομείς της
αγοράς & αποστολής όπλων & πολεμοφοδίων όπως και στην οργάνωση ενός
δικτύου εκπαίδευσης & μετακίνησης παντουρκιστών μισθοφόρων (Γκρίζοι Λύκοι)
& παραστρατιωτικών με επιδιώξεις εφάμιλλες με τους ανάλογους μηχανισμούς
που χρηματοδοτήθηκαν από τα ειδικά πρωτόκολλά του ΥΠΕΞ επι πρωθυπουργίας
Τ.Τσιλέρ & ενεργοποιήθηκαν και στην περίπτωση της Βοσνίας.
Ενδεικτικά σημειώνουμε την περίπτωση της συνέντευξης στο περιοδικό ΝΟΚΤΑ
του Ε. Κουντεμίρ (2/96) διευθυντή του δημοσιογραφικού οργάνου (Αγωνιστές της
Παγκόσμιας Τάξης, Nizam-I Ocaklari) του αποσχισθέντος από τον Τουρκές κόμματος
της “Μεγάλης Ενότητας”-Buyuk Birlik Partisi-BBP). Ο Κουντεμίρ απεδείχθη ότι τελικά ήταν ο βασικός
οργανωτής μιας κεκαλυμμένης επιχείρησης που χρησιμοποίησε τις αγγελίες του
ανωτέρω περιοδικού ως “βιτρίνα” για τη στρατολόγηση & αποστολή στην
Τσετσενία τούρκων εθελοντών, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων προερχόταν από
αποστράτους των ειδικών δυνάμεων & της χωροφυλακής. Ήδη την δεύτερη ημέρα της δημοσίευσης είχαν
“ενδιαφερθεί” περί τα 5.000 άτομα, αριθμός που πολλαπλασιάστηκε ιδίως κατά το
κρίσιμο χειμώνα του 1995-6, προκειμένου να επηρεάσει την απόφαση του AIOC για
την επιλογή των αγωγών μεταφοράς του early oil.
Ένα σημαντικό μέρος των χρηματοδοτήσεων προήλθε όχι μόνο από την
Τ.Τσιλέρ αλλά και από τις οργανώσεις του ισλαμιστικού κόμματος της “Ευημερίας”
στη Γερμανία, όπως αναφέρει σχετική έκθεση (1996/σσ.212-213) της Γερμανικής
Μυστικής Υπηρεσίας για την Προστασία του Συντάγματος. (41).
Παρά την αποτελμάτωση των ρωσικών προσπαθειών καταστολής, το κρίσιμο
ζητούμενο εντοπίζεται στο γεγονός ότι η Τσετσενία αποτελεί σε γεωοικονομικό
επίπεδο μικρογραφία του ουκρανικού προβλήματος ενεργειακής απεξάρτησης. Όπως και στην περίπτωση του Κιέβου οι
τσετσένοι αυτονομιστές γνωρίζουν πολύ καλά ότι η μοναδική αξιόπιστη πρόσοδος
που διαθέτουν εντοπίζεται αποκλειστικά στα τέλη μεταφοράς του πετρελαίου. Αν οι ίδιοι σε μια προσπάθεια εκβιασμού
επιχειρήσουν να ανατινάξουν τον βόρειο αγωγό ή έστω απειλήσουν με κάτι τέτοιο,
ιδίως μετά την απόρριψη της τουρκικής εναλλακτικής τον περασμένο Νοέμβριο, όχι
μόνο θα δεχθούν τη σύσσωμη αντίδραση Μόσχας και των διεθνών κοινοπραξιών αλλά
ουσιαστικά θα διαπράττουν πράξη πολιτικής & οικονομικής αυτοκτονίας. Μετά την εκεχειρία Λέμπεντ (8/96) ο δρόμος
προς μια γενική εξομάλυνση είχε ανοίξει.
Στις 9 Οκτωβρίου 1995 (42) με την απόφαση του AIOC να προκρίνει τους
ρωσικά ελεγχόμενους αγωγούς (Βόρειος & γεωργιανός) που τελικά θα
επισφραγιστεί με το ρωσο-καζακικό πετρελαϊκό πρωτόκολλο της 27ης Απριλίου 1996
που πρόκρινε την κατασκευή του πετρελαιαγωγού Tenguiz-Astrakhan-Novorossiisk
(1500 χλμ.) (43) εξουδετέρωθηκε η στρατιωτική ήττα της Ρωσίας. Όπως ακριβώς σημειώνει και ο συντάκτης της
κορυφαίας γεωπολιτικής επιθεώρησης Herodote Σ.Γεράσιμος, η ήττα της Μόσχας δεν
μπόρεσε να εμποδίσει την επέκταση της πολιτικής της επιρροής στην Υπερκαυκασία
δεδομένου ότι όχι μόνο δεν επετράπη η μετάδοση της εξέγερσης στο διχασμένο
φυλετικά (βλ.Τσετσενο-ινγκουσετιανές τριβές γύρω από τη διεκδικούμενη περιοχή
του Sounjenski) μουσουλμανικό Καύκασο αλλά η Ρωσία και κατ’επέκταση η Ελλάδα
κέρδισαν ένα σημαντικό προβάδισμα με την επιλογή των ρωσικά ελεγχόμενων
πετρελαιαγωγών.(44).
Η εκλογή του μετριοπαθούς Α.Μασκάντωφ στον προεδρικό θώκο της Τσετσενίας
(2/97) προλείανε το έδαφος για την επίσημη υπογραφή της συνθήκης ειρήνης
(12/5/97) που έστελνε στις καλένδες το ζήτημα της ανεξαρτησίας εγκαινιάζοντας
μια μακρά σειρά διαπραγματεύσεων γύρω από τον καθορισμό του φόρου διέλευσης που
θα δινόταν στην τσετσενική κυβέρνηση. Η
αρχική συμφωνία της 12/7/97 μεταξύ της AIOC της Ρωσίας & Τσετσενίας
οδήγησαν στην επισφράγιση της ρωσο-τσετσενικής συμφωνίας (9/9/97) ανάμεσα στον
αντιπρόεδρο Νεμτσόφ & τον τσετσένο υπουργό πετρελαίου Γιαριχάνοφ, που όριζε
το ποσό στα 0,43 $ ανά τόνο δηλαδή την τιμή που ισχύει για όλη την ρωσική
Ομοσπονδία (οι τσετσένοι ζητούσαν 4,5$).
Μια ακόμη απόδειξη του πνεύματος πολιτικού ρεαλισμού & σύνεσης που
διακρίνει την παρούσα τσετσενική ηγεσία.(45).
Η παραπάνω συμφωνία κατέστησε δυνατή μαζί με την ολοκλήρωση της
επιδιόρθωσης των ζημιών του πετρελαιαγωγού εξαιτίας του πολέμου, την έναρξη
(12/11/97) της λειτουργίας του αγωγού Μπακού-Νοβοροσίσκ. Το γεγονός αυτό παρά την ελάχιστη ποσότητα
του διοχετευόμενου πετρελαίου (early oil) προσδίδει στην ελληνο-βουλγαρική
προοπτική ένα αξιοσημείωτο προβάδισμα. (46). Παρόλα αυτά η λειτουργία του
αγωγού δεν συντελέστηκε χωρίς δυσκολίες καθιστώντας επιτακτική την παράκαμψη
του Γκρόζνυ ως ενδιάμεσου σταθμού δεδομένου ότι εξαιτίας των συμμοριών που συνεχίζουν
να λυμαίνονται τον αγωγό το αζερικό πετρέλαιο που τελικά έφτασε στο Νοβοροσίσκ
ήταν κατά 15-18% λιγότερο από την αρχικά συμφωνηθείσα ποσότητα. Ήδη ως συμπληρωματική λύση έχει προτιμηθεί η
μεταφορά σημαντικών ποσοτήτων πετρελαίου μέσω του σιδηροδρομικού δικτύου της
γειτονικής και ανταγωνιστικής προς την Τσετσενία ομόσπονδης δημοκρατίας του
Νταγκεστάν. Μέσα από τα εδάφη αυτής της
ρωσικής δημοκρατίας θα διέρχεται ο αγωγός Μπακού-Νοβοροσίσκ με τον οποίο θα
παρακάμπτεται το τσετσενικό πρόβλημα. Το
γεγονός μάλιστα ότι αυτή η ρωσική κίνηση διασπά τις μουσουλμανικές φυλές του
Καυκάσου καθιστά την προκείμενη επιλογή ακόμη πιο αξιόπιστη.
Γ) Ο Ουκρανό-γεωργιανός Άξονας.
Τόσο η Γεωργία όσο & η Ουκρανία μολονότι κατέχουν μικρό μερίδιο της
πρώην σοβιετικής αγοράς πετρελαίου, αποκτούν πολύ μεγάλη γεωπολιτική αξία
-πρωτοστατούσης της Γεωργίας- ως διαμετακομιστικές χώρες. Συνεπώς η ρωσική
πολιτική του Εγγύς Εξωτερικού δεν μπορούσε παρά να εφαρμοσθεί με τον πλέον σαφή
τρόπο προκείμενου να εξουδετερωθεί το πολιτικό άθροισμα ισχύος που δημιουργούσε
η σύσταση κατά τη λογική Μπρζεζίνσκι των αντιρωσικών συσπειρώσεων Τουρκίας
-Γεωργίας- Ουκρανίας- Αζερμπαϊτζάν και Μολδαβίας και Ουζμπεκιστάν, γνωστότερου
ως συνασπισμού GUUAM από τα αρχικά των χωρών (Γεωργία, Ουκρανία, Ουζμπεκιστάν,
Αζερμπαϊτζάν, Μολδαβία) που συμμετέχουν σε αυτήν.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι το Ουζμπεκιστάν συνέπραξε σε αυτόν τον
άτυπο συνασπισμό κατά τον “χολυγουντιανό”
εορτασμό για τα πενήντα χρόνια του ΝΑΤΟ τον περασμένο Απρίλιο. Αυτός ο
συνασπισμός δομείται αφενός στην ενεργειακή=πολιτική απεξάρτηση των πρώην
σοβιετικών δημοκρατιών από τη Μόσχα & αφετέρου στην υλοποίηση των τουρκικών
πετρελαϊκών φιλοδοξιών. Ωστόσο, παρα την μεταξύ τους αγαστή συνεννόηση
(Αζερο-γεωργιανό Σύμφωνο Συνεργασίας 2/97) που έφτασε ως το σημείο να
προετοιμάσει τη συγκρότηση ουρκανογεωργιανού τάγματος που θα φρουρεί τον
γεωργιανό αγωγό Μπακού-Πότι-Μπατούμι
(TRACECA-Transport Corridor Europe-Caucusus-Asia) (47), η συναθροιζόμενη ισχύς των ανωτέρω δεν αντισταθμίζει μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον τη ρωσική γεωπολιτική επικυριαρχία, έστω και αν μεγάλη μερίδα των ρωσικών βάσεων έχει αποσυρθεί ιδίως από το δυτικό κομμάτι της χώρας αλλά όχι και από την Μινγκρελία.
