Τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού προτείνει, σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Welt am Sonntag, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. «Η ύπαρξη του Ευρωστρατού θα βοηθήσει την ΕΕ να χτίσει κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας. Επίσης, με την ύπαρξη του, η Ευρώπη θα μπορεί να εκτελέσει τις υποχρεώσεις της προς τον κόσμο, τη διεθνή κοινότητα», είπε ο Γιούνκερ.
Ο Ευρωστρατός, κατά τον Γιούνκερ, θα μπορεί να δρα αποφασιστικά και γρήγορα, έναντι κάθε απειλής που θα αντιμετωπίσει ένα ή περισσότερα από τα 28 κράτη μέλη της ένωσης. Είπε επίσης, πως η δημιουργία του Ευρωστρατού θα έστελνε και στη Ρωσία το μήνυμα πως η ΕΕ είναι ενωμένη και έτοιμη να υπερασπίσει τις ευρωπαϊκές αξίες.
Οι προτάσεις του επικεφαλής της Κομισιόν τυγχάνουν της υποστήριξης της επιτροπής άμυνας και εξωτερικών υποθέσεων της γερμανικής βουλής. Ο πρόεδρος της επιτροπής Νόμπερτ Ρότγκεν δήλωσε πως «οι Ευρωπαίοι δαπανούν τεράστια χρηματικά ποσά για την άμυνα, τα οποία, αν συνδυαστούν, ξεπερνούν αυτά που δαπανά η Ρωσία. Παρόλα αυτά οι στρατιωτικές δυνατότητες του κάθε κράτους ξεχωριστά παραμένουν ανεπαρκείς για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια που επιθυμούμε».
Μήπως εάν προχωρήσει η ιδέα δημιουργίας ευρωπαϊκών ενόπλων δυνάμεων, αυτό συνιστά μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Ελλάδα; Μήπως αυτό ανοίγει έναν δρόμο στη χώρα να βρει τη δική της θέση στον «καταμερισμό εργασίας» που θα γίνεται ανάμεσα στα ευρωπαϊκά έθνη που συμμετέχουν, ώστε να σταματήσει να θεωρείται το «απροσάρμοστο αποπαίδι» της ευρωπαϊκής οικογένειας;
Η Ελλάδα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα από τα σημαντικά συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Το ότι λόγω της γεωστρατηγικής της θέσεως και της τουρκικής απειλής, η χώρα ήταν πάντα υποχρεωμένη να διατηρεί καλά εκπαιδευμένες ένοπλες δυνάμεις, με επιχειρησιακές δυνατότητες δυσανάλογα υψηλές σε σχέση με το μέγεθος της χώρας.
Την απειλή που αντιμετωπίζει η Ελλάδα την αντιλαμβάνονται πλέον όλο και περισσότερο αυτοί που την αμφισβητούσαν, καθήμενοι αναπαυτικά στις πολυθρόνες τους, κάπου στη βόρεια Ευρώπη τα τελευταία 25 χρόνια, θεωρώντας ότι τα προβλήματα επιλύθηκαν με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, καθώς η γνωστή αφέλεια και ο ιδεαλισμός τους, τους έκανε τα καταλληλότερα θύματα θεωριών τύπου του «τέλους της Ιστορίας».
Η αναβίωση της φοβίας τους για τη «ρωσική απειλή» τους βγάζει βίαια από τη μακαριότητά τους, ενώ η παρουσία ενός ημι-παράφρονα ισλαμιστή ηγέτη στο «τιμόνι» της Τουρκίας, έχει γκρεμίσει τα στερεότυπα του κράτους-μοντέλου του μουσουλμανικού κόσμου, την ενσωμάτωση του οποίου δεν επέτρεπε η «κακή» Ελλάδα με το δικαίωμα αναβλητικής αρνησικυρίας, το γνωστό «βέτο», έχει οδηγήσει σε αφύπνιση τα ευρωπαϊκά αντανακλαστικά αυτοπροστασίας και επιβίωσης.
