του Αντγου εα Θεοκλήτου Ρουσάκη, Επιτίμου Διοικητού Β΄ ΣΣ
Σκοπός της παρούσης αναφοράς είναι να καταδειχθεί ότι, η σημερινή τραγική για τη χώρα μας κατάσταση στο θέμα του προσφυγικού ή μεταναστευτικού ή της λαθρομετανάστευσης στη χώρα μας, οφείλεται σε ολέθριες αποφάσεις και πολιτικές όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, ιδίως από το 2000 και επέκεινα.
Ακολούθως θα γίνει προσπάθεια να καταδειχθεί με συνοπτικό τρόπο η απειλή που προέκυψε για την χώρα μας με την μαζική εισροή λαθρομεταναστών, που χαρακτηρίζεται ως ασύμμετρη απειλή και είναι μια από τις σοβαρότερες απειλές που δύναται να αντιμετωπίσει μια χώρα διότι μετά την παράνομη διακίνηση όπλων και ναρκωτικών αποτελεί την επικερδέστερη παράνομη διεθνή δραστηριότητα.
Τέλος θα γίνει προσπάθεια καταγραφής με τρόπο επιγραμματικό ενός πλέγματος ενδεικτικών μόνο προτάσεων που αφορούν στην αντιμετώπιση του θέματος, που από πλευράς προτεραιότητας κρίνουμε ότι πρέπει να χαρακτηρισθεί ως ΄΄άκρως επείγον΄΄. Λόγω της ευρύτητας του θέματος δεν θα γίνει στην παρούσα ανάλυση αναφορά στις γενικότερες γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές συνθήκες που αφορούν στη δημιουργία των μεταναστευτικών – προσφυγικών ή λαθρομεταναστευτικών ρευμάτων των τελευταίων ετών.
Ο λόγος που επέβαλε την αναφορά αυτή είναι:
Α. Η έλλειψη στοιχειώδους ενημέρωσης από δημοσιογράφους των γνωστών συστημικών μέσων «ενημέρωσης» ή από εκπροσώπους της κυβέρνησης και του κόμματος της αξιωματικής «αντιπολίτευσης» για το περιεχόμενό της συνθήκης Σένγκεν και των Παραρτημάτων της, όπως αυτή χρονικά διαμορφώθηκε από το 1985 και μετά, αλλά κυρίως από το 1992 και μετά, που η τότε Κυβέρνηση της Ελλάδος επέλεξε την είσοδο της χώρας στην Συνθήκη αυτή.
Β. Η ανάδειξη του προβλήματος του μεταναστευτικού ως μία από τις αμεσότερες ασύμμετρες απειλές που πρέπει να αντιμετωπίσει η χώρα με υπεύθυνους χειρισμούς, αλλά κυρίως με πλήρη αναθεώρηση της πολιτικής της επί του θέματος, όσο ακόμη είναι καιρός και πριν το πρόβλημα αυτό γίνει χιονοστιβάδα και μας εξαφανίσει ως ο κρατική οντότητα.
2. ΓΕΝΙΚΑ
Δυστυχώς, ό,τι ακριβώς συνέβη με την είσοδό μας στην Ευρωζώνη το ίδιο ακριβώς συνέβη και με την είσοδό μας στη συνθήκη Σένγκεν. Δηλαδή, εισήλθαμε με άκρως δυσμενείς – καταστροφικούς για τη χώρα μας όρους, χωρίς να πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για ένα τόσο σημαντικό εγχείρημα, χωρίς να έχουν εξασφαλισθεί τα στοιχειώδη εθνικά μας συμφέροντα, αλλά και χωρίς να υπάρχει η δέουσα ενημέρωση των Ελλήνων πολιτών.
Αντιθέτως, υπήρξε συσκότιση, εάν όχι παραπληροφόρηση των πολιτών, ότι η είσοδος της χώρας στη συνθήκη Σένγκεν, θα ήταν εθνικά επωφελής. Αποδεικνύεται όμως αντίθετα ότι οι συνέπειες, όχι μόνο για τη χώρα μας, αλλά και για την ενότητα της Ευρώπης είναι ολέθριες, διότι η κατάργηση των συνοριακών ελέγχων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον τρόπο που σχεδιάστηκαν, καθώς και η θέσπιση ενιαίων διαδικασιών για τη χορήγηση ασύλου, έγιναν χωρίς να υπάρξει πολιτική ένωση της Ευρώπης, αλλά και δημιουργία κοινού συστήματος ασφάλειας και άμυνας των χωρών μελών της Ένωσης.
Οι δυσμενείς συνέπειές της συνθήκη του Σένγκεν άρχισαν να γίνονται ιδιαιτέρως αισθητές πριν από έξι περίπου έτη, όταν ξεκίνησε η προκληθείσα από τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης αναταραχή στις χώρες της Βόρειας Αφρικής και στις χώρες της Μέσης Ανατολής (η περίφημη «Αραβική Άνοιξη»). Ωστόσο, αυτές οι δυσμενείς συνέπειες άρχισαν να κορυφώνονται και να καθίστανται καταστροφικές από το καλοκαίρι του 2015, λόγω της εγκληματικής για τους πρόσφυγες και για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας «πολιτικής» της κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ., η οποία θα αναλυθεί στη συνέχεια.
