06 Μαΐου 2017

Οι σχέσεις Ελλάδος – Βελιγραδίου υπό το φως των Ερυθρών Αστέρων. Από την εξομάλυνση στο Βαλκανικό Σύμφωνο του 1954

Νίκος Μισολίδης
Υπ. διδάκτωρ Ιστορίας
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 




Η αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας στις  28 Ιουνίου 1948 από την Κομινφόρμ και η σταδιακή διαπίστωση των Αμερικανών ότι η ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν δεν ήταν ένα απλό επεισόδιο αλλά επρόκειτο για ένα  σοβαρό ρήγμα στο σοβιετικό στρατόπεδο επέφεραν την πρώτη προσέγγιση των ΗΠΑ με την Γιουγκοσλαβία το 1949.  Οι Αμερικανοί αν και δεν μπορούσαν να αντιληφθούν σε βάθος την κρίση στις σχέσεις του Βελιγραδίου με το Κρεμλίνο,  δεν αμφέβαλαν ότι η κρίση αυτή τους προσέφερε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να διασπάσουν το σοβιετικό μέτωπο στην Βαλκανική και ως εκ τούτου αποφάσισαν ότι ο Τίτο έπρεπε να στηριχθεί. 
Τα πρώτα δείγματα της μεταστροφής της αμερικανικής πολιτικής έναντι του Τίτο ήταν η αποδέσμευση των γιουγκοσλαβικών αποθεμάτων χρυσού από  τις αμερικανικές τράπεζες ως αντάλλαγμα για την μείωση της βοήθειας της Γιουγκοσλαβίας προς τον Ελληνικό Δημοκρατικό Στρατό και το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων στις 10 Ιουλίου 1949. Το γεγονός αυτό συνετέλεσε σε έναν μεγάλο βαθμό στην ήττα των Κομμουνιστών στην Ελλάδα.[1]  Επίσης. τον Σεπτέμβριο του 1949,  η ΗΠΑ χορήγησε το πρώτο δάνειο ύψους 20.000.000 δολαρίων στην  Γιουγκοσλαβία, η οποία ήδη υφίστατο τον οικονομικό πόλεμο της Σοβιετικής Ένωσης και των δορυφόρων της.  Επιπλέον, η πολεμική της ΕΣΣΔ δεν περιορίστηκε μόνο  στον οικονομικό τομέα, αλλά οι  σοβιετικές μεραρχίες άρχισαν στρατιωτικά γυμνάσια στα ρουμανο -γιουγκοσλαβικά σύνορα, ενώ τα μεθοριακά επεισόδια στα βουλγαρο-γιουγκοσλαβικά σύνορα ήταν πλέον ένα συχνό φαινόμενο.  
Προβεβλημένος στόχος των Σοβιετικών ήταν να διογκωθεί η δυσαρέσκεια στο εσωτερικό της χώρας προς το πρόσωπο του Τίτο, ώστε να προκληθεί μια κίνηση για την ανατροπή του με εξωτερική βοήθεια. [2]   Ωστόσο, οι Αμερικανοί, πιστοί στο δόγμα της ανάσχεσης του σοβιετικού ιμπεριαλισμού, δεν μπορούσαν να αδιαφορήσουν για την Γιουγκοσλαβία. Το πλάνο των ΗΠΑ προέβλεπε ότι σε περίπτωση σοβιετικής επίθεσης στην Γιουγκοσλαβία, το ζήτημα θα ετίθετο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε, ώστε να χορηγηθεί στρατιωτική βοήθεια στην χώρα χωρίς να εμπλακούν άμεσα οι Δυτικές Δυνάμεις.  Έτσι, στις 29 Δεκεμβρίου 1949 ο νέος Αμερικανός πρέσβης στο Βελιγράδι δήλωσε ότι σε περίπτωση σοβιετικής εισβολής στην Γιουγκοσλαβία, οι ΗΠΑ δεν θα έμεναν αμέτοχες.  Οι Γιουγκοσλάβοι από την άλλη εκτιμούσαν ότι οι Σοβιετικοί θα υποκινούσαν έναν ανταρτοπόλεμο και θα επενέβαιναν στην χώρα, παρουσιάζοντας την επέμβαση ως μια τοπική διένεξη για την ανατροπή του Τίτο, χωρίς να προκαλέσουν ένα παγκόσμιο πόλεμο.[3]  
Η εξομάλυνση λοιπόν των διμερών σχέσεων Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας τέθηκε στο επίκεντρο της αγγλοαμερικανικής πολιτικής, ώστε μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης να ενισχυθεί οικονομικά και στρατιωτικά ο Τίτο.  Την αποστολή της επαναπροσέγγισης των δύο χωρών την ανέλαβε το Foreign Office, το οποίο σε υπόμνημα του τον Ιανουάριο του 1950 τόνιζε ότι τα εμπόδια προς την ομαλοποίηση των σχέσεων των δύο χωρών ήταν λιγότερα από αυτά που χώριζαν την Γιουγκοσλαβία με την Ιταλία.[4] Ειδικότερα, οι Βρετανοί εκτιμούσαν ότι ο Τίτο, δεδομένης της κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει, δεν μπορούσε να ασκήσει επεκτατική πολιτική στην περιοχή.  Όσον αναφορά τους Σλαβομακεδόνες, η πλειονότητα είχε μεταναστεύσει στην Γιουγκοσλαβική Μακεδονία, όπου η κυβέρνηση του Βελιγραδίου σκέπτονταν να τους εγκαταστήσει. Η ελεύθερη ζώνη  στην Θεσσαλονίκη δεν αποτελούσε εμπόδιο, καθώς η Γιουγκοσλαβία είχε ιστορικά δικαιώματα, οπότε το κύριο εμπόδιο στις σχέσεις των δύο κρατών αποτελούσε η επαναπατρισμός των παιδιών του παιδομαζώματος,  θέμα το οποίο προκαλούσε αντιδράσεις στην Ελλάδα και για το οποίο οι Γιουγκοσλάβοι έπρεπε να αναλάβουν πρωτοβουλίες.[5]   
Οι Βρετανοί για να βολιδοσκοπήσουν τις προθέσεις των Γιουγκοσλάβων στο θέμα της εξομάλυνσης των σχέσεων με την Ελλάδα απέστειλαν στο Βελιγράδι τον έμπειρό διπλωμάτη Antony Rumbold, ο οποίος στις προκαταρτικές συζητήσεις με τον Υφυπουργό εξωτερικών  της Γιουγκοσλαβίας S. Prika στις 17 Ιανουαρίου 1950, εξέθεσε στον Γιουγκοσλάβο διπλωμάτη τις προοπτικές ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο χωρών.  Από την πλευρά του ο Prika διεμήνυσε  ότι η βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδα είναι άμεσα εξαρτώμενη από την «φυσιογνωμία» της κυβέρνησής της.  Μια κυβέρνηση που δε θα διέφερε με τις παλαιότερες δεν θα έδινε ώθηση στις ελληνο- γιουγκοσλαβικές σχέσεις, εν αντιθέσει  με μια κυβέρνηση προερχόμενη από τον χώρο του Κέντρου.  Ο Βρετανός διπλωμάτης ήξερε ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα διέφερε ουσιαστικά από τις παλαιότερες, έτσι μέχρι τις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950 υπήρξε μια στασιμότητα στις διαβουλεύσεις.  Η κυβέρνηση που προήλθε από αυτές τις εκλογές ήταν εκείνη του Σοφοκλή Βενιζέλου, η οποία δεν είχε την πλειοψηφία στην  Βουλή.  Η θέση της νέας κυβέρνησης ήταν επισφαλής, διότι έπρεπε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στην Βουλή στις 17 Απριλίου. Η γιουγκοσλαβική άποψη για την νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα ήταν ότι αυτή δεν διέφερε από τις προηγούμενες και για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης χρειαζόταν την στήριξη του Τσαλδάρη. Ο Τσαλδάρης όμως κουβαλούσε τις μνήμες του εμφυλίου, πράγμα που δεν θα ευνοούσε την ομαλοποίηση των σχέσεων με την Γιουγκοσλαβία.  Η αντίδρασή των Αμερικανών ήταν άμεση και με «κομψό» τρόπο πίεσαν τον Βενιζέλο να παραιτηθεί, υποστηρίζοντας ότι ανησυχούσαν πως με τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης χωρίς πλειοψηφία, η χώρα θα εισερχόταν σε περίοδο ακυβερνησίας. Βέβαια, οι Αμερικανοί είχαν εντοπίσει το κατάλληλο πρόσωπο που θα βοηθούσε τις Ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις, τον Νικόλαο Πλαστήρα, όποιος σε συνομιλίες με τον Γιουγκοσλάβο επιτετραμμένο στην Αθήνα Serif Sehovic υποστήριξε την ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων Ελλάδας – Γιουγκοσλαβίας.
Αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων αυτών ήταν στις 15 Απριλίου 1950 να ορκιστεί νέα κυβέρνηση με  Πρωθυπουργό και Υπουργό Εξωτερικών τον Νικόλαο Πλαστήρα, ο οποίος στις 20 του ίδιου μήνα σε συνάντηση του με τον Σέχοβιτς έδωσε το πράσινο φώς για την βελτίωση των ελληνο- γιουγκοσλαβικών σχέσεων.[6]  Οι δύο άνδρες σε συνάντηση τους στις 15 Μαΐου 1950  συμφώνησαν στην δημιουργία δύο μεικτών επιτροπών, μία στο Βελιγράδι για την διευθέτηση των σιδηροδρομικών επικοινωνιών και μία στην Θεσσαλονίκη για την αποκατάσταση των τηλεγραφικών και τηλεφωνικών επικοινωνιών. Το θέμα του επαναπατρισμού των παιδιών του παιδομαζώματος  τέθηκε προς ώρας στο περιθώριο.
Το εύκρατο κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών παραλίγο όμως να τορπιλίσουν οι δηλώσεις του Υπουργού επί των Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Έντβαρντ Καρντέλι. Στις 16 Μαΐου ο εκπρόσωπος των Σκοπίων  Λαζάρ Μοίσοφ έθεσε το ζήτημα της «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα στην κεντρική επιτροπή εξωτερικών υποθέσεών της Γιουγκοσλαβίας.  Ρίχνοντας λάδι στη φωτιά ο Καρντέλι παραδέχτηκε το πρόβλημα της «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα, του οποίου η λύση του εκκρεμούσε. Οι εμπρηστικές δηλώσεις του Καρντέλι προκάλεσαν έκπληξη στην ελληνική κυβέρνηση, διότι τέτοιο θέμα δεν είχε τεθεί στις προηγηθείσες διαπραγματεύσεις. Επιπλέον,  οι δηλώσεις αυτές δεν προέρχονταν από πολιτικούς παράγοντες των Σκοπίων άλλα από τα επίσημα χείλη του Υπουργού Εξωτερικών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης του Βελιγραδίου, γεγονός που θορύβησε έντονα την Αθήνα.  Οι μνήμες του Εμφυλίου ήταν νωπές και η αντεθνική δράση των σλαβομακεδονικών οργανώσεων κατά την διάρκειά του γνωστές στην ελληνική κοινή γνώμη.  Η αντίδραση της Αθήνας ήταν άμεση καθώς ο Πλαστήρας σε δηλώσεις του στην Βουλή χαρακτήρισε το θέμα ανύπαρκτο, επισημαίνοντας την αποφασιστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης να προασπίσει τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.  Έτσι, η δρομολογηθείσα ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων των δύο χωρών ανακόπηκε.  Σε συνέχεια της κρίσης, Αθήνα και Βελιγράδι επιδόθηκαν σε μια διπλωματική διελκυστίνδα δηλώσεων σχετικά με τα βήματα που έπρεπε να γίνουν για την επίλυση του ζητήματος που ανέκυψε με τις δηλώσεις Καρντέλι.[7]  
Την υπόθεση ανέλαβαν να διαλευκάνουν οι Βρετανοί, οι οποίοι θορυβήθηκαν από την κλιμακωμένη ένταση στις σχέσεις Αθήνας  – Βελιγραδίου.  Σε συνομιλία του Βρετανού πρέσβη Τσαρλς Πηκ με τον Πρίτσα, ο Πήκ έκρινε άστοχη την ανακίνηση του μειονοτικού ζητήματος τουλάχιστον επί  του παρόντος.  Ο Πρίτσα, αφού αναφέρθηκε γενικά στην ανάγκη σεβασμού των μειονοτικών δικαιωμάτων, υπεισήλθε στην καρδία τους ζητήματος, επισημαίνοντας πως αν η Γιουγκοσλαβία έκλεινε τα μάτια στο θέμα της μακεδονικής μειονότητας, τότε οι Σλαβομακεδόνες θα αφήνονταν στις αγκάλες της Βουλγαρίας, προοπτική  που δεν θα ωφελούσε ούτε την Ελλάδα.  Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί πως η Βουλγαρία μετά την ρήξη Τίτο – Στάλιν είχε αναπτύξει έντονη προπαγάνδα για τον προσεταιρισμό των Σλαβομακεδόνων της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας. Η αδιαφορία του Βελιγραδίου προς τα Σκόπια ενείχε τον κίνδυνο να εμφανιστεί η Βουλγαρία ως «προστάτης» των Σλαβομακεδόνων σε Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία με ότι αυτό θα συνεπάγετο για την ασφάλεια της Βαλκανικής. Εντός λοιπόν εκείνου του πολιτικού και γεωστρατηγικού πλαισίου, ο Καρντέλι αφενός μεν ήθελε να προκαταλάβει μια τυχόν πρωτοβουλία της Βουλγαρίας αφετέρου δε να εξευμενίσει το «αιγιακό λόμπι»  των Σκοπίων.[8]  Σε συνάντηση επίσης  του Πήκ με τον Τίτο στις 12 Αυγούστου, ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης διευκρίνισε ότι η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δεν έχει διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδας και δεν ενδιαφερόταν για τις εσωτερικές της υποθέσεις.  Τόνισε δε ότι η αντίδρασή του Καρντέλι ήταν επιβεβλημένη, ώστε να αφοπλιστεί η προπαγάνδα της Βουλγαρίας και της Κομουνιστικής Διεθνούς στην γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Εν ολίγοις, το θέμα ανακινήθηκε για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης. Τέλος, ο  Τίτο  επισήμανε ότι ούτε το θέμα της μειονότητας ούτε το θέμα των παιδιών έπρεπε να αποτελέσουν τροχοπέδη στην ομαλοποίηση των σχέσεων των Ελλάδας – Γιουγκοσλαβίας .  Το μείζον αποτελούσε η ασφάλεια των δύο χωρών και η θωράκισή τους από πιθανή επίθεση από τα βόρεια υποκινούμενη από την Μόσχα.[9]  Ήταν φανερό ότι το θέμα της μειονότητας δεν ήταν για το Βελιγράδι conditio sine qua non για την ομαλοποίηση των σχέσεων με την Αθήνα .  