(TRACECA-Transport Corridor Europe-Caucusus-Asia) (47), η συναθροιζόμενη ισχύς των ανωτέρω δεν αντισταθμίζει μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον τη ρωσική γεωπολιτική επικυριαρχία, έστω και αν μεγάλη μερίδα των ρωσικών βάσεων έχει αποσυρθεί ιδίως από το δυτικό κομμάτι της χώρας αλλά όχι και από την Μινγκρελία.
Μετά την αποτυχία της ουκρανικής διπλωματίας να αποσπάσει από τη Δύση
ένα πιο αξιόπιστο εχέγγυο πολιτικής ανεξαρτησίας από τη διακήρυξη της
Βουδαπέστης (12/94), το Κίεβο πρόκρινε την τουρκική επιλογή που άλλωστε δρά
συμπληρωματικά του παραπάνω του στόχου.
Στις 23/2/95 το “Courier International” σε δημοσίευμα του με τίτλο “Το
Κίεβο υπό το φώς της ημισελίνου” φιλοξενούσε αποσπάσματα από το ημιεπίσημο
ουκρανικό περιοδικό Post Postum το οποίο δικαιολογούσε τη διαφαινόμενη στροφή
της ουκρανικής διπλωματίας: “οι τουρκό-ουκρανικοί δεσμοί στη Μαύρη Θάλασσα
είναι ικανοί να αντιταχθούν στη ρωσική ηγεμονία στην περιοχή…το Κίεβο προωθεί
την ιδέα της κατασκευής αγωγού στο τουρκικό έδαφος που θα συνδέει τις ακτές
της Μαύρης θάλασσας με τον Περσικό Κόλπο
(Κιρκούκ-Γιουμουρταλίκ-Σαμσούντα - Οδησσός)…Ένα κομβικό σημείο αυτής της
γιγαντιαίας αλυσίδας δεν είναι άλλο από την Οδησσό”.
Το Δεκέμβριο του 1996 η παραπάνω ιδέα συγκεκριμενοποιήθηκε. Η τουρκική
εταιρία αγωγών (BOTAS) & η ουκρανική επιτροπή ενεργείας (Ukrzakordonnaftogazbud)
υπέγραψαν με μέρισμα 50% έκαστη συμφωνητικό για την κατασκευή υποθαλάσσιου
πατρελαιαγωγού, μήκους 600 χλμ. & κόστους 2,7 δις.$, που θα ενώνει την
Οδησσό με το Γιουμουρταλίκ μέσω της Σαμσούντας ενώ στις 16 του ιδίου μηνός
εγκαινιάστηκε (στα πλαίσια του TRACECA) από τους υπουργούς μεταφορών
Γεωργίας-Ουκρανίας (παρουσία του αζέρου πρωθυπουργού Ι.Rustamov) η ακτοπλοϊκή
γραμμή Poti-Illichyovsk (κοντά στην Οδησσό) που υποτίθεται ότι θα εξάγει ως το
2010-15 περι τους 30 τόνους αργού πετρελαίου, ποσό ικανό για να καλύψει τις
τρέχουσες ανάγκες της Ουκρανίας.
Παρόλα αυτά η ρωσική κηδεμονία παραμένει μια απτή & άμεση
πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που
αναλύεται από την κριτική αξιολόγηση της ρωσικής πολιτικής έναντι των δύο
χωρών:
Ουκρανία: Η γεωγραφική
θέση της χώρας στα βόρεια του Ευξείνου & νότια της ρωσικής πεδιάδας σε
συνδυασμό με τον πληθυσμό της που ανέρχεται τα 52 εκατομμύρια & το γεγονός
ότι πριν τη συμφωνία START II το Κίεβο ήταν η τρίτη πυρηνική δύναμη παγκοσμίως
καθιστούσαν την ουκρανική υποψηφιότητα χειραφέτησης ως την πλέον αξιόπιστη μαζί
με αυτή του Αζερ/τζάν. Σε τέσσερις μπορούν να συνοψισθούν οι λόγοι για την
εγγενή αδυναμία της σημερινής φιλοδυτικής ηγεσίας του Κιέβου να υλοποιήσει τα
όσα διακηρύσσει & διακαώς επιθυμεί:
α) Την σχεδόν απόλυτη ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία καθώς εισάγει
30 από τους 35 εκατομμύρια τόνους πετρελαίου που έχει ανάγκη ετησίως από τη
Μόσχα, ενώ από την ουκρανική επικράτεια διέρχονται δύο στρατηγικής σημασίας για
τη Ρωσία & την ίδια την Ουκρανία αγωγοί μέσω των οποίων η Gazprom εξάγει
προς την Κεντρική Ευρώπη και τη Βαλκανική το 93% των αποθεμάτων του Φυσικού της
Αερίου, χωρίς να λάβουμε υπόψιν μας και τον πετρελαιαγωγό Σαμάρας-Χερσώνας.
β) Την σχεδόν απόλυτη αποπυρηνικοποίηση της χώρας αφού κατά τη συμφωνία
START II (1994) έχουν επιστραφεί στη Ρωσία για καταστροφή 1800 από τις 1915
πυρηνικές κεφαλές που διέθετε η Ουκρανία ψυχροπολεμικά, κάτι που μολονότι
παρουσιάστηκε ως αντάλλαγμα για τη στενότερη συνεργασία της με την
ευρωατλαντική δυναμική (48), ουσιαστικά στέρησε από το Κίεβο ένα σημαντικό
διαπραγματευτικό χαρτί.
γ) Την παρουσία συμπαγών ρωσικών πληθυσμών στην Κριμαϊκή &
Αν.Ουκρανία που ανέρχονται στο 22-25% στο σύνολο της χώρας ενώ στην στρατηγικής
σημασίας ,λόγω του πρώην σοβιετικού στόλου, Κριμαίας αποτελούν ως και το 90%
του πληθυσμού.
δ) Τη στρατηγική τοποθέτηση -εν είδη γεωπολιτικής καραντίνας-ρωσικών
δυνάμεων εντός (ως φρουρές του στόλου της Σεβαστούπολης) εκτός (κοινή
ρωσο-ουκρανική μεθόριος όπου επικεντρώνονται οι ρωσο- ορθόδοξοι πληθυσμοί) και
επί της ουκρανικής περιμέτρου (Γεωργία-Αρμενία στα νοτιοανατολικά, Λευκορωσία
στα βορειοδυτικά, και τη Μολδαβία στα νοτιοανατολικά, όπου εδρεύει η τεράστια
στρατιωτική βάση του Τιρασπόλ, 6,400 άνδρες, ως προστατευτική ομπρέλα της
ρωσόφωνης Υπερδνειστερίας που επιθυμεί να ενωθεί με τη Ρωσία). Αλλωστε ένας βασικός λόγος για την
αποδυνάμωση του GUUAM εντοπίζεται στην τοποθέτηση σφήνα των ρωσικών
στρατευμάτων μεταξύ Ουκρανίας-Μολδαβίας αλλά και των μεταξύ τους τριβών για την
οροθέτηση του δέλτα του Δούναβη, όπως και στο ναυτικό έλεγχο του Ευξείνου από
το ρωσικό στόλο της Κριμαίας.
Εξάλλου η τελική υπογραφή της ρωσο-ουκρανικής συνθήκης Φιλίας &
Συνεργασίας (30-31/5/97) ενισχύει ακόμη περισσότερο τη ρωσική παρουσία,
δεδομένου ότι εκτός του ότι της δίνει το 82% του στόλου αλλά και το δικαίωμα να
διατηρήσει -με καθεστώς ενοικίασης που ουσιαστικά θα καλυφθεί από τα ουκρανικά
χρέη πετρελαίου & ΦΑ- τους βασικούς κριμαϊκούς ναυστάθμους (Sebastopol,
Streletskajia, Ioynatia & Karantina), διασφαλίζει για τη Μόσχα τουλάχιστον
τη μεσοπρόθεσμη εξουδετέρωση των τουρκο-ουκρανικών σχεδίων (Σαμψούντα-Οδησσός)
αλλά και τη δυνατότητα παρεμπόδιση του TRACECA οι βασικές διαμετακομιστικοί
οδοί του οποίου θα ελέγχονται από το ρωσικό ναυτικό. Ναυτικό που διατηρεί μερικούς ναυστάθμους στα
βασικά γεωργιανά λιμάνια βάσει της συμφωνίας του 1994,όπως και στην Απχαζία.
Γεωργία:Αν και η
επικράτηση του Γ.Σεβαρτνάντζε έναντι του Γκαμσαχουρντία κατά τον γεωργιανό
εμφύλιο πόλεμο (1991-2) ακολούθησε το μοντέλο (ρωσική βοήθεια) της ανόδου του
Αλίγιεφ στο γειτονικό Αζερ/τζάν σε καμία των περιπτώσεων ο τελευταίος ΥΠΕΞ της
ΕΣΣΔ δεν απολαμβάνει το ίδιο επίπεδο πολιτικής χειραφέτησης με αυτήν του αζέρου
ομολόγου του. Το αντίτιμο της ρωσικής
υποστήριξης δεν περιορίστηκε απλώς στην άρον-άρον ένταξη της Γεωργίας στην
Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών - ΚΑΚ το 1992 αλλά στον βάσει ελέγχου των
πετρελαϊκών δρομολογίων πολιτικό τετρατεμαχισμό της χώρας μέσω της ενίσχυσης
των αυτονομιστικών κινημάτων στην Απχαζία (γεωργιανο-απχαζικός πόλεμος 1992-1994),
Ν.Οσσετία (που κήρυξε την ένωση της με τη Ρωσία στις 29/5/92) & Ατζαρία
όπου καταλήγει μέρος του γεωργιανού αγωγού Baku-Supsa.