Η δημιουργία ενός πραγματικού «Ευρωστρατού» (διότι μέχρι σήμερα ό,τι είχε δημιουργηθεί αποτελούσε καλαμπούρι, αφού γρήγορα η προσπάθεια εκφυλίστηκε και προσαρμόστηκε στις ιδεοληψίες, ότι στο εξής τα ευρωπαϊκά προβλήματα θα αφορούσαν ειρηνευτικές αποστολές, με απώτερο σκοπό τη μεταλαμπάδευση των αξιών της Ευρώπης…) θα τον οδηγούσε και στα ελληνικά σύνορα, η Ένωση θα παρενέβαινε ενεργά στην οριστική επίλυση των προβλημάτων με την Τουρκία προστατεύοντας τα δικά της πλέον συμφέροντα, ή με την απλή παρουσία της στην περιοχή θα διαμήνυε ότι η επίθεση στην Ελλάδα θα συνεπαγόταν επίθεση στην ενωμένη Ευρώπη.
Αυτό αποτελούσε ουτοπία στο παρελθόν, οι σημερινές συνθήκες όμως είναι εντελώς διαφορετικές, αρκεί να αντιληφθούμε ότι μια χώρα σαν την Ελλάδα δεν μπορεί να είναι ένας απλός «καταναλωτής ασφαλείας». Θα πρέπει να εμπλακεί ενεργά σε όλα τα στάδια οικοδόμησης και στελέχωσης ευρωπαϊκών ενόπλων δυνάμεων, μεταλαμπαδεύοντας και την επιχειρησιακή της εμπειρία δεκαετιών. Η δε παρουσία στο στρατιωτικό «τιμόνι» του σημερινού Έλληνα αρχηγού ΓΕΕΘΑ, στρατηγού Μιχάλη Κωσταράκου, κάνει την περίσταση να μοιάζει ακόμα πιο ελκυστική.
Οι επιχειρησιακές ικανότητες των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στον ναυτικό και τον αεροπορικό, κυρίως, αλλά ακόμα και τον χερσαίο τομέα (επιμέρους θύλακες είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικοί…) θα αποτελούσε «κεφάλαιο» το οποίο θα επένδυε ο Ελληνισμός στην Ευρώπη, το οποίο θα ήταν απόλυτα συμβατό με τις συστάσεις αγγλοσαξονικών «κύκλων» για την αξιοποίηση της πραγματικής ισχύος της χώρας μας.
Κατά συνέπεια, οι ειδικές συνθήκες που έχει επιβάλει η γεωγραφία σε συνδυασμό με την εσωτερική γεωγραφική διαμόρφωση του ελληνικού εδάφους, νησιωτικού και ηπειρωτικού, επιβάλουν στην Ελλάδα να αντιμετωπίσει ένα δυσανάλογα υψηλό κόστος σε σχέση με την πλειοψηφία των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό δεν μπορεί να μην προσμετρείται όταν κάποιος αξιολογεί τις οικονομικές επιδόσεις της χώρας.
Με απλά λόγια, η επαναφορά της στην κατηγορία μιας «φυσιολογικής» χώρας, δεν μπορεί να ακολουθεί τους κανόνες και τα πρότυπα αξιολόγησης για την πλειοψηφία των υπολοίπων χωρών. Αυτό όμως είναι κάτι το οποίο οφείλει η ελληνική πολιτική ηγεσία να προβάλει και να αξιοποιήσει. Διότι πρέπει να βρει τις ιδέες εκείνες που θα μπορούσαν να αποτιμώνται και η απέναντι πλευρά στο τραπέζι μιας διαπραγμάτευσης να είναι διατεθειμένη να «αγοράσει».
Τούτων λεχθέντων, πόσο αδιάφορη θα ήταν για τους εταίρους, π.χ. μια εξαιρετικά εκπαιδευμένη μοίρα μαχητικών αεροσκαφών που θα συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα «πανευρωπαϊκού rotation», μεταβαίνοντας σε διάφορα σημεία της ευρωπαϊκής επικράτειας για να εκτελεί περιπολίες στον εναέριο χώρο; Αντίστοιχα, προς το συμφέρον της χώρας θα ήταν να περάσει η επιχειρησιακή αξιοποίηση πολεμικών μοιρών άλλων χωρών για περιπολίες στα ελληνικά σύνορα;
Σε όλα τα ανωτέρω πρέπει να γίνουν δύο διευκρινίσεις. Η μία διευκρίνιση αφορά την ένσταση που θα υποβάλλουν πολλοί, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο, μας φέρνει σε μετωπική αντιπαράθεση και σε στρατιωτικό επίπεδο με τη Ρωσία. Η πρώτη προφανής απάντηση είναι, ότι αυτό ήδη συμβαίνει στο βαθμό που η χώρα είναι μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Η δεύτερη απάντηση είναι, ότι στο σύγχρονο δυναμικό περιβάλλον των διεθνών σχέσεων, επιλογές χωρίς κόστος δεν υπάρχουν, ενώ τα ιστορικά παραδείγματα καταστροφικών συνεπειών «αδέσμευτων» οι οποίοι συνεθλίβησαν εξαιτίας του τοπικού ανταγωνισμού των πραγματικά ισχυρών, όχι μόνο υπάρχουν, αλλά και ξεκινούν για εμάς από την κυπριακή τραγωδία του 1974.