3. Η εξελικτική διαμόρφωση της Συνθήκης Σένγκεν και των Παραρτήματων της
Η συνθήκη Σένγκεν ή Κώδικας συνόρων του Σένγκεν υπεγράφη, ως αρχική συμφωνία, το 1985 στην κωμόπολη Σένγκεν του Λουξεμβούργου, από την οποία και έλαβε την ονομασία της, με τη συμμετοχή πέντε μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι της Γερμανίας, της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου. Έκτοτε, υπέστη τροποποιήσεις και το τελικό κείμενό της διαμορφώθηκε με τους αριθμ. 562/2006 και 1051/2013 Κανονισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006 και της 22ας Οκτωβρίου 2013, αντιστοίχως (SCHENGEN-1 και SCHENGEN-2). Η Ελλάδα υπέγραψε τη συνθήκη, προσχωρώντας σ’ αυτήν, το 1992 (επί κυβερνήσεως Κων/νου Μητσοτάκη), την κύρωσε το 1997, με το Νόμο 2514/1997, και την έθεσε σε εφαρμογή το 2000 (επί κυβερνήσεως Σημίτη)
Η αρχική μορφή της συνθήκης Σένγκεν δε θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ιδιαιτέρως επιβλαβής για τη χώρα μας. Βασικός σκοπός της ήταν και είναι η ακώλυτη – ελεύθερη διακίνηση των πολιτών – υπηκόων των χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 20). Προβλέπει, ωστόσο, διαδικασίες για την καλύτερη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης, προκειμένου να καταπολεμηθεί η λαθρομετανάστευση (αυτός είναι ο ορθός όρος, που χρησιμοποιείται στην πρώτη σελίδα της συνθήκης) και η εμπορία ανθρώπων, αλλά και να προληφθεί κάθε απειλή κατά της εσωτερικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της δημόσιας υγείας και των διεθνών σχέσεων των κρατών μελών (βλ. άρθρο 12 παρ. 1).
Δικαιούχοι του κοινοτικού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας μεταξύ των κρατών μελών είναι κυρίως οι πολίτες της Ένωσης (άρθρο 2 παρ. 5α), ενώ ως υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος δεν έχει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας μεταξύ των κρατών μελών, ορίζεται στη συνθήκη «οποιοσδήποτε δεν είναι υπήκοος της Ένωσης (άρθρο 2 παρ. 6).
Ρητώς προβλέπεται στη συνθήκη η ίδρυση εξειδικευμένης συνοριοφυλακής (άρθρα 14 και 15), αλλά και περιγράφεται ο τρόπος φύλαξης και ελέγχου των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης (π.χ. βλ. άρθρα 4-13).
Όπως σαφώς προκύπτει από το κείμενο της Συνθήκης (SCHENGEN-1), δεν υπάρχει η παραμικρή πρόβλεψη ή διαδικασία αποβολής κράτους – μέλους της Συνθήκης. Ως εκ τούτου, μόνο ως προπαγάνδα και προσπάθεια πρόκλησης πανικού στους Έλληνες πολίτες μπορεί να εκληφθεί από όσους πολιτικούς και δημοσιογράφους διαδίδεται, σε αγαστή συνεργασία με τους ευρωπαίους εταίρους, ότι μεθοδεύεται η αποβολή της χώρας μας από τη συνθήκη Σένγκεν. Επιπρόσθετα ουδείς Ευρωπαίος εταίρος επιθυμεί πραγματικά την αποπομπή της Ελλάδος ή άλλου κράτους μέλους της Συμφωνίας, διότι οι Ευρωπαίοι εταίροι θα υποστούν σημαντικές αρνητικές συνέπειες. Θα το επιδιώξουν μόνο, εάν εξασφαλίσουν τη δική μας συναίνεση και υπογραφή σε όρους εξόδου, οι οποίοι θα τους ευνοούν, δηλαδή θα ελαχιστοποιούν τους κινδύνους γι’ αυτούς. Αυτή, λοιπόν, η τακτική παραπληροφόρησης και πρόκλησης πανικού στον ελληνικό λαό γίνεται, προκειμένου να εμφανισθεί η έξοδος της χώρας μας από τη συνθήκη Σένγκεν και από την Ευρωζώνη, ως κάτι καταστροφικό για τη χώρα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ανενημέρωτος και τρομοκρατημένος ελληνικός λαός θα επιθυμεί με κάθε τρόπο την παραμονή της χώρας, στη συνθήκη Σένγκεν, αποδεχόμενος ό,τι του επιβάλλεται, ακόμη και όταν αυτή η παραμονή συνεπάγεται τη σταδιακή καταστροφή του. Είναι φυσικό ότι στο υποσυνείδητο του ελλιπώς ενημερωμένου Έλληνα πολίτη εντυπώνουν τη σκέψη, ότι, αφού θέλουν οι ευρωπαίοι εταίροι να μας εκδιώξουν, τότε μας συμφέρει να παραμείνουμε στη συνθήκη Σένγκεν.
Η μετατροπή της συνθήκης Σένγκεν σε κάτι καταστροφικό για τη χώρα μας άρχισε το έτος 2003, επί κυβερνήσεως Σημίτη, η οποία συνυπέγραψε την 18η Φεβρουαρίου 2003 τον αριθμ. 343/2003 Κανονισμό του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΟΥΒΛΙΝΟ 2), που αφορούσε στη «θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους, που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου, που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας» (ASYLO). Ο συγκεκριμένος Κανονισμός, λειτούργησε και λειτουργεί ως «Παράρτημα» της συνθήκης Σένγκεν, διότι σχετίζεται άμεσα με τις διαδικασίες ελέγχου στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης.