Και οι 3 αυτόνομες δημοκρατίες ως παραμεθόριες περιοχές φυλάσσονται από
ρωσικά στρατεύματα ενώ άλλοι περίπου 20.000 άνδρες βρίσκονται σε διάσπαρτες
εγκαταστάσεις εντός της υπόλοιπης επικράτειας.
Εφαρμόζοντας σε μικρογραφία το μοντέλο της ψευδεπίγραφης “ έντιμης
διαμεσολάβησης” της αρμενο-αζερικής διένεξης, οι Ρώσοι επιτυγχάνουν να
ναρκοθετούν τις γεωργιανές προσπάθειες εφόσον η μεν Απχαζία & Ατζαρία εκτός
του ότι περικυκλώνουν την ενδιάμεση περιοχή του Πότι διέθεταν τις πλέον
αξιόπιστες λιμενικές εγκαταστάσεις της σοβιετικής Γεωργίας & φυλάσσονται
από ρωσικά στρατεύματα. Η δε ορθόδοξη
Ν.Οσσετία βρίσκεται στο “μαλακό υπογάστριο” της Τσετσενίας ενώ απέχει μόλις
μερικά χιλιόμετρα από την Τυφλίδα σε κομβικό σημείο του βασικού στρατιωτικού
δρόμου του Καυκάσου. Οι δύο αποτυχημένες
δολοφονικές απόπειρες κατά του Ε.Σεβαρτνάντζε (8/95 & 2/98) έρχονται ως
επιβεβαίωση όχι μόνο της άμεσης διασύνδεσης τους με τις πετρελαϊκές εξελίξεις
καθώς συνέβησαν δύο μήνες πριν την απόφαση για πρόκριση της ρωσικής οδού από το
AIOC 9/10/95 & έξι πριν την απόφαση για την κατασκευή του βασικού αγωγού
(Main Export Pipeline-MEP) για το early oil αλλά και των περιορισμένων πλαισίων
εντός των οποίων μπορεί να κινηθεί ο γεωργιανός πρόεδρος. (49).
Αποδεικτικό της εμβέλειας αυτών των ορίων είναι το γεγονός ότι δέκα
μόλις μέρες πριν την απόφαση του AIOC να απορρίψει την τουρκο-αζερική
εναλλάκτικη Baku-Ceyhan, μονάδες του γεωργιανού στρατού στασίασαν στην επαρχία
της Μινγκρελίας απαιτώντας την παραίτηση Σεβαρτνάντζε διακόπτοντας για 48 ώρες
τις εργασίες που γίνονταν επί του γεωργιανού αγωγού. Άλλωστε το τελεσίγραφο της
2άς Νοεμβρίου με το οποίο ο
αρχηγός της εξόριστής αντιπολίτευσης Eliava, ζητούσε την απομάκρυνση του
Σεβαρτνάντζε προοιωνίζει την περαιτέρω πολιτική αποσταθεροποίηση της χώρας με
ότι αυτό συνεπάγεται για την αξιοπιστία του γεωργιανού αγωγού (830 χιλιομέτρων)
που τελικά εν μέσω πομποδών πανηγυρισμών και δηλώσεων εγκαινιάστηκε στις 17
Απριλίου 1999.
Ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του αζέρου προέδρου Z.Baran, υπήρξε κάτι
περισσότερο από σαφής “Τώρα για πρώτη φορά έχουμε άμεση πρόσβαση στη Δύση,
απελευθερώνοντας τους εαυτούς μας από τη Ρωσία μετά από 200 χρόνια”. (50).
Ο γεωργιανός πρόεδρος ήταν ακόμη λαλίστερος όταν κατέθεσε επισήμως την
υποψηφιότητα της χώρας του για ένταξή της στο ΝΑΤΟ δίνοντας, από τη συνάντηση
της Ουάσινγκτον, μια εξαιρετικά ριψοκίνδυνη ερμηνεία του νέου Δόγματος της
Συμμαχίας “Στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν μπορούμε να επιτρέψουμε την
εκτέλεση γενοκτονιών και εθνικών εκκαθαρίσεων στο Κόσοβο, την Αλβανία ή την
Απχαζία. Η διπλωματία που δεν
υποστηρίζεται από πραγματική δύναμη μπορεί να υπάρχει μόνο στο επίπεδο φράσεων
και δηλώσεων”. Όπως άλλωστε σημειώνει ο
διευθυντής του γεωργιανού κέντρου Γεωπολιτικών μελετών,G.Mouravi, “για τον
Σεβαρτνάντζε είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη
Ρωσία. Ελπίζει ότι μετά την λήξη των
συγκρούσεων στη Βαλκανική το ΝΑΤΟ θα ρίξει το κέντρο βάρος του στο Καύκασο
προσδοκώντας την αντικατάσταση της ρωσικής εμπλοκής στην Απχαζία με αυτή την
Δύσης. Δεν έχει τίποτε να χάσει”.(51).
Η αναβάθμιση του ουκρανό-γεωργιανού σώματος ασφαλείας του αγωγού
αποτελεί ωστόσο ένα περιορισμένο παράγοντα για την ασφάλεια της κολοσσιαίας από
γεωπολιτική άποψη επένδυσης. Παρά τις φαντασιώσεις του γεωργιανού προέδρου για
ταχεία είσοδο της χώρας του στο ΝΑΤΟ, η γεωπολιτική και η γεωγραφία δεν
μεταβάλλονται με την ταχύτητα που ο ίδιος θα επιθυμούσε. Τίποτε δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός
ότι ο ρωσο-ιρανικός άξονας σε συνδυασμό με την ειρήνευση του Καυκάσου, την
δορυφοριοποίηση της Αρμενίας και τον τετρατεμαχισμό της Γεωργίας, δίνουν προβάδισμα στη Ρωσία κατά τον αδυσώπητο ‘‘πόλεμο’’
που κλιμακώνεται επικίνδυνα γύρω από τον έλεγχο της Τυφλίδας. Τίποτε επίσης δεν μπορεί να παραγνωρίσει το
γεγονός ότι η Αρμενία -όπως και το Αζερμπαϊτζάν- έχει παραβιάσει κάθε όριο της
συνθήκης CFE, με αποτέλεσμα το αζερικό τμήμα του πετρελαιαγωγού να απέχει μόλις
30 χιλιόμετρα από την γραμμή αντιπαράθεσης του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Το νέο ρωσο-ιρανικό πρωτόκολλο ενεργειακής
συνεργασίας (14/4) δεν στάθηκε τυχαίο και πολύ περισσότερο τυχαία δεν ήταν η
επίσκεψη (21/4) του ρώσου πτεράρχου A.Komukov στο Ερεβάν προκειμένου να
“επιθεωρήσει” τα Ming-29 και τα S-300της αρμενικής αεροπορίας.
Δ) Το Ζήτημα των Στενών & Η Ελληνοτουρκική Διάσταση.
Λαμβάνοντας υπόψιν μας τη διαμορφούμενη εικόνα της ρωσικής γεωπολιτικής
επιστροφής αλλά & της μεσοπρόθεσμης βαρύτητας των κασπιανών αποθεμάτων,
πρωτίστως για την ευρωπαϊκή οικονομία
και την περαιτέρω προοπτική ενοποίησης της μετα την εγκαινίαση του Euro,καθίσταται
πλέον πραγματικότητα η διαπίστωση ότι η το γεωπολιτικό βαρόμετρο των εξελίξεων
μετατοπίζεται ραγδαία προς την Βαλκανική & το ελληνικό αρχιπέλαγος που θα
μετατραπεί de facto σε μια από τις βασικές διαμετακομιστικές εξαγωγικές οδούς,
που όπως έχει σημειώσει και ο πρωθυπουργός “μπορεί με κέντρο τα πετρέλαια της
Κασπίας να δημιουργήσει νέες εντάσεις”. (52).
Η παραπάνω δήλωση σαφώς και κινείται προς την σωστή κατεύθυνση, μολονότι
η πολιτική της πρακτική φαίνεται να αγνοεί τη βαθύτερη ουσία του θεματός
αντιμετωπίζοντας την ως ενδεχόμενo κίνδυνο και όχι ως μια μοναδική ευκαιρία
για την ανατροπή των ελληνοτουρκικών συσχετισμών υπερ της Ελλάδος. Αντιθέτως από τουρκικής πλευράς η ανωτέρω
ανάλυση της πολιτικής της πρακτικής θα πρέπει να έχει πείσει τον αναγνώστη για
την προτεραιότητα που απέδωσε στο ζήτημα η τουρκική στρατηγική, ασχέτως του
όποιου υπερεπεκτατικού της ολισθήματος.
Η προσπάθεια της Άγκυρας να εκβιάσει τη Ρωσία & τη διεθνή κοινότητα
με την εφαρμογή του Νέου Κανονισμού Διέλευσης των Στενών (20/5/94) κατά σαφή
παραβίαση της συνθήκης του Montreux-1936 έγινε προκειμένου να διασφαλίσει ότι
ακόμη και αν η Ρωσία υπερισχύσει στο καυκασιανό μέτωπο δεν θα μπορέσει να
μεταφέρει με ασφάλεια το πετρέλαιο προς το Αιγαίο & την Αν.Μεσόγειο χωρίς
προφανώς να συνειδητοποιεί ότι με αυτόν τον τρόπο ζημιώνει και τα δυτικά
συμφέροντα, που θεωρούν την Προποντίδα όπως και το Αιγαίο απαραίτητους
εξαγωγικούς διαύλους.