Ωστόσο, τις εξελίξεις επιτάχυνε αποφασιστικά ο πόλεμος της Κορέας που διήρκησε από τον Ιούνιο ως τον Σεπτέμβριο του 1950. Ο πόλεμος εκείνος  που προκλήθηκε με την επίθεση της Βόρειας Κορέας στην Νότια και ενέπλεξε τις δύο υπερδυνάμεις,  κατέδειξε κάτι που Βελιγράδι και Αθήνα γνώριζαν,  ότι ο Ψυχρός Πόλεμος δεν είχε γεωγραφικά όρια.  Η ένταση στο γερμανικό ζήτημα τον προηγούμενο χρόνο καθώς, η κινεζική επανάσταση του 1949 που έληξε με την επικράτηση των κομουνιστών του Μάο προκαλούσαν το φόβο ότι ένα μέτωπο στα Βαλκάνια μπορούσε να ανοίξει ειδικά σε μία περίοδο έξαρσής του Ψυχρού Πολέμου.  Οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ δεν ήταν  διατεθειμένες να κάνουν αλληλοϋποχωρήσεις. Επίσης, γεγονός είναι ότι οι Αμερικανοί αιφνιδιαστήκαν από την κρίση στην Κορέα και αναγκάστηκαν να αποδεχτούν ότι οι μυστικές τους υπηρεσίες πιάστηκαν εξαπίνης.   Από την μεριά της, η Γιουγκοσλαβία φοβόταν μια παρόμοια επίθεση από την Βουλγαρία. Έτσι, δόθηκε μια νέα ώθηση στις ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις. Ο υφυπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Ερνεστ Ντέιβις, αφού έκρινε τις εξηγήσεις του Βελιγραδίου ικανοποιητικές, μετέβη στις 14 Αυγούστου στην Αθήνα και συναντήθηκε με τον Πρωθυπουργό  Νικόλαο Πλαστήρα και τον επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας, Ιωάννη Πολίτη.  Η Αθήνα δήλωσε ότι για να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις, απαραίτητη ήταν μια δήλωση και των δύο πλευρών, με την οποία θα τονιζόταν η δέσμευση μη ανάμειξης στα εσωτερικά της μίας προς την άλλη χώρα. Όμως οι κυβερνητικές κρίσεις στην Ελλάδα μετά την πτώση του  Νικόλαου Πλαστήρα στις 15 Αυγούστου καθυστέρησαν τις διαπραγματεύσεις ως τον Νοέμβριο του 1950. Στις 3 Νοεμβρίου ο Σοφοκλής Βενιζέλος σχημάτισε κυβέρνηση με την συνεργασία του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, χωρίς την συμμετοχή του Λαϊκού Κόμματος. Η κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στις 16 Νοεμβρίου.[10]
Εν κατακλείδι,   η δεινή οικονομική κατάσταση της Γιουγκοσλαβίας, η οποία κινδύνευε με χρεωκοπία  καθώς και η πιθανότητα κατάρρευσης του συστήματος αυτοδιαχείρισης των εργατών  την ανάγκασαν να επιταχύνει τις διαδικασίες.  Ο Τίτο ζήτησε νέο δάνειο από τις ΗΠΑ και το έλαβε, αλλά η τροφοδοσία της Γιουγκοσλαβίας από την Θεσσαλονίκη ήταν πια κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη. Η επιστροφή 112 Ελλήνων αιχμαλώτων στις 6 Νοεμβρίου ήταν το πρώτο βήμα. Οι αιχμάλωτοι αυτοί είτε είχαν αιχμαλωτιστεί από τον Δημοκρατικό Στρατό είτε είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους και βρέθηκαν στην άλλη πλευρά των συνόρων. Όσον αφορά την επιστροφή των παιδιών του παιδομαζώματος, κατέφθασε στην Αθήνα εκπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού που θα συγκέντρωνέ αιτήσεις γονέων που ζούσαν στην Ελλάδα και τα παιδία τους στην Γιουγκοσλαβία . Επίσης, το Βελιγράδι τους χορήγησε άδεια μετάβασης στην Γιουγκοσλαβία.[11]
Υπό το φώς αυτών των εξελίξεων, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, στις  28 Νοεμβρίου, ανακοίνωσε στην ελληνική Βουλή την πλήρη αποκατάσταση των σχέσεων Αθήνας  – Βελιγραδίου[12], δήλωση δε που χαιρετίστηκε από όλες τις πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας. Τον Δεκέμβριο έγινε η ανταλλαγή πρεσβευτών με τον Καπετανίδη στο Βελιγράδι και τον Jovanovic στην Αθήνα και μέχρι τα μέσα του 1951 οι σχέσεις είχαν εξομαλυνθεί πλήρως, ανοίγοντας έτσι μια νέα σελίδα στενής συνεργασίας των δύο κρατών σε όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 50΄ και προετοιμάζοντας το έδαφος  για την Βαλκανική συμμαχία του 1954.                                                       
Η εξομάλυνση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων το 1950 – 51, η επιστροφή των Ελλήνων αιχμαλώτων πολέμου που ζούσαν στην Γιουγκοσλαβία, η παράδοση των παιδιών του παιδομαζώματος  του Εμφυλίου από το Βελιγράδι και η περιθωριοποίηση του θέματος της μειονότητας εκ μέρους της ομοσπονδιακής γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης είχαν προλειάνει το έδαφος για μία στενότερη συνεργασία  των δύο χωρών.[13]  Το ζητούμενο στις σχέσεις τους  ήταν η ασφάλεια.  Η άρνηση της Γιουγκοσλαβίας σε μια στρατιωτική συμμαχία τον Μάρτιο του 1951 εξηγείται από την πρόθεση του Βελιγραδίου να μην ερεθίσει την Μόσχα με μία συμμαχία με την Δύση, δίνοντας της έτσι τον αποχρώντα λόγο να  της επιτεθεί.  Μετά την είσοδο της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, τον Φεβρουάριο του 1952 το ενδεχόμενο σύναψης στρατιωτικής συμμαχίας με την Γιουγκοσλαβία ετίθετο στο περιθώριο των συζητήσεων κατά τις διμερείς ελληνοτουρκικές επαφές.[14]  Η Τουρκία και η Ελλάδα ως νέα μέλη είχαν αναπτύξει ανταγωνίστηκες σχέσεις μεταξύ τους. Σύμφωνα με την Αθήνα, η Ελλάδα έπρεπε να έχει τον πρώτο λόγο στην Βαλκανική και αντίστοιχα η Τουρκία να έχει την πρωτοβουλία στην Μέση Ανατολή. Μολονότι, και οι δύο χώρες είχαν ενταχθεί στους μηχανισμούς του ΝΑΤΟ πράγμα που τις καθιστούσε συμμαχικές χώρες, υπήρχαν ακόμα ανοικτά ζητήματα στις σχέσεις τους. [15]