Υπάρχει και μια τρίτη απάντηση όμως. Ότι η ελληνική συνεισφορά θα μπορούσε να προσδώσει τέτοια ποιοτική παράμετρο στις ευρωπαϊκές ένοπλες δυνάμεις, ώστε η συμβολή να είναι καθοριστική στη διαμόρφωση συνθηκών στρατιωτικής ισορροπίας, άρα αποτροπής, άρα ειρήνης… Και όπως έχει αποδειχθεί, το να βρίσκεται εντός των δομών του αντιπάλου μια χώρα την οποία για πλειάδα λόγων θεωρείς πιο φιλική απέναντί σου, αυτό σε καθιστά διπλά πολύτιμο…
Η ετέρα διευκρίνιση είναι, ότι όσα καταγράφηκαν, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως η Ελλάδα θα πρέπει να αφεθεί ανεξέλεγκτη να επιστρέψει στον δρόμο του κρατικοδίαιτου παρασιτισμού, στον οποίο κινήθηκε με… συνέπεια επί δεκαετίες, θεωρώντας ότι το χρήμα είναι κάτι το οποίο το φέρνει… ο πελαργός κάθε πρώτη του μήνα.
Εάν θεωρεί ότι θα κάνει τη μεγάλη επανάσταση δημιουργώντας μια «λειτουργική σοβιετία», είναι νομοτελειακά βέβαιο ότι θα απογοητευθεί και θα καταστραφεί και στον δρόμο αυτό μόνο ανεγκέφαλοι θα ακολουθούσαν. Η λαϊκή εντολή είναι πρόβλημα που αφορά αποκλειστικά εμάς στο εσωτερικό της χώρας, δεν δεσμεύει τους εταίρους και δανειστές. Αυτό είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι.
Ενδιάμεσο στάδιο δεν υπάρχει. Είτε μας αρέσει είτε όχι. Διότι το θέαμα των διαμαρτυρόμενων Ελλήνων με αίτημα δώσουν άλλοι χρήματα για να κάνουμε εμείς τις δοκιμές μας, ανήκει στη σφαίρα της ψυχοπαθολογίας και της φαντασίας, όχι της πραγματικότητας. Μπορούμε να επιλέξουμε συλλογικά μια πορεία εκτός του ευρώ και όντως μπορεί οι δανειστές να χάσουν ακόμα και μεγάλης σημασίας πλεονεκτήματα με την απώλεια της Ελλάδας.
Δεν μπορούμε όμως να αρνηθούμε να τους αναγνωρίσουμε όσα ισχύουν και για μας τους ίδιους. Το να συμπεριφερθούν μη ορθολογικά, ή στο «ζύγισμα» των δυο μη ορθολογικών συμπεριφορών, οι δανειστές μας να θεωρήσουν μη αποδεκτό το κόστος ενδεχόμενης υποχώρησης εκ μέρους τους, έναντι του δικού μας παραλογισμού. Εν ολίγοις, να θεωρήσουν το κόστος που συνεπάγεται η απώλεια της Ελλάδας ως πιο διαχειρίσιμο σε σχέση με το αντίστοιχο σε περίπτωση υποχώρησης.
Ας ελπίσουμε, πως όσοι επιλέξαμε να μας εκπροσωπούν και θα βρίσκονται σήμερα στο Eurogroup, έχουν συναίσθηση της κατάστασης, αλλά και του ότι εντολή εξόδου από το ευρώ ουδέποτε έδωσε ο ελληνικός λαός.
ΠΗΓΗ