Ο κανονισμός του 1994 ουσιαστικά συνεπάγεται τα εξής τουρκικά κέρδη: α) την σημαντική αύξηση των τελών διέλευσης. β) τη μείωση του όγκου των διερχόμενων από τα Στενά πλοίων. & γ) την επιλεκτική εφαρμογή του κανονισμού εναντίον ρωσικών & ελληνικών πλοίων ως μοχλό πίεσης για την προώθηση του Baku-Ceyhan και την αχρήστευση του ελληνοβουλγαρικού σχεδίου. (53).
Ο κανονισμός του 1994 ουσιαστικά συνεπάγεται τα εξής τουρκικά κέρδη: α) την σημαντική αύξηση των τελών διέλευσης. β) τη μείωση του όγκου των διερχόμενων από τα Στενά πλοίων. & γ) την επιλεκτική εφαρμογή του κανονισμού εναντίον ρωσικών & ελληνικών πλοίων ως μοχλό πίεσης για την προώθηση του Baku-Ceyhan και την αχρήστευση του ελληνοβουλγαρικού σχεδίου. (53).
Στις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου ο υπουργός Εσωτερικών Μποχράν Καρά
έκανε ξεκάθαρη την τουρκική στάση δηλώνοντας ότι τα “Στενά δεν είναι όυτε
διεθνή ύδατα όυτε αγωγός πετερελαίου”(54), ενώ ανακοινώθηκε ο εκ νέου
πενταπλασιασμός των τελών κυκλοφορίας και η απαγόρευση διέλευσης σε πλοία
μεγάλου μήκους (ως επί το πλείστον δεξαμενόπλοια). Δεν είναι
άλλωστε η πρώτη φορά που η Τουρκία επιχειρεί να “στενεύσει” το Βόσπορο
αν και από την εποχή της εφαρμογής των “Νέων Κανόνων” μόνο οι Έλληνες & οι
Κύπριοι πλοιοκτήτες φαίνονται να τους ακολουθούν. Η μη ανέλκυση των δύο
ναυαγίων στη νότια λωρίδα διέλευσης του Βοσπόρου σε συνδυασμό με το μη
εκσυγχρονισμό των συστημάτων διαχείρισης της κυκλοφορίας όχι απλώς εμποδίζουν
τη διέλευση των πλοίων αλλά αυξάνουν κατακόρυφα τις πιθανότητες ατυχημάτων
& συγκρούσεων, που είχαν χρησιμοποιηθεί σαν πρόσχημα από την τουρκική
πλευρά για την εφαρμογή των Νέων Κανονισμών.
Το ίδιο συμβαίνει και με την επιλογή των σημείων εκείνων που έχουν
οριστεί ως αγκυροβόλια των πλοίων που αναμένουν την έγκριση για τη διέλευση των
Στενών καθώς το μεγάλο βάθος των υδάτων
σε συνάρτηση με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν θέτουν σε κίνδυνο
την ασφάλεια των πλοίων.
Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι μετα την αρχική απόρριψη (29-10-98) από το
αζερικό consortium (Azerbaijani Oil Corporation-AIOC) της εναλλακτικής
Baku-Ceyhan δεν πρόκειται να δούμε μία εντυπωσιακή αλλαγή της τουρκικής στάσης
από τη στιγμή που η Αγκυρα διαπιστώσει ότι έχασε οριστικά το παιχνίδι στον
Καύκασο και τη Μέση Ανατολή. Στις 26 Νοεμβρίου 1998 παρά την πολεμική
εκφοβισμού που έχει εξαπολύσει η Αγκυρα στο AIOC η διεθνής κοινοπραξία ,με
ηγέτη της τη βρετανική BP, ανακοίνωσε ότι πέραν των 4,1 δις.$ που χρειάζονται
για την κατασκευή του αγωγού η λειτουργία και μόνο του Baku-Ceyhan θα
προσαύξανε το κόστος μεταφοράς του πετρελαίου κατά 500 ετκμ.$ ετησίως. Έτσι μετάθεσε στις καλένδες την εξέταση του
θέματος τοποθετώντας την πιθανή κατασκευή του αγωγού περι τα τέλη της ερχόμενης
δεκαετίας, όταν δηλαδή η συνολική παραγωγή της Κασπίας θα φτάσει τα 3-4
εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως και αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω η τιμή του
βαρελιού brend. Την άποψη αυτή φαίνεται
να συμμερίζεται και το Κέντρο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας των ΗΠΑ. (55).
Ωστόσο, η τακτική αποδυνάμωση του κουρδικού κινήματος μετα την
περιπετειώδη σύλληψη του Α.Οτζαλάν (Φεβρουάριος 1999) σε συνδυασμό με την
λειτουργία του αγωγού Baku-Supsa, προσέδωσαν στο τουρκικό σχέδιο μια νέα
δυναμική κλιμακώνοντας τις πιέσεις της αμερικανικής κυβέρνησης για την
κατασκευή του πετρελαιαγωγού των 1730-km.
Η λύση που προωθείται από την Ουάσινγκτον προκειμένου να καμφθούν οι
ενστάσεις των πετρελαϊκών εταιριών για το απαγορευτικό κόστος του έργου,
εντοπίζεται στην τουρκική πρόταση για μια επίσημη εγγύηση (government cost
guarantee) εκ μέρους της τουρκικής κυβέρνησης που θα καλύψει εκείνη και όχι το
AIOC, το συνολικό κόστος κατασκευής και συντήρησης του αγωγού. Ακόμη και αν η Αγκυρα μπορέσει να βρεί μέσω
δανείων το απαραίτητο κεφάλαιο είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα μπορέσει να
καλύψει από μόνη της το συνολικό κόστος κατασκευής που ενδέχεται -όπως συνέβη
στην περίπτωση του αζερο-γεωργιανού αγωγού- να υπερβεί κατά 70% την αρχική
πρόβλεψη εξόδων.(56)
H κασπιανή δυναμική είναι ικανή να εξουδετερώσει την οποιαδήποτε
προσπάθεια τουρκικού εκβιασμού αναφορικά με τα Στενά, καθώς σε αντίθετη
περίπτωση, όπως άλλωστε γνωρίζει πολύ καλά και η ίδια η Τουρκία, θα υποχρεωθεί να συναινέσει στην άρση των
κεκτημένων του Montreux είτε αυτή γίνει με την επαναδιεθνοποίηση της
Προποντίδας έιτε με την υλοποίηση του ελληνοβουλγαρικού αγωγού
Burgas-Αλεξανδρούπολη. Η δεύτερη
άλλωστε προοπτική σε συνδυασμό με τον αναπόφευκτο υπερκορεσμό των Στενών, που
για να ικανοποιήσουν ως εξαγωγική οδός τις κασπιανές ανάγκες θα πρέπει σύμφωνα
με υπολογισμούς του τουρκικού ΥΠΕΞ να παραμείνουν κλειστά 300 ημέρες το χρόνο
(57), δύναται να επιφέρει ένα στρατηγικό πλήγμα πρώτου μεγέθους στην Τουρκία
εφόσον για πρώτη φορά στην ιστορία του Ανατολικού Ζητήματος θα παρακάμπτονται
ως γεωοικονομική δίοδος τα Στενά. Αν συμβεί κάτι τέτοιο σε συνδυασμό με τον
αναπόφευκτο υπερκορεσσμό των Στενών ο
κλειδούχος του Βοσπόρου & των Δαρδανελλίων δεν θα απολαμβάνει της ίδιας
γεωστρατηγικής εκτίμησης με το παρελθόν σε αντίθεση με εκείνον που ελέγχει το
Αρχιπέλαγος & τους λιμένες της βορείου Ελλάδος με κέντρο την Αν.Μακέδονια
& Δ. Θράκη.
Υπο την οπτική αποτροπής της ανωτέρω διαγραφόμενης απειλής μπορεί να
ερμηνευθεί η τουρκική επεκτατικότητα στο Αρχιπέλαγος και ως η προσπάθεια να
εξουδετερωθούν τα πιθανά για την Ελλάδα οφέλη από την ελληνοβουλγαρική
προοπτική δεδομένου ότι η συντηρούμενη από τις προκλήσεις της ένταση, θα
χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα ότι ο θαλάσσιος & εναέριος αιγιακός χώρος δεν
αποτελεί ασφαλή & αξιόπιστη διαμετακομιστική επιλογή καθόσον δεν θα
συνδιοικείται από αμφότερες τις χώρες.
Αλλωστε η ίδια η επίσημη τουρκική ηγεσία μας έχει προειδοποιήσει για τις
προθέσεις της. Σε συνέντευξη τύπου ο
Α/ΓΕΕΘΑ Ι.Χακί.Καρανταγί δήλωσε ότι“η
διέλευση των πετρελαιαγωγών απ’την Ελλάδα σημαίνει καταστροφή για την Τουρκία”.(58). Η τουρκική επιθετικότητα στο αρχιπέλαγος
δικαιολογείται σε μεγάλο βαθμό από την προσπάθεια αποτροπής της ανωτέρω “καταστροφής”,
που βασίζεται στην απόδειξη της ακαταλληλότητας του Αιγαίου ως διαμετακομιστική
οδός των κασπιανών πετρελαίων αλλά και σε ένα δεύτερο βαθμό της προσπάθειας να
αξιοποιήσει μερίδα της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτ.Θράκης προκειμένου να
“αποδείξει” ότι η περιοχή είναι ανασφαλής και συνεπώς εχθρική σε τέτοιου είδους
επενδύσεις.