Έτσι, ούτε λίγο ούτε πολύ, με τις προβλέψεις του συγκεκριμένου Κανονισμού, οι «χώρες εισόδου» της Ένωσης, που μετέχουν στη συνθήκη Σένγκεν, είναι υποχρεωμένες να δέχονται στο έδαφός τους, όσους υπηκόους τρίτων χωρών πληρούν τις προϋποθέσεις του πρόσφυγα (όχι του μετανάστη). Κατεξοχήν χώρες εισόδου προσφύγων και μεταναστών, που μετέχουν στη συνθήκη Σένγκεν, είναι η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία (βλ. άρθρα 10-14 και 16-20)
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις προβλέψεις του συγκεκριμένου Κανονισμού (ASYLO), οι υπήκοοι τρίτων χωρών, που πληρούν τις προϋποθέσεις του πρόσφυγα, πρέπει να γίνονται δεκτοί σ’ αυτές τις χώρες («χώρες εισόδου») και να παραμένουν σ’ αυτές. Μόνο δε σ’ αυτές τις «χώρες εισόδου» δύνανται να εργάζονται και όχι στις άλλες χώρες – μέλη της συνθήκης Σένγκεν.
Εάν, όμως, επιλέξουν, αξιοποιώντας την ελεύθερη διακίνηση μεταξύ των χωρών – μελών της συνθήκης Σένγκεν, να ταξιδέψουν στη Γερμανία, στην Αυστρία, στη Σουηδία, κλπ, που ναι μεν είναι χώρες – μέλη της συνθήκης, αλλά όχι «χώρες εισόδου», τότε η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία είναι υποχρεωμένες, εφόσον αποδεικνύεται, ότι ο πρόσφυγας εισήλθε και κατεγράφη σε κάποια από αυτές τις χώρες, να τον δεχθούν πίσω (βλ. άρθρα 16-20).
Είναι, λοιπόν, προφανές, ότι ο συγκεκριμένος Κανονισμός εξυπηρέτησε και εξυπηρετεί κατά απόλυτο τρόπο τις χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης και ιδίως τη Γερμανία, που αποτελεί τον βασικό πόλο έλξης και προορισμό προσφύγων και μεταναστών, καθότι προβάλλει τα τελευταία χρόνια, ως η πιο ισχυρή και ακμάζουσα χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Αντιθέτως, οι χώρες, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, που είναι οι κατεξοχήν «χώρες εισόδου» προσφύγων και μεταναστών (ιδίως η Ελλάδα), συνυπέγραψαν έναν Κανονισμό, που μακροπρόθεσμα θα λειτουργούσε σε βάρος των συμφερόντων τους και θα τις μετέτρεπε σε αποθήκη εξαθλιωμένων προσφύγων και λαθρομεταναστών.
Ωστόσο, για να λειτουργήσει ο Κανονισμός προς όφελος της Γερμανίας και των υπολοίπων βόρειων και δυτικών ευρωπαϊκών χωρών, απαιτείται οι «χώρες εισόδου» των κρατών – μελών της συνθήκης Σένγκεν, δηλαδή η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, να καταγράφουν όσους πρόσφυγες και μετανάστες εισέρχονται στα εδάφη τους και να αποστέλλουν αυτά τα στοιχεία στα άλλα κράτη – μέλη, ώστε εάν βρεθούν στη Γερμανία, στην Αυστρία, κλπ, να μπορούν αυτές οι χώρες να τους στείλουν πίσω στη «χώρα εισόδου», η οποία θα είναι υποχρεωμένη να τους δεχθεί. Εάν, όμως, δεν καταγράφονται, τότε δεν θα είναι ευχερές να αποδειχθεί ποία είναι η «χώρα εισόδου», ώστε να την υποχρεώσουν να αποδεχθεί την επιστροφή των προσφύγων και των μεταναστών. Αυτήν την κομβική προϋπόθεση είναι σημαντική και χρήσιμη στην κατανόηση όσων συνέβησαν στη συνέχεια και εξελίσσονται στις μέρες μας.
Για να εξασφαλίσουν, στο μέτρο του δυνατού, η Γερμανία και οι υπόλοιπες χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης, ότι αυτή η καταγραφή θα γίνεται, προώθησαν την επόμενη χρονιά, δηλαδή το έτος 2004, με την ψήφιση του αριθμ. 2007/2004 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ε.Ε., την ίδρυση – σύσταση της περίφημης FRONTEX, δηλαδή «του ευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Αυτό συνέβη επί κυβερνήσεως Καραμανλή.
Ο χρόνος, που επελέγη για την κατάρτιση και ψήφιση των προαναφερθέντων Κανονισμών, δηλαδή τα έτη 2003 και 2004, δεν ήταν τυχαίος. Είχαν προηγηθεί οι επεμβάσεις του ΝΑΤΟ στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και είχαν ήδη αρχίσει να δημιουργούνται τα πρώτα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα, με κατεύθυνση την Ευρώπη και ιδίως τη Γερμανία και τις άλλες χώρες της βόρειας και της δυτικής Ευρώπης. Γ’ αυτόν το λόγο η Γερμανία έσπευσε να προστατεύσει τον εδαφικό χώρο της, συνεργαζόμενη και με άλλες ενδιαφερόμενες χώρες (π.χ. Γαλλία, Αυστρία), καθώς και με τις χώρες, που λειτουργούσαν, ως δορυφόροι της. Δυστυχώς, σ’ αυτήν την επιδίωξή της βρήκε πρόθυμες κυβερνήσεις στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Ισπανία, οι οποίες είχαν πλέον καταστεί δορυφόροι και λειτουργούσαν υπέρ μίας γερμανικής Ευρώπης, τις δυσμενέστατες συνέπειες της οποίας βιώνουμε τα τελευταία έξι χρόνια.
