04 Μαρτίου 2016

Προσφυγική κρίση και ασφάλεια (I. Παρίσης - Χ. Μανωλάς)



NATO EUROPE


Πέρα από την παρακολούθηση της καταστάσεως σχετικά με το προσφυγικό ζήτημα, τις εξελισσόμενες καταστάσεις, τόσο στη χώρα μας όσο και στον περίγυρό μας, είναι καθήκον όλων μας να εισηγηθούμε μέτρα για την βελτίωση μιας καταστάσεως, που εν πολλοίς φαίνεται ότι η έκτασή της έχει αιφνιδιάσει την διεθνή κοινότητα αλλά και τις ελληνικές αρχές. Είναι σημαντικό, κατά την αντιμετώπιση κρίσεων, να εντοπίζουμε το πρόβλημα και να διαβουλευόμαστε για να το θεραπεύουμε κατά τρόπο ώστε να αποτελούμε μέρος της λύσεως κι όχι του προβλήματος.
Η έννοια της εδαφικής κυριαρχίας ορίζει ότι τα κράτη έχουν σύνορα, τα οποία αποτελούν ουσιώδες γνώρισμα ανεξαρτησίας και κυριαρχίας. Σε τι βοήθησε την Ελλάδα και τους Έλληνες πολίτες η παγκοσμίως πρωτότυπη αντίληψη της εγκατάλειψης κάθε συνοριακού ελέγχου, και μάλιστα από μία χώρα όπως η Ελλάδα με γεωγραφικές ιδιαιτερότητες και επισφαλή περίγυρο; Γιατί αφέθηκε να διογκωθεί το μεταναστευτικό πρόβλημα;
Ήδη τα χρονοδιαγράμματα έχουν καταρρεύσει, οι δε δυναμικές που αναπτύσσονται επηρεάζουν αρνητικά την ασφάλεια αλλά και την κοινωνική συνοχή της χώρας. Είναι δεδομένο ότι το προσφυγικό είναι πρόβλημα διεθνές και σύνθετο που ξεφεύγει από τα εθνικά όρια. Συνεπώς, οι λύσεις που θα δοθούν θα πρέπει να προέρχονται από διεθνείς οργανισμούς.
Η Κυβέρνηση οφείλει να διεθνοποιήσει κατάλληλα το πρόβλημα ώστε η Ελλάδα να μην καταστεί μέρος του αλλά μέρος της λύσεως. Το πρόβλημα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί καταρχήν σε επίπεδο ΕΕ, με κύριο άξονα την εφαρμογή των ήδη συμφωνηθέντων. Εάν ακολουθήσουμε συγκρουσιακή τακτική (πχ. βέτο) σε διμερές επίπεδο, τότε και οι πλευρές που διαφωνούν θα χρησιμοποιούν το βέτο σε θέματα δικού μας αποκλειστικά ενδιαφέροντος.
Το θέμα όμως αφορά και το ΝΑΤΟ και ιδιαίτερα την ΝΑ του Πτέρυγα, όπου, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στην ΝΑ Μεσόγειο, απειλείται με αποσταθεροποίηση ένα κράτος μέλος του, με αρνητικότατες συνέπειες στην περιοχή των Βαλκανίων, όπου ήδη υφίσταται κενό ασφαλείας για τη Συμμαχία, με την ύπαρξη χωρών μη μελών, υποψηφίων μελών ή κρατών προς ένταξη. Η προσφυγή στο ΝΑΤΟ συμβάλλει στην περαιτέρω διεθνοποίηση του προβλήματος μια και είναι κατάλληλος χώρος για διαβουλεύσεις σε θέματα άμυνας και ασφάλειας. Άλλωστε, γι αυτόν τον λόγο υπάρχουν οι συμμαχίες, για να μπορεί οποιοδήποτε μέλος τους να κάνει χρήση της συλλογικής ισχύος.
Το ΝΑΤΟ αποφάσισε ήδη την εμπλοκή μικρής ναυτικής δύναμης (SNMG2) χωρίς ωστόσο να είναι απολύτως σαφής η αποστολής της αλλά και χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα πετύχει η αποστολή αυτή, κυρίως λόγω της απρόβλεπτης στάσης της Τουρκίας. Βεβαίως η αποστολή της SNMG2 είναι ένα μέτρο με τα θετικά του και τα αρνητικά του, προς ελάφρυνση της καταστάσεως, αλλά δεν είναι πανάκεια. Χρειάζονται μέτρα πειθούς και μαθήματα ασφαλείας στους εγείροντες φράκτες. Κύριος άξονας μας θα πρέπει να είναι ότι το πρόβλημα αποτελεί πρωτίστως πρόβλημα ασφαλείας για τη Συμμαχία.
Η Τουρκία συμφώνησε κατά τις συζητήσεις στο ΝΑΤΟ, να αποδεχθεί τις επαναπροωθήσεις όσων μεταναστών θα συλλαμβάνονται. Το ερώτημα που υφίσταται είναι αν θα το τηρήσει. Υπάρχουν όντως αρκετά «ΑΝ» στην όλη υπόθεση της συμμαχικής επιχείρησης, τα οποία θα φανούν στην πράξη. Ωστόσο, πέραν της καθαρά επιχειρησιακής πλευράς, η εμπλοκή του ΝΑΤO έχει την πολιτική σημασία της, η οποία δε μπορεί να θεωρείται αμελητέα: το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος οργανισμός ασφαλείας της Δύσης και παγκοσμίως, αναλαμβάνει δράση, αναδεικνύει την σημαντικότητα του προβλήματος και το ότι αυτό καθίσταται εν τη πράξη διεθνές.