    Η πιθανότητα συγκρότησης μιας βαλκανικής συμμαχίας με την συμμετοχή της Γιουγκοσλαβία προβλημάτιζε την Ιταλία, η οποία είχε ανοικτό ακόμα το θέμα της Τεργέστης.[16] Μια πιθανή σύνδεση του Βελιγραδίου με τους μηχανισμούς του ΝΑΤΟ, έστω και έμμεσα μέσω μιας συμμαχίας με την Άγκυρα και την Αθήνα,  θα ενίσχυε σημαντικά την διαπραγματευτική θέση της Γιουγκοσλαβίας έναντι της Ιταλίας. Οι ανησυχίες της Ιταλίας εκφράστηκαν στον Πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο κατά την επίσκεψη του στην Ρώμη τον Φεβρουάριο του 1952. Η Ιταλία που είχε υποστηρίξει την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ ζητούσε από την Αθήνα να μην προβεί σε σύναψη συμμαχίας με την Γιουγκοσλαβία μέχρι την επίλυση του ζητήματος της Τεργέστης.  Επιπλέον, απαιτούσε  την υποστήριξη της Ελλάδος στην υποψηφιότητα του Ιταλού στρατηγού  ως στρατιωτικού διοικητή της νοτιοανατολικής πτέρυγάς της Ατλαντικής Συμμαχίας και την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων με το Βατικανό.[17] Ωστόσο, η Ελλάδα απέρριψε τα αιτήματα της ιταλικής πλευράς και ανέπτυξε μια σειρά επαφών με την Γιουγκοσλαβία. Ειδικότερα, από τον Ιούλιο ως τον Νοέμβριο του 1952 αξιωματούχοι των δύο κυβερνήσεων είχαν μια σειρά αλλεπάλληλων συναντήσεων σε Αθήνα και Βελιγράδι. Τον Ιούλιο του 1952 την Γιουγκοσλαβία επισκέφθηκε ελληνική κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία και τον αμέσως επόμενο μήνα, οι Γιουγκοσλάβοι ανταπέδωσαν την επίσκεψη των Ελλήνων αξιωματούχων με μια δική τους κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία υπό τον Μόσα Πιγιάντε. Επίσης, οι δύο χώρες αντήλλαξαν και στρατιωτικές αντιπροσωπείες στο διάστημα από τον Σεπτέμβριο ως τον Νοέμβριο του 1952 .
Η κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1952 με τη σαρωτική νίκη του Ελληνικού Συναγερμού του Αλέξανδρου Παπάγου έδωσε μια νέα ώθηση στις διαπραγματεύσεις για την σύναψη μιας Βαλκανικής συμμαχίας. Ο Παπάγος όντας στρατιωτικός ήξερε πολύ καλά ότι μια τυχόν κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας απειλούσε άμεσα την ασφάλεια της Ελλάδας, όπως αποδείχτηκε περίτρανα και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, όταν το Δεκέμβριο γιουγκοσλαβική στρατιωτική αντιπροσωπία επισκέφθηκε την Αθήνα, οι δύο πλευρές εξέτασαν τις προοπτικές μια στενής στρατιωτικής συνεργασίας στον αμυντικό τομέα.  Από την πλευρά τους, οι Γιουγκοσλάβοι ήθελαν την επιτάχυνση των διαδικασιών, διότι  η πιθανότητα για την δημιουργία ενός νέου μετώπου στα Βαλκάνια ως αντανάκλαση του πολέμου της Κορέας ήταν μεγάλη. Επίσης, μια τριμερής συμμαχία με δύο μέλη του ΝΑΤΟ θα  ήταν ένας εν δυνάμει ανασταλτικός παράγοντας στην πιθανολογούμενη απόφασή των Σοβιετικών  για μια επίθεση, καθώς στην ασφάλεια της Γιουγκοσλαβίας θα εμπλέκονταν έμμεσα οι δυνάμεις τις Ατλαντικής Συμμαχίας. Οι αντιδράσεις όμως της ιταλικής πλευράς που ήθελε να αποτρέψει μια βαλκανική συμμαχία πριν την διευθέτηση του ζητήματος της Τεργέστης καθώς και η απροθυμία των ΗΠΑ να εντάξουν πρόωρα την Γιουγκοσλαβία στο ΝΑΤΟ, απόφαση για την οποία έπρεπε να συμφωνήσουν και τα άλλα μέλη της Συμμαχίας, καθυστέρησαν την διαδικασία που θα οδηγούσε σε μια στρατιωτική συμμαχία των τριών χωρών .
Τελικώς, βρέθηκε μια φόρμουλα που να ικανοποιεί και τις τρείς πλευρές. Με πρωτοβουλία της Τουρκίας, ο υφυπουργός Εξωτερικών της Νιούρι Μπρίγκι κατά την επίσκεψη της τουρκικής αντιπροσωπείας στο Βελιγράδι υπό τον επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας Φουάντ Κιουπρουλού, πρότεινε την σύναψη μια τριμερούς συνθήκης φιλίας και συνεργασίας με πολιτικό χαρακτήρα χωρίς στρατιωτικές υποχρεώσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.[18]  Η συνθήκη αυτή θα αποτελούσε την βάση για μια μελλοντική στρατιωτική συμμαχία των τριών πλευρών. Η Γιουγκοσλαβία αποδέχθηκε την πρόταση θεωρώντας ότι αυτή θα λειτουργούσε ως ένα πρώτο ανάχωμά στον πόλεμο νεύρων που διεξήγαγε η  Μόσχα κατά του Βελιγραδίου.  Επίσης, η Αθήνα συμφώνησε στην σύναψη μια τέτοιας συμφωνίας, η οποία λόγω του πολιτικού της χαρακτήρα, δεν απαιτούσε την επικύρωσή της από τους μηχανισμούς του ΝΑΤΟ. Το αποτέλεσμα της τουρκικής πρότασης ήταν η σύγκληση μια τριμερούς συνδιάσκεψης στην Άγκυρα στις 17 Φεβρουαρίου 1953 , στην οποία έλαβαν μέρος ο υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας, της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας. Μολονότι, η γιουγκοσλαβική πλευρά προσπάθησε να προσδώσει στρατιωτικό χαρακτήρα στην συνθήκη, τελικά υποχώρησε μετά από αμερικανικές πιέσεις. Έτσι, στις 23 Φεβρουαρίου 1953 υπογράφηκε η Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας από τους Υπουργούς εξωτερικών της Ελλάδας Στέφανο Στεφανόπουλο, της Τουρκίας Φουάντ Κιουπρουλού και της Γιουγκοσλαβίας Κότσα Πόποβιτς.[19]  Η συνθήκη περιληπτικά προέβλεπε τις κοινές προσπάθειες των συμβαλλομένων χωρών για την διατήρηση της ειρήνης, την συνεργασία στον οικονομικό και υλικοτεχνικό τομέα και τη συνεργασία των Γενικών Επιτελείων των τριών χωρών με σκοπό την υποβολή προτάσεων στις κυβερνήσεις για ζητήματα ασφάλειας και την λήψη συντονισμένων αποφάσεων.  Τέλος, στο κείμενο σημειωνόταν η διατήρηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων Ελλάδας και Τουρκίας προς το ΝΑΤΟ.