Επιπλέον, στη συνθήκη Σένγκεν (SCHENGEN-1), υπήρχε πρόβλεψη στα άρθρα 23-31 για προσωρινή επαναφορά του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα της Ένωσης ( δηλαδή το λεγόμενο ΄΄ κλείσιμο των συνόρων ΄΄), υπό συγκεκριμένες – αυστηρώς περιορισμένες περιπτώσεις, που σχετίζονται με λόγους δημόσιας τάξης και εσωτερικής ασφάλειας μίας ή περισσοτέρων χωρών – μελών της συνθήκης Σένγκεν. Η επαναφορά των ελέγχων προβλεπόταν να έχει ανώτατη διάρκεια 30 ημέρες και δυνατότητα ανανέωσης αυτών των περιορισμών για περιόδους, που δεν θα υπερβαίνουν τις επιπλέον 30 ημέρες (SCHENGEN-1)
Το δε 2011, επί κυβερνήσεως Γιώργου Παπανδρέου, ο εν λόγω Κανονισμός, τροποποιήθηκε, με τον αριθμ. 1168/2011 Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ε.Ε. της 25ης Οκτωβρίου 2011 (FRONTEX), προκειμένου να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο ο ρόλος της FRONTEX. Η FRONTEX, επί της ουσίας, δεν στοχεύει τόσο στη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων των χωρών – μελών της συνθήκης, που είναι «χώρες εισόδου», αλλά στην εξασφάλιση, ότι όσοι πρόσφυγες και μετανάστες εισέρχονται στις «χώρες εισόδου» (π.χ. στην Ελλάδα) θα καταγράφονται, ώστε, εάν βρεθούν στη συνέχεια στη Γερμανία ή σε άλλη χώρα της βόρειας ή της δυτικής Ευρώπης, να επιστρέφονται στη «χώρα εισόδου», η οποία θα είναι υποχρεωμένη να τους δεχθεί πίσω.
Με αφορμή όμως:
α) το ξέσπασμα της «Αραβικής Άνοιξης» στις χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, που απεδείχθη «Αραβικός Χειμώνας», πάλι με ευθύνη των Δυτικοευρωπαϊκών χωρών και τη συνδρομή της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ, αλλά και
β) τη διαπίστωση, εκ μέρους της Γερμανίας, ότι η καταγραφή των προσφύγων και των μεταναστών στις «χώρες εισόδου», δηλαδή στην Ελλάδα (ιδίως σ’ αυτήν), στην Ιταλία και στην Ισπανία,
δεν ήταν η ενδεδειγμένη, μεθοδεύτηκε, κυρίως από τη Γερμανία, η τροποποίηση της συνθήκης Σένγκεν, αλλά και η ενίσχυση του ρόλου της FRONTEX.
Ειδικότερα την 22α Οκτωβρίου 2013 η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου συνυπέγραψε τον αριθμ. 1051/2013 Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον οποίο τροποποιήθηκε – συμπληρώθηκε η συνθήκη Σένγκεν (SCHENGEN-2). Για μία ακόμη φορά, σκοπός των τροποποιήσεων και συμπληρώσεων ήταν η προστασία της Γερμανίας και των λοιπών χωρών της βόρειας και δυτικής Ευρώπης, που αποτελούν πόλο έλξης και προορισμό για τη συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων και των μεταναστών.
Πλέον, με την τροποποίηση της συνθήκης που έγινε με τον προαναφερθέντα Κανονισμό, καθίσταται ευχερέστερη η επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα της Ένωσης ή, όπως συνηθίζεται να λέγεται, το «κλείσιμο των συνόρων». Αρκεί, για παράδειγμα, η διαπίστωση, ότι η φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης (π.χ. της Ελλάδας) δεν είναι επαρκής ή δεν είναι εφικτή. Παράλληλα, η διάρκεια του «κλεισίματος των συνόρων» (επαναφοράς των ελέγχων) από τριάντα ημέρες αυξήθηκε σε έξι μήνες, με δυνατότητα παράτασης για δύο έτη (βλ. άρθρο 23 παρ. 4 – SCHENGEN-2). Με αυτές τις τροποποιήσεις, τέθηκε ουσιαστικά και η λογική των hotspots (κέντρα φιλοξενίας και κέντρα φύλαξης) στην Ελλάδα.
Όλα αυτά υπεγράφησαν από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις (Σημίτη, Καραμανλή, Παπανδρέου, Σαμαρά – Βενιζέλου), που στηρίζονται από κόμματα (ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ν.Δ.), τα οποία σήμερα εμφανίζονται τιμητές και ως σωτήρες, κατηγορώντας όλους τους άλλους. Αυτό, ωστόσο δεν εξαγνίζει τις εγκληματικές ευθύνες της τωρινής κυβέρνησης, στις οποίες θα αναφερθώ παρακάτω.
Πρέπει, όμως να επισημανθεί, ότι στη συνθήκη Σένγκεν δεν μετέχουν αυτή τη στιγμή πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ορισμένες από τις οποίες επιθυμούν συνειδητά να διατηρήσουν τους ελέγχους στα σύνορά τους. Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις οποίες δεν ισχύει σήμερα η συνθήκη Σένγκεν, είναι η Αγγλία, η Ιρλανδία, η Κροατία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Κύπρος.