Όπως σημείωνε στις 16/2/16, η εφημερίδα The New York Times, η εμπλοκή του ΝΑΤΟ στη μεταναστευτική κρίση είναι περισσότερο μια συμβολική επίδειξη αλληλεγγύης. Ακόμα κι έτσι, δείχνει μια αυξημένη αίσθηση του επείγοντος σχετικά με την προσφυγική κρίση και την αποστολή ενός ισχυρού μηνύματος ότι η Δυτική συμμαχία είναι έτοιμη να βοηθήσει στην αντιμετώπισή του. Άλλωστε, ο κύριος λόγος που Γερμανία, Ελλάδα και Τουρκία, ζήτησαν τη συνεισφορά του ΝΑΤΟ ήταν πολιτικός: η λαϊκή απογοήτευση ότι δεν διαφαίνεται κανέναν σημάδι ύφεσης του κύματος των προσφύγων. Εκείνο ωστόσο που τα πλοία του ΝΑΤΟ σίγουρα δεν μπορούν να επιλύσουν είναι η αποτυχία των κρατών μελών της ΕΕ, ιδιαίτερα των μεγάλων και ισχυρών, να διαμορφώσουν μια υπεύθυνη και αποτελεσματική διαχείριση του προβλήματος.
Τέλος, αλλά ίσως πρωτίστως, το θέμα πρέπει να τεθεί στην Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες και, γιατί όχι, στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Αυτή η μεγάλη μετακίνηση πληθυσμών αποτελεί ανθρωπιστική κρίση, μια ωρολογιακή βόμβα για τη Διεθνή Κοινότητα με απολήξεις που επηρεάζουν μεγάλο τμήμα της υδρογείου. Ομοίως, ιδιαίτερης προσοχής χρήζουν οι σχέσεις με τις ΜΚΟ με τις οποίες απαιτείται στενός συντονισμός, χωρίς να παραβλέπονται αμοιβαία οι Εντολές (mandates) κι η αυτονομία δράσεώς τους.
Περαιτέρω, η Ελλάδα θα μπορούσε να ζητήσει την ενεργοποίηση του άρθρου 4 του ΝΑΤΟ και να προκαλέσει διαβουλεύσεις με τις χώρες μέλη του, με κύριο άξονα την άσκηση πιέσεως από τη Συμμαχία προς τις χώρες αυτές, καθόσον το δημιουργούμενο πρόβλημα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα ή τις χώρες αυτές μεμονωμένα, αλλά την ασφάλεια όλης την ΝΑ Πτέρυγας. Είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι, επίκληση του άρθρου 4 έκανε η Τουρκία τον περασμένο Ιούλιο ενόψει της κλιμάκωσης της έντασης με τους Κούρδους αντάρτες και το Ισλαμικό Κράτος. Στο σχετικό δελτίο τύπου της Συμμαχίας αναφερόταν ότι: «Η Τουρκία ζήτησε αυτή τη συνάντηση δεδομένης της σοβαρότητας της κατάστασης μετά τις ειδεχθείς τρομοκρατικές επιθέσεις των τελευταίων ημερών και προκειμένου να ενημερώσει τους Συμμάχους της για τα μέτρα που θα λάβει. (...) Οι Σύμμαχοι του ΝΑΤΟ παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις και εκφράζουν την αλληλεγγύη τους προς την Τουρκία».
Εάν λοιπόν δε συνεργαστούμε όλες οι χώρες του ΝΑΤΟ, της ΕΕ, ο ΟΗΕ, λοιπές χώρες της περιοχής, λοιποί διεθνείς οργανισμοί, ΜΚΟ, τόσο η ΕΕ όσο και το ΝΑΤΟ, τότε η περιοχή μας, τα Βαλκάνια, η χώρα μας, θα βρεθούμε ενώπιον καταστάσεων δυσκόλως διαχειρίσιμων με απρόβλεπτες εξελίξεις και συνέπειες.
Πρέπει να δράσουμε ΑΜΕΣΑ. Έπρεπε ήδη να είχαμε δράσει θετικά, συναινετικά, με διαβούλευση και διεθνοποίηση του προβλήματος σε όλα τα διεθνή φόρα. Ο χρόνος λειτουργεί ήδη εις βάρος μας. Πρέπει να δράσουμε πριν η κατάσταση γίνει δραματική. Ήδη βρισκόμαστε σε στάδιο κρίσης που σε συνδυασμό με την οξεία οικονομική κρίση, την πολιτική ρευστότητα και τον περιορισμό της εθνικής ισχύος των τελευταίων ετών, επιτείνει την έλλειψη ασφαλείας. Το προνοείν κάλλιον του θεραπεύειν.

  Υποστράτηγος ε.α., Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων, Πρόεδρος της Ακαδημίας Στρατηγικών Αναλύσεων
   Στρατηγός εα, Επίτιμος Αρχηγός ΓΕΣ, Μέλος της Ακαδημίας Στρατηγικών Αναλύσεων