Η Γιουγκοσλαβική πλευρά θεωρούσε ότι σε μια ενδεχόμενη επίθεση εναντίον της, το ΝΑΤΟ θα την στήριζε. Στην επίσκεψη του Τίτο στην Μ. Βρετανία τον Μάρτιο του 1953, οι Βρετανοί υποσχέθηκαν την αμέριστη βοήθεια τους προς την Γιουγκοσλαβία, σε περίπτωση που απειλούνταν η εδαφική ακεραιότητα της χώρας από την Σοβιετική Ένωση. Επίσης, ο επικεφαλής του Foreign Office, Ήντεν  προέβαλε την προοπτική μετατροπής του Βαλκανικού συμφώνου σε Μεσογειακό με την συμμετοχή της Ιταλίας, ώστε να δημιουργηθεί ένας ενιαίος αμυντικός χώρος στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου υπό την σκέπη του ΝΑΤΟ.  Η Ελλάδα από την άλλη απέδιδε μεγάλη σημασία στο Βαλκανικό Σύμφωνο προσπαθώντας παράλληλα να μην οξύνει τις σχέσεις της με την Ιταλία. Ενδεικτικό της ελληνικής στάσης είναι πως στην κρίση του ζητήματος της Τεργέστης τον Σεπτέμβριο – Οκτώβριο 1953  τήρησε ουδετερότητα. Η υπογραφή δε της ελληνοαμερικανικής συνθήκης της 12ης Οκτωβρίου 1953, με την οποία δινόταν η άδεια εγκατάστασης αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, αναβάθμιζε τον γεωστρατηγικό ρόλο της χώρας στην Βαλκανική.[20]
Ωστόσο, τον Μάρτιο του 1953 πέθανε ο Ιωσήφ Στάλιν και μια νέα εποχή αρχίζει για την Σοβιετική Ένωση. Η επίθεση φιλίας που εγκαινίασε ο Νικήτα Χρουστσόφ προς την Δύση και η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων ΕΣΣΔ και Γιουγκοσλαβίας τον Ιούνιο του 1953 καθώς και η στήριξη που παρείχε η ΕΣΣΔ στο Βελιγράδι στο ζήτημα της Τεργέστης, δημιούργησαν ένα προσωρινό αίσθημα ασφάλειας στην Γιουγκοσλαβία. Μολαταύτα , ο Τίτο επέμεινε στο Βαλκανικό Σύμφωνο το οποίο δημιουργήθηκε εξαιτίας της σοβιετικής απειλής. Ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης έβλεπε ότι παρά τα θετικά βήματα της Μόσχας, δεν είχε γίνει καμία προσπάθεια εκ μέρους της κατά το 1953 για την πλήρη ομαλοποίηση των σχέσεων των δύο χωρών.
Τόσο η Γιουγκοσλαβία όσο και η Ελλάδα επιθυμούσαν την μετατροπή του Βαλκανικού Συμφώνου σε στρατιωτική συμμαχία. Οι διαβουλεύσεις των Γενικών Επιτελείων των τριών χωρών του Συμφώνου αποτελούσαν τα προκαταρτικά στάδια για την υλοποίηση του σχεδίου αυτού. Το Βελιγράδι ανησυχούσε για την στάση της Αθήνας και της Άγκυρας, αν  η Γιουγκοσλαβία δεχόταν επίθεση από την Ουγγαρία η την Ρουμανία καθώς στην περίπτωση επίθεσης από την Βουλγαρία, η Ελλάδα και η Τουρκία θα της επιτίθονταν αμέσως, έχοντας κοινά σύνορα μαζί της. Επίσης, η Ελλάδα αν και με την εγκατάσταση των αμερικανικών βάσεων η ασφάλεια της είχε αναβαθμιστεί, ήξερε ότι σε περίπτωση πολέμου στα Βαλκάνια, πρωτεύοντα ρόλο θα έπαιζαν οι χερσαίες δυνάμεις, οπότε η συμβολή του γιουγκοσλαβικού στρατού θα ήταν καθοριστική στην έκβαση ενός  πολέμου. [21]  Η ελληνική ηγεσία προώθησε το σχέδιο της Βαλκανικής συμμαχίας και για έναν άλλο λόγο που την θορύβησε, την υπόθεση Τζίλας στις αρχές του 1954. Ο Μίλοβαν Τζίλας σε εκτενές άρθρο του στην εφημερίδα «BORBA» άσκησε έντονη κριτική στην γιουγκοσλαβική ηγεσία και προοικονόμησε την χρεωκοπία του συστήματος αυτοδιαχείρισης των εργατών.  Η Αθήνα είδε αυτή την κίνηση ως εμπλοκή του σοβιετικού δακτύλου στην Γιουγκοσλαβία και επεδίωκε την γρηγορότερη πρόσδεση της Γιουγκοσλαβίας στο δυτικό άρμα.