Στη βάση της γεωπολιτικής λογικής υφίσταται άμεση διασύνδεση των
κασπιανών εξελίξεων με το κυπριακό ζήτημα. Εκτός του ότι ο λιμένας του
Γιουμουρταλίκ στον κόλπο της Ισσούς απέναντι της Β.Κύπρου που αποτελεί
τερματικό σημείο (terminal point) όλων των τουρκικών προτάσεων γύρω από τους
αγωγούς, το Γιουμουρταλίκ υπήρξε σημείο διαβίβασης των στρατευμάτων του Αττίλα
το 1974. Τα επεισόδια που σημειώθηκαν στις 10-11/10/97 στην τουρκογεωργιανή
& τουρκοαρμενική μεθόριο μεταξύ τούρκων στρατιωτών & ρώσων συνοριακών
φρουρών ήρθαν να επιβεβαιώσουν την παραπάνω υπόθεση. Την επομένη των συμβάντων ο ρώσος πρέσβης
στην Κύπρο Γ.Μουράτοφ δήλωσε ότι ενδεχόμενη τουρκική επίθεση στα πλοία που θα
μεταφέρουν τους S-300 στην Κύπρο θα αποτελέσει casus belli (αιτία πολέμου) για
τη Ρωσία. Παρα την τελική ρητορικότητα
της δήλωσης η γεωπολιτική συνεκτικότητα του χώρου επιβεβαιώθηκε. (59).
Υπο το παραπάνω σκεπτικό, αν τελικά πραγματοποιηθεί ο αγωγός, τα
στρατεύματα κατοχής θα νομιμοποιηθούν διεθνώς εκ των πραγμάτων ως
“προστατευτική ομπρέλα” του Baku-Ceyhan αλλά και της ευρύτερης στρατηγικής για
την Τουρκία περιοχής των Αδάνων-Αλεξανδρέττας δεδομένου ότι στο επίνειο του
Ceyhan, καταλήγει ο τουρκοιρακινός αγωγός Κιρκούκ-Γιουμουρταλίκ μέσω του οποίου
εφαρμόζεται και το ψήφισμα 986 του ΟΗΕ γνωστότερο ως Food for Oil Deal αλλά
επίσης σχεδιάζεται να καταλήξει μέρος σχεδιαζόμενου τουρκοϊρανικού αγωγού για
την εξαγωγή του τουρκμενικού φυσικού Αερίου. (Συμφωνία
Ερμπακάν-Ραφσατζανί,12/8/96).
Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι το διαφαινόμενο ναυάγιο του τουρκο-αζερικού
αγωγού συνεπάγεται την άμεση επικύρωση της ελληνοβουλγαρικής προοπτικής. Με δεδομένη τη διαγραφόμενη αποτυχία του
τουρκο-αζερικού προγράμματος είναι εξαιρετικά πιθανόν ότι η Αγκυρα θα
μετατοπίσει το κεντρο βάρος των προσπαθειών της στο τέταρτο υπομέτωπο του
ευρασιαστικού νότου ασκώντας αυξημένη στρατιωτική πίεση στο ευρύτερο τόξο του
Ενιαίου Αμυντικού Χώρου από τη Θράκη στην Κύπρο. Ενδεχόμενη δε καταρράκωση της
ελληνικής αξιοπιστίας εξαιτίας του ζητήματος των S-300 θα διευκολύνει τις
τουρκικές προσπάθειες και την ευρύτερη δυναμική της καταναγκαστικής διπλωματίας
που ασκεί εναντίον της χώρας μας εδω και μία πεντηκονταετία.
Παρα τις τουρκικές προσπάθειες ο Βόσπορος εξακολουθεί -συμφώνα και με τη
μελέτη των Ελληνικών Περτελαίων (60)- να παραμένει η οικονομικότερη των
βαλκανικών εναλλακτικών για τη μεταφορά του κασπιανού πετρελαίου με τη
σημαντική όμως διαφορά ότι για να ανταποκριθεί σε αυτόν το ρόλο θα πρέπει de
facto να επαναδιεθνοποιηθεί το σύνολο της Προποντίδας. Ως προς αυτό άλλωστε το σημείο φαίνεται να
συμπίπτουν τόσο τα αμερικανικά όσο και τα ρωσικά συμφέροντα. Εάν η τουρκική στάση παραμείνει αδιάλλακτη
αναφορικά με τη επαναδιεθνοποίηση των Στενών τότε θα καταστήσει υποχρεωτική την
ελληνοβουλγαρική προοπτική Burgas-Αλεξανδρούπολη.
Η δήλωση του Φίλ Μικ, εκπροσώπου της Chevron η οποία αποτελεί τον κύριο
μέτοχο του καζαχικού consortium CPC (Caspian Pipeline Consortium) που έχει
αναλάβει την εκμετάλλευση των τεράστιων αποθεμάτων του Tenguiz & την
κατασκευή του πετρελαιαγωγού Tenguiz-Novorosisk, είναι ενδεικτική του γεγονότος
ότι θα προκριθούν de facto τα Στενά.
Ισως πίσω από την παρακάτω δήλωση να κρύβεται και η πρώτη υποσυνείδητη
βούληση για την αναθεώρηση του αποπνικτικού & παρωχημένου καθεστώτος που
επιβλήθηκε από τη συνθήκη του Montreux το 1936.
“Η οικονομική κατάσταση της Ρωσίας δεν αναμένεται να επηρεάσει τα σχέδια
του CPC για την κατασκευή του αγωγού που θα συνδέει το Καζαχστάν με το λιμάνι
του Νοβοροσίσκ στη Μαύρη θάλασσα. Η οδός
του Βοσπόρου είναι ασφαλής”.(61).
Παρόλα αυτά υπάρχει ένα ενδεχόμενο που μπορεί να αποβεί μοιραίο για τα
ελληνικά συμφέροντα: Η κατασκευή ενός τουρκικού αγωγού από την ευξείνια ακτή
της Ανατολικής Θράκης σε κάποιο απ’τα λιμάνια του κόλπου του Σάρου σχεδόν
απέναντι από τη Σαμοθράκη. Εάν
κατασκευαστεί αυτή η τουρκική παρακαμπτήριος των Στενών τότε θα ισοσταθμισθεί
το οποιοδήποτε όφελος μπορούσε να προκύψει από την κατάργηση της συνθήκης του
Montreux. Μοναδικός αποτρεπτικός παράγων αυτού του ενδεχομένου, που από μόνος
του ωστόσο δεν αρκεί, παραμένει η ρωσική άρνηση να πετάξει στην κάλαθο των
αχρίστων όλα όσα κέρδισε από μια περίπου δεκαετία αντιτουρκικής ανάσχεσης στον
Καύκασο μόνο και μόνο επειδή αυτή η κάλαθος θα έχει μετατοπιστεί μερικές
εκατοντάδες χιλιόμετρα δυτικότερα.
Συνεπώς με δεδομένο το συμφέρον όλων των Μεγάλων Δυνάμεων και του
συνόλου του διεθνούς εφοπλιστικού κεφαλαίου στην άρση των περιορισμών που
επιβάλλει η απόλυτη εθνικοποίηση των Στενών και οι συνακόλουθοι κανονισμοί του
1994, η μη κατασκευή της τουρκικής
παρακαμπτηρίου του Βοσπόρου πρέπει να αποτελέσει έναν από τους βασικούς
μεσοπρόθεσμους στόχους της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής στρατηγικής.
V) Aξιολόγηση-Τα τελικά μας Συμπεράσματα.
Α) Η
κατάρρευση της ΕΣΣΔ, που επετεύχθη στη βάση της γεωπολιτικής ανάσχεσης της
περαιτέρω καθόδου της προς τις νότιες ωκεάνιες θάλασσες, πυροδότησε την
αλληλοδιάδοχη φάση της δυτικής στρατηγικής, η οποία ακολουθώντας το γερμανικό
& βρετανικό παράδειγμα επιχειρεί να εκτοπίσει τη ρωσική επιρροή απo την
παρακασπιανή ζώνη προκειμένου: Ι) Να αποτρέψει μια νέα δυναμική καθόδου της
προς τις θερμές θάλασσες & ΙΙ) Να εκμεταλλευτεί τα τεράστια κασπιανά
αποθέματα. Το πλέον επεξεργασμένο
στρατηγικό σχέδιο υλοποίησης των ανωτέρω επιδιώξεων ανήκει στον Σύμβουλο
Εθνικής Ασφαλείας επί προεδρίας Κάρτερ, Ζ.Μπρζεζίνσκι.
Β) Η Ρωσική στρατηγική με την συμμαχική συστράτευση Ινδίας-Ιράν, και τη
διακριτική ανοχή αν όχι υποστήριξη της Κίνας, κωδικοποιούμενη στο δόγμα του
Εγγύς Εξωτερικού, επιτυγχάνει ως μια ευφυής επανέκδοση του δόγματος Μονρόε, να
αποκρούσει μεσοπρόθεσμα την τουρκική διείσδυση αξιοποιώντας πληθώρα
εθνολογικών, οικονομικών & πολιτικοστρατιωτικών παραγόντων.
Γ) Η Παρακασπιανή ζώνη ως αναπόσταστο μέρος της Μείζονος Μέσης Ανατολής,
αναβαθμίζεται κατακόρυφα από στρατηγική άποψη τόσο χάρις της συμπερίληψής της
στο μικρό σύστημα της ψυχροπολεμικής Μέσης Ανατολής & της διεξαγόμενης
ρωσοαμερικανικής αντιπαράθεσης, όσο χάρις και στον ενεργειακό της πλούτο. Πλούτο που αν συνυπολογίσουμε την αναμενόμενη
-λόγω της ραγδαίας εκβιομηχάνισης Ινδίας, Κίνας, Ν.Α.Ασίας-αύξηση της
παγκόσμιας ζήτησης & την εξάντληση των αποθεμάτων Αλάσκας & Β.Θάλασσας
ως το 2010-2015,αποκτούν σημασία ισότιμη με το περίπου το ήμισυ αυτής που “απολαμβάνει”
σήμερα η “Μικρά Μέση Ανατολή”.
Δ) Η Τουρκία με πλούσια προϊστορία στην περιοχή, έθεσε ως πρώτιστη
προτεραιότητα της μεταψυχροπολεμικής της στρατηγικής την απόκτηση προνομιακού
ελέγχου των δρομολογίων μεταφοράς του κασπιανού πλούτου μέσω τουρκικών εδαφών
στην Αν.Μεσόγειο, δια του λιμένα του Γιουμουρταλίκ απέναντι της Β. Κύπρου. Για την Τουρκία η υλοποίηση του ανωτέρω
σεναρίου αποτελεί ΤΗ ΒΑΣΗ ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ ΤΗΣ
ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΥΠΕΡΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ. Ωστόσο, η
υπερεπεκτατική της πολιτική προκάλεσε αυτόματές αντισυσπειρώσεις που η ίδια-παρα την αμερικανική στήριξη-είναι
ανίκανη μεσοπρόθεσμα (5-8ετία) να αντισταθμίσει.