Συγκρατείστε το γεγονός, ότι για την Κύπρο και τη Βουλγαρία, δύο όμορες με την Ελλάδα, αλλά και με την Τουρκία, χώρες, δεν αντιμετωπίζουν μεταναστευτικό ρεύμα, παρά το γεγονός, ότι η Βουλγαρία έχει εκτεταμένα χερσαία σύνορα με την Τουρκία. Η διαφοροποίησή τους με την Ελλάδα, συνίσταται στο ότι α) δεν ισχύει σ’ αυτές η συνθήκη Σένγκεν, β) έχουν πιο αυστηρή εσωτερική νομοθεσία και γ) έχουν σοβαρή και σταθερή εξωτερική πολιτική.
Αντιθέτως, η Ελλάδα, υιοθετώντας εσωτερική νομοθεσία ιδιαιτέρως ευνοϊκή για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, αρχής γενομένης από την Κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, σε συνδυασμό με όσα επακολούθησαν στο κομβικό για τις εξελίξεις έτος 2015, οδήγησαν στη σημερινή τραγωδία, τόσο για τη χώρα μας, όσο και για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, για τους οποίους υποκριτικά κόπτεται η κυβέρνηση των ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ.
Είναι σημαντικό επίσης ν΄ αναφερθεί ο ρόλος που παίζει ο φράχτης στον Έβρο, για τον οποίο ορισμένοι δολίως και ορισμένοι από άγνοια της κατάστασης ή από ιδεολογικές αγκυλώσεις, ζητούσαν να μην κατασκευασθεί και πλέον να κατεδαφισθεί. Πριν την κατασκευή του φράχτη, οι μεταναστευτικές – προσφυγικές ροές διοχετεύονταν από τους Τούρκους διακινητές μέσω Έβρου. Το πρόβλημα ήταν μεγάλο. Πλην όμως, με την κατασκευή του φράχτη, σχεδόν εξαλείφθηκε η μεταναστευτική ροή από τα χερσαία σύνορα της χώρας μας με την Τουρκία.
Θα ανέμενε στη συνέχεια κάποιος, να διοχετευθούν αυτές οι μεταναστευτικές – προσφυγικές ροές στη Βουλγαρία, της οποίας τα χερσαία σύνορα με την Τουρκία είναι επίσης εκτεταμένα, αλλά και δεν υπάρχει το εμπόδιο κάποιου μεγάλου φράχτη. Αυτό, ωστόσο, δεν συνέβη, διότι απλούστατα προστάτευσε τη Βουλγαρία το γεγονός, ότι δεν ήταν μέλος της συνθήκης Σένγκεν, όπως η Ελλάδα, αλλά και ότι είχε αυστηρότερη εσωτερική νομοθεσία για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Αυτό πρακτικά σήμαινε, ότι όποιος εισερχόταν στη Βουλγαρία δεν είχε την ίδια ευκολία να μεταβεί σε χώρες της βόρειας και της δυτικής Ευρώπης (κυρίως στη Γερμανία και στη Σουηδία). Ως εκ τούτου, οι μεταναστευτικές ροές διοχετεύθηκαν από τους Τούρκους διακινητές στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου.
Πλην όμως, αυτές οι μεταναστευτικές – προσφυγικές ροές προς τα νησιά της χώρας μας έλαβαν τεράστιες διαστάσεις από τα τέλη της ανοίξεως του 2015. Το μόνο που άλλαξε και δικαιολογεί αυτήν την τεράστια αύξηση της μεταναστευτικής – προσφυγικής ροής προς τη χώρα μας, ήταν η εγκληματική για τη χώρα μας, αλλά και για τους ίδιους τους δυστυχείς πρόσφυγες και μετανάστες, πολιτική ανοικτών συνόρων, που ακολούθησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Τα πάντα μετεβλήθησαν απότομα, όταν η τότε αρμόδια Υπουργός Τασία Χριστοδουλοπούλου, έστειλε, με δημόσιες δηλώσεις της, το μήνυμα και στη συνέχεια την αντίστοιχη εντολή προς τους συνοριοφύλακες, ότι ουδείς παρανόμως εισελθών στη χώρα θα συλλαμβάνεται, αλλά και δεν θα εγκλείεται σε ειδικούς καταυλισμούς, οι ελάχιστοι των οποίων καταργήθηκαν, αντί να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης σ’ αυτούς.
Παράλληλα, ο υπουργός Άμυνας και πρόεδρος των ΑΝ.ΕΛ., δημοσίως και ευθέως δήλωσε, ότι πολιτική της Ελλάδας είναι να αφήσει ελεύθερη τη δίοδο σε πρόσφυγες και μετανάστες, προκειμένου στη συνέχεια να προωθηθούν στη Γερμανία και στις άλλες χώρες της βόρειας και της δυτικής Ευρώπης . Απείλησε μάλιστα και για διευκόλυνση εισόδου τζιχαντιστών στην Ευρώπη.