Μέχρι λοιπόν την υπογραφή της Συνθήκης Συμμαχίας και Αμοιβαίας βοήθειας  στο  Μπλέντ της Σλοβενίας από τις τρείς χώρες του Βαλκανικού Συμφώνου στις 9 Αύγουστου 1954, προηγήθηκε ένας διπλωματικός πυρετός διαβουλεύσεων και υπαναχωρήσεων.  Η πρώτη στην σειρά αυτών των διαβουλεύσεων ήταν η επίσκεψη του Τίτο στην Τουρκία τον Απρίλιο 1954  με την οποία ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης συζήτησε την μετατροπή του Βαλκανικού Συμφώνου σε στρατιωτική συμμαχία. Η Ελλάδα δυσαρεστήθηκε έντονα θεωρώντας ότι παραγκωνιζόταν σε ένα θέμα που είχε αύτη τον πρώτο λόγο. Για να αποτραπεί μια παρεξήγηση στις σχέσεις των τριών χωρών, ο υπουργός Εξωτερικών  της  Τουρκίας, Φουάντ Κιουπρουλού ενημέρωσε τον Έλληνα πρέσβη στην Άγκυρα Ιωάννη Καλλέργη για το περιεχόμενο των συνομιλιών με την γιουγκοσλαβική πλευρά. Έτσι, στο κοινό τουρκο-γιουγκοσλαβικό ανακοινωθέν έγινε ιδιαίτερη μνεία στο ρόλο της Ελλάδος. Ακολούθησε η επίσκεψη του Τίτο στην Ελλάδα κατά την οποία συζητήθηκαν τα εκκρεμή θέματα στις σχέσεις των δύο κρατών. Τα ζητήματα αυτά αφορούσαν κάποιες ρυθμίσεις στην ελεύθερη ζώνη της  Θεσσαλονίκης, την περίφημη «μακεδονική» μειονότητα στην Ελλάδα και το θέμα της μονής Χιλανδαρίου στο Άγιο Ορός.[22] Ωστόσο, το  «Μακεδονικό» αποτελούσε το αγκάθι στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας – Γιουγκοσλαβίας. Η συχνή αναφορά από το Βελιγράδι στην μη αναγνώριση του καθεστώτος τρομοκρατίας εις βάρος των Σλαβόφωνων που κατοικούσαν στη Βόρειο Ελλάδα καθώς και στον εποικισμό των περιοχών αυτών και στις δημεύσεις περιουσιών των «Αιγαιατών, προκαλούσε την οργισμένη αντίδραση της Αθήνας.  Το Μακεδονικό λοιπόν  συνέχιζε να αποτελεί σημείο τριβής στις σχέσεις των δύο πλευρών οδηγώντας μάλιστα και  σε διπλωματικό επεισόδιο, όταν ο Έλληνας πρόξενος στα Σκόπια Ηρακλείδης αποχώρησε από εκδήλωση της επετείου του Ίλιντεν. Σε εκείνη την εκδήλωση που πραγματοποιούνταν  στο Εθνικό Μουσείο των Σκοπίων, αναρτήθηκε  χάρτης που απεικόνιζε και την ελληνική Μακεδονία ως τμήμα των εθνικών συνόρων της Μακεδονίας στην οποία έλαβε χώρα η εξέγερσή του Ίλιντεν.  Η εξήγηση του Βελιγραδίου ήταν πως ο χάρτης ήταν απλώς μουσειακό έκθεμα και απεικόνιζε μόνο τις τοποθεσίες όπου διεξήχθησαν οι μάχες του 1903. Ήταν σαφές ότι η Γιουγκοσλαβία συνέδεε το απαραβίαστο των συνόρων της με την Ελλάδα, με την ύπαρξη της «μακεδονικής» μειονότητας άλλα επί του παρόντος και εν όψει της επικείμενης επίσκεψης του Τίτο στην Ελλάδα, το Βελιγράδι δεν επιθυμούσε ένταση και έτσι το μακεδονικό τέθηκε στο περιθώριο. [23]   Στις 2 Ιουνίου 1954 έφτασε ο Τίτο στον Πειραιά και αμέσως ξεκίνησαν οι συνομιλίες που αποτέλεσαν και το προπαρασκευαστικό στάδιο για την Συνθήκη της 9ης Αυγούστου. Οι ελληνικές προτάσεις για τους άξονες που θα εδράζονταν μια βαλκανική συμμαχία ήταν: α) σε περίπτωση επίθεσης της Βουλγαρίας εναντίον της Ελλάδας ή της Γιουγκοσλαβίας ή της Τουρκίας θα ίσχυε η αυτόματη ενεργοποίηση της κοινής άμυνας, αφού και οι τρεις χώρες έχουν κοινά σύνορα μα την Βουλγαρία. β) σε περίπτωση επίθεσης κατά της Γιουγκοσλαβίας από την Ρουμανία ή την Σοβιετική Ένωση η την Ουγγαρία θα ίσχυε μια διάταξη στο πνεύμα άρθρο 5 του ΝΑΤΟ.[24]  γ) θα έπρεπε η Βαλκανική Στρατιωτική Συμμαχία να συνδεθεί με το ΝΑΤΟ.   Ωστόσο, η γιουγκοσλαβική πλευρά ήθελε να αποφύγει την  ένταξή της στο ΝΑΤΟ. σκοπός του Τίτο ήταν να χρησιμοποιήσει την δύναμη του ΝΑΤΟ ως ασπίδα  στον σοβιετικό ιμπεριαλισμό.  Μια  πιθανή ένταξή του της Γιουγκοσλαβίας στο ΝΑΤΟ ίσως να υπέσκαπτε την σοσιαλιστική δομή του κράτους και θα αποτελούσε ανοικτή πρόκληση προς την ΕΣΣΔ. Πάντως,  ο γιουγκοσλάβος ηγέτης άφηνε όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά  σε περίπτωση που  η Γιουγκοσλαβία δεχόταν υπερβολική πίεση από τους Σοβιετικούς.[25]   Επίσης. τροχοπέδη για την υπογραφή της συμμαχίας ήταν το ζήτημα της Τεργέστης που παρέμενε ακόμα ανοικτό. Οι σχέσεις της Γιουγκοσλαβίας με το ΝΑΤΟ έπρεπε να καθοριστούν, αφού λυνόταν το ζήτημα αυτό με την Ιταλία.[26]  Η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία πρότειναν ότι αν έθεταν ένα χρονοδιάγραμμα μέχρι την επόμενη σύνοδο των Υπουργών εξωτερικών, τότε εμμέσως η Ιταλία θα πιέζονταν να οδηγηθεί στην λύση του ζητήματος. Έτσι εξεδόθη κοινό ανακοινωθέν των τριών δυνάμεων μετά την συγκατάθεση και της Τουρκίας  στις θέσεις αυτές .
Το κείμενο έχει  ως εξής:
     ‘’Kατόπιν προσκλήσεως του Βασιλέως των Ελλήνων, ο Πρόεδρος Γιόσιπ Μπρος Τίτο αφίκετο δι’ επίσημον επίσκεψιν εις Αθήνας την 2αν Ιουνίου 1954. Ο κ. Κότσα Πόποβιτς , υπουργός Εξωτερικών, μετείχε της συνοδείας  του Προέδρου. Κατά τας συνομιλίας, αίτινες έλαβον χώραν και εις ας μετέσχον ο Στρατάρχης Τίτο, ο Στρατάρχης Πρόεδρος της Κυβερνήσεως Αλέξανδρος Παπάγος, ο υπουργός των Εξωτερικών κ.Σ. Στεφανόπουλος, εξητάσθη επιμελώς η διεθνής κατάστασις υπό το φως των προσφάτων γεγονότων.
Αι συνομιλίαι αύται, χαρακτηρισθείσαι υπό πλήρους εγκαρδιότητος, κατέδειξαν δια μίαν εισέτι φοράν, την στενήν φιλίαν, ήτις υφίσταται μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Ελλάδος και επέτρεψαν να διαπιστωθή ταυτότης αντιλήψεων εφ’ όλων των ζητημάτων, άτινα απετέλεσαν αντικείμενον των εν λόγω συνομιλιών.
Η εξέτασις  των ειδικών θεμάτων, άτινα ενδιαφέρουν τας δύο χώρας, απέδειξε την αρμονίαν των μεταξύ των σχέσεων και την θέλησιν προς σταθεροποίησιν αυτών. Εξεφράσθη η επιθυμία επεκτάσεως της εποικοδομητικής συνεργασίας των εφ΄όλων των πεδίων: πολιτικού, οικονομικού και μορφωτικού. Εις τον τομέα των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών διεπιστώθη ότι αι πραγματοποιηθείσαι μέχρι τούδε πρόοδοι υπήρξαν λίαν ικανοποιητικαί και ότι  το πνεύμα ειλικρινούς και πλήρους συνεργασίας , εφ’ ου αι σχέσεις αύται βασίζονται, δικαιολογεί γόνιμον δια το μέλλον προοπτικήν.