Ε) Μεσα στο ερχόμενο 48-56μήνο και όσο προχωρούν οι επισκευές των δύο
επιλεχθέντων υπο άμεση (Μπακού-Νοβοροσίσκ) και έμμεση (Μπακού-Πότι) ρωσική
επίβλεψη αγωγών, σε συνδυασμό με την προοπτική ως το τέλος του 2000 να
κατασκευαστεί ρωσικός αγωγός που θα παρακάμπτει μέσω του Νταγκεστάν την
Τσετσενία, καθίσταται επιτακτική η
ανάγκη αρχικής χάραξης των Βαλκανικών δρομολογίων. Εξίσου επιτακτική
καθίσταται και η ανάγκη πρωταγωνιστικής δραστηριοποίησης της Ελλάδος στην
περιοχή και στα όργανα της Ε.Ε προκειμένου αφενός να διασφαλιστεί πλήρως η
χρηματοδότηση του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και αφετέρου να αποτραπεί η κατασκευή της οποιαδήποτε ενεργειακής
“Παραεγνατίας” που θα αποκλείει την Ελλάδα.Η προοπτική του ελληνοσκοπιανικού
πετρελαιαγωγού Θεσσαλονίκης-Σκοπίων αποτελεί πέραν των άλλων και έναν
επιπρόσθετο και εξαιρετικά χρήσιμο αποτρεπτικό παράγοντα. (Βλ.Χάρτη 7)
ΣΤ) Η Ελλάς μπορεί βάσει της ελληνοβουλγαρικής προοπτικής να
διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο Νέο Μεγάλο Παιχνίδι το γεωπολιτικό
βαρόμετρο του οποίου μετατοπίζεται ραγδαία προς την περιοχή μας. Η χώρα μας υποχρεούται να διασφαλίσει την
ευρωπαϊκή υποστήριξη προκειμένου εκμεταλλευόμενη τη γεωοικονομική ανάγκη
προσέγγιση της με τη Ρωσία, να επικαρπωθεί τεράστια οφέλη. Σε καμία περίπτωση ο γαλλο-γερμανικός άξονας
δεν πρόκειται να ανεχθεί τον πλήρη αμερικανικό έλεγχο επι των στρατηγικών πηγών
του ενεργειακού του εφοδιασμού. Η
εμπειρία του κ. Χ.Παπουτσή ως ευρωπαίου επιτρόπου για τα θέματα Ενεργείας
πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρον προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ζ) Η σύσκεψη του Βουκουρεστίου (30/11/97) με την οποία η Ευρωπαϊκή
Τράπεζα Επενδύσεων (EBRD) αποφάσισε να προκρίνει τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη
αναλαμβάνοντας το 35% της συνολικής δαπάνης εκτός του ότι αποτελεί ένα θαυμάσιο παράδειγμα του πώς η ΕΕ
μπορεί να ευεργετήσει τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, δίνει στη χώρα μας ένα
σημαντικό πλεονέκτημα. Ενα πλεονέκτημα
που δεν πρέπει και δεν μπορεί να χαθεί σε κατευναστικές επιλογές δεδομένου ότι
οριοθετεί σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο υλοποίησης της ιρανο-αμερικανικής
προοπτικής τη μεγαλύτερη ευκαιρία της ελληνικής διπλωματίας εδω και 50 έτη. Στην πρόσφατη συνάντηση των υπουργών
ενεργείας των G8 στη Μόσχα (30-31/3/1998) η διαφαινόμενη προσέγγιση Ρωσίας-ΕΕ
ενδυναμώνει περαιτέρω την ελληνική θέση, αρκεί να υπάρξει άμεση κινητοποίηση
προς την αξιοποίηση της. Μια κινητοποίηση
που θα διευκολυνόταν σε σημαντικό βαθμό από τη σύσταση μίας διυπουργικής
επιτροπής με έκτακτες & αυξημένες αρμοδιότητες αποτελούμενη από τεχνοκράτες
και υπηρεσιακούς παράγοντες των υπουργείων Αμύνης, Ανάπτυξης και Εξωτερικών.-
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) H.Bell, Lord Palmerston ,London, Longmans Green, 1936,
2Vols.,V.II,p.105. Αναλυτικότερα για το
σχέδιο Πάλμερστον ιδέ Β.Ποτέμκιν, Ιστορία
της Διπλωματίας, Γκοβόστης, 1997, σσ.498-500.
(2)
N.Spykman, The
Geography of Peace ,New York,
Harcourt Brace & World, 1944. &“America’s
Strategy in World Politics:The United
States and the Balance of Power”, Hamden, Conn.,
Archon, 1970.
(3) E.Driault, Το
Ανατολικό Ζήτημα, Τ.Α, Ιστορήτης, 1997,σ.248. Η Φράση ανήκει στο ρώσο
αξιωματούχο που διαπραγματεύτηκε με το στρατηγό Κωλαινκούρ το διαμέλισμο της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1807-8 χαρακτηρίζοντας ως κλειδιά του ρωσικού
σπιτιού το Βόσπορο και τα Δαρδανέλλια. Στην προκείμενη εργασία ο χαρακτηρισμός
αυτός αποδίδεται στον ευρύτερο χώρο των ‘‘Eυρασιατικών Bαλκανίων’’ από την
Αλεξανδρούπολη (βλ.Burgas-Αλεξανδρούπολη), στο πακιστανικό λιμένα Gwadar, που
αποτελεί το τερματικό σημείο του σχεδιαζόμενου πετρελαιαγωγού και αγωγού ΦΑ από
το Τουρκμενιστάν και το Καζαχστάν. (3α) Αν.για τη θεωρεία του Mackinder βλ M.Hauner, What Is Asia to Us?, London, Routledge, 1992, pp.135-164. Με τον όρο Παρακασπιανή Κεντρική Ασία ερμηνεύουμε τις
δύο παράκτιες στην Κασπία και ενεργειακά πλούσιες χώρες
(Καζαχστάν,Τουρκμενιστάν) όπως και την αναδυόμενη περιφερειακή δύναμη στην
περιοχή, το Ουζμπεκιστάν.Με τον όρο Παρευξείνια Βαλκάνια εννοούμε όλες τις
χώρες των Ανατολικών Βαλκανίων που βρέχονται από τον Εύξεινο και έχουν τη
δυνατότητα να καταστούν εναλλακτικές εξαγωγικές διέξοδοι του Κασπιανού
πετρελαίου. (Ρουμανία/Μολδαβία, Βουλγαρία, και Ελλάδα). Θα’ταν ανούσιο βεβαίως
να υπενθυμίσουμε ότι σε αυτήν την ευρεία ζώνη πολιτικής αλληλεπίδρασης
συμπεριλαμβάνονται η Ρωσία, η Ουκρανία και η Τουρκία.
(4)
Για τη μεταβολή
των γεωστρατηγικών δεδομένων και την επέκταση των γεωπολιτικών οριζουσών της
Μέσης Ανατολής οι G.Kemp. & R.Harkavy
στο βιβλίο τους Strategic Geography
and the Changing Middle East, Garnegie Endowment, Brookings Press, 1997,
pp.8-15, πρότειναν την πολιτική διασύνδεση των περιοχών της Κασπίας και του
Περσικού Κόλπου βασίζοντας την ανάλυσή τους στην στρατηγική βαρύτητα των
ενεργειακών αποθεμάτων της περιοχής, την έλλειψη των υδάτινων πόρρων
(υδρογεωπολιτικά παίγνια) και τον κίνδυνο διασποράς των ‘Οπλων Μαζικής
Καταστροφής ιδιαίτερα όσον αφορά την ικανότητα διαφόρων κρατών &
εξτρεμιστικών οργανώσεων της περιοχής να διεξάγουν μεγα-τρομοκρατικές επιχειρήσεις
κατά των ΗΠΑ. Kατά την
ταπεινή μας γνώμη και βάσει των διαφορετικών κριτηρίων που περιγράψαμε
(ενεργειακά αποθέματα, περιφεριακή αστάθεια, ισλαμισμός-τουρκισμός) από τις
χώρες της Βορείου και Αν.Αφρικής που περιλαμβάνονται στο συλλογισμό των Kemp
& Harkavy στο χώρο της ΜΜΑ πρέπει να συμπεριληφθεί μόνο η Αίγυπτος λόγω του
ιστορικού της ρόλου ως γενέτειρα του σύγχρονου παναραβικού εθνικισμού και της
σημαντικής επιρροής που δύναται να ασκήσει στη διαδικασία εξομάλυνσης των
αραβοισραηλινών σχέσεων. [Συμπληρωματικά για τη σύνδεση Κασπίας-Κόλπου ιδέ, P.Robins, The Middle East and Central Asia, in
P.Ferdinand’s (eds.), The New Central
Asia and its Neighbours, The Royal Institute of International Affairs,
London, Pinter ,1994, pp.55-74.]
Επίσης
οφείλουμε να σημειώσουμε ότι στην εξαιρετικά διαφωτιστική λογική των αμερικανών
στρατηγιστών υπάρχει ένα κενό από την άποψη ότι βάσει των προαναφερθέντων
κριτηρίων, η μεταψυχροπολεμική προέκταση των γεωπολιτικών ορίων της ευρύτερης
Παρακασπιανής Ζώνης δεν συντελέστηκε μόνο καθέτως και προς Νότο ώστε να
“συνενώσει” την Κασπία με την ψυχροπολεμικά οριζόμενη Μέση Ανατολή. Αυτή η
προέκταση συντελέστηκε επίσης οριζόντια και προς Δυσμάς ώστε να αναδείξει την
ιστορική διασύνδεση των τριών “ενδιάμεσων” περιοχών. Η διαπίστωση αυτή φαίνεται
να τεκμηριώνεται και από τη λογική του Brzezinski ο οποίος μετατοπίζει τα
δυτικά όρια της ζώνης αστάθειας των “Ευρασιατικών Βαλκανίων” σε τέτοιο βαθμό
ώστε να περιλαμβάνει όλο το τόξο της Ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης κατά μήκος του
χώρου που καλύπτει το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδος-Κύπρου. (Βλ.Χάρτη 3).