Όλα, λοιπόν, καταδεικνύουν, ότι η «πολιτική» της κυβέρνησης ήταν προϊόν πάγιων ιδεοληψιών, επικίνδυνων για τη χώρα μας, τις συνέπειες των οποίων βιώνουμε σήμερα. Δυστυχώς η κατάσταση θα επιδεινωθεί μετατρέποντας τη χώρα σε απέραντη αποθήκη εξαθλιωμένων προσφύγων και μεταναστών με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε όλους τους τομείς (υγεία, ασφάλεια, οικονομία, κλπ). Παράλληλα, αυτή η πολιτική, στοχοποίησε τη χώρα μας, εμφανίζοντάς την παγκοσμίως, ως «ξέφραγο αμπέλι» και ως μη τηρούσα τις συμφωνίες, που υπογράφει. Αντί δηλαδή, να στοχοποιείται η Τουρκία και ο καταστροφικός ρόλος της, τόσο στη Συρία, όσο και στο ζήτημα των προσφυγικών – μεταναστευτικών ροών, η ελληνική κυβέρνηση κατόρθωσε να στοχοποιήσει τη χώρα μας, αλλά και να την αφήσει χωρίς συμμαχίες, όχι μόνο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και μεταξύ των βαλκανικών χωρών.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι, αμέσως μετά από αυτή τη σοβαρή και εγκληματική στροφή στη μεταναστευτική «πολιτική» της χώρας (εάν ποτέ υπήρξε δομημένη μεταναστευτική πολιτική), μειώθηκαν απότομα οι μεταναστευτικές – προσφυγικές ροές προς την Ιταλία και προς την Ισπανία. Τρανή απόδειξη αποτελεί το γεγονός, ότι μετανάστες και πρόσφυγες από τις χώρες της βόρειας και υποσαχάριας Αφρικής προτιμούν πλέον να κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι φθάνοντας στα παράλια της Τουρκίας, αφού προηγουμένως διασχίσουν τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τη Μικρά Ασία, προκειμένου να περάσουν απέναντι στα ελληνικά νησιά, ρισκάροντας ακόμη και τη ζωή τους στην ταραγμένη θάλασσα του Αιγαίου, αντί να επιλέξουν τις πλησιέστερες σ’ αυτούς χώρες της Ιταλίας και της Ισπανίας, όπως συνέβαινε πριν το καλοκαίρι του 2015.
Υπό αυτή την έννοια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ φέρει τεράστιες ευθύνες, τόσο για το ανθρώπινο δράμα, που συντελείται στις ακτές του Αιγαίου και πλέον και στο εσωτερικό της χώρας μας, όσο και για το εθνικό έγκλημα, που συντελείται σε βάρος της χώρας μας.
Εάν μάλιστα ληφθούν σοβαρά υπόψη οι απόψεις, που δημοσίως εκφράσθηκαν από αρμοδίους Υπουργούς της Κυβέρνησης (Ξυδάκη και Μουζάλα), ότι δηλαδή οι μεταναστευτικές – προσφυγικές ροές θα συμβάλλουν στην επίλυση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας, αποδεικνύεται δυστυχώς περίτρανα ότι υπάρχει αδυναμία αντιλήψεως από την Κυβέρνηση ενός τεράστιου προβλήματος. Ενός προβλήματος που γίνεται οξύτερο διότι με την ακολουθούμενη πολιτική της κυβέρνησης αυξάνεται διαρκώς και η φυγή – μετανάστευση Ελλήνων πολιτών στο εξωτερικό. Έτσι ίσως θα πρέπει να ανησυχούμε, πως ό,τι συμβαίνει αποτελεί μέρος ενός καλοσχεδιασμένου σχεδίου, που επιχειρεί να μετατρέψει την Ελλάδα από χώρα σε χώρο αποθήκευσης λαθρομεταναστών, εξ αιτίας του καταστροφικού συνδυασμού ανικανότητας και στείρας ιδεοληψίας της Κυβέρνησης, προκειμένου ο όγκος των μεταναστευτικών ροών να κρατηθεί και όσο αντέξει, έξω από τον σκληρό πυρήνα της ΕΕ.
Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και κατάρρευσης της χώρας είναι ανθρωπίνως αδύνατο να φιλοξενηθούν δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες, οι οποίοι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους θα εγκλωβιστούν μόνιμα στη χώρα μας. Τίποτε δεν μπορεί να εξασφαλίσει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Η δε αξιέπαινη προσπάθεια ιδιωτών – πολιτών και ΜΚΟ (όχι όλων, διότι κάποιες διαδραματίζουν ύποπτο ρόλο) δεν δύναται να καλύψει τις τραγικές ανεπάρκειες του ελληνικού κράτους.
4. Η ασύμμετρη απειλή των λαθρομεταναστευτικών εισροών
Οι συνέπειες της μαζικής αυτής λαθρομετανάστευσης κρίνονται σοβαρές σε πολλούς τομείς της κρατικής μας οντότητας όπως στον οικονομικό τομέα, στον τομέα της υγείας, του τουρισμού, της κοινωνικής συνοχής, της παιδείας κλπ. Εκεί όμως που το θέμα είναι μείζον και εθνικής σημασίας, είναι στον τομέα της ασφάλειας της χώρας και της διατήρησης της εθνικής μας υπόστασης ως έθνους.