Τα μεγάλα διεθνή προβλήματα εξητάσθησαν υπό το πρίσμα του αντικτύπου αυτών επί των συμφερόντων των δύο χωρών και της διατηρήσεως της ειρήνης εν Ευρώπη. Ανεγνωρίσθη ότι αι παρούσαι συνθήκαι εις την γενική κατάστασιν του κόσμου επιβάλλουσιν συνεχή επαγρύπνησιν από μέρους των μελών της Τριμερούς Συνθήκης της Άγκυρας και καθιστούν επιτακτικήν την στενήν και συστηματικήν αυτών προς τον σκοπόν τούτον συνεργασίαν.
Εις την σκέψιν των υπογραψάντων την Τριμερή Συνθήκην της Αγκύρας, αύτη απετέλει το πρώτον στάδιον προς συνεργασίαν έτι στενωτέραν και αποτελεσματικωτέραν μεταξύ των. Προς την κατεύθυνσιν ακριβώς ταύτην κινούμεναι, αι δύο Κυβερνήσεις, εν πλήρει συμφωνία μετά της Τουρκικής Κυβερνήσεως, συνεφώνησαν όπως συμπληρώσουν το Τριμερές Σύμφωνον, δια της συνάψεως επισήμου συμμαχίας, σταθεροποιούσαι αύτω την ειρήνην και την συλλογικήν ασφάλειαν εν τω πνεύματι του Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών. Προς τον σκοπόν τούτον απεφάσισαν όπως η συμμαχία συσταθή (sera etablie) υπό του Συμβουλίου των Υπουργών των Εξωτερικών, κατά την προσεχή τούτου ετησίαν Σύνοδον εν Βελιγραδίω.
Εν τη επιθυμία των όπως διευρυνθούν έτι περισσότερον αι λαϊκαί βάσεις του Τριμερούς Συμφώνου της Αγκύρας, αι δύο Κυβερνήσεις συνεφώνησαν εξ άλλου, προτάσει του Στρατάρχου Παπάγου, όπως συσταθή Τριμερής Συμβουλευτική Συνέλευσις, ήτις θα αποτελεσθή εξ ίσου αριθμού Ελλήνων, Τούρκων και Γιουγκοσλάβων Βουλευτών και ήτις θα συνέρχηται εκ περιτροπής εις τας τρεις πρωτευούσας.
Η Τουρκική Κυβέρνησις, ήτις μέσω του Πρέσβεως αυτής  ετηρήθη ενήμερος των ως άνω αναφερομένων συνομιλιών, παρέσχε την πλήρη επ’ αυτών συγκατάθεσίν της’’. [27]
  Το κείμενο του ανακοινωθέντος καθώς και η επίσκεψη του Τίτο στην Ελλάδα ήταν μια διπλωματική επιτυχία για την Αθήνα η οποία αφενός μεν επιτάχυνε τις εξελίξεις για την υπογραφή της συμμαχίας, αφετέρου δε  έδειξε στην Τουρκία ότι αυτή είχε τον πρώτο λόγο στα Βαλκάνια στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των δύο κρατών στην περιοχή.
  Την επικείμενη συγκρότηση της Βαλκανικής συμμαχίας παρακολουθούσε με καχυποψία η Μόσχα, η οποία την περίοδο αυτή έκανε μια νέα επίθεση φιλίας σε Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα. Η αποκατάσταση των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων σε επίπεδο επιτετραμμένων, λόγω των οφειλόμενων αποζημιώσεων από μέρους της Βουλγαρίας στις 22 Μαΐου 1954  καθώς και η αποστολή ιδιόχειρης επιστολής του Χρουστσόφ προς τον Τίτο στις 26 Ιουνίου 1954, το περιεχόμενο της οποίας δεν δημοσιεύτηκε άλλα από δηλώσεις γιουγκοσλάβων αξιωματούχων προέκυπτε η θέληση της ΕΣΣΔ για εξομάλυνση των σχέσεων, ήταν προσπάθειες να απομακρυνθεί η Γιουγκοσλαβία από την Δύση.[28]   Η αλλαγή στάσης της ΕΣΣΔ έκανε τον Τίτο να μην θέλει την σύνδεση της Βαλκανικής Συμμαχίας με τους μηχανισμούς του ΝΑΤΟ, πράγμα που θα ανάγκαζε την Γιουγκοσλαβία να αναλάβει υποχρεώσεις έναντι της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.  Από την άλλη, η Ελλάδα επιθυμούσε την σύνδεση της Βαλκανικής συμμαχίας με το ΝΑΤΟ και την εμπλοκή της Γιουγκοσλαβίας στους μηχανισμούς του. Τέλος, η Τουρκία που είχε στραμμένο το ενδιαφέρον της στην Μέση Ανατολή, ήθελε να συνδέσει την σύναψη της συμμαχίας με την λύση του ζητήματος της Τεργέστης . Οι απόψεις αυτές φάνηκαν στις διαβουλεύσεις των εμπειρογνωμόνων των τριών κρατών τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1954.
Εν τέλει, το κείμενο της συμμαχίας που υπογράφτηκε στις 9 Αυγούστου 1954 ήταν ένας συγκερασμός των ελληνικών και των γιουγκοσλαβικών θέσεων.[29] Η συνθήκη είχε στενό βαλκανικό χαρακτήρα και η Γιουγκοσλαβία δεν ανέλαβε σαφείς δεσμεύσεις έναντι του ΝΑΤΟ. Μολαταύτα, θεωρούσε βέβαιο ότι το ΝΑΤΟ θα την στήριζε σε ενδεχόμενη ρήξη με την ΕΣΣΔ. Έτσι, ο Τίτο κέρδιζε την ασφάλεια από την Δύση, ενώ παράλληλα κρατούσε ανοικτή την πόρτα στην Μόσχα. Επίσης, διασφάλιζε την σοσιαλιστική δομή της χώρας του από μια πιθανή επιρροή των δυτικών θεσμών σε αυτή .
     Τελικώς, το Βαλκανικό Σύμφωνο απεδείχθη θνησιγενές, έχασε την πρακτική του σημασία με την ελληνοτουρκική διαμάχη στο κυπριακό το 1955  και οι σχέσεις ΕΣΣΔ – Γιουγκοσλαβίας εξομαλύνθηκαν τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου με την αποδοχή από τους Σοβιετικούς του γιουγκοσλαβικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό και την χορήγηση γενναίων δανείων στην Γιουγκοσλαβία από την Σοβιετική Ένωση.[30]  Βέβαια, ο Τίτο ακολουθούσε πλέον την πολιτική των ίσων αποστάσεων με Ανατολή και Δύση και δεν  συνδέθηκε με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, την αμυντική συμμαχία των σοσιαλιστικών κρατών που συστήθηκε το 1956, πράγμα που διακαώς επιθυμούσε η Μόσχα. Ωστόσο αν και το Βαλκανικό Σύμφωνο ήταν πια νεκρό γράμμα, δεν καταγγέλθηκε από καμία πλευρά.         