(5)
F.Hill, Pipeline Politics: Russo-turkish Competition
and Geopolitics in the Eastern Mediterranean, in A.Theophanous & V.Coufoudakis (eds.) ,Security and Cooperation in the Eastern
Mediterranean, Nicosia, Intercolledge Press, 1997.p.200.
(6)
Bλ.ενδεικτικά L.D.Ledonne, The Russian Empire and the World 1700-1914:The Geopolitics of Expansion
and Containment, Oxford
University Press, New York, 1997. &
D.Gillford, The Struggle for Asia, 1828-1914:A Study in British and Russian
Imperialism, London,
Metbuck, 1974.
(7) Z.Brzezinski, Η
Μεγάλη Σκακιέρα:Η Αμερικανική Κυριαρχία και οι Γεωστρατηγικές της Επιταγές,
Λιβάνης, 1998, σ.65.
(8) Ι.Λουκά, Σύγχρονη
Πολιτική Ιστορία και Παγκόσμιοι Πόλεμοι,Τροχαλία,1996, σ.47.
(9) Αναλυτικότερα για την εμπλοκή της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας στο μεγάλο Σχέδιο του Ναπολέοντα, βλ.V.Puryear, Napoleon and the Dardanelles, Berkley,
University of California Press, 1951, pp.281-353.
(10) Ο
D.Urquhart,προσωπικός συνεργάτης του λόρδου Palmerston και κατά περιόδους
γραμματέας της βρετανικής πρεσβείας στην Κων/πολη υπήρξε ο φανατικότερος
προπαγανδιστής της Καυκασιανής ανεξαρτησίας από τη Ρωσία, αναλαμβάνοντας σε
συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα ως την έκρηξη του Κριμαϊκού πολέμου εμπιστευτικές
αποστολές για την υποστήριξη των εξεγερμένων Τσετσένων & Κρικαζίων.
Συνέγραψε επίσης μια πληθώρα μελετών για τη στρατηγική σημασία του Καυκάσου
όντας ένας από τους πρώτους που διέβλεψαν τη χρησιμότητα του ως ανασχετικού
φραγμού στο ρωσικού επεκτατισμού προς τον Περσικό και τις Ινδίες.Το έργο του “Turkey and its resources: Its Municipal
Organization and free trade, The Prospects of English Commerce in the East”,
London, H.Colbrun, 1833 εντυπωσίασε σε τέτοιο βαθμό το βασιλέα William IV που
το απέστειλε σε όλο το υπουργικό του συμβούλιο προτρέποντας τον πρωθυπουργό του
Πάλμερστον να οργανώσει υπο την εποπτεία του μια διερευνητική αποστολή από τον
Καύκασο ως το Αφγανιστάν με το διπλό στόχο της επέκτασης του βρετανικού
εμπορίου και της αξιολόγησης των ρωσικών προόδων. Το έργο του “The progress of Russia in the West, North, and South by opening the
sources of opinion and appropriating the channels of wealth and power”, London, H.Colbrun, 2eds, 1853, είναι απόλυτα αποδεικτική του τρόπου αξιολόγησης του ρωσικού κινδύνου και της γεωπολιτικής ενότητας του χώρου της ΜΜΑ. Αναλυτικότερα για την προκείμενη πτυχή της βρετανικής στρατηγικής βλ.P.Henze,
Circassian Resistance to Russia’’, in M.Benningsen’s (eds.), The North Caucusus Barrier:The
Russian Advance towards the Muslim World, London, Hurst &
Co.,1996.pp.80-99.
(11) H.Rawlinson, England and Russia in the East, London, John Murray, 1875,pp.68-69.
(12) J.Landau., Παντουρκισμός το Δόγμα του Τουρκικού Επεκτατισμού, Θετίλη, 1981, σσ.64-66 & αναλυτικότερα Zaverand, United
and Independent Turania, Leiden,
E.J.Brill,1971.
(13) M.Mogrenthau,
Τα Μυστικά του Βοσπόρου, σσ.231-262,
Τροχαλία,1996. Επίσης αναλυτικότερα για την πανισλαμική πτυχή του Β Ράϊχ ιδέ U.Trumpener, Germany and the Ottoman Empire, 1914-1918,
New Jersey, Princeton University Press,1968.
(14) Hauner. M,όπ,σσ.91,127.
(15) Απόρρητη
Eκθεση,ΑΠ,Α5-24-42,27/8/1942 από το βιβλίο του Μ.Ηλιάδη, Τα Μυστικά Αρχεία του Γερμανικού ΎΠΕΞ & του Foreign Office για
την Τουρκία, Λαβύρινθος, 1996,σσ. 127-128 & Ν.Σαρρή, Πολιτικές Εξελίξεις και Εξωτερική Πολιτική
στην ‘A Τουρκική Δημοκρατία: Η 5η φάλαγγα του Ναζισμού,
Γόρδιος,1992,σσ.318-328.
(16) L. Hartt, H ‘ΑλληΠλευρά του Λόφου,Τζηρίτας,1950,σσ.127-128.
(17) S.
Huntington, The Lonely Superpower, Foreign Affairs, March-April 1998,V.78 ,N.2, pp.35-49.
(18) H.
Kissinger, Διπλωματία, Λιβάνης,1995,
σελ.906 και 912.
(19) “Η Γεωπολιτική μετατοπίστηκε από την περιφερειακή στην
παγκόσμια διάσταση, ενώ η υπεροχή σε ολόκληρη την ευρασιατική ήπειρο χρησιμεύει
ως κεντρική βάση για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία” , Μπρζεζίνσκι, ό.π, σ.76.
(20) Αν για το διαμελισμό του Αφγανιστάν, B.Rubin, The
Fragmentation of Afghanistan, New Haven, Yale U.P,1995
(21) Ενδεικτικά, F.Starr, Making
Eurasia Stable, Foreign Affairs ,Jan/Feb
1996, V.78, N.1, pp.80-92.
(22) B.Rubin,
Afghanistan
under the Taliban, Current Hisroty ,
Feb.1999, V.98, N.625, pp.79-91, p.91.
(23) Εκτός
από τις ευεργετικές επιπτώσεις της αμερικανοϊρανικής προσέγγισης στο
Μεσανατολικό χώρο,δεδομένου ότι μια συμφωνία Ουάσινγκτον-Τεχεράνης θα μπορούσε
να λειτουργήσει ως καταλύτης για την επίλυση των ζητημάτων του Ν.Λιβάνου και
των υψωμάτων του Γκολάν,(που ενισχύεται από την πρόσφατη, 16/5/99 εκλογική
νίκη των Εργατικών του Ε.Μπαράκ στο Ισραήλ) ένας από τους βασικούς λόγους
που παρακίνησαν την ομάδα των κορυφαίων αναλυτών να προτείνουν ένα εναλλακτικό
σενάριο πολιτικής για τη Μ.Ανατολή υπήρξε το γεγονός ότι το Ιράν αποτελεί τη
συντομότερη και πλέον συμφέρουσα διέξοδο των κασπιανών πετρελαίων. Βλ.Χαρακτηριστικά Z.Brzezinski, B.Scowcroft,
R.Murphy, Differentiated Containment, Foreign
Affairs, V.76, N.3, May/June 1997, pp.20-30. & G.Fuller & I.Lesser,
Persian Gulf Myths, ibid, pp.42-52.
(24) Στο πλαίσιο αυτής της υποδόριας διπλωματικής
προσέγγισης, που είχε εφαρμοσθεί μ’επιτυχία και στην περίπτωση της πολιτικής
Νίξον με την Κίνα το 1971 (σινοαμερικανικοί αγώνες επιτραπέζιας πετοσφαίρισης)
μια ομάδα επίλεκτων αμερικανών παλαιστών ελληνορωμαϊκής επισκέφθηκε την
Τεχεράνη τον Απρίλιο του 1998,ενώ τον Ιούλιο του ιδίου έτους στο Μουντιάλ της
Γαλλίας οι ποδοσφαιρικές ομάδες των δύο χωρών συναντήθηκαν σ’έναν αγώνα η πλέον
ενδιαφέρουσα φάση του οποίου σημειώθηκε στους δρόμους της Τεχεράνης μετά την
νίκη της ιρανικής ομάδας.
(25) Οι ελληνοιρανικές εμπορικές σχέσεις ξεπερνούν τα
750,000 εκτμ.$. Σε σχετική ομιλία του στο ΙΔΙΣ του Παντείου Πανεπιστημίου ο
ΥΠΕΞ του Ιράν επιβεβαίωσε το νέο διπλωματικό προσανατολισμό της χώρας. Μάλιστα
απαντώνττας σε σχετική ερώτηση του γράφοντος σημείωσε ότι η Ελλάδα και η
ελληνοαμερικανική ομογένεια θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης της
προσέγγισης ΗΠΑ-Ιράν και ΗΠΑ-Ευρώπης. Αν,K.Kharrazi, Iran’s Foreign Policy Priorities , Intistute
for International Relations, Panteion University, 23-12-1997.
(26) Αν, για
την εσωτερική πολιτική κατάσταση του Ιράν, E.Hooglund, Khatami’s Iran, Current History , Feb.1999, V.98, N.625,
pp.59-65.