Τούτο διότι η λαθρομετανάστευση αποτελεί μια ασύμμετρη απειλή η οποία υποβόσκει στα θεμέλια του συστήματος αμύνης και ασφαλείας της χώρας καθ΄ όσον:
Α. Οι λαθρομετανάστες στην συντριπτική πλειοψηφία τους, πλην ελαχίστων Συρίων, είναι Μουσουλμάνοι και συνδέονται εθνολογικά και θρησκευτικά με τον εξ ανατολών εχθρό μας, που είναι βέβαιο ότι θα τους χρησιμοποιήσει και θα τους βοηθήσει να οργανωθούν σε συμπαγείς κοινότητες προκειμένου να τους ποδηγετήσει για την επίτευξη των στόχων του στο Αιγαίο και την Θράκη. Πρέπει δε να θεωρούμε βέβαιο ότι για το ενδεχόμενο αυτό, η Τουρκία έχει ήδη δημιουργήσει την απαραίτητη υποδομή με κατάλληλους ανθρώπους (πράκτορες, στελέχη ειδικών επιχειρήσεων, ειδικούς σε δολιοφθορές κλπ) που ήδη βρίσκονται μεταξύ των λαθρομεταναστών στην Ελλάδα και θα ακολουθήσουν και άλλοι.
Είναι εφιαλτικό μόνο και στη σκέψη το σενάριο μιας κρίσης ή ενός θερμού επεισοδίου με την Τουρκία και ενώ το μείζων της αμυντικής μας προσπάθειας να είναι προσανατολισμένο προς ανατολάς, στα νώτα μας και εντός της χώρας μας να καταστρέφονται εργοστάσια παραγωγής ρεύματος, λιμάνια , αεροδρόμια, υδραγωγεία, νοσοκομεία, γέφυρες, οδικοί άξονες, σιδηροδρομικό δίκτυο ή να σφάζεται άμαχος πληθυσμός.
Β. Επιπρόσθετα πρέπει να θεωρούμε βέβαιο ότι μεταξύ των λαθρομεταναστών παρεισέφρησαν ή θα παρεισφρήσουν στελέχη ισλαμιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων προκειμένου να συνεχίσουν στην Ελλάδα ή στην υπόλοιπη Ευρώπη το έργο που άρχισαν οι ομοϊδεάτες τους στις Βρυξέλες και στο Παρίσι δημιουργώντας κλίμα ανασφάλειας σύμφωνα με τις διακηρύξεις τους σε όλο τον Δυτικό κόσμο.
Γ. Εξίσου σοβαρή είναι και η απειλή που δημιουργούν οι λαθρομετανάστες και στην κοινωνική συνοχή της χώρας μας. Προερχόμενοι από χώρες με εντελώς διαφορετικό από εμάς πολιτιστικό και πολιτισμικό επίπεδο, κυρίως δε με διαφορετική θρησκεία που διδάσκει και απαιτεί την εξόντωση όποιου δεν ασπάζεται τις αρχές του κορανίου και τον ισλαμισμό, δημιουργούν κλειστές κοινωνίες. Συγκροτούν έτσι αρραγείς φυλετικές, εθνικές και θρησκευτικές ομάδες που όχι μόνο δεν αφομοιώνονται από τις τοπικές κοινωνίες, όπως αποδεικνύεται σε άλλες χώρες του δυτικού κόσμου, αλλά προσπαθούν μαχητικά και δια της βίας να επιβληθούν επ΄ αυτών, αποκτώντας τελικά κοινωνική αυτοδυναμία, αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να γίνουν πρόσφυγες στη χώρα τους.
Δ. Τέλος οι λαθρομετανάστες, ένα μεγάλο ποσοστό των οποίων είναι βέβαιο ότι θα μείνουν στην πατρίδα μας λόγω των δεσμεύσεων και υποχρεώσεων που ανέλαβαν ανεύθυνες πολιτικές ηγεσίες, με τους πολύ αυξημένους ρυθμούς της πληθυσμιακής ανάπτυξής τους, θα καταστούν πολύ γρήγορα πλειοψηφία στη χώρα μας, κατ΄ αρχήν στις περιοχές που θα εγκατασταθούν και εν συνεχεία στο σύνολο του πληθυσμού. Εάν στη Μ. Βρετανία , μια μεγάλη χώρα της Ευρώπης, οι Βρετανοί θα είναι μειοψηφία σε λιγότερο από 10 χρόνια, είναι εύκολο να αντιληφθούμε τις επιπτώσεις που θα έχει για τη χώρα μας αυτό το φαινόμενο όσον αφορά την εθνική μας ασφάλεια και εδαφική μας κυριαρχία , όταν εθνολογικά οι πρόσφυγες είναι συγγενείς με γειτονικά μας κράτη που διεκδικούν εδάφη από τη χώρα μας.
5. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Ασχέτως, όμως του τι πράττει ή δεν πράττει η κυβέρνηση, είναι σημαντικό να γνωρίζει ο πολίτης, ότι υπήρχαν και υπάρχουν δυνατότητες αντιμετώπισης του προβλήματος, πάντοτε εντός του πλαισίου της διεθνούς νομιμότητας, τις οποίες όμως η ελληνική πολιτική αποφεύγει συστηματικά να αξιοποιήσει. Όσο όμως παρέρχεται ο χρόνος και η κατάσταση χειροτερεύει, τόσο οι δυνατότητες περιορίζονται δραματικά. Για τον λόγο αυτό μεταξύ ενδεχομένως και άλλων μέτρων προτείνεται να μελετηθούν και τα παρακάτω.
Α. Να καταγγελθεί με κάθε τρόπο ο ρόλος της Τουρκίας και να επιδιωχθεί η λήψη μέτρων σε βάρος της. Απαιτείται επικοινωνιακή εκστρατεία. Το δε δικαίωμα «βέτο», το οποίο διαθέτουμε σε όλους τους οργανισμούς, στους οποίους μετέχουμε από κοινού με την Τουρκία, πρέπει πλέον να ασκείται συστηματικά από την κυβέρνηση σε σχέση με τις επιδιώξεις της Τουρκίας. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα είχαμε πολλούς συμμάχους, δεδομένου, ότι ήδη η Τουρκία είναι «στριμωγμένη» διεθνώς στο ζήτημα της Συρίας και της εκ μέρους της ενίσχυσης των τζιχαντιστών.