   

Παραπομπές:

[1]  Σπυρίδων Σφέτας, «Η Εξομάλυνση των ελληνο-γιουκοσλαβικών πολιτικών σχέσεων 1950 – 1951» , Βαλκανικά Σύμμεικτα 12 – 13 (2001 -2002), σ . 192.
[2] Αυτόθι, σ. 19.
[3] Οι Σοβιετικοί  το 1949 διέθεταν ήδη την ατομική βόμβα, άλλα οι Γιουγκοσλάβοι πίστευαν ότι δεν θα κάνουν χρήση αυτής για να μην προκαλέσουν ένα Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο .  Βλ . Σφέτας ,ό.π, σ. 193.
[4]  Η Γιουγκοσλαβία και η Ιταλία ήταν σε διαμάχη σχετικά με το ζήτημα της Τεργέστης. Για το ζήτημα της Τεργέστης. Βλ , Gl. Sluga, The problem Trieste and the Italo-Yugoslav Border. Difference, Identity, and Sovereignty in Twentieth-Century Europe, State University of New York Press 2001.         
[5] Σφέτας , ό.π, σ. 194.
[6] Σφέτας, ό.π, σ.  195.
[7] Κωνσταντίνος Κατσάνος  ,Το Μακεδονικό και η Γιουγκοσλαβία πλήρη τα απόρρητα γιουγκοσλαβικά εγγραφα 1950 – 1967, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 19.
[8] Σφέτας ,ό.π, σ.  199.
[9] Αυτόθι.
[10]  Σφέτας ,ό.π, σ.  202 .
[11] Αυτόθι, σ.   203 .
[12] ΙΑΚΩΒΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
Προσωπικά στοιχεία
Για τις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις της περιόδου βλ. Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Τα πρόσωπα του Ιανού. Οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις τις παραμονές του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1944-1946), Αθήνα, 2004 και του ιδίου Τα πρόσωπα του Ιανού. Οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις την περίοδο του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1947-1949), Αθήνα, 2007.
[13] Σπυρίδων Σφέτας , «Η Εξομάλυνση των ελληνο-γιουκοσλαβικών πολιτικών σχέσεων 1950 – 1951» , Βαλκανικά Σύμμεικτα 12 – 13 (2001 -2002) , σ. 203.    
[14] Αναφερόμαστε στις επισκέψεις Σοφοκλή Βενιζέλου στην Άγκυρα και Ανταν Μεντερές στην Αθήνα την Άνοιξη και το Καλοκαίρι του 1952 . Βλ Σπυρίδων Σφέτας, «Από τη Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας της Άγκυρας (28.2.1953) στη Συνθήκη  Συμμαχίας, Πολιτικής Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας του Μπλεντ (9.8.1954): Η επίσκεψη του Στρατάρχη Τίτο στην Ελλάδα ( Ιούνιος 1954). Αυτόθι.  
[15] Η Ελλάδα την εποχή αυτή ξεκινά  την περίοδο αυτή την ανακίνηση του Κυπριακού Ζητήματος. Βέβαια ακόμα οι τουρκικές αντιδράσεις είναι χαλαρές. Για το Κυπριακό βλ , Αλέξη Α.Δ Κύρου, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική , β΄ έκδοση , Αθήνα 1972 , σ. 271. 
[16]  Για το ζήτημα της Τεργέστης βλ , Gl. Sluga, The problem Trieste and the  Italo-Yugoslav Border. Difference, Identity, and Sovereignty in Twentieth-Century Europe, State Univesity of New York Press 2001.         
[17] Σφέτας , Συνθήκη φιλίας ,ό.π , σ. 3.
[18] Σφέτας , Συνθήκη φιλίας ,ό.π , σ.  6.
[19] Αυτόθι, σ .7.
[20] Ι. Στεφανίδης, Ασύμμετροι εταίροι. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα στον Ψυχρό Πόλεμο 1953-1961, Αθήνα 2005, σσ.199-234.   
[21] Σφέτας , Συνθήκη φιλίας ,ό.π, σσ. 8 – 9.
[22] Για τις ελληνο- γιουγκοσλάβικες υποθέσεις.  Βλ. Κωνσταντίνος Κατσάνος , Το Μακεδονικό και η Γιουγκοσλαβία πλήρη τα απόρρητα γιουγκοσλαβικά έγγραφα 1950 – 1967 , Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2009 & Σπυρίδων Σφέτας, Στη Σκιά του Μακεδονικού, Η κρίση Αθήνας – Βελιγραδίου του 1960, Θεσσαλονίκη 2007.
[23] Κατσάνος, ό.π, σ .92.
[24]Το άρθρο 5 του Καταστατικού του ΝΑΤΟ ορίζει ‘The Parties agree that an armed attack against one or more of them in Europe or North America shall be considered an attack against all and consequently they agree that, if such an armed attack occurs, each of them, in exercise of the right of individual or collective self-defence recognised by Article 51 of the Charter of the United Nations, will assist the Party or Parties so attacked by taking forthwith, individually and in concert with  the other Parties, such action as it deems necessary, including the use of armed force, to restore and maintain the security of the North Atlantic area. Any such armed attack and all measures taken as result thereof shall immediately be reported to the Security Council. Such measures shall be terminated when the Security Council has taken the measures necessary to restore and maintain international peace and security. Βλ. Lawrence S. Kaplan, NATO Divided NATO United: the evolution of an alliance, σσ. 3-4.      
[25] Σφέτας , Συνθήκη φιλίας, ό.π , σ. 19.
[26] Την επισήμανση αυτή την έκανε ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα κατά την διάρκεια των συνομιλιών που έλαβαν χώρα στην Αθήνα κατά την επίσκεψη του Τίτο στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1954 . Βλ Σφέτας, Συνθήκη φιλίας ,ό.π , σ.  21.
[27] Το Βήμα 6-6- 1954.
[28] Από τις δηλώσεις του Τίτο και Γιουγκοσλάβων αξιωματούχων προκύπτει η θέληση της Σοβιετικής Ένωσης να αναγνωρίσει τα λάθη του 1948 . Βλ , Σφέτας Εξομάλυνση, ό.π , σ. 206.
[29] Για τις διατάξεις της Συμμαχίας Βλ.  Σφέτας, Συνθήκη φιλίας ,ό.π, σ. 36 .
[30]  Είναι η γνωστή Διακήρυξη του Βελιγραδίου που ήταν καρπός  της επίσκεψης του ηγέτη της ΕΣΣΔ Νικήτα Χρουστσόφ στο Βελιγράδι τον Μάιο – Ιούνιο 1955. Η επίσκεψη αυτή σηματοδότησε μια νέα εποχή στις σχέσεις ΕΣΣΔ – Γιουγκοσλαβίας. Βλ ,  Σπυρίδων Σφέτας, «Η Εξομάλυνση των ελληνο-γιουκοσλαβικών πολιτικών σχέσεων 1950 – 1951» , Βαλκανικά Σύμμεικτα 12 – 13 (2001 -2002), σ.206.

ΠΗΓΗ