(27) Αν.Για τα γεωοικονομικά στοιχεία ιδέ Masters, C.D et al., World Petroleum Assesment and Analysis,
Proc. 14th World Petroleum Congress, 1994, World Energy Prospects to 2020 paper presented by the International Energy
Agency-IEA for the G8’s Energy Ministers’ Meeting, Moscow, 31 March 1998. (27α) Για την πρόβλεψη των 90 δις.βαρελιών ιδέ R.Forsythe, The Politics of Oil in the Caucusus and
Central Asia, Adelphi Papers, 350, London, IISS press, 1996,p.6. Για πιό αισιόδοξες προβλέψεις, R.Ebel,
The Dynamics of Caspian Sea Resources, CSIS, Washington DC, paper presented at a Conference on Conflict
Resolution, Corfu, 30-31/8/96, υπό την αιγίδα του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
(28) J.Mitchell, The New
Geopolitics of Energy, Royal Institute of International Affairs, London,
Brookings Institute Press, 1996, pp.61-68 & 72-83.
(29) Για τα πλεονεκτήματα του ΦυσικούΑερίου ιδέ.Προμπονά. Μ-“Το Ενεργειακό Μέλλον της Τουρκία”,Περισκόπιο της Επιστήμης,Τ.201,12/96,σσ.30-35.Για τα τουρκμενικά αποθέμα τα ιδέ “O’Connor.J, Turkmenistan: The Sleeping giant of the
Gas World ?”,Petroleum Economist Special Report:
Gas in the former Soviet Union”,1994,pp.28-32.Γενικότερα για την Κασπία Skagen.O, “Caspain Gas”, Royal Institute for
International Affairs 1997,αναφέρεται στην έκθεση των υπουργών ενεργείας των G8 κατά τη διάσκεψη της Μόσχας (30-31/3/98) “Energy Transit: The Multilateral Challenge:
the G8 Summit, Moscow”, 1 April,1998, p.31.
(30) Υ.Ζarakhovich, A Clash of Kremlins, Letter from
Tatarstan, Time, 14-12-98, p.19.
(31) Kazemzadeh.F, Us Policy towards Central Asia, Vital
Speeches, 1/9/92,
pp.678-681.
(32) H,Pilkington, Ethnicity, Displacement & Stability in Post-Soviet Russia,
Routledge 1998,pp.5-12.
(33) M.&.C.Croissant,
The Caspian Sea Status Dispute: Context and Implications, Eurasian Studies, Winter, 1996-97, pp.23-39.
(34) Για
τουρκικό δορυφορικό πρόγραμμα ιδέ Τσακίρη.Θ, Ψηφιακή Τεχνολογία και Τουρκικός
Επεκτατισμός:Το τουρκικό διαστημικό Πρόγραμμα, Στρaτηγική, 5/96, σσ.93-97. Για την πολιτιστική-εμπορική διάσταση
της τουρκικής διείσδυσης που κατά τον Landau δεν εμπεριέχει ηγετικές φιλοδοξίες
ιδέ Landau.J, Panturkism in Turkey: A
Study in Irredentism: From Irredentism to Solidarity, London, Hurst &
Co, 1993, pp.208-224.
(35) G.Fuller, Turkey’s New Geopolitics: From the Balkans
to Western China, Boulder,
Westview Press, 1993.
(36) Milliyet 6/3/92, Αλεξανδρή.Α, Η Τουρκική Εξωτ.Πολιτική
1923-1993”,στο Θ.Βερέμη (επιμ), Η Τουρκία
σήμερα, ΕΛΙΑΜΕΠ, Παπαζήσης,1995, σσ.481-484.
(37) Για τις τουρκοιρανικές σχέσεις σχετικά με τα κασπιανά
ιδέ Τσακίρη,Θ, Η Πρόσφατη τουρκοιρανική συμφωνία ΦΑ και οι Στρατηγικές Προεκτάσεις
της Επίσκεψης Ερμπακάν, Στρατηγική,12/96,σσ.64-69.
(38) Sabah 17/7/97, Turkish
Daily News-TDN, 18/7/97.Αναλυτικότερα για την τουρκική εμπλοκή ιδέ
Μ.Ηλιάδη, Οι Τουρκικές Μυστικές Υπηρεσίες
και η ΜΙΤ, Λαβύρινθος, 1998,σσ.339-42
(39) Financial
Times, 4/2/98. Αναλ. για αζερικά πραξικοπήματα ιδέ Τσακίρη.Θ, Οι Εσωτερικές Πολτικές Εξελίξεις στο
Αζερμπαϊτζάν:Στη Δίνη του Πετρελαϊκού Αναταγωνισμού, Στρατηγική, Μάρτιος 1997, σσ.40-42. Για το Ν.Καραμπάχ,
Μικιρδιτσιάν.Λ, Ναγκρόνο Καραμπάχ:
Παρελθόν & Παρόν, Αρμενική Εθνική Επιτροπή Ελλάδος, 1993.
(40) Pope. H & Pope.
N, Turkey Unvailed: The Wolf and the Bear,
London,
Cambridge University Press, 1997.,p.295.
(41) Αναλυτικότερα για την παρουσίαση των τουρκικών μεθόδων
υποδοριας διπλωματίας ιδέ Τσακίρη.Θ, Η Φιλοσοφία των Συγκεκαλυμένων
Επιχειρήσεων:Η Περίπτωση της Τουρκίας και ΙΙ: Το Τσετσενικό & Βοσνιακό
Παράδειγμα, Πολιτικά Θέματα, 18/7/97,
σσ.31-33 & Μ.Ηλιάδη, ό.π, σσ. 336-342.
(42) Cumhurriyet 10/10/95, Sabah, 10/1095. 43) Petroleum Intelligence Weekly-PIW,
XXXV/17, 22/4/96.
(44) Yerasimos.S,
Tsancaucasie: Le Retour de la Russie”, pp.179-213, HERODOTE, La Geopolitique du Caucase, N.81, 3-4/96, Paris, La Decouverte,
1996. Για τη ρωσοτσετσενική συμφωνία Ειρήνης ιδέ Mouradian.C(eds.),
La Russie et L’Orient, Serie Russie, N.130,Paris, La Decouverte, 1998, pp.67-68.
(45) PIW, XXXVI/38, 15/9/97. 46) PIW,
XXXVI/47, 17/11/97.
47) Στις 23/10/97 ο ουκρανός ΥΕΘΑ
κ.Α.Κουζμούκ ανακοίνωσε τη σύσταση ουκρανογεωργιανού τάγματος που θα
επιφορτιστεί με την ασφάλεια του TRACECA, Interfax,
23/10/97.
(48)
Για τη γεωστρατηγική σημασία της Ουκρανίας κατά τη λογική Μπρζεζίνσκι,
όπ,σσ.147-151 & J.Morz & O.Pavlink,Ukraine:Europe’s Linchip,Foreign Affairs,
pp.52-62,V.75,N.3.May/June 1996.
(49)
Αναλυτικότερα για τη δημιουργία & λειτουργία του ουκρανογεωργιανού άξονα
ιδέ Τσακίρη.Θ, Η Γεωστρατηγική Σύγκρουση
Ρωσίας-Τουρκίας στον Καύκασο & την Υπερκαυκασία, ΕΚΟΜΕ, Απρίλιος 1997,
ό.π, σσ.8-12 & 18-19. Για τον TRACECA
ιδέ Ivanov.S & Cheliia.V, La Guerre des Oleoducs, pp.41-44 στο
Mouradian.C(eds), La Russie et L’Orient,όπ,σ.9.
Για τις ενδογεωργιανές εξελίξεις ιδέ Interfax, 2-11-98.Τον Ιούνιο του 1999
αποκαλύφθηκε στην Τυφλίδα μία νέα συνωμοσία με σκοπό την ανατροπή και τη
δολοφονία του Ε.Σεβαρτνάντζε την οποία ο ίδιος απέδωσε στις ρωσικές μυστικές
υπηρεσίες. Γ.Δελαστίκ, Οι ΗΠΑ θέλουν να ελέγξουν τη ροή του μαύρου χρυσού, Καθημερινή,11/7/99,σ.20.
(50) Reuters, 18-4-99.
(51) New Europe, Eurasian Review, 10-16/5/99, pp.35-36. (52) Ν.Καρτάλη, Η σταθερότητα και το Αιγαίο, Το Βήμα, 12/10/97.
(53)
από τις 8ως τις 30 Απριλίος 1994 η Τουρκία έκανε επιλεκτική χρήση του Νέου
Κανονισμού Διέλευσης εμποδίζοντας την είσοδο στα Στενά σε 4 ρωσικά & 2
ελληνικά πλοία. Αναλυτικότερα για το ζήτημα των Στενών Ν.Νικαολάου, Ο Διάπλους των Στενών κατά τις Διεθνείς
Συμβάσεις & την Πρακτική, Παπαζήσης, 1995,σσ.118-143. 54) Επενδυτής, σ.43,14-11-98 55) Για απόφαση
του AIOC ιδέ PIW, XXXVII,
49,30-11-1998.Για εκτίμηση του αμερικανικού ινστιτούτου ιδέ Καθημερινή 29-11-98, σ.29.
56)
Το αρχικό προβλεπόμενο κόστος ανακατασκευής του αγωγού Baku-Batumi υπολογιζόταν
στα 315-325 εκτμ.$ αλλά τελικά ξεπέρασε τα 590 εκτμ.$. M.Levyland, Obstacles still
remain in pipeline policy between Azerbaijan and Turkey, New Europe,
2/5/99, p.43.
(57)
Η εκτίμηση ανήκει στον υπεύθυνο του τουρκικού ΥΠΕΞ για ζητήματα Ναυσιπλοϊας των
Στενών L.Bonguoglu, ιδέ Pope.N & Pope.H,op.cit,p.297. (58) K.Χολέβας,“Ο
Τουρκικός Φόβος”, Οικονομικός Ταχυδρόμος,
9/10/97, σ.43.
(59)
Αναλυτικότερα για τη συσχέτιση Κασπίας-Κυπριακού και S-300, ιδέ Τσακίρη.Θ, Το
Ζήτημα των S-300:Μια διαφορετική Ανάγνωση, Πολιτικά
Θέματα, 26/9/97, σσ.26-7,3/10/97, σσ.31-33, 31/10/97 .σσ.30-31. (60)
Ε.Κακουλίδου, ΗΠΑ και Τουρκία πιέζουν για έναν ασύμφορο αγωγό, Καθημερινή, 29-11-98,σ.29. (61) Εξουσία,4-11-98,σ.5.-
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