Β. Οικοδόμηση συμμαχιών με τις βαλκανικές χώρες, οι οποίες, εάν υποκύψει η Ελλάδα, θα είναι ο επόμενος στόχος της Τουρκίας, αλλά και με τις υπόλοιπες «χώρες εισόδου» της συνθήκης Σένγκεν, οι οποίες αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα με την Ελλάδα, αλλά πλέον σε μικρότερο βαθμό, ελέω της δικής μας άφρονος πολιτικής.
Γ. Καταγγελία του ρόλου της Τουρκίας για το προσφυγικό στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε το οποίο ήδη αναγνώρισε ότι οι μεγάλες προσφυγικές ροές είναι «απειλές για την Ειρήνη».
Δ. Να καταστεί η Ελλάδα μη ελκυστική χώρα προορισμού για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και να ποινικοποιηθεί, με αυστηρές ποινές, η παράνομη είσοδος στη χώρα μας για όλους τους εισερχομένους, πλην όσων αποδεικνύουν, ότι είναι πρόσφυγες πολέμου και όσων κινδυνεύει η ζωή τους στην Τουρκία.
Ε. Να αυστηροποιηθεί η νομοθεσία για τους διακινητές προσφύγων και μεταναστών, με την τιμωρία τους να είναι παραδειγματική.
Στ. Να ενεργοποιηθούν τα κέντρα κράτησης μεταναστών, στα οποία όμως θα υπάρχουν ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, και να εξασφαλισθεί η ταχύτατη επαναπροώθησή τους στη χώρα τους.
Ζ. Να εξασφαλισθούν ανθρώπινες συνθήκες, εντός οργανωμένων καταυλισμών, αποκλειστικά για τη φιλοξενία προσφύγων πολέμου, σε περιοχές, που θα επιλεγούν προσεκτικά, κατόπιν συνεννόησης με τους τοπικούς φορείς.
Η. Να επιδιωχθεί η διαλογή και ταυτοποίηση μεταναστών – προσφύγων να πραγματοποιείται στην Τουρκία και η μετακίνησή τους να γίνεται απευθείας από εκεί στα κράτη υποδοχής.
Θ. Ενεργοποίηση όλων των μηχανισμών εσωτερικής ασφάλειας της χώρας, ώστε να αποτραπεί η δημιουργία τρομοκρατικών πυρήνων και προβοκάτσιας, αλλά και να εντοπισθεί και απενεργοποιηθεί η παράνομη δραστηριότητα ύποπτων ΜΚΟ.
Ι. Η απεμπλοκή των Ενόπλων Δυνάμεων από τις ΄΄ δουλείες φιλοξενίας ΄΄ μεταναστών –προσφύγων – λαθρομεταναστών ( έργο ξένο και απαξιωτικό για την αποστολή τους) και εμπλοκή τους σε συνεργασία με το Λιμενικό Σώμα και την Αστυνομία στην επιτήρηση των νησιωτικών συνόρων μας. Οι Ένοπλες Δυνάμεις ως εκ της αποστολής τους και της κεκτημένης τεχνογνωσίας τους αλλά και του σύγχρονου τεχνικού εξοπλισμού που διαθέτουν όπως, θερμικά και νυκτερινά μέσα επιτήρησης, μη επανδρωμένα εναέρια μέσα, αλλά και τα μέσα της Αεροπορίας Στρατού και ανάλογα σκάφη του Π.Ν. είναι πολλαπλά χρησιμότερες για την αντιμετώπιση του θέματος σε ένα έργο που ουδείς άλλος δύναται να παρέχει, από το να μαγειρεύουν συσσίτια ή να εγκαθιστούν καταλύματα και τουαλέτες, έργο απαραίτητο μεν αλλά που μπορεί να το αναλάβουν άλλοι φορείς.
Ια. Να ζητήσουμε την αλλαγή της συνθήκης Σένγκεν και ιδίως του Κανονισμού με αριθμ. 343/2003 (ASYLO , ΔΟΥΒΛΙΝΟ ΙΙ), με απειλή αποχώρησης της χώρας μας από τη συνθήκη, την οποία απειλή να υλοποιήσουμε, εάν δεν υπάρξουν δραστικές αλλαγές στη συνθήκη, καθ΄ όσον, το περιεχόμενό της και των «Παραρτημάτων» της είναι εξοργιστικά ετεροβαρές για τις «χώρες εισόδου».
6. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κλείνοντας την παραπάνω καταγραφή σκέψεων και απόψεων, εκτιμάται ότι πριν και πάνω από κάθε μέτρο ή ενέργεια για την πρόκληση της αντιμετώπισης της παράνομης διακίνησης ανθρώπων, ως βασικού παράγοντα της λαθρομετανάστευσης , είναι ο σαφής καθορισμός και η κοινή αποδοχή από τις πολιτικές ηγεσίες της φύσης και της οξύτητας του προβλήματος για την πατρίδα μας πέρα από κάθε άλλη σκέψη κομματική ή ιδεοληπτική. Τούτο απαιτεί εκτός των προαναφερθέντων πολιτική συναίνεση και απεμπόληση από όλους των όποιων μικροπολιτικών συμφερόντων που θα δημιουργήσουν στη χώρα ΄΄ ανήκεστο βλάβη΄΄